ΜΗΝΥΜΑ

ΓΙΑ ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΑΚΩΝ, ΕΟΡΤΩΝ ΚΑΙ ΑΓΙΩΝ ΔΕΙΤΕ ΤΙΣ ΕΤΙΚΕΤΕΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑ

Παρασκευή 6 Ιουνίου 2014

ΚΥ­ΡΙ­Α­ΚΗ ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ (23-5-2010)

Ἡ ἑ­ορ­τή τῆς Πε­ντη­κο­στῆς εἶ­ναι μί­α ἀ­πό τίς με­γα­λύ­τε­ρες ἑ­ορ­τές τοῦ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοῦ ἔ­τους. Κατ᾿ αὐ­τήν ἐκ­πλη­ρώ­θη­κε ἡ ἐ­παγ­γε­λί­α τοῦ Θε­οῦ γι­ά τήν ἔ­λευ­ση τοῦ Πα­ρα­κλή­του, τοῦ τρί­του Προ­σώ­που τῆς Ἁ­γί­ας Τρι­ά­δος, καί πρα­γμα­το­ποι­ή­θη­κε ἡ ἐ­πί­ση­μη φα­νέ­ρω­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας στόν κό­σμο καί τήν Ἱ­στο­ρί­α.

Ἡ σω­τη­ρι­ώ­δης ὑ­πό­σχε­ση τῆς Πα­λαι­ᾶς Δι­α­θή­κης εἶ­ναι ἡ ἐ­παγ­γε­λί­α τοῦ Θε­οῦ γι­ά τόν ἐρ­χο­μό τοῦ Σω­τῆ­ρα Χρι­στοῦ. Ἡ ὑ­πό­σχε­ση τῆς Και­νῆς Δι­α­θή­κης εἶ­ναι ἡ ἐ­παγ­γε­λί­α τοῦ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ γι­ά τόν ἐρ­χο­μό τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος. Ὁ Κύ­ρι­ος, με­τά τόν Μυ­στι­κό Δεῖ­πνο, μί­λη­σε στούς Μα­θη­τάς καί Ἀ­πο­στό­λους γι­ά τόν ἄλ­λο Πα­ρά­κλη­το πού θά εἶ­ναι συ­νή­γο­ρος καί πα­ρη­γο­ρι­ά τους. Λί­γο πρίν ἀ­πό τήν Ἀ­νά­λη­ψή Του, εἶ­πε: «Σᾶς ἀ­πο­στέλ­λω τήν ἐ­παγ­γε­λί­α τοῦ Πα­τρός μου· κι ἐ­σεῖς νά κα­θί­σε­τε στήν πό­λη Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ μέ­χρις ὅ­του ἐν­δυ­θῆ­τε τήν ἐξ ὕ­ψους δύ­να­μη». Κα­τά τήν ἡ­μέ­ρα τῆς Πε­ντη­κο­στῆς ἦλ­θε τό Ἅ­γι­ο Πνεῦ­μα, πού ἐκ­πο­ρεύ­ε­ται ἀ­πό τόν Θε­ό Πα­τέ­ρα καί στέλ­λε­ται ἀ­πό τόν Θε­ό-Υἱ­ό, Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό, καί φα­νέ­ρω­σε τήν ὕ­παρ­ξη τοῦ Μυ­στη­ρί­ου τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Τό Ἅ­γι­ον Πνεῦ­μα «ὅ­λον συ­γκρο­τεῖ τὸν θε­σμὸν τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας».

Ὁ Εὐ­αγ­γε­λι­στής Λου­κᾶς στό Ἀ­πο­στο­λι­κό ἀ­νά­γνω­σμα μᾶς πε­ρι­γρά­φει τά αἰ­σθη­τά ση­μεῖ­α τῆς ἐ­πι­φοι­τή­σε­ως τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος: «Ὅ­ταν ἔ­φθα­σε ἡ ἡ­μέ­ρα τῆς Πε­ντη­κο­στῆς, ἦ­ταν ὅ­λοι οἱ Ἀ­πό­στο­λοι μα­ζί συ­νη­γμέ­νοι στό ἴ­δι­ο μέ­ρος. Ξα­φνι­κά ἦρ­θε ἀ­πό τόν οὐ­ρα­νό μι­ά βο­ή, σάν νά φυ­σοῦ­σε δυ­να­τός ἄ­νε­μος, καί γέ­μι­σε ὅ­λο τό σπί­τι ὅ­που κα­θό­ταν. Τό­τε τούς πα­ρου­σι­ά­σθη­καν γλῶσ­σες σάν φλό­γες φω­τι­ᾶς πού δι­α­μοι­ρά­ζο­νταν καί κά­θι­σαν ἀ­πό μί­α στόν κα­θέ­να ἀπ᾿ αὐ­τούς».

Δέν εἶ­ναι τυ­χαῖ­ο τό γε­γο­νός ὅ­τι ἡ πα­ρου­σί­α τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος ἐκ­δη­λώ­θη­κε μέ πύ­ρι­νες γλῶσ­σες. Ὁ Ἅ­γι­ος Ἰ­ω­άν­νης ὁ Χρυ­σό­στο­μος πα­ρα­τη­ρεῖ: «Καὶ κα­λῶς εἶ­πε, δι­α­με­ρι­ζό­με­ναι. Ἐκ μι­ᾶς γὰρ ἦν ρί­ζης, ἵ­να μά­θῃς ὅ­τι ἐ­νέρ­γει­ά ἐ­στιν ἀ­πό τοῦ Πα­ρα­κλή­του πεμ­φθεῖ­σα». Τό πῦρ-φῶς εἶ­ναι τό κατ᾿ ἐ­ξο­χήν ση­μεῖ­ο τῆς ἐμ­φα­νεί­ας καί πα­ρου­σί­ας τοῦ Θε­οῦ στούς ἀν­θρώ­πους. Πρῶ­τα ἐκ­πέ­μπε­ται ἑ­νι­αί­α δέ­σμη πυ­ρός καί δι­α­μοι­ρά­ζε­ται «ἐφ᾿ ἕ­να ἕ­κα­στον αὐ­τῶν», ἐν εἴ­δει γλωσ­σῶν. Ὁ Ἅ­γι­ος Γρη­γό­ρι­ος ὁ Πα­λα­μᾶς ση­μει­ώ­νει ὅ­τι τό Ἅ­γι­ο Πνεῦ­μα φα­νε­ρώ­θη­κε μέ τό σχῆ­μα τῆς γλώσ­σης, γι­ά νά δεί­ξη «τήν συγ­γέ­νει­ά Του μέ τόν Λό­γο τοῦ Θε­οῦ» καί συγ­χρό­νως γι­ά τήν «χά­ριν τῆς δι­δα­σκα­λί­ας».

Πρά­γμα­τι, ἡ οἰ­κο­νο­μί­α τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος δέν εἶ­ναι δι­α­φο­ρε­τι­κή ἀ­πό τήν ο­ἰ­κο­νο­μί­α τοῦ Χρι­στοῦ. Ὁ Χρι­στός ἀ­πο­στέλ­λει τό Ἅ­γι­ο Πνεῦ­μα καί τό Ἅ­γι­ο Πνεῦ­μα μορ­φώ­νει τόν Χρι­στό «ἐν ταῖς καρ­δί­αις ἡ­μῶν». Ἐ­πί­σης, γρά­φε­ται στίς Πρά­ξεις τῶν Ἀ­πο­στό­λων «γλῶσ­σες ὡ­σεί πυ­ρός», γι­ά νά μή νο­μί­σου­με ὅ­τι τό πῦρ αὐ­τό ἦ­ταν αἰ­σθη­τό καί ὑ­λι­κό.

Ἀ­μέ­σως μέ τήν κά­θο­δο τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος δό­θη­κε στούς Ἀ­πο­στό­λους τό χά­ρι­σμα τῆς γλωσ­σο­λα­λι­ᾶς, πού ἦ­ταν ὑ­περ­φυ­σι­κή ἐκ­δή­λω­ση καί ἀ­πο­τε­λοῦ­σε ἔ­κτα­κτο χά­ρι­σμα τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος. Τό γε­γο­νός εἶ­ναι ὅ­τι οἱ Ἀ­πό­στο­λοι ἔ­γι­ναν ὄρ­γα­να τοῦ Πα­να­γί­ου Πνεύ­μα­τος, «ἐ­νερ­γοῦ­ντά τε καὶ κι­νού­με­να κα­τὰ θέ­λη­σιν Ἐ­κεί­νου καὶ δύ­να­μιν». Τό χά­ρι­σμα τῆς γλωσ­σο­λα­λι­ᾶς εἶ­ναι μι­ά μορ­φή προ­σευ­χῆς πού δο­ξά­ζει τόν Θε­ό καί μι­ά μορ­φή προ­φη­τεί­ας πού ἀ­ναγ­γέ­λει στούς ἀν­θρώ­πους τά με­γα­λεῖ­α τοῦ Θε­οῦ.

Ὅ­πως γνω­ρί­ζου­με ἀ­πό τήν ἱ­στο­ρί­α τῆς Πα­λαι­ᾶς Δι­α­θή­κης, στήν Βα­βέλ χω­ρί­σθη­καν οἱ γλῶσ­σες τῶν ἀν­θρώ­πων, ἐ­νῶ στήν Πε­ντη­κο­στή ἔ­χου­με τήν ἑ­νό­τη­τα τῶν γλωσ­σῶν. Μέ τό Πα­νά­γι­ο Πνεῦ­μα ἀ­πο­κτοῦ­με τήν ἑ­νό­τη­τα καί ἀ­πο­κτοῦ­με κοι­νή γλῶσ­σα. Αὐ­τήν τήν κοι­νή γλῶσ­σα μι­λοῦ­σαν καί μι­λοῦν οἱ Ἅ­γι­οι, ὁ­που­δή­πο­τε καί ὁ­πο­τε­δή­πο­τε καί ἄν ἔ­ζη­σαν.

Ὅ­μως καί σή­με­ρα ἐ­πι­κρα­τεῖ στίς ἀν­θρώ­πι­νες κοι­νω­νί­ες ἡ κα­τά­στα­ση τῆς Βα­βέλ. Ὅ­λοι πα­σχί­ζουν νά κα­τα­σκευ­ά­σουν μέ τόν ἐ­γω­ϊ­σμό τους τόν πύρ­γο τῆς σω­τη­ρί­ας καί μπερ­δεύ­ο­νται με­τα­ξύ τους. Ἀ­κού­γο­νται δι­ά­φο­ρες γλῶσ­σες-ἀ­πό­ψεις πού δη­μι­ουρ­γοῦν σύγ­χυ­ση. Ἀ­κό­μη καί ἐ­μεῖς οἱ Χρι­στι­α­νοί, ἀ­φοῦ δέν ἔ­χου­με ἀ­πο­κτή­σει τήν ἑ­νό­τη­τα τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, μι­λοῦ­με ἀ­κα­τα­νό­η­τα. Δέν κα­τα­λα­βαί­νου­με τήν γλῶσ­σα τῶν Ἁ­γί­ων μας, δέν ἀ­ντι­λαμ­βα­νό­μα­στε τήν γλῶσ­σα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἑρ­μη­νεύ­ου­με αὐ­θαί­ρε­τα τό Εὐ­αγ­γέ­λι­ο, δη­μι­ουρ­γώ­ντας ἔ­τσι σύγ­χυ­ση μέ­σα μας καί με­τα­ξύ μας.

Σή­με­ρα, λοι­πόν, πού ἑ­ορ­τά­ζου­με τήν ἐ­πι­φοί­τη­ση τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, πρέ­πει νά συ­νει­δη­το­ποι­ή­σου­με ὅ­τι ἡ Πε­ντη­κο­στή εἶ­ναι ἕ­να συ­νε­χές καί πα­ρα­τει­νό­με­νο θαῦ­μα. Ὁ Πα­ρά­κλη­τος ἐ­ξα­κο­λου­θεῖ νά εἶ­ναι πα­ρών στήν Ἐκ­κλη­σί­α. Ἡ ἐν δυ­νά­μει δω­ρε­ά πού λά­βα­με κα­τά τό Βά­πτι­σμα πρέ­πει νά γί­νη ἐ­νερ­γη­τι­κή καί ζῶ­σα με­το­χή στόν πλοῦ­το τῶν χα­ρι­σμά­των τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος.

Ἀ­δελ­φοί μου, σή­με­ρα ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μᾶς κα­λεῖ νά γο­να­τί­σου­με καί νά προ­σευ­χη­θοῦ­με θερ­μά στό Ἅ­γι­ο Πνεῦ­μα, νά κα­τα­σκη­νώ­ση μέ­σα στήν καρ­δι­ά μας, νά τήν με­τα­μορ­φώ­ση καί νά τήν ἁ­γι­ά­ση.

«Ἐλ­θέ, τό φῶς τό ἀ­λη­θι­νόν, ἐλ­θέ ἡ αἰ­ώ­νι­ος ζω­ή, ἐλ­θέ τό ἀ­πο­κε­κρυμ­μέ­νον μυ­στή­ρι­ον.­.­.­.­». ΑΜΗΝ.   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου