Η άμεση ανταπόκριση στη θεία πρόσκληση του Ιωάννη Καραβιδόπουλου
Για την κλήση των πρώτων μαθητών του Χριστού στο αποστολικό έργο γίνεται λόγος σε όλα τα Ευαγγέλια. Στο ευαγγέλιο του Λουκά (5,1-11) συνοδεύεται και με τη διήγηση για τη θαυμαστή αλιεία. Είναι η περικοπή που διαβάζεται την Κυριακή Α' Λουκά στα τέλη περίπου του Σεπτεμβρίου μετά την Ύψωση του Τιμίου Σταυρού. Σήμερα θα δούμε το γεγονός αυτό από τον ευαγγελιστή Ματθαίο (4,18-23).
1. Πρώτα-πρώτα πρέπει να προσέξουμε ότι το προσκλητήριο απευθύνεται στους τέσσερις υποψηφίους αποστόλους την ώρα ακριβώς που αυτοί βρίσκονταν στις εργασίες τους. Αυτό μπορεί να μας οδηγήσει στη σκέψη ότι δεν χρειάζεται να απομακρυνθεί ο άνθρωπος από τον κόσμο και τη ζωή για να τον συναντήσει ο Θεός. Τέτοια φυγή μας διδάσκουν ορισμένα φιλοσοφικά συστήματα που είναι διαποτισμένα με την αντίληψη ότι ο κόσμος και η ύλη είναι εκ φύσεως κακά στοιχεία και ότι ο άνθρωπος για να βρει τη σωτηρία του πρέπει να φύγει μακριά απ’ αυτά. Κατά την Αγία Γραφή, ο κόσμος, παρ’ όλη τη φθορά και την πτώση του στο κακό και στην αμαρτία, είναι εργο του Θεού. κι ο Θεός με δική του πρωτοβουλία συναντά τον άνθρωπο μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο, μέσα στην κοινωνία, μέσα στην εργασία για να του προσφέρει τη σωτηρία.
Το προσκλητήριο για άλλους ήδη σήμανε, γιά άλλους θα σημάνει οπωσδήποτε κάποτε: Θα είναι ένα συναρπαστικό κήρυγμα; Θα είναι ένα συγκλονιστικό βίωμα; Θα είναι μια ξαφνική αφύπνιση από το λήθαργο της αδιαφορίας; Θα είναι η πρόσκληση του ιερέα; Θα είναι κάτι άλλο; Ο Θεός γνωρίζει πολλούς τρόπους για να επικοινωνεί με το πλάσμα του και να το σώζει. Ας μην ξεχνούμε ότι ο Χριστιανισμός δεν είναι το αποκορύφωμα της προσπάθειας του ανθρώπινου πνεύματος να βρει τον Θεό, αλλά είναι η φανέρωση των ενεργειών που κάνει ο Θεός για να συναντήσει και να λυτρώσει τον άνθρωπο και που η σπουδαιότερη των οποίων είναι η σάρκωση, η σταύρωση και η ανάσταση του Χριστού.
2. Κάνει εντύπωση η απόφασιστικότητα με την οποία οι τέσσερες ψαράδες ακολούθησαν τον Χριστό: «Οι δε ευθέως αφέντες τα δίκτυα, ηκολούθησαν αυτώ», σημειώνει ο ευαγγελιστής για τον Πέτρο και Ανδρέα. Καί παρακάτω για τα δύο παιδιά του Ζεβεδαίου γράφει: «Οι δε ευθέως αφέντες το πλοίον και τον πατέρα αυτών ηκολούθησαν αυτώ». Άμεση και χωρίς ενδοιασμούς ή υπολογισμούς είναι η απόφασή τους να ακολουθήσουν τον Χριστό. Βέβαια δεν ακολουθούν απερίσκεπτα έναν άγνωστο που τους καλεί - πρέπει να προϋποθέσουμε την προηγούμενη γνωριμία τους με τον Χριστό, όπως την αφηγεΐται ο ευαγγελιστής Ιωάννης (1, 35 εξ.). Όμως στήν τελική τους απόφαση δεν ταλαντεύονται, δεν αμφιβάλλουν, δεν υπαναχωρούν. Η υπόσχεση του Ιησού να τους μεταβάλει σε ψαράδες ανθρώπων δίνει καινούργιο περιεχόμενο, νέο ιδανικό στη ζωή τους. Υπηρετώντας αυτό το ιδανικό έφεραν το φως του χριστιανισμού στην οικουμένη.
3. Κι ένα ακόμη σημείο ας προσέξουμε. Οι συμβιβασμοί δεν έχουν θέση στις μεγάλες αποφάσεις. Ο Θεός ζητάει ολόκληρο τον άνθρωπο κι όχι μόνο ένα μέρος του εαυτού του ή μερικές εκδηλώσεις της ζωής του. Ένα τέτοιο «βόλεμα» των πραγμάτων ικανοποιεί ίσως τη συνείδησή μας, δεν ικανοποιεί όμως τον Θεό. Η διακονία σ’ έναν υψηλό σκοπό απαιτεί την απαγκίστρωση από επίγειους δεσμούς, από ύλικά εμπόδια, από συναισθηματισμούς. Αυτό βέβαια με κανένα τρόπο δεν σημαίνει ότι ο Χριστός προσκαλώντας τον άνθρωπο να τον ακολουθήσει τον αποτρέπει από μερικές αυτονόητες υποχρεώσεις του έναντι της ζωής. Ακριβώς αυτό το «ναι» στη θεία πρόσκληση σημαίνει πιο ευσυνείδητη εκπλήρωση αυτών των υποχρεώσεων, αλλά συγχρόνως και ιεράρχησή τους σε σχέση προς την απόλυτη απαίτηση του Θεού.
Για την κλήση των πρώτων μαθητών του Χριστού στο αποστολικό έργο γίνεται λόγος σε όλα τα Ευαγγέλια. Στο ευαγγέλιο του Λουκά (5,1-11) συνοδεύεται και με τη διήγηση για τη θαυμαστή αλιεία. Είναι η περικοπή που διαβάζεται την Κυριακή Α' Λουκά στα τέλη περίπου του Σεπτεμβρίου μετά την Ύψωση του Τιμίου Σταυρού. Σήμερα θα δούμε το γεγονός αυτό από τον ευαγγελιστή Ματθαίο (4,18-23).
1. Πρώτα-πρώτα πρέπει να προσέξουμε ότι το προσκλητήριο απευθύνεται στους τέσσερις υποψηφίους αποστόλους την ώρα ακριβώς που αυτοί βρίσκονταν στις εργασίες τους. Αυτό μπορεί να μας οδηγήσει στη σκέψη ότι δεν χρειάζεται να απομακρυνθεί ο άνθρωπος από τον κόσμο και τη ζωή για να τον συναντήσει ο Θεός. Τέτοια φυγή μας διδάσκουν ορισμένα φιλοσοφικά συστήματα που είναι διαποτισμένα με την αντίληψη ότι ο κόσμος και η ύλη είναι εκ φύσεως κακά στοιχεία και ότι ο άνθρωπος για να βρει τη σωτηρία του πρέπει να φύγει μακριά απ’ αυτά. Κατά την Αγία Γραφή, ο κόσμος, παρ’ όλη τη φθορά και την πτώση του στο κακό και στην αμαρτία, είναι εργο του Θεού. κι ο Θεός με δική του πρωτοβουλία συναντά τον άνθρωπο μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο, μέσα στην κοινωνία, μέσα στην εργασία για να του προσφέρει τη σωτηρία.
Το προσκλητήριο για άλλους ήδη σήμανε, γιά άλλους θα σημάνει οπωσδήποτε κάποτε: Θα είναι ένα συναρπαστικό κήρυγμα; Θα είναι ένα συγκλονιστικό βίωμα; Θα είναι μια ξαφνική αφύπνιση από το λήθαργο της αδιαφορίας; Θα είναι η πρόσκληση του ιερέα; Θα είναι κάτι άλλο; Ο Θεός γνωρίζει πολλούς τρόπους για να επικοινωνεί με το πλάσμα του και να το σώζει. Ας μην ξεχνούμε ότι ο Χριστιανισμός δεν είναι το αποκορύφωμα της προσπάθειας του ανθρώπινου πνεύματος να βρει τον Θεό, αλλά είναι η φανέρωση των ενεργειών που κάνει ο Θεός για να συναντήσει και να λυτρώσει τον άνθρωπο και που η σπουδαιότερη των οποίων είναι η σάρκωση, η σταύρωση και η ανάσταση του Χριστού.
2. Κάνει εντύπωση η απόφασιστικότητα με την οποία οι τέσσερες ψαράδες ακολούθησαν τον Χριστό: «Οι δε ευθέως αφέντες τα δίκτυα, ηκολούθησαν αυτώ», σημειώνει ο ευαγγελιστής για τον Πέτρο και Ανδρέα. Καί παρακάτω για τα δύο παιδιά του Ζεβεδαίου γράφει: «Οι δε ευθέως αφέντες το πλοίον και τον πατέρα αυτών ηκολούθησαν αυτώ». Άμεση και χωρίς ενδοιασμούς ή υπολογισμούς είναι η απόφασή τους να ακολουθήσουν τον Χριστό. Βέβαια δεν ακολουθούν απερίσκεπτα έναν άγνωστο που τους καλεί - πρέπει να προϋποθέσουμε την προηγούμενη γνωριμία τους με τον Χριστό, όπως την αφηγεΐται ο ευαγγελιστής Ιωάννης (1, 35 εξ.). Όμως στήν τελική τους απόφαση δεν ταλαντεύονται, δεν αμφιβάλλουν, δεν υπαναχωρούν. Η υπόσχεση του Ιησού να τους μεταβάλει σε ψαράδες ανθρώπων δίνει καινούργιο περιεχόμενο, νέο ιδανικό στη ζωή τους. Υπηρετώντας αυτό το ιδανικό έφεραν το φως του χριστιανισμού στην οικουμένη.
3. Κι ένα ακόμη σημείο ας προσέξουμε. Οι συμβιβασμοί δεν έχουν θέση στις μεγάλες αποφάσεις. Ο Θεός ζητάει ολόκληρο τον άνθρωπο κι όχι μόνο ένα μέρος του εαυτού του ή μερικές εκδηλώσεις της ζωής του. Ένα τέτοιο «βόλεμα» των πραγμάτων ικανοποιεί ίσως τη συνείδησή μας, δεν ικανοποιεί όμως τον Θεό. Η διακονία σ’ έναν υψηλό σκοπό απαιτεί την απαγκίστρωση από επίγειους δεσμούς, από ύλικά εμπόδια, από συναισθηματισμούς. Αυτό βέβαια με κανένα τρόπο δεν σημαίνει ότι ο Χριστός προσκαλώντας τον άνθρωπο να τον ακολουθήσει τον αποτρέπει από μερικές αυτονόητες υποχρεώσεις του έναντι της ζωής. Ακριβώς αυτό το «ναι» στη θεία πρόσκληση σημαίνει πιο ευσυνείδητη εκπλήρωση αυτών των υποχρεώσεων, αλλά συγχρόνως και ιεράρχησή τους σε σχέση προς την απόλυτη απαίτηση του Θεού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου