ΚΥΡΙΑΚΗ Β΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
(Ματθ. 4, 18-23)
Ἀγαπητοί μου χριστιανοί,
Μέ τό σημερινό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα μεταφερόμαστε νοερά στήν Γαλιλαία καί στήν ἀρχή τῆς δημόσιας δράσης τοῦ Χριστοῦ. Στήν ἡλικία τῶν τριάντα χρονῶν, μετά τό βάπτισμα καί μετά τούς πειρασμούς καί ἀφοῦ συνελήφθη ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος, ὁ Ἰησοῦς ἦρθε στήν Γαλιλαία.
Ἐκεῖ κάλεσε τούς πρώτους μαθητές του, τούς δύο ἀδελφούς Πέτρο καί Ἀνδρέα καί τούς ἄλλους δύο ἀδελφούς Ἰάκωβο καί Ἰωάννη. Ἡ ἀνταπόκριση ἦταν ἄμεση. «Οἱ δέ ἀφέντες ἄπαντα ἠκολούθησαν αὐτῷ» λέγει ὁ Χριστός. Ἐκεῖ «παρά τήν θάλασσαν τῆς Γαλιλαίας», ἀρχίζει νά θεμελιώνεται ἡ Ἐκκλησία, ἐκεῖ σπέρνεται ὁ κόκκος τοῦ σινάπεως, ὅπως λαλεῖ ἀργότερα ὁ Θεῖος διδάσκαλος, γιά νά γίνει «δένδρον μέγα» καί νά ἀπλώσει τά κλαδιά του σέ ὅλη τήν οἰκουμένη. Μᾶς κάνει ἰδιαίτερη ἐντύπωση ἡ ἄμεση καί ἄνευ ὄρων ἀνταπόκριση τῶν μαθητῶν στήν πρόσκληση τοῦ Ἰησοῦ.
Περιστατικά ὅμως σάν τήν κλήση τῶν μαθητῶν ποιά σημασία μποροῦν νά ἔχουν στόν καιρό μας; Τό πολύ νά τά μνημονεύουμε σάν γεγονότα πού συνέβησαν κάποτε, νά ἀποτελοῦν δηλαδή γιά μᾶς ἱστορική γνώση. Μιά ἀπλή ἱστορία χωρίς βαθύτερη σημασία. Καί ὅμως καμμιά διήγηση, κανένα γεγονός, κανένας λόγος τοῦ εὐαγγελίου δέν εἶναι χωρίς βαθύτερη σημασία. Ἄς προσέξουμε σέ κάποιες λεπτομέρειες.
Πρῶτα εἶναι καί οἱ τέσσερεις ψαράδες. Ὑπάρχει κάποια ἀναλογία καί ὁμοιότητα ἀνάμεσα στό ἔργο τοῦ ψαρᾶ καί τοῦ Ἀποστόλου. «Ποιήσω ὑμᾶς ἀλιεῖς ἀνθρώπων» τούς εἶπε, ὅταν τούς κάλεσε. Ἔπειτα ὁ Χριστός τούς καλεῖ χωρίς πολλές διατυπώσεις. Οἱ ψαράδες ἀνταποκρίνονταν στήν κλήση μέ τόν ἴδιο τρόπο. Καί στίς δύο περιπτώσεις τῶν ἀδελφῶν, ὁ Εὐαγγελιστής χρησιμοποιεῖ τήν ἴδια φράση: «Οἱ δέ εὐθέως ἀφέντες ἄπαντα ἠκολούθησαν αὐτῷ».
Χωρίς ἄλλη σκέψη καί χωρίς δισταγμό ἄφησαν τά δίχτυα, τά ψάρια πού ἔπιασαν, τό πλοῖο καί τόν πατέρα τους σέ Ἐκεῖνον πού τούς καλοῦσε. Ποῦ πήγαιναν; Καί αὐτοί δέν ἤξεραν. Ἦξερε ἐκεῖνος, πού τούς καλοῦσε. Κάποτε ὁ Θεός κάλεσε τόν γενάρχη τῶν Ἰουδαίων, τόν Ἀβραάμ καί τόν εἶπε: «Ἔξελθε ἐκ τῆς γῆς σου καί ἐκ τῆς συγγενείας σου….». Καί ὁ πατριάρχης ὑποτάχτηκε στήν θεία κλήση. Ποῦ πήγαινε; Ὁ Θεός ἤξερε.
«Εἰς γῆν ἥν ἄν σοι δείξω», δηλ. στήν χώρα πού θά σοῦ ὑποδείξω. Ἦταν τό μόνο πού εἶπε ὁ Θεός. «Καί ποιήσω ὑμᾶς ἀλιεῖς ἀνθρώπων»˙ εἶναι τό μόνο, πού λέγει τώρα ὁ Χριστός στούς μαθητές.
Γιατί ὁ Θεός ὅταν καλεῖ, δέν κάνει συμφωνίες μέ τούς ἀνθρώπους. Σημαίνει μόνο τούς μακρινούς του σκοπούς. Καί ἐδῶ εἶναι τό λεπτό σημεῖο. Νά ἀκούσει ὁ καθένας μας, ὅταν μᾶς καλεῖ ὁ Θεός. Νά καταλάβει τό σῆμα καί νά ὑποταχτεῖ στήν κλήση του. «Ἀκούσομαι τι λαλήσει ἐν ἐμοί Κύριος ὁ Θεός», πού θά πεῖ πώς ὁ καθένας θά πρέπει νά εἶναι ἔτοιμος νά δεχτεῖ τό θεῖο κάλεσμα.
Τόν κάθε ἕνα λοιπόν καλεῖ ὁ Θεός; Καί βέβαια κάλεσε ψαράδες, κάλεσε Τελῶνες, κάλεσε ἁμαρτωλούς, κάλεσε διῶκτες. Γι’ αὐτό πάντα τό ζήτημα εἶναι ἄλλο. Ποιός ἀκούει, ποιός σπεύδει νά τόν ἀκολουθήσει.
Στήν ἐποχή μας οἱ ἄνθρωποι μοιάζουν σάν θωρακισμένοι. Δέν τους περνᾶ, δέν φτάνει στήν καρδιά τους ἡ θεῖα κλήση. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ πέφτει πάνω τους καί εἶναι σάν να ἐξωστρακίζεται. Ἔτσι ὅπως ἕνα βλῆμα πέφτει ἐπάνω σ’ ἕνα σιδερένιο θώρακα. Καί ὅταν καμμιά φορά τύχει νά ἀκούσουν καί νά καταλάβουν, τότε ἀρχίζουν τή συναλλαγή. Τί μοῦ δίνεις γιά νά σέ ἀκολουθήσω; Στήν κλήση τῆς σωτηρίας οἱ ἄνθρωποι σήμερα ζητοῦμε ἀνταλλάγματα. Ὁποιαδήποτε ἀποστολή καί ἄν μᾶς ἀναθέσουν ἤ τήν ἀναλαμβάνουμε μόνοι μας ἤ ἡ σκέψη μας πηγαίνει στά ἐπακόλουθα, στά ἀνταλλάγματα, στό κέρδος, πού θ’ ἀποκομίσουμε. Ἀλοίμονο ὅμως στήν ἀνθρωπότητα, ἄν δέν ὑπήρχαν ἐκείνοι πού «ἀφέντες ἄπαντα ἠκολούθησαν αὐτῷ».
Στό ἔργο τοῦ Σωτῆρα Χριστοῦ ἐπάνω στή γῆ καί στήν ἰστορία τῆς Ἐκκλησίας ἡ κλήση τῶν Ἀποστόλων εἶναι ἀπό τά πρῶτα γεγονότα καί ὡς πρός τόν χρόνο καί ὡς πρός τήν σημασία. Ἐπί τρία χρόνια ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἔχτιζε τήν Ἐκκλησία. Τήν θεμελίωσε «παρά τήν θάλασσα τῆς Γαλιλαίας», ὅταν κάλεσε τούς μαθητές, ὅταν ἔστειλε τόν Παράκλητο.
Ὁ τρόπος τῆς ἡμερονύχτιας ἐργασίας, τῆς συνεχοῦς μέ λόγια καί ἔργο διδασκαλίας, τῆς καταρτίσεως τῶν μαθητῶν μέ ὅλα τά παιδαγωγικά μέσα ἄς εἶναι παράδειγμα σέ ὅσους ἀνατέθηκε ἡ μεγάλη ἀποστολή τῆς διαπαιδαγωγήσεως τῶν ἀνθρώπων, τούς γονεῖς, τούς δασκάλους καί τούς ἱερεῖς. Σέ ὅλο τό τριετές διάστημα τῆς ἀναστροφῆς τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ μέ τούς μαθητές καί Ἀποστόλους συντελοῦνταν τό ἔργο τῆς καταρτίσεως τους καί πραγματοποιοῦνταν τά λόγια, μέ τά ὁποῖα ὁ Θεῖος Διδάσκαλος κάλεσε τούς ἀλιεῖς τῆς θάλασσας τῆς Γαλιλαίας: «δεῦτε ὁπίσω μου καί ποιήσω ὑμᾶς ἀλιεῖς ἀνθρώπων». Ἀμήν.
(Ματθ. 4, 18-23)
Ἀγαπητοί μου χριστιανοί,
Μέ τό σημερινό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα μεταφερόμαστε νοερά στήν Γαλιλαία καί στήν ἀρχή τῆς δημόσιας δράσης τοῦ Χριστοῦ. Στήν ἡλικία τῶν τριάντα χρονῶν, μετά τό βάπτισμα καί μετά τούς πειρασμούς καί ἀφοῦ συνελήφθη ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος, ὁ Ἰησοῦς ἦρθε στήν Γαλιλαία.
Ἐκεῖ κάλεσε τούς πρώτους μαθητές του, τούς δύο ἀδελφούς Πέτρο καί Ἀνδρέα καί τούς ἄλλους δύο ἀδελφούς Ἰάκωβο καί Ἰωάννη. Ἡ ἀνταπόκριση ἦταν ἄμεση. «Οἱ δέ ἀφέντες ἄπαντα ἠκολούθησαν αὐτῷ» λέγει ὁ Χριστός. Ἐκεῖ «παρά τήν θάλασσαν τῆς Γαλιλαίας», ἀρχίζει νά θεμελιώνεται ἡ Ἐκκλησία, ἐκεῖ σπέρνεται ὁ κόκκος τοῦ σινάπεως, ὅπως λαλεῖ ἀργότερα ὁ Θεῖος διδάσκαλος, γιά νά γίνει «δένδρον μέγα» καί νά ἀπλώσει τά κλαδιά του σέ ὅλη τήν οἰκουμένη. Μᾶς κάνει ἰδιαίτερη ἐντύπωση ἡ ἄμεση καί ἄνευ ὄρων ἀνταπόκριση τῶν μαθητῶν στήν πρόσκληση τοῦ Ἰησοῦ.
Περιστατικά ὅμως σάν τήν κλήση τῶν μαθητῶν ποιά σημασία μποροῦν νά ἔχουν στόν καιρό μας; Τό πολύ νά τά μνημονεύουμε σάν γεγονότα πού συνέβησαν κάποτε, νά ἀποτελοῦν δηλαδή γιά μᾶς ἱστορική γνώση. Μιά ἀπλή ἱστορία χωρίς βαθύτερη σημασία. Καί ὅμως καμμιά διήγηση, κανένα γεγονός, κανένας λόγος τοῦ εὐαγγελίου δέν εἶναι χωρίς βαθύτερη σημασία. Ἄς προσέξουμε σέ κάποιες λεπτομέρειες.
Πρῶτα εἶναι καί οἱ τέσσερεις ψαράδες. Ὑπάρχει κάποια ἀναλογία καί ὁμοιότητα ἀνάμεσα στό ἔργο τοῦ ψαρᾶ καί τοῦ Ἀποστόλου. «Ποιήσω ὑμᾶς ἀλιεῖς ἀνθρώπων» τούς εἶπε, ὅταν τούς κάλεσε. Ἔπειτα ὁ Χριστός τούς καλεῖ χωρίς πολλές διατυπώσεις. Οἱ ψαράδες ἀνταποκρίνονταν στήν κλήση μέ τόν ἴδιο τρόπο. Καί στίς δύο περιπτώσεις τῶν ἀδελφῶν, ὁ Εὐαγγελιστής χρησιμοποιεῖ τήν ἴδια φράση: «Οἱ δέ εὐθέως ἀφέντες ἄπαντα ἠκολούθησαν αὐτῷ».
Χωρίς ἄλλη σκέψη καί χωρίς δισταγμό ἄφησαν τά δίχτυα, τά ψάρια πού ἔπιασαν, τό πλοῖο καί τόν πατέρα τους σέ Ἐκεῖνον πού τούς καλοῦσε. Ποῦ πήγαιναν; Καί αὐτοί δέν ἤξεραν. Ἦξερε ἐκεῖνος, πού τούς καλοῦσε. Κάποτε ὁ Θεός κάλεσε τόν γενάρχη τῶν Ἰουδαίων, τόν Ἀβραάμ καί τόν εἶπε: «Ἔξελθε ἐκ τῆς γῆς σου καί ἐκ τῆς συγγενείας σου….». Καί ὁ πατριάρχης ὑποτάχτηκε στήν θεία κλήση. Ποῦ πήγαινε; Ὁ Θεός ἤξερε.
«Εἰς γῆν ἥν ἄν σοι δείξω», δηλ. στήν χώρα πού θά σοῦ ὑποδείξω. Ἦταν τό μόνο πού εἶπε ὁ Θεός. «Καί ποιήσω ὑμᾶς ἀλιεῖς ἀνθρώπων»˙ εἶναι τό μόνο, πού λέγει τώρα ὁ Χριστός στούς μαθητές.
Γιατί ὁ Θεός ὅταν καλεῖ, δέν κάνει συμφωνίες μέ τούς ἀνθρώπους. Σημαίνει μόνο τούς μακρινούς του σκοπούς. Καί ἐδῶ εἶναι τό λεπτό σημεῖο. Νά ἀκούσει ὁ καθένας μας, ὅταν μᾶς καλεῖ ὁ Θεός. Νά καταλάβει τό σῆμα καί νά ὑποταχτεῖ στήν κλήση του. «Ἀκούσομαι τι λαλήσει ἐν ἐμοί Κύριος ὁ Θεός», πού θά πεῖ πώς ὁ καθένας θά πρέπει νά εἶναι ἔτοιμος νά δεχτεῖ τό θεῖο κάλεσμα.
Τόν κάθε ἕνα λοιπόν καλεῖ ὁ Θεός; Καί βέβαια κάλεσε ψαράδες, κάλεσε Τελῶνες, κάλεσε ἁμαρτωλούς, κάλεσε διῶκτες. Γι’ αὐτό πάντα τό ζήτημα εἶναι ἄλλο. Ποιός ἀκούει, ποιός σπεύδει νά τόν ἀκολουθήσει.
Στήν ἐποχή μας οἱ ἄνθρωποι μοιάζουν σάν θωρακισμένοι. Δέν τους περνᾶ, δέν φτάνει στήν καρδιά τους ἡ θεῖα κλήση. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ πέφτει πάνω τους καί εἶναι σάν να ἐξωστρακίζεται. Ἔτσι ὅπως ἕνα βλῆμα πέφτει ἐπάνω σ’ ἕνα σιδερένιο θώρακα. Καί ὅταν καμμιά φορά τύχει νά ἀκούσουν καί νά καταλάβουν, τότε ἀρχίζουν τή συναλλαγή. Τί μοῦ δίνεις γιά νά σέ ἀκολουθήσω; Στήν κλήση τῆς σωτηρίας οἱ ἄνθρωποι σήμερα ζητοῦμε ἀνταλλάγματα. Ὁποιαδήποτε ἀποστολή καί ἄν μᾶς ἀναθέσουν ἤ τήν ἀναλαμβάνουμε μόνοι μας ἤ ἡ σκέψη μας πηγαίνει στά ἐπακόλουθα, στά ἀνταλλάγματα, στό κέρδος, πού θ’ ἀποκομίσουμε. Ἀλοίμονο ὅμως στήν ἀνθρωπότητα, ἄν δέν ὑπήρχαν ἐκείνοι πού «ἀφέντες ἄπαντα ἠκολούθησαν αὐτῷ».
Στό ἔργο τοῦ Σωτῆρα Χριστοῦ ἐπάνω στή γῆ καί στήν ἰστορία τῆς Ἐκκλησίας ἡ κλήση τῶν Ἀποστόλων εἶναι ἀπό τά πρῶτα γεγονότα καί ὡς πρός τόν χρόνο καί ὡς πρός τήν σημασία. Ἐπί τρία χρόνια ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἔχτιζε τήν Ἐκκλησία. Τήν θεμελίωσε «παρά τήν θάλασσα τῆς Γαλιλαίας», ὅταν κάλεσε τούς μαθητές, ὅταν ἔστειλε τόν Παράκλητο.
Ὁ τρόπος τῆς ἡμερονύχτιας ἐργασίας, τῆς συνεχοῦς μέ λόγια καί ἔργο διδασκαλίας, τῆς καταρτίσεως τῶν μαθητῶν μέ ὅλα τά παιδαγωγικά μέσα ἄς εἶναι παράδειγμα σέ ὅσους ἀνατέθηκε ἡ μεγάλη ἀποστολή τῆς διαπαιδαγωγήσεως τῶν ἀνθρώπων, τούς γονεῖς, τούς δασκάλους καί τούς ἱερεῖς. Σέ ὅλο τό τριετές διάστημα τῆς ἀναστροφῆς τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ μέ τούς μαθητές καί Ἀποστόλους συντελοῦνταν τό ἔργο τῆς καταρτίσεως τους καί πραγματοποιοῦνταν τά λόγια, μέ τά ὁποῖα ὁ Θεῖος Διδάσκαλος κάλεσε τούς ἀλιεῖς τῆς θάλασσας τῆς Γαλιλαίας: «δεῦτε ὁπίσω μου καί ποιήσω ὑμᾶς ἀλιεῖς ἀνθρώπων». Ἀμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου