ΚΥΡΙΑΚΗ Γ ΛΟΥΚΑ Ἡ ἀνάστασις τοῦ υἱοῦ τῆς χήρας (Λουκ. 7,11—16) Ἀρχιμανδρίτης Ἰωήλ Γιαννακόπουλος
Ἡ ἀνάστασις αὕτη ἐγένετο ὡς ἑξῆς : Ὁ Κύριος μετὰ τὴν θεραπείαν τοῦ δούλου τοῦ ἑκατοντάρχου «ἐν τῷ ἑξῆς» κατὰ ἑπομένην ἡμέραν πιθανώτατα «ἐπορεύθη εἰς πόλιν Ναΐν», ἐξέρχεται ἐκ τῆς Καπερναοὺμ καὶ βαδίζει πρὸς τὴν Ναΐν, ἡ ὁποία εὑρίσκετο δώδεκα χιλιόμετρα νοτιοανατολικῶς τῆς Ναζαρὲτ καὶ εἰς ἀπόστασιν 38 χιλιομέτρων πορείας μιᾶς δηλαδὴ ἡμέρας ἀπὸ τῆς Καπερναούμ. Ἡ λέξις Ναΐν σημαίνει ὡραία, καλλονή. Φαίνεται, ὅτι ἦτο εἰς ὡραίαν μαγευτικὴν τοποθεσίαν. Καὶ ὅμως εἰς τὴν ὡραίαν αὐτὴν πόλιν ἦτο ἡ θλίψις, ὅπως εἰς τὸν ὥριμον καρπὸν εὑρίσκεται τὸ σκουλῆκι. Μετ’ Αὐτοῦ «συνεπορεύοντο οἱ μαθηταί Αὐτοῦ καὶ ὄχλος πολύς». Ὁ Κύριος ἐξεκίνησε τὴν πρωΐαν ἀπὸ τῆς Καπερναοὺμ καὶ ἔφθασε τὸ ἑσπέρας εἰς Ναΐν, ὅτε oἱ ἐνταφιασμοὶ κατὰ τὸ πλεῖστον ἐγίνοντο. «Οἱ μαθηταί αὐτοῦ» ἐνταῦθα εἶναι πιθανώτατα ὄχι μόνον οἱ δώδεκα μαθηταὶ του ἀλλὰ εὐρύτερος κύκλος τῶν μαθητῶν του.
«Ὡς δὲ ἤγγισε τῇ πύλῃ τῆς πόλεως» ὅταν δηλαδὴ ὁ Κύριος μετὰ τῶν μαθητῶν του καὶ τοῦ λαοῦ ἔφθασεν εἰς τὴν πύλην τοῦ τείχους τῆς πόλεως Ναΐν, «ἰδοὺ» αἴφνης συναντοῦν τὴν κηδείαν ἐξερχομένην ἐκτὸς τῶν τειχῶν τῆς πόλεως. Κατὰ τὴν κηδείαν ταύτην «ἐξεκομίζετο τεθνηκώς μονογενὴς υἱὸς τῇ μητρί αὐτοῦ καὶ αὕτη ἦν χήρα». Μετεφέρετο δηλαδὴ διὰ φορείου νεκρικοῦ ἀκαλύπτου κατὰ τὴν ἀρχαίαν συνήθειαν, νεκρὸς μονογενὴς τις υἱός. Οἱ νεκροὶ ἐθάπτοντο ἐκτός τῆς πόλεως, διότι οὗτοι παρ’ Ἑβραίοις ἐθεωροῦντο νομικῶς ἀκάθαρτοι. Ὁ νεκρὸς οὗτος δὲν ἦτο μόνον νέος καὶ μονογενὴς εἰς τὴν μητέρα του, ἀλλὰ ἡ μήτηρ ἦτο καὶ χήρα νεαρά. Ἑπομένως ἡ χήρα αὕτη γυνὴ εἶχε δύο πόνους. Ἔχασε τὸν ἄνδρα της καὶ τώρα χάνει τὸ παιδί της. Ὁ πόνος οὗτος τῆς χήρας ταύτης ἦτο ἔκδηλος ὄχι μόνον, διότι αὕτη ἔκλαιεν, ἀλλὰ «καὶ ὄχλος τῆς πόλεως ἱκανὸς» ἀρκετὸς «ἦν σὺν αὐτῇ» εἰς ἐκδήλωσιν τῆς συμπαθείας του πρὸς αὐτήν.
Ὁ Κύριος «ἰδὼν αὐτὴν» ἦτο ἀδύνατον νὰ μὴ εὐσπλαγχνισθῇ ταύτην. Διά τοῦτο ὁ Λουκᾶς λέγει «ὁ Κύριος εὐσπλαγχνίσθη ἐπ’ αὐτῇ καὶ εἶπεν αὐτῇ μὴ κλαῖε». Ἐὰν ἀπηύθυνεν ἄλλος τὸ «μὴ κλαῖε» εἰς τὴν χήραν αὐτήν, οἱ κλαυθμοὶ θὰ ἐγίνοντο περισσότεροι. Ἐδῶ ὅμως ὄχι. Ὁ Κύριος θεραπεύει. «Προσελθών δὲ» πλησιάσας δηλαδὴ τὸ φέρετρον «ἥψατο τῆς σοροῦ» ἤγγισε τοῦ φερέτρου, τὸ ὁποῖον ἔφερε τὴν σορὸν τοῦ νεκροῦ, ἵνα σταματήσωσιν οἱ νεκροφόροι. Εἰς τοῦτο «οἱ βαστάζοντες ἔστησαν» οἱ νεκροφόροι ἐσταμάτησαν. Ὁ Κύριος ἀποτεινόμενος πρὸς τὸν νεκρὸν νεανίσκον λέγει πρὸς αὐτόν˙ «Νεανίσκε σοὶ λέγω ἐγέρθητι». Ὁ νεανίσκος ἠγέρθη «ἀνεκάθησεν» ἐπὶ τοῦ νεκρικοῦ φορείου «καὶ ἤρξατο λαλεῖν» εἰς δήλωσιν, ὅτι ἀνέστη. Τοιαύτας νεκραναστάσεις ὄχι σωμάτων ἀλλὰ ψυχῶν μὲ ἕνα του μόνον λόγον ὁ Κύριος εἶχε κάμῃ μέχρι τώρα ἀπείρους! Ὁ Κύριος «ἔδωκεν αὐτὸν τῇ μητρί αὐτοῦ» δὲν ἐκράτησεν δηλ. αὐτὸν ὡς μαθητὴν Του ἀλλά, ἀπέδωσεν αὐτὸν εἰς τὴν μητέρα του.
Λόγῳ τοῦ ἐκπληκτικοῦ αὐτοῦ γεγονότος «ἔλαβε φόβος πάντας» διότι ἀντελήφθησαν, ὅτι ἔχουν ἐνώπιόν των θείαν δύναμιν. Τὸ ἱερὸν τοῦτο δέος ἠκολούθει δοξολογία. «Ἐδόξαζον τὸν Θεόν, λέγοντες, ὅτι προφήτης μέγας ἠγέρθη ἐν ἡμῖν καὶ ὅτι ἐπεσκέψατο ὁ Θεὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ». Ὁ Θεὸς ἐπεσκέφθη τὸν λαὸν του ἀποστείλας τὸν μεγάλον τοῦτον προφήτην. «Ὁ λόγος οὗτος» ἡ ἀνάστασις δηλαδὴ τοῦ νεκροῦ τούτου «ἐξῆλθεν» μετεδόθη «ἐν ὅλῃ τῇ Ἰουδαίᾳ καὶ ἐν πάσῃ τῇ περιχώρῳ» ἤτοι εἰς πᾶσαν τὴν Ἰουδαίαν καὶ τὴν Παλαιστίνην λόγῳ τοῦ ὅτι τὸ θαῦμα τῆς νεκραναστάσεως ἦτο πρωτάκουστον.
Θέμα: Περὶ θανάτου.
Τί εἶναι ὁ θάνατος; Ποία ἡ θέσις μας ἀπέναντι τοῦ θανάτου;
Ἰδοὺ αἱ δύο ὄψεις τοῦ θανάτου.
Καὶ πρῶτον. Τί εἶναι ὁ θάνατος; Ὁ θάνατος εἶναι τὸ βεβαιότερον ὅλων τῶν πραγμάτων. Ὅλα τὰ ἄλλα πράγματα εἶναι ἀβέβαια πλὴν τοῦ θανάτου. Καὶ πράγματι! Ὅτι ὁ παῖς θὰ γίνῃ νέος καὶ θὰ γηράσῃ, εἶναι ἀβέβαιον, διότι δὲν ἀποκλείεται νὰ ἀποθάνῃ παῖς. Ὅτι ὁ νέος καὶ ἡ νέα θὰ δυνηθῶσι νὰ σπουδάσωσι καὶ νὰ πραγματοποιήσωσι τὰ ἰδικὰ των χρυσᾶ ὄνειρα καὶ τὰ τῶν γονέων των, εἶναι ἀβέβαιον. Ὅτι ὅμως θὰ ἀποθάνωσιν, εἶναι βεβαιότατον. Ὅτι ὁ γέρων θὰ φθάσῃ τὰ χιονισμένα χρόνια τῆς ἡλικίας τοῦ βαθέος γήρατος, εἶναι περισσότερον ἀβέβαιον. Ὅτι ὅμως θ’ ἀποθάνῃ, εἶναι ἀναντίρρητον. Οὔτε ὁ πλοῦτος οὔτε ἡ δόξα οὔτε τὸ νεανικὸν σφρῖγος εἶναι εἰς θέσιν νὰ ἐμποδίσωσι τὸ βέβαιον τοῦ θανάτου. Τοὐναντίον μάλιστα ταῦτα ἐνώπιον τοῦ θανάτου εἶναι ἀβέβαια. Ὁ θάνατος εἶναι ἕνας μεγάλος ὀγκόλιθος, ἐνώπιον τοῦ ὁποίου ὅλα τὰ ἄλλα συντριβόμενα γίνονται ἀβέβαια εἴτε φήμη εἴτε νεότης λέγονται ταῦτα.
Ὁ θάνατος δὲν εἶναι μόνον τὸ βεβαιότερον ὅλων τῶν πραγμάτων ἀλλὰ καὶ τὸ τρομακτικώτερον. Μάλιστα! Ὁ θάνατος δὲν εἶναι μόνον φυματίωσις, καρκῖνος, ἡμιπληγία, καρδιακὸν τι νόσημα, χωλότης, πράγματα τὰ ὁποῖα ἔχουν ὡρισμένοι ἄνθρωποι, ἀλλὰ εἶναι ὅλα ταῦτα καὶ περισσότερα ἀπ’ αὐτὰ δηλαδὴ εἰς ὅλους τούς ἀνθρώπους. Ὑπάρχουν δηλαδὴ ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι δὲν εἶναι φυματικοί, δὲν πάσχουν ἀπὸ καρκῖνον ἤ καρδιακὸν τι νόσημα κτλ. ἀλλ’ ὅμως οὗτοι δὲν θὰ ἀπαλλαγῶσι τοῦ θανάτου. Ὁ θάνατος εἶναι δυστύχημα γενικόν, ὥστε ἐνῷ σήμερα εἴμεθα αὐτόπται μάρτυρες, αὔριον θὰ γίνωμεν τραγικὰ θύματα. Ὁ θάνατος εἶναι τρομερὸς ὄχι μόνον, διότι εἶναι γενικὸς εἰς ὅλους τούς ἀνθρώπους, ἀλλὰ ἀφορᾷ καὶ ὁλόκληρον τὸν ἄνθρωπον. Ὅταν δηλαδὴ χάσῃς τὸ ἕνα σου μάτι, αὐτί, χέρι, πόδι, ἔχεις τὸ ἄλλο. Ὅταν χάσῃς τὰ δύο μάτια, δύνασαι νὰ ἀναπληρώσῃς αὐτὰ κατὰ τι μὲ τὴν ἀκοήν, ὅπως συμβαίνει εἰς τοὺς τυφλούς. Ὅταν χάσῃς τὴν ἀκοὴν καὶ τῶν δύο αὐτιῶν σου, δύνασαι νὰ συνεννοῆσαι διὰ νευμάτων, ὅπως συμβαίνει εἰς τοὺς κωφούς. Ὅταν χάσῃς τὰ περὶ σὲ ἀγαθά, χρήματα ἤ κτήματα, ἔχεις τὸν ἑαυτόν σου. Ὅταν ὅμως ἀποθάνης, ἔχασες τὰ περὶ σὲ καὶ τὸν ἑαυτόν σου. Ἔχασες τὸ πᾶν! Ὁ θάνατος λοιπὸν εἶναι τρομερός, διότι εἶναι γενικὸς εἰς ὅλους τούς ἀνθρώπους καὶ εἰς ὅλον τὸν ἄνθρωπον. Τί τρομερώτερον λοιπὸν τοῦ θανάτου, ὅταν οὗτος εἶναι καὶ βεβαιότατος ;
Ὁ θάνατος ὅσον τρομερὸς καὶ βέβαιος καὶ ἂν εἶναι ὡς γεγονὸς εἶναι ἀβεβαία ὅμως ἡ ὥρα του. Τὸ μῆκος τῆς ζωῆς μας δὲν εἶναι εἰς ὅλους μας τὸ αὐτό. Ἄλλοι βλέπουν υἱοὺς υἱῶν καὶ ἀποθνῄσκουν ἐν μέσῳ πλήθους ἀπογόνων. Ἄλλοι ὅμως σταματοῦν εἰς τὸ μέσον τοῦ δρόμου τῆς ζωῆς των καὶ ἄλλοι εἰς τὴν ἀνθίζουσαν ἡλικίαν των. Εἶναι τέλος ἄλλοι, οἱ ὁποῖοι δὲν προφθάνουν νὰ ἀνθίσουν, νὰ μπουμπουκιάσουν καὶ ἐξαφανίζονται. Ὁμοιάζουν σὰν τὰ λουλούδια, τὰ ὁποῖα ἀνθίζουν τὸ πρωὶ διὰ νὰ μαρανθοῦν τὸ ἑσπέρας. Διά τοῦτο ἀκούομεν συχνά, ὅτι ὁ μὲν ἀπέθανεν, ἐνῷ ἔτρωγεν, ὁ ἄλλος ὅταν ἐχόρευεν, ὁ τρίτος ἐκοιμήθη καὶ δὲν ἐξύπνησε καὶ ἄλλος ἐνῷ ἔπινε νερό, ἀπέθανε καὶ «δὲν εἶπε νερό». Πόσον ἀβεβαία ἡ ὥρα τοῦ θανάτου!
Δεύτερον. Ἡμεῖς; Ποίαν θέσιν ἔχομεν ἀπέναντι τοῦ θανάτου; Ἰδού!
Εἴπομεν, ὅτι ὁ θάνατος εἶναι τὸ βεβαιότερον, τρομακτικώτερον πρᾶγμα καὶ ἡ ὥρα του ἀβεβαία. Ἐνώπιον τοιούτου φαινομένου θὰ ἔπρεπε νὰ εἶχε στραφῇ σπουδαίως ἡ προσοχὴ ἀπίστων καὶ πιστῶν. Καὶ πράγματι. Εἶσαι ἄπιστος εἰς τὴν πέραν τοῦ τάφου ζωὴν ὁ ἀναγιγνώσκων; Νομίζω, ὅτι πρέπει ὁ θάνατος νὰ σὲ ἀπασχόλησῃ σοβαρῶς διὰ τὸν ἑξῆς λόγον. Πρόκειται νὰ χάσῃς τὸ μάτι σου, τὸ χέρι σου, μία καρφίτσα. Τὸ ἐνδιαφέρον σου ξυπνᾷ. Πρόκειται νὰ ὑπερασπισθῇς τὴν ὑπόληψίν σου μὴ τυχὸν αὕτη εἰς τὸ μέλλον δυσφημισθῇ. Τὸ ἐνδιαφέρον σου διεγείρεται. Ἀφοῦ διεγείρεται τὸ ἐνδιαφέρον σου δὶ’ ἕνα σου χέρι διὰ μίαν καρφίτσαν διὰ τὴν ὑπόληψίν σου μὴ τυχὸν αὕτη δυσφημισθῇ, δὲν πρέπει νὰ κινηθῇ τὸ ἐνδιαφέρον σου διὰ τὸν θάνατον, ὁ ὁποῖος θὰ σοὺ ἀφαιρέσῃ ὄχι ἕνα χέρι ἤ μία καρφίτσα ἀλλὰ ὁλόκληρον τὸν ἑαυτόν σου; Εἶναι λογικὸν νὰ ἔχῃς τόσην εὐαισθησίαν εἰς τὰ ἐλάχιστα, εἰς τὴν ἀπώλειαν μιᾶς καρφίτσας καὶ ἀναισθησίαν εἰς τὰ μέγιστα, εἰς τὸν θάνατόν σου; Ἀσφαλῶς ὄχι. Ἴσως μου εἴπῃς, ὅτι ἂν ψάξω τὰ περὶ τοῦ θανάτου μου καὶ πέραν αὐτοῦ, τί θὰ εὕρω ; Ἀπαντῶ. Ψάξε καὶ ἂν μὲν εὕρῃς τὴν πέραν τοῦ θανάτου ζωήν, θὰ εὕρῃς τὸ πᾶν. Ἐὰν δὲν εὕρῃς, δὲν ἔχεις νὰ χάσῃς τίποτα. Εἶσαι ποὺ εἶσαι ἄπιστος. Ἑπομένως τὸ τρομερὸν καὶ βέβαιον τοῦ θανάτου καὶ τὸ ἀβέβαιον τῆς ὥρας του πρέπει νὰ κινήσωσι τὸ ἐνδιαφέρον παντὸς ἀνθρώπου.
Σὺ ὁ ἀναγιγνώσκων εἶσαι πιστός; Βλέπεις, ὅτι ὁ θάνατος εἶναι βέβαιος, τρομερὸς καὶ ἀβεβαία ἡ ὥρα του. Πιστεύεις, ὅτι θ’ ἀπολογηθῇς μίαν ἡμέραν. Ἐνθυμουμένου τὴν ὥραν τοῦ θανάτου σου πόσα πάθη δὲν θὰ σβύσουν, πόσαι ἐκδικήσεις δὲν θὰ παύσουν, πόσαι ἐπαναστάσεις τῆς σαρκὸς δὲν θὰ κατευνασθοῦν, πόσα σχέδιά σου δὲν θὰ τροποποιηθοῦν, ἀφοῦ πιστεύῃς, ὅτι θὰ ἔλθῃ ἡ ὥρα, κατὰ τὴν ὁποίαν θὰ ἀπολογηθῇς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ; Ἡ ὥρα αὕτη εἶναι ἀβεβαία. Συνεπῶς πᾶσα σκέψις καὶ πρᾶξις σου, ἡ ὁποία πρόκειται νὰ γίνῃ, πρέπει νὰ εἶναι τοιαύτη, ὥστε νὰ εἶσαι εἰς θέσιν νὰ ἀποθάνῃς ἀνὰ πᾶσαν ὥραν, ἀφοῦ δὲν γνωρίζῃς, ἐὰν θὰ ζήσῃς ἀργότερον. Κανόνισε τὸ παρόν, τὸ ὁποῖον εὑρίσκεται εἰς τὸ χέρι σου, διὰ νὰ μὴ ἔχῃς ἀνάγκην τὸ μέλλον, τὸ ὁποῖον ἀνήκει εἰς τὸν Θεόν.
Ὁ θάνατος δὲν εἶναι μόνον τρομερός, διότι καταστρέφει τὴν ζωήν, ἀλλὰ εἶναι δυνατὸν νὰ εἶναι ἡ θύρα τῆς αἰωνίου κολάσεως. Ἐὰν εἶναι τρομερὸς ὁ θάνατος, διότι γκρεμίζει τὴν ζωήν, πόσον τρομερὸς εἶναι διὰ σὲ τὸν πιστόν, ὁ ὁποῖος πιστεύεις εἰς τὸ αἰώνιον τῆς κολάσεως, ἐὰν δὲν ἑτοιμασθῇς καταλλήλως; Ἐὰν προσθέσωμεν, ὅτι ὁ θάνατος εἶναι καὶ ἡ θύρα τοῦ Παραδείσου, πόσον τρομερὸς διὰ σὲ πιστὲ πρέπει νὰ εἶναι ὁ θάνατος, ὅταν λόγῳ τῆς ἀμελείας σου, ἀντὶ νὰ εἰσέλθῃς διὰ τοῦ θανάτου εἰς τὴν αἰώνιον ζωήν, κατέρχεσαι εἰς τὴν αἰώνιον κόλασιν; Ταῦτα εἶναι βέβαια καὶ τρομερὰ διὰ σέ, ὅσον ἀβεβαία καὶ ἂν εἶναι ἡ ὥρα των.
Ἑπομένως πιστοὶ καὶ ἄπιστοι πρέπει νὰ ἐνδιαφερθῶμεν διὰ τὸ βέβαιον καὶ τρομερόν του θανάτου καὶ τὴν ἀβεβαίαν του ὥραν, ὥστε οἱ μὲν ἄπιστοι νὰ γίνωσι πιστοί, οἱ δὲ πιστοὶ νὰ τακτοποιήσωσι τὸν ἑαυτὸν των, εἰς τρόπον ὥστε νὰ εἶναι ἕτοιμοι εἰς πᾶσαν ὥραν νὰ ἐμφανισθῶσιν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
Κάθε ἄνθρωπος ἔχει τρεῖς φίλους. Ὁ ἕνας τὸν ἐγκαταλείπει κατὰ τὴν ὥραν τοῦ θανάτου, ὁ ἄλλος κατὰ τὸν ἐνταφιασμὸν καὶ ὁ τρίτος τὸν συνοδεύει πέραν τοῦ τάφου. Ὁ πρῶτος εἶναι τὰ ὑλικὰ ἀγαθά, ὁ δεύτερος oἱ φίλοι του καὶ ὁ τρίτος τὰ καλὰ ἔργα. Διά τοῦτο ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ φροντίζῃ, ὥστε ἐνῷ, ὅταν ἐγεννήθη, ὅλοι γελοῦσαν καὶ αὐτὸς ἔκλαιεν, ὅταν ἀποθάνῃ, οἱ ἄλλοι νὰ κλαίουν καὶ αὐτὸς νὰ γελάῃ.
Ἡ ἀνάστασις αὕτη ἐγένετο ὡς ἑξῆς : Ὁ Κύριος μετὰ τὴν θεραπείαν τοῦ δούλου τοῦ ἑκατοντάρχου «ἐν τῷ ἑξῆς» κατὰ ἑπομένην ἡμέραν πιθανώτατα «ἐπορεύθη εἰς πόλιν Ναΐν», ἐξέρχεται ἐκ τῆς Καπερναοὺμ καὶ βαδίζει πρὸς τὴν Ναΐν, ἡ ὁποία εὑρίσκετο δώδεκα χιλιόμετρα νοτιοανατολικῶς τῆς Ναζαρὲτ καὶ εἰς ἀπόστασιν 38 χιλιομέτρων πορείας μιᾶς δηλαδὴ ἡμέρας ἀπὸ τῆς Καπερναούμ. Ἡ λέξις Ναΐν σημαίνει ὡραία, καλλονή. Φαίνεται, ὅτι ἦτο εἰς ὡραίαν μαγευτικὴν τοποθεσίαν. Καὶ ὅμως εἰς τὴν ὡραίαν αὐτὴν πόλιν ἦτο ἡ θλίψις, ὅπως εἰς τὸν ὥριμον καρπὸν εὑρίσκεται τὸ σκουλῆκι. Μετ’ Αὐτοῦ «συνεπορεύοντο οἱ μαθηταί Αὐτοῦ καὶ ὄχλος πολύς». Ὁ Κύριος ἐξεκίνησε τὴν πρωΐαν ἀπὸ τῆς Καπερναοὺμ καὶ ἔφθασε τὸ ἑσπέρας εἰς Ναΐν, ὅτε oἱ ἐνταφιασμοὶ κατὰ τὸ πλεῖστον ἐγίνοντο. «Οἱ μαθηταί αὐτοῦ» ἐνταῦθα εἶναι πιθανώτατα ὄχι μόνον οἱ δώδεκα μαθηταὶ του ἀλλὰ εὐρύτερος κύκλος τῶν μαθητῶν του.
«Ὡς δὲ ἤγγισε τῇ πύλῃ τῆς πόλεως» ὅταν δηλαδὴ ὁ Κύριος μετὰ τῶν μαθητῶν του καὶ τοῦ λαοῦ ἔφθασεν εἰς τὴν πύλην τοῦ τείχους τῆς πόλεως Ναΐν, «ἰδοὺ» αἴφνης συναντοῦν τὴν κηδείαν ἐξερχομένην ἐκτὸς τῶν τειχῶν τῆς πόλεως. Κατὰ τὴν κηδείαν ταύτην «ἐξεκομίζετο τεθνηκώς μονογενὴς υἱὸς τῇ μητρί αὐτοῦ καὶ αὕτη ἦν χήρα». Μετεφέρετο δηλαδὴ διὰ φορείου νεκρικοῦ ἀκαλύπτου κατὰ τὴν ἀρχαίαν συνήθειαν, νεκρὸς μονογενὴς τις υἱός. Οἱ νεκροὶ ἐθάπτοντο ἐκτός τῆς πόλεως, διότι οὗτοι παρ’ Ἑβραίοις ἐθεωροῦντο νομικῶς ἀκάθαρτοι. Ὁ νεκρὸς οὗτος δὲν ἦτο μόνον νέος καὶ μονογενὴς εἰς τὴν μητέρα του, ἀλλὰ ἡ μήτηρ ἦτο καὶ χήρα νεαρά. Ἑπομένως ἡ χήρα αὕτη γυνὴ εἶχε δύο πόνους. Ἔχασε τὸν ἄνδρα της καὶ τώρα χάνει τὸ παιδί της. Ὁ πόνος οὗτος τῆς χήρας ταύτης ἦτο ἔκδηλος ὄχι μόνον, διότι αὕτη ἔκλαιεν, ἀλλὰ «καὶ ὄχλος τῆς πόλεως ἱκανὸς» ἀρκετὸς «ἦν σὺν αὐτῇ» εἰς ἐκδήλωσιν τῆς συμπαθείας του πρὸς αὐτήν.
Ὁ Κύριος «ἰδὼν αὐτὴν» ἦτο ἀδύνατον νὰ μὴ εὐσπλαγχνισθῇ ταύτην. Διά τοῦτο ὁ Λουκᾶς λέγει «ὁ Κύριος εὐσπλαγχνίσθη ἐπ’ αὐτῇ καὶ εἶπεν αὐτῇ μὴ κλαῖε». Ἐὰν ἀπηύθυνεν ἄλλος τὸ «μὴ κλαῖε» εἰς τὴν χήραν αὐτήν, οἱ κλαυθμοὶ θὰ ἐγίνοντο περισσότεροι. Ἐδῶ ὅμως ὄχι. Ὁ Κύριος θεραπεύει. «Προσελθών δὲ» πλησιάσας δηλαδὴ τὸ φέρετρον «ἥψατο τῆς σοροῦ» ἤγγισε τοῦ φερέτρου, τὸ ὁποῖον ἔφερε τὴν σορὸν τοῦ νεκροῦ, ἵνα σταματήσωσιν οἱ νεκροφόροι. Εἰς τοῦτο «οἱ βαστάζοντες ἔστησαν» οἱ νεκροφόροι ἐσταμάτησαν. Ὁ Κύριος ἀποτεινόμενος πρὸς τὸν νεκρὸν νεανίσκον λέγει πρὸς αὐτόν˙ «Νεανίσκε σοὶ λέγω ἐγέρθητι». Ὁ νεανίσκος ἠγέρθη «ἀνεκάθησεν» ἐπὶ τοῦ νεκρικοῦ φορείου «καὶ ἤρξατο λαλεῖν» εἰς δήλωσιν, ὅτι ἀνέστη. Τοιαύτας νεκραναστάσεις ὄχι σωμάτων ἀλλὰ ψυχῶν μὲ ἕνα του μόνον λόγον ὁ Κύριος εἶχε κάμῃ μέχρι τώρα ἀπείρους! Ὁ Κύριος «ἔδωκεν αὐτὸν τῇ μητρί αὐτοῦ» δὲν ἐκράτησεν δηλ. αὐτὸν ὡς μαθητὴν Του ἀλλά, ἀπέδωσεν αὐτὸν εἰς τὴν μητέρα του.
Λόγῳ τοῦ ἐκπληκτικοῦ αὐτοῦ γεγονότος «ἔλαβε φόβος πάντας» διότι ἀντελήφθησαν, ὅτι ἔχουν ἐνώπιόν των θείαν δύναμιν. Τὸ ἱερὸν τοῦτο δέος ἠκολούθει δοξολογία. «Ἐδόξαζον τὸν Θεόν, λέγοντες, ὅτι προφήτης μέγας ἠγέρθη ἐν ἡμῖν καὶ ὅτι ἐπεσκέψατο ὁ Θεὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ». Ὁ Θεὸς ἐπεσκέφθη τὸν λαὸν του ἀποστείλας τὸν μεγάλον τοῦτον προφήτην. «Ὁ λόγος οὗτος» ἡ ἀνάστασις δηλαδὴ τοῦ νεκροῦ τούτου «ἐξῆλθεν» μετεδόθη «ἐν ὅλῃ τῇ Ἰουδαίᾳ καὶ ἐν πάσῃ τῇ περιχώρῳ» ἤτοι εἰς πᾶσαν τὴν Ἰουδαίαν καὶ τὴν Παλαιστίνην λόγῳ τοῦ ὅτι τὸ θαῦμα τῆς νεκραναστάσεως ἦτο πρωτάκουστον.
Θέμα: Περὶ θανάτου.
Τί εἶναι ὁ θάνατος; Ποία ἡ θέσις μας ἀπέναντι τοῦ θανάτου;
Ἰδοὺ αἱ δύο ὄψεις τοῦ θανάτου.
Καὶ πρῶτον. Τί εἶναι ὁ θάνατος; Ὁ θάνατος εἶναι τὸ βεβαιότερον ὅλων τῶν πραγμάτων. Ὅλα τὰ ἄλλα πράγματα εἶναι ἀβέβαια πλὴν τοῦ θανάτου. Καὶ πράγματι! Ὅτι ὁ παῖς θὰ γίνῃ νέος καὶ θὰ γηράσῃ, εἶναι ἀβέβαιον, διότι δὲν ἀποκλείεται νὰ ἀποθάνῃ παῖς. Ὅτι ὁ νέος καὶ ἡ νέα θὰ δυνηθῶσι νὰ σπουδάσωσι καὶ νὰ πραγματοποιήσωσι τὰ ἰδικὰ των χρυσᾶ ὄνειρα καὶ τὰ τῶν γονέων των, εἶναι ἀβέβαιον. Ὅτι ὅμως θὰ ἀποθάνωσιν, εἶναι βεβαιότατον. Ὅτι ὁ γέρων θὰ φθάσῃ τὰ χιονισμένα χρόνια τῆς ἡλικίας τοῦ βαθέος γήρατος, εἶναι περισσότερον ἀβέβαιον. Ὅτι ὅμως θ’ ἀποθάνῃ, εἶναι ἀναντίρρητον. Οὔτε ὁ πλοῦτος οὔτε ἡ δόξα οὔτε τὸ νεανικὸν σφρῖγος εἶναι εἰς θέσιν νὰ ἐμποδίσωσι τὸ βέβαιον τοῦ θανάτου. Τοὐναντίον μάλιστα ταῦτα ἐνώπιον τοῦ θανάτου εἶναι ἀβέβαια. Ὁ θάνατος εἶναι ἕνας μεγάλος ὀγκόλιθος, ἐνώπιον τοῦ ὁποίου ὅλα τὰ ἄλλα συντριβόμενα γίνονται ἀβέβαια εἴτε φήμη εἴτε νεότης λέγονται ταῦτα.
Ὁ θάνατος δὲν εἶναι μόνον τὸ βεβαιότερον ὅλων τῶν πραγμάτων ἀλλὰ καὶ τὸ τρομακτικώτερον. Μάλιστα! Ὁ θάνατος δὲν εἶναι μόνον φυματίωσις, καρκῖνος, ἡμιπληγία, καρδιακὸν τι νόσημα, χωλότης, πράγματα τὰ ὁποῖα ἔχουν ὡρισμένοι ἄνθρωποι, ἀλλὰ εἶναι ὅλα ταῦτα καὶ περισσότερα ἀπ’ αὐτὰ δηλαδὴ εἰς ὅλους τούς ἀνθρώπους. Ὑπάρχουν δηλαδὴ ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι δὲν εἶναι φυματικοί, δὲν πάσχουν ἀπὸ καρκῖνον ἤ καρδιακὸν τι νόσημα κτλ. ἀλλ’ ὅμως οὗτοι δὲν θὰ ἀπαλλαγῶσι τοῦ θανάτου. Ὁ θάνατος εἶναι δυστύχημα γενικόν, ὥστε ἐνῷ σήμερα εἴμεθα αὐτόπται μάρτυρες, αὔριον θὰ γίνωμεν τραγικὰ θύματα. Ὁ θάνατος εἶναι τρομερὸς ὄχι μόνον, διότι εἶναι γενικὸς εἰς ὅλους τούς ἀνθρώπους, ἀλλὰ ἀφορᾷ καὶ ὁλόκληρον τὸν ἄνθρωπον. Ὅταν δηλαδὴ χάσῃς τὸ ἕνα σου μάτι, αὐτί, χέρι, πόδι, ἔχεις τὸ ἄλλο. Ὅταν χάσῃς τὰ δύο μάτια, δύνασαι νὰ ἀναπληρώσῃς αὐτὰ κατὰ τι μὲ τὴν ἀκοήν, ὅπως συμβαίνει εἰς τοὺς τυφλούς. Ὅταν χάσῃς τὴν ἀκοὴν καὶ τῶν δύο αὐτιῶν σου, δύνασαι νὰ συνεννοῆσαι διὰ νευμάτων, ὅπως συμβαίνει εἰς τοὺς κωφούς. Ὅταν χάσῃς τὰ περὶ σὲ ἀγαθά, χρήματα ἤ κτήματα, ἔχεις τὸν ἑαυτόν σου. Ὅταν ὅμως ἀποθάνης, ἔχασες τὰ περὶ σὲ καὶ τὸν ἑαυτόν σου. Ἔχασες τὸ πᾶν! Ὁ θάνατος λοιπὸν εἶναι τρομερός, διότι εἶναι γενικὸς εἰς ὅλους τούς ἀνθρώπους καὶ εἰς ὅλον τὸν ἄνθρωπον. Τί τρομερώτερον λοιπὸν τοῦ θανάτου, ὅταν οὗτος εἶναι καὶ βεβαιότατος ;
Ὁ θάνατος ὅσον τρομερὸς καὶ βέβαιος καὶ ἂν εἶναι ὡς γεγονὸς εἶναι ἀβεβαία ὅμως ἡ ὥρα του. Τὸ μῆκος τῆς ζωῆς μας δὲν εἶναι εἰς ὅλους μας τὸ αὐτό. Ἄλλοι βλέπουν υἱοὺς υἱῶν καὶ ἀποθνῄσκουν ἐν μέσῳ πλήθους ἀπογόνων. Ἄλλοι ὅμως σταματοῦν εἰς τὸ μέσον τοῦ δρόμου τῆς ζωῆς των καὶ ἄλλοι εἰς τὴν ἀνθίζουσαν ἡλικίαν των. Εἶναι τέλος ἄλλοι, οἱ ὁποῖοι δὲν προφθάνουν νὰ ἀνθίσουν, νὰ μπουμπουκιάσουν καὶ ἐξαφανίζονται. Ὁμοιάζουν σὰν τὰ λουλούδια, τὰ ὁποῖα ἀνθίζουν τὸ πρωὶ διὰ νὰ μαρανθοῦν τὸ ἑσπέρας. Διά τοῦτο ἀκούομεν συχνά, ὅτι ὁ μὲν ἀπέθανεν, ἐνῷ ἔτρωγεν, ὁ ἄλλος ὅταν ἐχόρευεν, ὁ τρίτος ἐκοιμήθη καὶ δὲν ἐξύπνησε καὶ ἄλλος ἐνῷ ἔπινε νερό, ἀπέθανε καὶ «δὲν εἶπε νερό». Πόσον ἀβεβαία ἡ ὥρα τοῦ θανάτου!
Δεύτερον. Ἡμεῖς; Ποίαν θέσιν ἔχομεν ἀπέναντι τοῦ θανάτου; Ἰδού!
Εἴπομεν, ὅτι ὁ θάνατος εἶναι τὸ βεβαιότερον, τρομακτικώτερον πρᾶγμα καὶ ἡ ὥρα του ἀβεβαία. Ἐνώπιον τοιούτου φαινομένου θὰ ἔπρεπε νὰ εἶχε στραφῇ σπουδαίως ἡ προσοχὴ ἀπίστων καὶ πιστῶν. Καὶ πράγματι. Εἶσαι ἄπιστος εἰς τὴν πέραν τοῦ τάφου ζωὴν ὁ ἀναγιγνώσκων; Νομίζω, ὅτι πρέπει ὁ θάνατος νὰ σὲ ἀπασχόλησῃ σοβαρῶς διὰ τὸν ἑξῆς λόγον. Πρόκειται νὰ χάσῃς τὸ μάτι σου, τὸ χέρι σου, μία καρφίτσα. Τὸ ἐνδιαφέρον σου ξυπνᾷ. Πρόκειται νὰ ὑπερασπισθῇς τὴν ὑπόληψίν σου μὴ τυχὸν αὕτη εἰς τὸ μέλλον δυσφημισθῇ. Τὸ ἐνδιαφέρον σου διεγείρεται. Ἀφοῦ διεγείρεται τὸ ἐνδιαφέρον σου δὶ’ ἕνα σου χέρι διὰ μίαν καρφίτσαν διὰ τὴν ὑπόληψίν σου μὴ τυχὸν αὕτη δυσφημισθῇ, δὲν πρέπει νὰ κινηθῇ τὸ ἐνδιαφέρον σου διὰ τὸν θάνατον, ὁ ὁποῖος θὰ σοὺ ἀφαιρέσῃ ὄχι ἕνα χέρι ἤ μία καρφίτσα ἀλλὰ ὁλόκληρον τὸν ἑαυτόν σου; Εἶναι λογικὸν νὰ ἔχῃς τόσην εὐαισθησίαν εἰς τὰ ἐλάχιστα, εἰς τὴν ἀπώλειαν μιᾶς καρφίτσας καὶ ἀναισθησίαν εἰς τὰ μέγιστα, εἰς τὸν θάνατόν σου; Ἀσφαλῶς ὄχι. Ἴσως μου εἴπῃς, ὅτι ἂν ψάξω τὰ περὶ τοῦ θανάτου μου καὶ πέραν αὐτοῦ, τί θὰ εὕρω ; Ἀπαντῶ. Ψάξε καὶ ἂν μὲν εὕρῃς τὴν πέραν τοῦ θανάτου ζωήν, θὰ εὕρῃς τὸ πᾶν. Ἐὰν δὲν εὕρῃς, δὲν ἔχεις νὰ χάσῃς τίποτα. Εἶσαι ποὺ εἶσαι ἄπιστος. Ἑπομένως τὸ τρομερὸν καὶ βέβαιον τοῦ θανάτου καὶ τὸ ἀβέβαιον τῆς ὥρας του πρέπει νὰ κινήσωσι τὸ ἐνδιαφέρον παντὸς ἀνθρώπου.
Σὺ ὁ ἀναγιγνώσκων εἶσαι πιστός; Βλέπεις, ὅτι ὁ θάνατος εἶναι βέβαιος, τρομερὸς καὶ ἀβεβαία ἡ ὥρα του. Πιστεύεις, ὅτι θ’ ἀπολογηθῇς μίαν ἡμέραν. Ἐνθυμουμένου τὴν ὥραν τοῦ θανάτου σου πόσα πάθη δὲν θὰ σβύσουν, πόσαι ἐκδικήσεις δὲν θὰ παύσουν, πόσαι ἐπαναστάσεις τῆς σαρκὸς δὲν θὰ κατευνασθοῦν, πόσα σχέδιά σου δὲν θὰ τροποποιηθοῦν, ἀφοῦ πιστεύῃς, ὅτι θὰ ἔλθῃ ἡ ὥρα, κατὰ τὴν ὁποίαν θὰ ἀπολογηθῇς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ; Ἡ ὥρα αὕτη εἶναι ἀβεβαία. Συνεπῶς πᾶσα σκέψις καὶ πρᾶξις σου, ἡ ὁποία πρόκειται νὰ γίνῃ, πρέπει νὰ εἶναι τοιαύτη, ὥστε νὰ εἶσαι εἰς θέσιν νὰ ἀποθάνῃς ἀνὰ πᾶσαν ὥραν, ἀφοῦ δὲν γνωρίζῃς, ἐὰν θὰ ζήσῃς ἀργότερον. Κανόνισε τὸ παρόν, τὸ ὁποῖον εὑρίσκεται εἰς τὸ χέρι σου, διὰ νὰ μὴ ἔχῃς ἀνάγκην τὸ μέλλον, τὸ ὁποῖον ἀνήκει εἰς τὸν Θεόν.
Ὁ θάνατος δὲν εἶναι μόνον τρομερός, διότι καταστρέφει τὴν ζωήν, ἀλλὰ εἶναι δυνατὸν νὰ εἶναι ἡ θύρα τῆς αἰωνίου κολάσεως. Ἐὰν εἶναι τρομερὸς ὁ θάνατος, διότι γκρεμίζει τὴν ζωήν, πόσον τρομερὸς εἶναι διὰ σὲ τὸν πιστόν, ὁ ὁποῖος πιστεύεις εἰς τὸ αἰώνιον τῆς κολάσεως, ἐὰν δὲν ἑτοιμασθῇς καταλλήλως; Ἐὰν προσθέσωμεν, ὅτι ὁ θάνατος εἶναι καὶ ἡ θύρα τοῦ Παραδείσου, πόσον τρομερὸς διὰ σὲ πιστὲ πρέπει νὰ εἶναι ὁ θάνατος, ὅταν λόγῳ τῆς ἀμελείας σου, ἀντὶ νὰ εἰσέλθῃς διὰ τοῦ θανάτου εἰς τὴν αἰώνιον ζωήν, κατέρχεσαι εἰς τὴν αἰώνιον κόλασιν; Ταῦτα εἶναι βέβαια καὶ τρομερὰ διὰ σέ, ὅσον ἀβεβαία καὶ ἂν εἶναι ἡ ὥρα των.
Ἑπομένως πιστοὶ καὶ ἄπιστοι πρέπει νὰ ἐνδιαφερθῶμεν διὰ τὸ βέβαιον καὶ τρομερόν του θανάτου καὶ τὴν ἀβεβαίαν του ὥραν, ὥστε οἱ μὲν ἄπιστοι νὰ γίνωσι πιστοί, οἱ δὲ πιστοὶ νὰ τακτοποιήσωσι τὸν ἑαυτὸν των, εἰς τρόπον ὥστε νὰ εἶναι ἕτοιμοι εἰς πᾶσαν ὥραν νὰ ἐμφανισθῶσιν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
Κάθε ἄνθρωπος ἔχει τρεῖς φίλους. Ὁ ἕνας τὸν ἐγκαταλείπει κατὰ τὴν ὥραν τοῦ θανάτου, ὁ ἄλλος κατὰ τὸν ἐνταφιασμὸν καὶ ὁ τρίτος τὸν συνοδεύει πέραν τοῦ τάφου. Ὁ πρῶτος εἶναι τὰ ὑλικὰ ἀγαθά, ὁ δεύτερος oἱ φίλοι του καὶ ὁ τρίτος τὰ καλὰ ἔργα. Διά τοῦτο ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ φροντίζῃ, ὥστε ἐνῷ, ὅταν ἐγεννήθη, ὅλοι γελοῦσαν καὶ αὐτὸς ἔκλαιεν, ὅταν ἀποθάνῃ, οἱ ἄλλοι νὰ κλαίουν καὶ αὐτὸς νὰ γελάῃ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου