ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΕΛΩΝΟΥ ΚΑΙ ΦΑΡΙΣΑΙΟΥ
(Β’ Τιμ. 3, 10-15)
Οἱ ἔσχατοι καιροί, στοὺς ὁποίους ζοῦμε, διακρίνονται ἀπὸ τὸ ὅτι μεγάλη μερίδα ἀνθρώπων ἐπιλέγουν νὰ ζήσουν κλεισμένοι στὸν ἑαυτό τους, μὴ λαμβάνοντες ὑπόψη τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ. Ἀπευθυνόμενος ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὸν μαθητή του Τιμόθεο δίνει τὰ χαρακτηριστικὰ αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων καὶ λέει ὅτι εἶναι: «φίλαυτοι, φιλάργυροι, ἀλαζόνες, ὑπερήφανοι, βλάσφημοι, γονεύσιν ἀπειθεῖς, ἀχάριστοι, ἀνόσιοι, ἄστοργοι, ἄσπονδοι, διάβολοι, ἀκρατεῖς, ἀνήμεροι, ἀφιλάγαθοι, προδόται, προπετεῖς, τετυφωμένοι, φιλήδονοι μᾶλλον ἢ φιλόθεοι».
Οἱ ἄνθρωποι αὐτοί, οἱ φίλαυτοι καὶ φιλήδονοι, θέτουν σὲ δεύτερη μοῖρα τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ ἔτσι γίνονται ἀχάριστοι πρὸς αὐτόν. Ὁ ἀχάριστος, ὅμως, πρὸς τὸν Θεό, θὰ εἶναι τέτοιος καὶ πρὸς τοὺς συνανθρώπους του. Τοὺς ἐπιβουλεύεται, τοὺς ἐκμεταλλεύεται, τοὺς ἀντιμετωπίζει χωρὶς στοργὴ καὶ τοὺς διαβάλλει συνεχῶς, προσπαθῶντας νὰ καλύψει τὴ δική του ἀνεπάρκεια μέσα ἀπὸ τὸν ἐξευτελισμὸ τῆς ὑπόληψης τοῦ συνανθρώπου του.(Β’ Τιμ. 3, 10-15)
Οἱ ἔσχατοι καιροί, στοὺς ὁποίους ζοῦμε, διακρίνονται ἀπὸ τὸ ὅτι μεγάλη μερίδα ἀνθρώπων ἐπιλέγουν νὰ ζήσουν κλεισμένοι στὸν ἑαυτό τους, μὴ λαμβάνοντες ὑπόψη τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ. Ἀπευθυνόμενος ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὸν μαθητή του Τιμόθεο δίνει τὰ χαρακτηριστικὰ αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων καὶ λέει ὅτι εἶναι: «φίλαυτοι, φιλάργυροι, ἀλαζόνες, ὑπερήφανοι, βλάσφημοι, γονεύσιν ἀπειθεῖς, ἀχάριστοι, ἀνόσιοι, ἄστοργοι, ἄσπονδοι, διάβολοι, ἀκρατεῖς, ἀνήμεροι, ἀφιλάγαθοι, προδόται, προπετεῖς, τετυφωμένοι, φιλήδονοι μᾶλλον ἢ φιλόθεοι».
Οἱ φίλαυτοι καὶ ἀφιλάνθρωποι ἄνθρωποι διακηρύσσουν τὴν πίστη τους στὸν Θεό, ὅμως, ἡ ζωὴ καὶ τὰ ἔργα τους μαρτυροῦν γιὰ τὸ ἀντίθετο. Ὁμολογοῦν ὅτι εἶναι Χριστιανοί, ὅτι γνωρίζουν τὰ περὶ τοῦ χριστιανισμοῦ, ἔχουν δηλαδή «μόρφωσιν εὐσεβείας», ἀλλὰ κατὰ παράδοξο τρόπο δὲν ζοῦν σύμφωνα μὲ τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ. Ἄρα, μπορεῖ νὰ χαρακτηριστοῦν, ὄχι ὡς ἀληθινοὶ μαθητὲς τοῦ ταπεινοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ ὡς κατ᾽ ἐπίφαση Χριστιανοί. Ὄντως, πῶς μπορεῖ ὁ φιλάργυρος, ὁ φίλαυτος, ὁ προπετής, ὁ ἀφιλάνθρωπος, ὁ ἀνήθικος, νὰ εἶναι πράγματι πιστός; Ἀφοῦ δὲν κάνει ὅσα ἁρμόζουν στοὺς ἀναγεννημένους ἀνθρώπους, ἀλλὰ ζεῖ προσκολλημένος στὴν πλάνη τοῦ κόσμου, τότε ἡ πίστη του εἶναι ἁπλὴ γνώση καὶ θεωρία, εἶναι ὡσὰν τὸ νεκρὸ καὶ ἄψυχο σῶμα, ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἀπουσιάζει ἡ ζωή. Καὶ οἱ δαίμονες στὸ κάτω κάτω -κατὰ τὸν ἅγιο Ἰάκωβο τὸν Ἀδελφόθεο- πιστεύουν ὀρθά, ὅμως, δὲν ζοῦν κατὰ τὰ προστάγματα τοῦ ἀγαθοῦ Θεοῦ˙ γι᾽ αὐτὸ δὲν ὠφελοῦνται ἀπὸ αὐτὴ τὴ θεωρητικὴ γνώση καὶ δὲν σώζονται.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος, μετὰ τὴν ἀναφορὰ στὰ χαρακτηριστικὰ αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων, προτρέπει τὸν Τιμόθεο νὰ ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ κοντά τους. Οἱ ἄνθρωποι τοῦτοι εἶναι κάκιστα παραδείγματα γιὰ τοὺς ἄλλους. Μὲ τὰ λόγια τους ἑλκύουν κάποιον, ἀλλὰ μὲ τὶς πράξεις τους τὸν σκανδαλίζουν καὶ τὸν ἀπωθοῦν. Ἡ πραγματικότητα, ὅμως, ποὺ συνεπάγεται ἡ πίστη στὸν Χριστὸ εἶναι ἐντελῶς διαφορετική. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος γιὰ νὰ διδάξει τὴν ἐν Χριστῷ πραγματικότητα δὲν μένει στὴ θεωρία, ἀλλὰ προσφέρει ὡς ὑπόδειγμα τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του, λέγοντας στὸν Τιμόθεο: «Σὺ δὲ παρηκολούθηκάς μου τῇ διδασκαλίᾳ, τῇ ἀγωγῇ, τῇ προθέσει, τῇ πίστει, τῇ μακροθυμίᾳ, τῇ ἀγάπῃ, τῇ ὑπομονῇ, τοῖς διωγμοῖς, τοῖς παθήμασιν, οἷά μοι ἐγένοντο ἐν Ἀντιοχείᾳ, ἐν Ἰκονίῳ, ἐν Λύστροις, οἵους διωγμοὺς ὑπήνεγκα». Ἡ πίστη ἦταν στὸν ἀπόστολο Παῦλο παράλληλη μὲ τὴ μαρτυρία ὑπὲρ τοῦ Χριστοῦ. Ἡ δὲ μαρτυρία δὲν ἦταν τίποτα ἄλλο ἀπὸ τὴ δική του ζωή, τὴν ἀγάπη, τὴ μακροθυμία, τοὺς διωγμοὺς καὶ τὰ παθήματα ὑπὲρ τοῦ Χριστοῦ.
Βέβαια ὁ Χριστὸς δὲν ἀφήνει κανένα νὰ πειραστεῖ καὶ νὰ ὑποφέρει πέραν τῶν δυνάμεών του. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος διαβεβαιώνει τὸν Τιμόθεο ὅτι ὁ Χριστὸς τὸν ἐνίσχυε καὶ τὸν λύτρωνε: «καὶ ἐκ πάντων με ἐρρύσατο ὁ Κύριος». Ταυτόχρονα, ὅμως, προετοιμάζει τὸν μαθητή του γιὰ τὴν πραγματικότητα τοῦ χριστιανισμοῦ, λέγοντάς του ὅτι «πάντες οἱ θέλοντες εὐσεβῶς ζῆν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ διωχθήσονται». Ὄντως, οἱ ἀληθινοὶ μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ, οἱ πιστοί, δὲν ἀνήκουν σὲ αὐτὸ τὸν κόσμο καὶ δὲν ζοῦν ὅπως οἱ λοιποὶ ἄνθρωποι. Ἡ ζωή τους εἶναι μία συνεχὴς δοκιμασία: «Πειρατήριον ὁ βίος τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ τῆς γῆς», κατὰ τὸν Ἰώβ. Οἱ χριστιανοὶ ἔχουν θλίψη σὲ αὐτὸ τὸν κόσμο καὶ διέρχονται ἀπὸ τὴ στενὴ ὁδὸ γιὰ νὰ φτάσουν στὸν προορισμό τους, δηλαδὴ στὴν ἀτελεύτητη μακαριότητα τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Χριστιανός, ἐντασσόμενος στὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τὴν Ἐκκλησία, δὲν νοεῖται νὰ εἶναι φίλαυτος καὶ ἀφιλάνθρωπος, ἀλλὰ μόνο φιλόθεος. Ἡ ζωὴ τοῦ Χριστιανοῦ μοιάζει μὲ τὴν ἀντίστοιχη ἑνὸς ἀθλητῆ, ὁ ὁποῖος κατεβαίνει στὸν στίβο γιὰ νὰ ἀγωνιστεῖ. Στὸν ἀγῶνα δὲν χωρᾶ οὔτε δειλία οὔτε δισταγμός, παρὰ μόνο μετρᾶ ἡ προσπάθεια γιὰ τὸν τερματισμό. Καὶ βέβαια εἶναι ἐντελῶς ἄκομψο νὰ ἐγκαταλείψει ὁ ἀθλητὴς τὸν ἀγῶνα, διότι τότε ἀποτυγχάνει τοῦ σκοποῦ του. Ὅ,τι ζητοῦσε νὰ πετύχει μὲ τὴν ἄσκηση καὶ τὶς στερήσεις τὸ χάνει σὲ μία στιγμή, διότι δειλιάζει μπρὸς στὸν κόπο καὶ ἐπιλέγει τὴν ἀνάπαυση. Ἡ ἀνάπαυση ἀναμένει τὸν ἀθλητὴ μόνο στὸ τέρμα τοῦ δρόμου.
Τὸ ἴδιο ἀκριβῶς ἰσχύει καὶ γιὰ τὸν Χριστιανό, ὁ ὁποῖος ὀφείλει νὰ διατρέξει τὸ στάδιο τοῦ βίου ὀρθὰ καὶ μὲ γενναιότητα˙ νὰ μὴν δειλιάσει στὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ νὰ ἀγωνιστεῖ, μιμούμενος τὴν ταπείνωση τοῦ Τελώνη καὶ ὄχι τὴν ἀπόνοια καὶ τὴν αὐτοδικαίωση τοῦ Φαρισαίου, καὶ τοιουτοτρόπως νὰ ἀποφύγει τὸ πνευματικὸ ναυάγιο καὶ νὰ διασωθεῖ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου