ΜΗΝΥΜΑ

ΓΙΑ ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΑΚΩΝ, ΕΟΡΤΩΝ ΚΑΙ ΑΓΙΩΝ ΔΕΙΤΕ ΤΙΣ ΕΤΙΚΕΤΕΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑ

Πέμπτη 1 Ιανουαρίου 2015

ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΟ ΤΩΝ ΦΩΤΩΝ

(Μρ. 1, 1-8)

Προ­τοῦ ὁ Κύ­ρι­ός μας, ὁ Υἱ­ὸς καὶ Λό­γος τοῦ Θε­οῦ, κα­τέ­βη ἀ­πὸ τοὺς οὐ­ρα­νοὺς καὶ συλ­λη­φθεῖ ἀ­σπό­ρως καὶ ὑ­περ­φυ­ῶς στὴν παρ­θε­νι­κὴ κοι­λί­α τῆς Πα­να­γί­ας μη­τέ­ρας του, συ­νέ­βη ἕ­να ἄλ­λο πο­λὺ με­γά­λο θαῦ­μα. Αὐ­τὸ ἀ­φο­ροῦ­σε στὴ σύλ­λη­ψη τοῦ Ἰ­ω­άν­νη τοῦ Προ­δρό­μου ἀ­πὸ τοὺς στεί­ρους καὶ ὑ­πέρ­γη­ρους γο­νεῖς του, τὸν Ζα­χα­ρί­α καὶ τὴν Ἐ­λι­σά­βετ. Τοῦ­το τὸ πα­ρά­δο­ξο ἔ­γι­νε ἕ­ξι μῆ­νες πρὶν τὸν Εὐ­αγ­γε­λι­σμὸ τῆς Πα­να­γί­ας, ὅ­ταν ὁ ἀρ­χάγ­γε­λος Γα­βρι­ὴλ στάλ­θη­κε στὸν προ­φή­τη καὶ ἀρ­χι­ε­ρέ­α Ζα­χα­ρί­α γιὰ νὰ τοῦ ἀ­ναγ­γεί­λει τὴ γέν­νη­ση τοῦ Προ­δρό­μου. Ὁ Ἰ­ω­άν­νης, ἔ­λα­βε τὴ μαρ­τυ­ρί­α τοῦ Δε­σπό­τη Χρι­στοῦ ὅ­τι εἶ­ναι ὁ μεί­ζων «ἐν γεν­νη­τοῖς γυ­ναι­κῶν» καὶ ὅ­τι ὑ­περ­τε­ρεῖ ἀ­κό­μα καὶ τῶν προ­φη­τῶν. Ἐ­νῶ ἀ­κό­μα κυ­ο­φο­ρεῖ­το ὁ Ἰ­ω­άν­νης, ὅ­ταν ἡ Πα­να­γί­α, ἀ­μέ­σως με­τὰ τὸν Εὐ­αγ­γε­λι­σμό της, ἐ­πι­σκέ­φθη­κε τὴν Ἐ­λι­σά­βετ, ἐ­σκίρ­τη­σε στὴ κοι­λί­α τῆς μη­τέ­ρας του, ἀ­να­γνω­ρί­ζον­τας καὶ κη­ρύτ­τον­τας, καὶ μὲ τὸν τρό­πο αὐ­τό, τὸν Χρι­στό.


Ὁ Ἰ­ω­άν­νης ὁ Πρό­δρο­μος ἦ­ταν ἐν­δε­δυ­μέ­νος τὴν ἁ­γι­ό­τη­τα ἤ­δη ἐκ κοι­λί­ας μη­τρός. Εἶ­χε στὴν ψυ­χή του τὴν κα­θα­ρό­τη­τα καὶ τὴ σω­φρο­σύ­νη. Ἀ­γά­πη­σε τὸν Θε­ό, καὶ ἤ­δη ἀ­πὸ μι­κρὴ ἡ­λι­κί­α ἀ­πο­μα­κρύν­θη­κε ἀ­πὸ πᾶ­σα συ­να­να­στρο­φὴ ἀν­θρώ­πων. Γιὰ τὸν Ἰ­ω­άν­νη «οὐκ ἦν ἄ­ξι­ος ὁ κό­σμος», ὄ­χι για­τὶ ὁ κό­σμος κα­θαυ­τὸς εἶ­ναι κα­κός, ἀλ­λὰ για­τὶ μέ­σα στὸν κό­σμο ὑ­πάρ­χουν οἱ πει­ρα­σμοὶ καὶ ἡ ἁ­μαρ­τί­α. Ἔ­τσι ἀ­πο­μα­κρύν­θη­κε ἀ­πὸ ὅ­λα τοῦ­τα καὶ κα­τοί­κη­σε στὴν ἔ­ρη­μο, συ­να­να­στρε­φό­με­νος μὲ τὰ ἄ­γρι­α θη­ρί­α. Ἡ τρο­φή του ἦ­ταν ἁ­πλή, ἀ­σκη­τι­κὴ καὶ πε­ρι­ο­ρι­ζό­ταν στὰ ἀ­πα­ραί­τη­τα γιὰ τὴ δι­α­τή­ρη­σή του στὴ ζω­ή. Ἔ­τρω­γε μέ­λι ἄ­γρι­ο, αὐ­τὸ ποὺ τὰ με­λίσ­σια ἀ­πέ­θε­ταν σὲ σχι­σμὲς βρά­χων στὴν ἀ­φι­λό­ξε­νη ἔ­ρη­μο, καί «ἀ­κρί­δες», δηλαδὴ τὶς ἄ­κρες ἀ­πὸ με­ρι­κὰ ἄ­νυ­δρα φυ­τὰ τῆς ἐ­ρή­μου. Τὸ ἔν­δυ­μά του ἦ­ταν ἀ­πὸ τρί­χες κα­μή­λου καὶ γύ­ρω ἀ­πὸ τὴ μέ­ση του εἶ­χε ζώ­νη δερ­μά­τι­νη.

Ἡ ποι­ό­τη­τα τοῦ ἐν­δύ­μα­τός του ἀν­τι­στοι­χεῖ στὴν ἄ­σκη­ση καὶ τὴν τρα­χύ­τη­τα τῆς ζω­ῆς του. Δὲν ζοῦ­σε μέ­σα στὴν κα­λο­πέ­ρα­ση καὶ τὴ χλι­δή, ἀλ­λὰ ἀρ­κεῖ­το στὰ ἀ­ναγ­καῖ­α, χω­ρὶς πε­ριτ­τὲς πο­λυ­τέ­λει­ες. Ὁ ἴ­διος ὁ Χρι­στὸς μαρ­τύ­ρη­σε καὶ εἶ­πε ὅ­τι ὁ Πρό­δρο­μος καὶ ἡ ζω­ή του δὲν εἶ­ναι ἐκ τοῦ κό­σμου τού­του καὶ ὅ­σοι ζοῦν δι­α­φο­ρε­τι­κά, μὲ ἄ­φθο­να φα­γη­τὰ καὶ μα­λα­κὰ ἐν­δύ­μα­τα, εἶ­ναι ἄν­θρω­ποι ποὺ ἔ­χουν τὸν νοῦ τους στραμ­μέ­νο στὰ ἐ­πί­γει­α καὶ ὄ­χι στὰ οὐ­ρά­νι­α, ὅ­πως ὁ Πρό­δρο­μος. Γι᾽ αὐ­τὸ καὶ ἁ­γι­ο­γρα­φεῖ­ται ὡς ἕ­νας λι­πό­σαρ­κος ἄν­θρω­πος, φέ­ρον­τας τὸ ἀ­νά­λο­γο λι­τὸ ἔν­δυ­μα, ἔ­χον­τας τὴν ὄ­ψη αὐ­στη­ρὴ καὶ ἰ­δι­αί­τε­ρα σο­βα­ρὴ γιὰ νὰ δεί­ξει τὸν κό­πο τῆς ἄ­σκη­σης. Ταυ­τό­χρο­να στὶς ἁ­γι­ο­γρα­φί­ες φέ­ρει φτε­ρὰ γιὰ νὰ φα­νεῖ ὁ ἰ­σάγ­γε­λός του βί­ος. Ἡ δὲ δερ­μά­τι­νη ζώ­νη, τὴν ὁ­ποί­α εἶ­χε στὴ μέ­ση του, δὲν ἦ­ταν ἁ­πλῶς ἐ­ξάρ­τη­μα τῆς ἀμ­φί­ε­σής του. Δὲν τὴ φο­ροῦ­σε δη­λα­δὴ γιὰ πρα­κτι­κοὺς λό­γους μό­νο, ἀλ­λὰ καὶ γιὰ νὰ συμ­βο­λί­σει καὶ κά­τι ἄλ­λο. Καὶ αὐ­τὸ ἦ­ταν ἡ κυ­ρι­αρ­χί­α του στὰ σαρ­κι­κὰ πά­θη.

Μὲ τὴν ἄ­σκη­σή του ὁ Ἰ­ω­άν­νης ὁ Πρό­δρο­μος καὶ ζῶν­τας κα­τὰ τὸν νό­μο τοῦ Θε­οῦ, θε­ω­ροῦ­σε ὅ­λα τὰ ἄλ­λα δεύ­τε­ρα καὶ κα­τώ­τε­ρα. Ἔ­τσι ἀ­ξι­ώ­θη­κε νὰ ὑ­περ­βεῖ τοὺς ὅ­ρους τῆς φύ­σε­ως, νὰ γί­νει ἐ­πί­γει­ος ἄγ­γε­λος καὶ οὐ­ρά­νι­ος ἄν­θρω­πος. Κά­πο­τε, γύ­ρω στὸ 15ο ἔ­τος τῆς ἡ­γε­μο­νί­ας τοῦ Τι­βε­ρί­ου Καί­σα­ρος, τὸ ὁ­ποῖ­ο συ­νέ­πι­πτε μὲ τὸ 29 μ.Χ., ὁ Ἰ­ω­άν­νης, με­τὰ ἀ­πὸ ἐν­το­λὴ τοῦ Θε­οῦ, με­τέ­βη στὴν πε­ρι­ο­χὴ τοῦ Ἰ­ορ­δά­νη γιὰ νὰ κη­ρύ­ξει με­τά­νοι­α, νὰ κα­θο­δη­γή­σει τὰ πλή­θη ποὺ συ­νέρ­ρε­αν πρὸς αὐ­τόν, νὰ τὰ βα­πτί­σει καὶ κυ­ρί­ως νὰ τὰ προ­ε­τοι­μά­σει πνευ­μα­τι­κά. Τό­νι­ζε στοὺς ἐ­γω­ι­στὲς καὶ ὑ­πε­ρή­φα­νους Φα­ρι­σαί­ους καὶ Σαδ­δου­καί­ους ὅ­τι δὲν μπο­ροῦν νὰ ἐ­πα­να­παύ­ον­ται στὴν κα­τα­γω­γή τους ἀ­πὸ τὸν Ἀ­βρα­άμ. Αὐ­τό, τοὺς ἔ­λε­γε ὁ Τί­μι­ος Πρό­δρο­μος, δὲν ἦ­ταν τό­σο ση­μαν­τι­κό, ὅ­σο αὐ­τοὶ νό­μι­ζαν. Τὸ ση­μαν­τι­κὸ γιὰ τὴ σω­τη­ρί­α τους ἦ­ταν τὰ ἀ­γα­θὰ καὶ θε­ά­ρε­στα ἔρ­γα. Ἐ­ὰν δὲν τὰ ἐ­πι­λέ­ξουν, συ­νέ­χι­ζε ὁ Πρό­δρο­μος, θὰ εἶ­ναι ἄ­γο­νοι καὶ ἄ­καρ­ποι καὶ ἄ­ρα ἄ­χρη­στοι, ὅ­πως ἀ­κρι­βῶς τὰ δέν­τρα τὰ ὁ­ποῖ­α δὲν πα­ρά­γουν κά­τι χρή­σι­μο, γι᾽ αὐ­τὸ καὶ σὲ κά­ποια δε­δο­μέ­νη στιγ­μὴ κό­βον­ται καὶ ρί­πτον­ται εἰς τὴ φω­τιά.

Ἡ προ­ϋ­πό­θε­ση ποὺ τοὺς ἔ­θε­τε ὁ Ἰ­ω­άν­νης ἦ­ταν ἡ ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση τῶν ἁ­μαρ­τι­ῶν τους κα­θὼς τοὺς βά­πτι­ζε στὰ νε­ρὰ τοῦ Ἰ­ορ­δά­νη. Αὐ­τὸ σή­μαι­νε τὴ με­τά­νοι­ά τους καὶ τὴ συ­ναί­σθη­ση τῶν ἁ­μαρ­τι­ῶν τους καὶ ἦ­ταν ἡ προ­ε­τοι­μα­σί­α τους πρὸς ὑ­πο­δο­χὴ τοῦ Μεσ­σί­α. Τὸ τέ­λει­ο ἐρ­χό­ταν ἀ­μέ­σως με­τά, ὅ­που ἡ ἄ­φε­ση τῶν ἁ­μαρ­τι­ῶν τῶν Ἰ­ου­δαί­ων καὶ ἔ­πει­τα ὅ­λων τῶν ἀν­θρώ­πων, ἐ­πρό­κει­το νὰ δο­θοῦν ἀ­πὸ τὸν Μεσ­σί­α, ποὺ ὑ­πε­ρέ­βαλ­λε τὸν Πρό­δρο­μο, ὅ­πως ὁ ἥ­λι­ος τὶς πυ­γο­λαμ­πί­δες: «ἐ­γὼ μὲν ὑ­μᾶς βα­πτί­ζω ἐν ὕ­δα­τι εἰς με­τά­νοι­αν», ἔ­λε­γε ὁ Πρό­δρο­μος, «ὁ δὲ ὀ­πί­σω μου ἐρ­χό­με­νος ἰ­σχυ­ρό­τε­ρός μου ἐ­στιν, οὗ οὔκ εἰ­μι ἱ­κα­νὸς τὰ ὑ­πο­δή­μα­τα βα­στᾶ­σαι· αὐ­τὸς ὑ­μᾶς βα­πτί­σει ἐν Πνεύ­μα­τι ἁ­γί­ῳ καὶ πυ­ρί».

Τε­λι­κά, ὁ ζῆ­λος τοῦ Τι­μί­ου Προ­δρό­μου γιὰ νὰ με­τα­δώ­σει τὴν ἀ­λή­θει­α καὶ ἡ κα­θα­ρό­τη­τα ποὺ ἀ­πέ­κτη­σε μέ­σα ἀ­πὸ τὴν ἀ­σκη­τι­κή του ζω­ή, εἶ­χαν ὡς ἀ­πο­τέ­λε­σμα νὰ ἀ­ξι­ω­θεῖ μί­ας ἰ­δι­αί­τε­ρης τι­μῆς, δηλαδὴ νὰ βα­πτί­σει τὸν ἴ­διο τὸν κα­θα­ρὸ καὶ ἀ­μό­λυν­το Χρι­στὸ καὶ ταυ­τό­χρο­να νὰ γί­νει μάρ­τυ­ρας τῆς ἀ­πο­κά­λυ­ψης τῆς Ἁ­γί­ας Τρι­ά­δος. Ἐ­πι­πλέ­ον, νὰ ἀ­πο­τε­λέ­σει τὸν Πρό­δρο­μο τοῦ Κυρίου, ὄχι μό­νο κα­τὰ τὴν ἐ­πί­γει­ο ζω­ή του, ἀλ­λὰ καὶ με­τὰ τὴν ἀ­πο­το­μὴ τῆς κε­φα­λῆς του, ὅ­ταν κα­τῆλ­θε στὸν Ἅ­δη, ὅ­που κή­ρυ­ξε στοὺς ἐ­κεῖ εὑρι­σκό­με­νους τὴν ἔ­λευ­ση τοῦ Σω­τή­ρα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου