Ερμηνευτικά σχόλια στην ευαγγελική περικοπή της Κυριακής των αγίων Πατέρων.
Αρχ. Παύλου Δημητρακοπούλου, Πρ. Ιερού Ναού Τιμίου Σταυρού Πειραιώς
Εν Πειραιεί τη 23η Μαΐου 2015.
(1ον)
Η ευαγγελική περικοπή της Κυριακής των αγίων Πατέρων είναι μια περικοπή από το 17ο κεφάλαιο του κατά Ιωάννην ευαγγελίου, στίχοι 1-13.Στην περικοπή αυτή ο ευαγγελιστής Ιωάννης παραθέτει ένα απόσπασμα από την αρχιερατική προσευχή του Κυρίου. Με την βαρυσήμαντη αυτή προσευχή, ο Κύριος επισφραγίζει τα όσα επίσης βαρυσήμαντα, είπε προηγουμένως στούς μαθητές τουτην νύχτα του μυστικού δείπνου, ολίγον προ του πάθους του, τα οποία στο σύνολό τους αποτελούν την Καινή του Διαθήκη.Στις γραμμές που ακολουθούν προχωρούμε σε σύντομη ερμηνευτική ανάλυση της περικοπής.
«Ταύτα ελάλησεν ο Ιησούς, και επήρε τούς οφθαλμούς αυτού εις τον ουρανόν και είπε· πάτερ, ελήλυθεν η ώρα· δόξασόν σου τον υιόν, ίνα και ο υιός σου δοξάση σε» (17, 1).Με το «ταύτα» ο Ευαγγελιστής συμπεριλαμβάνει όλα όσα ελέχθησαν από τον Κύριο από το 13ο μέχρι και το τέλος του 16ου κεφαλαίου. Μέσα στα κεφάλαια αυτά ο Κύριος παρέδωσε στούς μαθητές του την Καινή του Διαθήκη, στην οποία περιλαμβάνονται διδασκαλίες, υποθήκες, εντολές, οδηγίες, υποσχέσεις, που έπρεπε να γνωρίζουν για την παρά πέρα συνέχιση του έργου του. Σ’ ολόκληρο το κεφάλαιο που ακολουθεί, το 17ο, ο Ευαγγελιστής παραθέτει την λεγόμενη αρχιερατική προσευχή. Η αρχιερατική προσευχή είναι η προσευχή της Διαθήκης του, είναι η θυσιαστήριος προσευχή, η προσευχή της προσφοράς του πάνω στο θυσιαστήριο του σταυρού. Όπως δε όλες οι προ Χριστού θυσίες από του Άβελ μέχρι του Χριστού ήταν τύποι της θυσίας του Ιησού, έτσι και όλες οι θυσιαστήριες προσευχές αυτών είναι προτυπώσεις της αρχιερατικής αυτής προσευχής. Οι δε μετά Χριστόν ευχές της Θείας Λειτουργίας, κατ’ εξοχήν δε η ευχή της αναφοράς, είναι συνέχεια και προέκτασιςτης αρχιερατικής προσευχής, καθ’ όσον αντλεί το περιεχόμενό της από την λυτρωτική δύναμη αυτής της προσευχής. Προκειμένου ο Κύριος να αρχίσει την μακρά αυτή προσευχή, ύψωσε τούς οφθαλμούς του, κατά την ιερή και συγκινητική εκείνη στιγμή προς τον ουρανό, όπου ο θρόνος του Πατέρα του. Έτσι διδάσκει και σ’ εμάς την στάση και τον τρόπο προσευχής. Μας διδάσκει κατά την ώρα αυτή, να υψώνουμε όχι μόνο τούς φθαλμούς του σώματος προς τον εν ουρανοίς Πατέρα, αλλά προ παντός τούς οφθαλμούς της ψυχής. Έτσι θα είναι η προσευχή μας απερίσπαστη, καθαρή από διαχύσεις και διασκορπισμούς. Επί πλέον η προσευχή θα πρέπει να γίνεται με συντριβή και ταπείνωση, να είναι δε θερμή και βγαλμένη από τα βάθη της καρδιάς μας, για να φθάσει στον ουρανό και να γίνειεισακουστή. Ο Κύριος απευθύνεται προς τον Πατέρα του με τη λέξη «Πάτερ» κατά ένα μοναδικό τρόπο, επειδή αυτός είναι ο μόνος κατά φύσιν Υιός του. Ζητεί από τον Πατέρα του να τον δοξάσει και ως άνθρωπο δια μέσου της σταυρικής του θυσίας και της αναστάσεως, διότι έφθασε πια ο καιρός του πάθους. Η δόξα αυτή του Υιού θα έχει σαν συνέπεια και την αντίστοιχη δόξα του Πατρός, διότι δια της θυσίας αυτής του Υιού θα φανερωνόταν σ’ όλη την ανθρωπότητα η απερίγραπτη και ασύγκριτη αγάπη του Πατρός, ο οποίος ευδόκησε να στείλει τον Υιόν του για την σωτηρία του εκπεσόντος ανθρώπου.
«Καθώς έδωκας αυτώ εξουσίαν πάσης σαρκός, ίνα παν ο δέδωκας αυτώ δώση αυτοίς ζωήν αιώνιον» (17, 2 ). Όπως δηλαδή μέχρι τώρα με εδόξασες, δίδοντάς μου την εξουσία της αναστάσεως των νεκρών, έτσι πάλι να με δοξάσεις και τώρα, ώστε δυνάμει της σταυρικής μου θυσίας να δίδω ζωήναιώνιονστούς πνευματικά νεκρούς λόγω της αμαρτίας ανθρώπους. Η φράση «καθώς έδωκας αυτώ εξουσίαν πάσης σαρκός» αναφέρεται στην εξουσία που έλαβε ως άνθρωπος σ’ όλη την ανθρωπότητα, την οποία απέδειξε με τις αναστάσεις των νεκρών. Με την φράση «ίνα παν ο δέδωκας αυτώ δώση αυτοίς ζωήν αιώνιον» αναφέρεται στην εξουσία του να ζωοποιεί τούς πνευματικά νεκρούς, που πιστεύουν σ’ Αυτόν και να χαρίζει σ’ αυτούς ζωήναιώνιον. Είναι δε αυτή η εξουσία πηγή δόξης, που είναι απόρροια και συνέπεια της σταυρικής του θυσίας και της αναστάσεως. Βέβαια αυτή καθ’ εαυτή η σταυρική θυσία και η ανάσταση, είναι δόξα για τον Υιό, διότι μαρτυρεί την νίκη του επί του θανάτου.Η δόξα όμως αυτή δε φθάνει μέχρις εδώ. Προχωρεί ασυγκρίτως περισσότερο. Προχωρεί στο γεγονός ότι δυνάμει αυτής της θυσίας και της αναστάσεως, ο Υιός μπορεί να μεταδίδει σε κάθε έναν που πιστεύει σ’ αυτόν,ζωήναιώνιον. Καθώς δε θα μεταδίδει την αιώνιο ζωή, θα δοξάζεται και ο Πατήρ δια του Υιού.
«Αύτη δε εστίν η αιώνιος ζωή, ίνα γινώσκωσί σε τον μόνον αληθινόν Θεόν και ον απέστειλας Ιησούν Χριστόν» (17, 3). Επειδή προηγουμένως ομίλησε για την αιώνιο ζωή, την οποία πρόκειται να μεταδώσειστούς πιστεύοντας σ’ αυτόν, έρχεται τώρα να ομιλήσειπιο αναλυτικά γι’ αυτή την αιώνια ζωή. Να διασαφήσει και αποκαλύψει, τι είναι και εις τι συνίσταται η αιώνιος ζωή. Ότι δηλαδήείναι η γνώση του μόνου αληθινού Θεού και Πατρός και του Υιού του, τον οποίο απέστειλε στον κόσμο, χωρίς αυτό να σημαίνει, ότι εξαιρείται μέσα σ’ αυτή τη«γνώση» το Άγιο Πνεύμα, διότι γνώση του ενός προσώπου συνεπάγεται ταυτόχρονα την γνώση και των άλλων δύο προσώπων της αγίας Τριάδος. Τον ονομάζει «μόνον αληθινόνΘεόν» σε αντιδιαστολή από τούς ψευδωνύμους Θεούς των ειδώλων. Ποιά όμως είναι η ουσία της γνώσεως αυτής; Ερμηνεύοντας οι άγιοι Πατέρες, και ιδιαίτερα ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, το παράπάνω χωρίο, διακρίνουν στο Θεό ουσία και άκτιστες ενέργειες. Και η μεν ουσία του Θεού είναι αμέθεκτη και άγνωστη. Μετέχει δε ο άνθρωπος και γενικά η κτίση, των ακτίστων ενεργειών του Θεού. Αυτή δε ακριβώς η μετοχή είναι η γνώση εκείνη, για την οποία ομιλεί στον στίχο αυτό ο Κύριος. Επομένως η γνώση του μόνου αληθινού Θεού δεν είναι αποτέλεσμα μιας λογικής διεργασίας της διανοίας, ένας διανοητικός φιλοσοφικός στοχασμός, αλλά ένωση με τον Θεό, μέσω των ακτίστων ενεργειών δια των οποίων μεταδίδεται θείος φωτισμός και θεία ζωή στον άνθρωπο. Αυτή η θεία ζωή, που γίνεται κτήμα του πιστού ζωοποιεί την νεκρωμένη φύση του, τον αναγεννά και τον μεταμορφώνει.Συντελείται δηλαδή μια οντολογική ανακαίνιση της ανθρωπίνης φύσεως. Η μέθεξη αυτή της θείας ζωής δεν είναι μια στατική κατάσταση, αλλά δυναμική. Συνεχώς δηλαδή προάγεται ο πιστός και αυξάνει στη μέθεξη της θείας ζωής, της οποίας την πληρότητα και τελειότητα έχει να απολαύσει στην πέραν του τάφου ζωήν.
«Εγώ σε εδόξασα επί της γης, το έργον ετελείωσα ο δέδωκάς μοι ίνα ποιήσω» (17,4). Συνεχίζοντας ο Κύριος την αρχιερατική του προσευχή επανέρχεται πάλι στο θέμα της δόξης, για το οποίο ομίλησε στον 1ο στίχο. Εκεί καλεί ο Υιός τον Πατέρα να τον δοξάσει και κατά την ώρα του πάθους, ώστε και αυτός να τον δοξάσει δια μέσου της σταυρικής του θυσίας. Εδώ αναφέρεται στη δόξα με την οποία τον εδόξασε καθ’ όλη τη διάρκεια της επί γης ζωής του. Η αγία και αναμάρτητη ζωή του, τα θαύματά του, η διδασκαλία του με αποκορύφωμα το πάθος του, με τα οποία ο Υιός έφερε εις αίσιον πέρας το έργο της σωτηρίας των ανθρώπων, ήταν δόξα όχι μόνον του Υιού αλλά και του Πατρός. Ομιλεί βέβαια γι’ αυτό το έργο, σαν να έχει ήδη τελειώσει, ενώ υπολείπεται ακόμη η σταυρική του θυσία και η ανάσταση. Και τούτο διότι η πορεία προς τον σταυρό και η ανάσταση είναι μια ζωντανή πραγματικότης, που την ζει ήδη από τώρα ο Κύριος.
«Και νυν δόξασόν με συ, πάτερ, παρά σευτώ τη δόξη η είχον προτού τον κόσμον είναι παρά σοι» (17, 5). Τώρα δηλαδή που η επί γης αποστολή μου έχει φθάσει προς το πέρας της, δόξασέ με συ Πάτερ μου και ως άνθρωπον, απ’ ευθείας δια του εαυτού σου, με την ίδια δόξα που είχα ως Θεός, προτού να δημιουργηθεί ο κόσμος. Εδώ σαφέστατα αποκαλύπτει ο Κύριος την προαιώνια ύπαρξή του και την προαιώνια δόξα του, την οποία είχε ως Θεός Λόγος μαζί με τον Πατέρα του. Ζητεί αυτή την δόξα, διότι τώρα η ανθρώπινη φύση του βρίσκεται σε κατάσταση ταπεινώσεως και μετά από λίγο, κατά την ώρα του πάθους, θα ταπεινωθεί ακόμη περισσότερο,όταν θα δέχεται ύβρεις, εμπτυσμούς, κολαφισμούς, ακάνθινο στεφάνι, σταυρικό θάνατο. Τα προοίμια αυτής της δόξης θα αποτελέσουν η ένδοξη ανάσταση και στη συνέχεια η ένδοξη ανάληψη, για να ολοκληρωθεί με την εκ δεξιών του Θεού και Πατρός καθέδρα. Δεν ζητεί την πρόσκαιρη δόξα αυτού του κόσμου, αλλά την αληθινή και άφθαρτη δόξα που προέρχεται από τον Πατέρα του. Και όταν οι άνθρωποι θέλησαν να του προσφέρουν βασιλική δόξα και αξίωμα το απέρριψε. Το ίδιο επίσης απέρριψε και την δόξα όλων των βασιλειών του κόσμου, που του προσέφερε ο ίδιος ο διάβολος, όταν τον παρέλαβε εις όρος υψηλό και του έδειξε όλες τις βασιλείες της γης(βλ. Ματθ. 4,8-10).Κατ’ αυτόν τον τρόπο διδάσκει τα πιστά μέλη της Εκκλησίας του, να επιζητούν όχι την πρόσκαιρη, αλλά την αιώνια δόξα της βασιλείας του, με την οποία κρόκειται να δοξάσει τούς δικούς του, σύμφωνα με τον λόγο του Παύλου: «όταν ο Χριστός φανερωθή, η ζωή ημών, τότε και υμείς συν αυτώφανερωθήσεσθε εν δόξη»(Κολ. 3, 4).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου