ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ
(Ἰω. 5, 1-15)
Τὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα μᾶς λέγει πὼς κάτω ἀπὸ τὶς πέντε στοὲς τῆς κολυμβήθρας Βηθεσδὰ κατέκειτο πλῆθος ἀσθενῶν, τυφλῶν, χωλῶν καὶ ἀνήμπορων ἀνθρώπων. Ἐκεῖ ἀκούγονταν στεναγμοὶ ἀπελπισίας καὶ κραυγὲς πόνου, παράπονα καὶ μεμψιμοιρίες. Ταυτόχρονα ἀκούγονταν ἱκεσίες καὶ παρακλήσεις, ὥστε οἱ ἄρρωστοι νὰ βροῦν βοήθεια καὶ παρηγοριὰ στὶς ταλαιπωρίες τους. Αὐτὴ εἶναι ὄντως μία συγκλονιστικὴ εἰκόνα τῆς ἀνθρωπίνης δυστυχίας, ἡ ὁποία μὲ πολὺ παραστατικὸ τρόπο ἀποτυπώνει τὴ θλίψη, τὴν ὀδύνη καὶ τὸν πόνο τῶν ἀνθρώπων.
Ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι, ὅλοι μας ἀνεξαιρέτως, εἴτε τὸ θέλουμε εἴτε ὄχι, θὰ εἰσέλθουμε καὶ θὰ δοκιμαστοῦμε στὸ καμίνι τοῦ πόνου καὶ τῆς δυστυχίας. Ὅλοι θὰ γευτοῦμε τὴ θλίψη, ἄλλοι λίγο καὶ ἄλλοι περισσότερο, ἄλλοι ἠπιώτερα καὶ ἄλλοι ἐντονώτερα. Τὸ μόνο σίγουρο εἶναι πὼς δὲν θὰ ὑπάρξει ἄνθρωπoς ποὺ νὰ περάσει ὅλη του τὴ ζωὴ ἄνευ κάποιας μορφῆς πόνου. Δὲν θὰ λείψουν ποτὲ οἱ πάσχοντες, οἱ ἀσθενεῖς, οἱ παράλυτοι, οἱ τυφλοί, οἱ χωλοί, οἱ πτωχοί, οἱ γυμνοί, οἱ πεινασμένοι. Οὔτε ὁ πόνος ποὺ προκαλεῖται ἀπὸ τὴν ἀχαριστία καὶ τὴν ἀγνωμοσύνη τῶν ἀνθρώπων θὰ πάψει. Πάντα κάποιος θὰ ἀδικεῖται, κάποιος ἄλλος θὰ εἶναι ἐγκατελειμμένος, ἕνας τρίτος ἐξαπατημένος καὶ ἄλλος συκοφαντημένος, ἐνῷ οἱ χῆρες καὶ τὰ ὀρφανὰ θὰ πενθοῦν τὴ δυστυχία τους.
Παντοῦ καὶ πάντοτε ἐπὶ τῆς γῆς ἐπικρατεῖ ἡ θλίψη, κυλοῦν τὰ δάκρυα καὶ ἀκούγονται στεναγμοὶ καὶ κλαυθμοί. Οἱ θλιβόμενοι παραπονοῦνται καὶ ἱκετεύουν τοὺς ἀνθρώπους καὶ τὸν Θεὸ γιὰ ἀνακούφιση καὶ ὅταν δὲν τὴν λαμβάνουν ἄμεσα ὀργίζονται καὶ ἁμαρτάνουν.
Ὁ Κύριος, ὅμως, ἐπεσήμανε στοὺς μαθητές του τὴν πραγματικότητα ποὺ προσφέρει αὐτὸς ὁ κόσμος, λέγοντάς τους: «ἐν τῷ κόσμῳ τούτῳ θλῖψιν ἕξετε». Ἐφόσον δηλαδὴ κάποιος ζεῖ ἐπὶ τῆς γῆς θὰ συνυφαίνει τὴ ζωή του μὲ τὸν πόνο καὶ τὴ θλίψη καὶ τὴ δυστυχία. Καὶ αὐτὸ ἰσχύει ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸ ἐὰν κάποιος εἶναι εὐσεβὴς ἢ ἀσεβής, πιστὸς ἢ ἄπιστος.
Γιατί ὅμως νὰ ὑπάρχουν οἱ θλίψεις; Γιατί τὶς ἐπιτρέπει ὁ Θεός; Μήπως ἐκπληρώνουν κάποιο σκοπό; Ὁ Θεὸς εἶναι ἀγαθὸς καὶ δὲν ἀρέσκεται στὴ δυστυχία τῶν ἀνθρώπων. Ἔτσι στὴν περὶπτωση τοῦ πόνου καὶ τῆς δυστυχίας τὰ πράγματα ἔχουν ἄλλο νόημα. Δηλαδὴ ὁ Θεὸς ἐπιτρέπει αὐτὲς τὶς καταστάσεις, διότι, ὅσο παράδοξο καὶ νὰ φαίνεται, ὠφελοῦν τοὺς ἀνθρώπους.
Κατὰ τὴ θλίψη ὁ ἄνθρωπος καθαρίζεται κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ τὸ χρυσάφι μέσα στὸ καμίνι ἀποβάλλει τὸ χῶμα καὶ τὶς λάσπες καὶ βγαίνει καθαρὸ καὶ ἀστραφτερό. Ὁ ἄνθρωπος στὸν πόνο συνέρχεται καὶ ἀναλογίζεται τὴ ματαιότητα τοῦ κόσμου, καθὼς καὶ τῶν πραγμάτων τοῦ κόσμου. Θυμάται τὴ μονιμότητα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, γι᾽ αὐτὸ καὶ προσφεύγει διὰ τῆς προσευχῆς πρὸς αὐτόν. Παράλληλα, οἱ θλίψεις ὁδηγοῦν τὸν ἄνθρωπο νὰ ἀναλογιστεῖ τὰ σφάλματά του, τὶς ἁμαρτίες του, ἀλλὰ καὶ τὶς συνέπειες τῶν ἁμαρτιῶν του. Τότε εἶναι ποὺ ὁ ἄνθρωπος ἐπιζητεῖ τὴ λύτρωση ἀπὸ ὅλα αὐτά. Ἀφοῦ δὲ οἱ ἄνθρωποι ἀδυνατοῦν νὰ τὸν σώσουν καταφεύγει ἐν μετανοίᾳ στὸν Θεό, σύμφωνα καὶ μὲ αὐτὸ ποὺ ἔγραψε ὁ προφήτης Ἠσαΐας «Κύριε, ἐν θλίψει ἐμνήσθημέν σου».
Ὡς ἀποτέλεσμα τῆς συναίσθησης τῶν σφαλμάτων μας γινόμαστε ταπεινόφρονες, συμπαθοῦμε καὶ δὲν κατηγοροῦμε τοὺς ἄλλους καὶ ἐκτιμοῦμε τὰ ἁπλὰ καθημερινὰ καὶ ἀνεπιτήδευτα πράγματα. Τέλος, ἀπολαμβάνουμε τὴν εἰρήνη τοῦ Θεοῦ, γευόμαστε τὴ Χάρη του καὶ λαμβάνουμε τὴν ἐσωτερικὴ ἀνάπαυση, τὴ γαλήνη καὶ τὴ χαρά. Τότε συμβαίνει τὸ παράδοξο, ὅπου ἐνῷ τὸ σῶμα πάσχει καὶ θλίβεται, ἡ ψυχὴ θάλλει καὶ ἀγάλλεται.
Συνεπῶς, ὁ κόσμος τοῦτος συνυφαίνεται μὲ τὸν πόνο καὶ τὴ θλίψη, ὅμως, ὑπάρχει πάντοτε ἡ παρηγορία τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος μᾶς ἐνισχύει λέγοντάς μας «θαρσεῖτε, ἐγὼ νενίκηκα τὸν κόσμον».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου