Κυριακή τοῦ Τυφλοῦ 17.05.2015
(Πράξεων ιστ΄ 16-34)
Ἐπειδή ἡ ἐποχή μας χαρακτηρίζεται ἀπό μαντεῖες, μέντιουμ, μελλοντολόγους καί τά τοιαῦτα, δέν θά ἦταν ἄσκοπο νά παρακολουθήσουμε ἀπό κοντά τήν στάση τοῦ Παύλου ἀπέναντι στό φαινόμενο. Ὁ ἀπόστολος τῆς Κυριακῆς ὁμιλεῖ γιά μία νεαρή κοπέλα μαντευομένη, πού θεραπεύθηκε ἀπό τόν Παῦλο.
Ἐκ πρώτης ὄψεως φαίνεται κάπως περίεργη ἡ στάση τοῦ Παύλου. Πηγαίνει μέ τόν Σίλα ξένος καί ἄγνωστος στούς Φιλίππους γιά νά κηρύξει Χριστόν. Καί μόλις βλέπει ἡ κοπέλα πού εἶχε πνεῦμα πύθωνος, δηλαδή ἐμάντευε σάν μυθολογική Πυθία, ἀμέσως ἄρχισε νά φωνάζει δυσφημιστικά γι’ αὐτούς : «οὗτοι οἱ ἄνθρωποι δοῦλοι τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου εἰσίν, οἵτινες καταγγέλλουσιν ἡμῖν ὁδὸν σωτηρίας» (Πράξεων ιστ΄ 17).
Κάθε ἄλλος στήν θέση τοῦ Παύλου θά ἔχαιρε πού βρῆκε ἕνα ἀναπάντεχο συνήγορο στό πρόσωπο τῆς μάγισσας αὐτῆς πού ἦταν γνωστή σ’ ὅλη τήν πόλη. Τό ἔργο του ἔτσι διευκολυνόταν, μιά καί ὁ λαός θά ἐπηρεαζόταν εὐνοϊκά. Ὅμως ὁ Παῦλος ἀρνεῖται νά δεχθεῖ συνηγορίες πού προέρχονταν ἀπό ὕποπτες πηγές. Γι’ αὐτό καί μέ θαυματουργική ἐνέργεια ἀπάλλαξε τό κορίτσι ἀπό τό δαιμόνιο, πού ὕστερα ἀπ’ αὐτό ἔπαυσε νά ἔχει τίς μαντικές ἱκανότητές τους πρᾶγμα πού ἐκόστισε στόν Παῦλο αὐστηρή φυλάκιση.
Γιατί ὅμως ὁ Παῦλος φέρθηκε ἔτσι; Τήν ἀπάντηση τήν βρίσκουμε ἄν πάρουμε τά πράγματα μέ τήν σειρά τους. Ἡ κοπέλα αὐτή ἦταν μάντισσα. Ἀλλά τήν μαντική της ἱκανότητα τήν ἀντλοῦσε ἀπό τό «Πνεῦμα Πύθωνος» πού εἶχε μέσα της. Δέν ἦταν δηλαδή φυσιολογική κοπέλα αὐτή. Εἶχε μέσα της μαντικό δαιμόνιο, πνεῦμα δηλαδή κακό, πονηρό, πού μέ τήν ἱκανοποίηση μέχρις ἑνός βαθμοῦ τῆς ἀνθρώπινης περιεργείας, σαγήνευε τούς ἀνθρώπους καί τούς ἔκανε ὑποχείριά του. Αὐτό τό διαισθάνθηκε ὁ Παῦλος, γι αὐτό καί ἐτήρησε ἀπέναντι τῆς κοπέλας αὐτῆς στάση ἀρχικά ἐπιφυλακτική καί ὕστερα ἐχθρική, ἀπαλλάσοντας την τέλος ἀπό τό δαιμόνιο.
Τήν στάση πού τήρησε ὁ Παῦλος, εἶχε κάνει νωρίτερα καί ὁ Κύριος, θεραπεύοντας δαιμονισμένους πού ὁμολογοῦσαν τήν θεότητά του. Ἀνεξάρτητα ὅμως ἀπό αὐτό δέν θά μποροῦσε ἄραγε ὁ Παῦλος νά ἀποσιωπήσει τήν δαιμονική κατάσταση τοῦ κοριτσιοῦ, μιά καί μέ τά ὅσα αὐτό ἔλεγε τόν βοήθησε στό ἔργο του; Ἄν ἔκανε κάτι τέτοιο ὁ Ἀπόστολος θά κινδύνευε νά πάθει δύο μεγάλα κακά. Πρῶτον μέ παραδεχόμενος, θά καθιστοῦσε αὐτήν ἀξιόπιστη, πρᾶγμα πού τελικά θά ἀπέβαινε πρός ὄφελος τοῦ πονηροῦ πνεύματος. Ὁ κόσμος ἐνθαρρυνόμενος ἀπό τήν στάση τοῦ Παύλου, θά πίστευε στήν κοπέλα ὄχι μόνο τώρα, πού ἔλεγε πραγματικά μία ἀλήθεια, ἀλλά καί αὔριο πού θά ἔλεγε ἄλλα πράγματα, διαφορετικά καί πλανεμένα. Ἔπειτα ὅσοι μέχρι στιγμῆς ἐκείνης δυσπιστοῦσαν στίς μαντεῖες τῆς κόρης.
Εἶναι φυσικόν νά ἔπαιρναν ἀρνητική στάση ἔναντι στόν Παῦλο, καί νά τόν ἔβλεπαν σάν ἕνα κοινό ἄνθρωπο, πλανεμένο καί μάλιστα βοηθούμενο ἀπό τό πονηρό πνεῦμα. Ἔτσι ὁ Παῦλος προτίμησε τήν ὁδό τοῦ Κυρίου, πού ἀρνήθηκε τήν μαρτυρία τῶν δαιμόνων ὑπέρ αὐτοῦ καί ἀπάλλαξε ἀπό τήν παρουσία τους τούς ἀνθρώπους.
Τέτοια φαινόμενα ὑπάρχουν βέβαια καί σήμερα. Πολλοί συνάνθρωποί μας τρέχουν σέ μάντεις καί μάντισσες, σέ μέντιουμ, χαρτορίχτες, σέ καφεντζοῦδες καί μάγους, θέλοντας νά πληροφορηθοῦν μελλοντικά πράγματα. Τά πονηρά πνεύματα σάν ἀσώματα πού εἶναι, μποροῦν νά ξέρουν μερικά μελλοντικά κοντινά γεγονότα, ὅπως π.χ. ἄν ἔρχεται κάποιος νά μᾶς ἐπισκεφθεῖ. Αὐτό ὅμως δέν πρέπει νά γίνει δέλεαρ γιά νά καταφεύγουμε στίς ὑπηρεσίες προσώπων, πού δραστηριοποιοῦνται μέ ἀνορθόδοξα μέσα. Τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ ὅσους ἤ ὅσες μαντεύουν χρησιμοποιώντας ἱερά λόγια. Ὁ κίνδυνος τῆς παραπλανήσεως τοῦ λαοῦ εἶναι προφανής. Δέν μπορεῖ εὔκολα ὁ ἄλλος νά παραδεχθεῖ πώς ὅταν λέγονται προσευχές καί τροπάρια δέν εἶναι εἰς βοήθειαν ὁ Θεός, ἀλλά ὁ διάβολος. Μήν ξεχνᾶμε ὅμως ὅτι ὁ διάβολος μετασχηματίζεται καί εἰς «ἄγγελον φωτός», προκειμένου νά παραπλανήσει τούς πιστούς.
Ἡ ἱκανοποίηση τῆς ματαίας περιέργειάς μας, δέν μπορεῖ νά εἶναι ἔργο Θεοῦ, γιατί ἁπλούστατα ἄν ὁ Θεός ἤθελε νά γνωρίζουμε τό μέλλον μας δέν θά τό ἀπέκρυπτε ἀπό τά μάτια μας, ὥστε νά χρειαζώμαστε τίς ὑπηρεσίες τῶν μάντεων γιά νά τό μάθουμε. Τό μέλλον μας βρίσκεται στά χέρια τῆς θείας Πρόνοιας καί πρέπει νά εἴμαστε εὐτυχεῖς πού δέν τό ξέρουμε. Ἔργο τοῦ διαβόλου εἶναι νά «πλανᾶ τά ἔθνη» (Ἀποκ. κ΄3). Γι’ αὐτό πρέπει μέ πολλήν περίσκεψιν νά ἀντιμετωπίζουμε κάθε δόλια ἐκδήλωσή του, πού ἴσως χρησιμοποιεῖ ἀγαθά προσχήματα. Μήν ξεχνᾶμε πώς ὅπου γίνεται τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, ὅπου λέγονται λόγια ἱερά καί εὐχές ἀπό ἀνθρώπους μέ ὕποπτη προέλευση καί βίο, ἐκεῖ πρέπει νά βάζουμε καί κάποιο ἐρωτηματικό γιά νά μήν γινώμαστε θύματα τῆς καλοσύνης μας ἤ τῆς εὐπιστίας μας. Τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά μερικούς «ἁγίους» ἤ «ἅγιες» τῆς ἐποχῆς μας πού λυμαίνονται τήν θρησκευτικότητα τῶν ἁπλοϊκῶν, ἰσχυριζόμενοι πώς εἶναι ὄργανα τοῦ Θεοῦ, πώς συνομιλοῦν ἤ καί τρῶνε μαζί του, πώς κάνουν θαύματα, πώς προλέγουν τά μέλλοντα.
Ἡ Ἐκκλησία διά μέσου ἡμῶν τῶν ἱεροκηρύκων ὀφείλει νά καταγγέλλει καί νά διδάσκει τούς πιστούς, γιά ὅλα αὐτά, προφυλλάσσοντας ἔτσι τόν κόσμο ἀπό τήν πλάνη καί τούς ἀπατεῶνες. Καί τό πράττει. Ἀρκεῖ ὅμως καί ἡ διδασκαλία αὐτή νά γίνεται σεβαστή ἀπό τούς πιστούς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου