ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ
(Ἰω. 9, 1-38)
Τὸ θαῦμα τῆς θεραπείας τοῦ ἐκ γενετῆς τυφλοῦ, τὸ ὁποῖο ἀκούσαμε στὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα εἰσάγεται μὲ ἕνα καίριο θεολογικὸ ζήτημα. Ποῖος ἦταν δηλαδὴ ὁ αἴτιος γιὰ τὴν τυφλότητα ἐκείνου τοῦ ἀνθρώπου.
Ὅταν οἱ μαθητὲς ρώτησαν τὸν Χριστὸ ἐὰν ἔφταιγε ὁ ἴδιος ὁ τυφλὸς ἢ οἱ γονεῖς του, ὥστε νὰ γεννηθεῖ μὲ τέτοια ἀναπηρία, τότε αὐτὸς διευκρίνισε ὅτι ἡ τύφλωση ὑφίσταται πρὸς δόξα Θεοῦ: «ἵνα φανερωθῇ τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ ἐν αὐτῷ». Μὲ τὴν ἀπάντησή του ὁ Χριστὸς δὲν ἐννοεῖ ὅτι ὁ Θεὸς εὐθύνεται γιὰ τὴν τύφλωση τοῦ ἀνθρώπου, τὴν ὁποία μετὰ θεραπεύει γιὰ νὰ δοξαστεῖ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Αὐτὸ θὰ ἦταν τουλάχιστον παράλογο, καὶ θὰ ἀφίστατο ἀπὸ τὴν ἀλήθεια τοῦ φιλανθρώπου Θεοῦ.
Ἡ ἀσθένεια τοῦ τυφλοῦ προέρχεται ἀπὸ λόγους φυσιολογίας, ὁ δὲ Κύριος ἐπιδιορθώνει τὸ σφάλμα μὲ τὴν ἴδια ἐξουσία καὶ δύναμη ποὺ εἶχε χρησιμοποιήσει καὶ κατὰ τὴ δημιουργία τοῦ Ἀδάμ. Μὲ ἄλλα λόγια, ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος γεννήθηκε τυφλός -καθὼς πολὺ χαρακτηριστικὰ μᾶς λέγει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος- διότι οἱ γονεῖς του εἶχαν κάποια προβλήματα ὑγείας. Τὸ σημαντικὸ ὅμως στὴν προκειμένη περίπτωση εἶναι ὅτι ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος μπορεῖ καὶ διορθώνει τὸ σφάλμα τῆς φύσης μὲ τέτοιο μάλιστα τρόπο, δηλαδὴ χρίοντας τὰ μάτια τοῦ τυφλοῦ μὲ λάσπη, ἀποδεικνύει ὅτι εἶναι ὁ ἴδιος ποὺ πλαστούργησε καὶ τὸν Ἀδάμ.
Τὸ θαῦμα αὐτὸ εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τὴν ἀντίδραση τῶν Φαρισαίων, οἱ ὁποῖοι ὀργίζονται καὶ ἀπιστοῦν κατὰ τοῦ Κυρίου. Ἡ ἀντίδρασή τους αὐτὴ ὠφείλεται κατ᾽ ἀρχὰς στὴν παράβαση τῶν διατάξεων τῆς ἀργίας τοῦ Σαββάτου. Τὴν ἐποχὴ τοῦ Χριστοῦ ἐπιβάλλονταν γιὰ τὸ Σάββατο 38 ἀπαγορεύσεις καὶ μία ἀπὸ αὐτὲς ὅριζε νὰ μὴν φτιάχνεται πηλὸς τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου. Ὁ πηλὸς λοιπὸν ποὺ ἔκανε ὁ Κύριος μὲ τὸ σάλιο του ἦταν παράβαση τοῦ Νόμου. Ἐπιπλέον, οἱ Φαρισαῖοι ἀντέδρασαν λόγῳ τοῦ ὅτι θεωροῦσαν τὸν Χριστὸ ἕνα ἁπλὸ καὶ συνεπῶς ἁμαρτωλὸ ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος βέβαια δὲν μποροῦσε νὰ κάνει τέτοια θαύματα. Αὐτοῦ τοῦ εἴδους ἡ ἐνέργεια ὅμως, δηλαδὴ ἡ ἀνάπλαση τοῦ ἀσθενοῦς μέρους τοῦ ἀνθρώπου, ἦταν ἐνδεικτικὴ θεϊκῆς ἰδιότητας καὶ γι᾽ αὐτὸ οἱ Φαρισαῖοι ἀντιδροῦσαν τόσο πολύ. Μὲ κανένα τρόπο δὲν ἤθελαν νὰ πιστεύσουν ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἦταν ὁ Μεσσίας, ἐξοῦ καὶ ἡ ἀπόφασή τους νὰ διώκουν ὅσους τὸν ἀποδέχονταν ὡς τέτοιο: «ἐάν τις αὐτὸν ὁμολογήσῃ Χριστόν, ἀποσυνάγωγος γένηται».
Τελικὰ ἡ θεραπεία τοῦ τυφλοῦ ἦταν διπλή. Δηλαδὴ ὁ πρώην τυφλὸς ἄνθρωπος ὄχι μόνο ἀξιώθηκε νὰ δεῖ μὲ τοὺς σωματικούς του ὀφθαλμούς, ἀλλὰ παράλληλα κατανοεῖ μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς του τὸ μυστήριο τοῦ Χριστοῦ, ὁμολογῶντας καὶ κηρύσσοντάς τον ἐνώπιον τῶν Φαρισαίων ὡς ἀπεσταλμένο τοῦ Θεοῦ. Ὁ πρώην τυφλὸς ἄρχισε νὰ βλέπει ὀρθὰ τὰ πράγματα καὶ νὰ ἀντιλαμβάνεται νέες ἀλήθειες ζωῆς, τὴν ἴδια στιγμὴ ποὺ οἱ κατ᾽ ἐξοχὴν γνῶστες τοῦ Νόμου τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ οἱ Φαρισαῖοι, ἔμεναν πνευματικὰ τυφλοὶ καὶ ἀρνοῦνταν πεισματικὰ νὰ δοῦν κάτι πέρα ἀπὸ ὅσα πίστευαν. Αὐτὸ εἶναι ἰδιαίτερα σημαντικὸ καὶ ἔχει διαχρονικὴ ἀξία. Κάθε ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος θὰ κατανοήσει τὴν πνευματική του τυφλότητα καὶ προσέλθει μὲ ἀληθινὴ πίστη στὸν ζωοδότη Χριστό, λαμβάνει τὴν ἴαση, τόσο τοῦ σώματος, ὅσο καὶ τῆς ψυχῆς του. Συνεπῶς, τὸ σημαντικὸ στὴ θεραπεία τοῦ τυφλοῦ εἶναι ἡ πίστη του στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὴ τὸν ὁδηγεῖ στὸ νὰ ἀποδεχθεῖ ὑπάκουα καὶ χωρὶς ἀντιδράσεις καὶ ἐγωισμοὺς τὴν προτροπὴ τοῦ Χριστοῦ νὰ πάει καὶ νὰ πλύνει τὸν πηλὸ ποὺ τοῦ ἔβαλε στὰ μάτια.
Ἀργότερα δέ, ὅταν ὁ ἐκ γενετῆς τυφλὸς ἐπανέκτησε τὸ φῶς του, ὑπερασπίστηκε τὸν εὐεργέτη του ἐνώπιον τῶν ἀπίστων Ἰουδαίων, ἡ δὲ πίστη του ἑδραιώθηκε ἀκόμα πιὸ πολύ, πρᾶγμα ποὺ ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὴν ὁμολογία του πρὸς τοὺς Φαρισαίους: «ἐκ τοῦ αἰῶνος οὐκ ἠκούσθη ὅτι ἤνοιξέ τις ὀφθαλμοὺς τυφλοῦ γεγεννημένου. Εἰ μὴ ἦν οὗτος παρὰ Θεοῦ, οὐκ ἠδύνατο ποιεῖν οὐδέν». Ὁμολογεῖ δηλαδὴ τὴ θεότητα τοῦ Κυρίου καὶ ταυτόχρονα καλεῖ καὶ ἐμᾶς νὰ μιμηθοῦμε τὴ στάση, τὴν πίστη καὶ τὴν εὐγνωμοσύνη πρὸς τὸν εὐεργέτη του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου