Πέμπτη – Γεθσημανή
Δέλτα Πηνελόπη
Βγήκε ο Ιησούς με τους μαθητές του και τράβηξε κατά το Όρος των Ελαιών, περνώντας από το λιβάδι όπου έτρεχε, φουσκωμένος από τις ανοιξιάτικες βροχές, ο χείμαρρος των Κέδρων.
Πέρασαν το χείμαρρο, ανέβηκαν στην αντικρινή πλαγιά, και μπήκαν σ’ ένα περιβόλι κατάφυτο από ελιές, όπου συχνά πήγαινε ο Ιησούς και προσεύχουνταν. Εκεί κοντά ήταν ένα ελαιοτριβείο, όπου οι χωρικοί πήγαιναν τον καρπό των ελιών, που κατά χιλιάδες σκέπαζαν το βουνό και το μέρος εκείνο λέγουνταν Γεθσημανή, που θα πει ελαιοτριβείο.
Ήταν φεγγάρι.
Πήγαινε ο Ιησούς σιωπηλά, με την καρδιά βαριά.
Το ήξερε πως ήλθε πια η ώρα της θυσίας, του βασάνου και της αγωνίας· το ήξερε πως έπρεπε να πιει ως τον πάτο το ποτήρι της ταπεινώσεως και της οδύνης.
Γιατί όλες τις λύπες και τις απογοητεύσεις, όλους τους πόνους, τους σωματικούς και τους ψυχικούς, ήταν γραφτό να τους γνωρίσει και να τους εξαντλήσει ο Ιησούς.
Υιός του Θεού, είχε έλθει στον κόσμο με μορφή και αισθήσεις και αισθήματα ανθρώπινα, για να ζήσει σαν άνθρωπος, να γελάσει σαν άνθρωπος, να χαρεί, ν’ αγαπήσει, να λυπηθεί, να πονέσει, να πικραθεί, να γνωρίσει όλην τη μικρότητα, την αχαριστία, το φθόνο, το μίσος, την εκδίκηση, την προστυχιά των ανθρώπων, να νιώσει όλη την απογοήτευση, όλο τον καημό που μπορεί να υποφέρει μια εξαιρετικά λεπτή φύση, βλέποντας το μεγάλο της έργο παραγνωρισμένο.
Ό,τι πίκρα ήταν δυνατό να χύσει στην ψυχή του η δειλία, η μικρότης και το μίσος των ανθρώπων, έμελλε, σ’ αυτές τις τελευταίες ώρες, να τη γευθεί ο Ιησούς.
Εμπρός στο βαθύ αυτό μαρτύριο, ακόμα και η δική του γαλήνια ψυχή σκοτίστηκε.
Άρχισε να τρομάζει ο ίδιος και να θλίβεται.
Μπήκε στο περιβόλι και είπε στους μαθητές του:
– Καθίσετε εδώ ώσπου να πάγω να προσευχηθώ εκεί. Παρακαλείτε μην πέσετε σε πειρασμό.
Πέμπτη - Γεθσημανή
Ήθελε με την προσευχή να υψώσει την ψυχή του, να ησυχάσει το πνεύμα του, να δαμάσει την επανάσταση της ανθρώπινης σάρκας.
Παίρνοντας τον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη παρακάτω, άρχισε να στενοχωρείται και ν’ ανησυχεί.
Και τους είπε:
– Περίλυπη είναι η ψυχή μου έως θανάτου.
Η αληθινή αγωνία άρχιζε.
– Μείνετε εδώ, τους είπε, και αγρυπνάτε μαζί μου.
Η ανθρώπινη αδυναμία του ζητούσε συντροφιά και βοήθεια. Μα και αυτούς ακόμα, τους αγαπημένους του, δεν τους θέλει πια κοντά του την ώρα αυτή της τραγικής πάλης της ψυχής του.
Πήγε πιο μακριά, και, πέφτοντας με το πρόσωπο χάμω, παρακαλούσε με αγωνία, λέγοντας:
– Αββά,[1] όλα σού είναι δυνατά. Ας περάσει από μένα το ποτήρι τούτο.
Στο χέρι του ήταν να φύγει, ν’ αφήσει το μαρτύριο που τον περίμενε· ήταν εύκολο να κρυφθεί σε κανενός φίλου σπίτι, και να παρατήσει για πάντα την Ιουδαία με τους δολοφόνους της.
Αλλά, μαζί με το μαρτυρικό θάνατο, θα παρατούσε και την αποστολή του ανεκπλήρωτη, θα ξεχνούνταν και θα χάνουνταν η θρησκεία αυτή, που για να τη διδάξει είχε έλθει στον κόσμο. Όπως είχε πει για το σπόρο του σιταριού, πως μόνο αν πεθάνει θα φέρει πολύν καρπό, έτσι κι εκείνος, μένοντας και πεθαίνοντας για τη θρησκεία του, τη στερέωνε σε θεμέλια ακλόνητα.
Και η ψυχή του δάμαζε την ανατριχίλα της σάρκας.
– Όμως όχι όπως θέλω εγώ, αλλά όπως εσύ θέλεις.
Και πάλι τον έπιανε η αδημονία του θανάτου, και πάλι την κατέπνιγε και παραιτούνταν από τη δική του επιθυμία.
Η αγωνία του όλο και μεγάλωνε, και ο ιδρώς έσταζε από το μέτωπο του στη γη, σα θρόμβοι από αίμα πηγμένο.
Από μακριά, τον έβλεπαν οι μαθητές του που παρακαλούσε, ζητώντας βοήθεια ψυχική, πότε με τα μάτια στον ουρανό, ρίχνοντας, σε μια κραυγή πόνου και απελπισίας, την ψυχή του όλη προς τον Πλάστη, πότε στα γόνατα και πότε χάμω, με το πρόσωπο στο χώμα, αφανισμένος στη φοβερή αυτή πάλη της ψυχής και της σάρκας.
Από τη θέση τους, τον κοίταζαν οι μαθητές του, ώσπου κουράστηκαν και τους πήρε ο ύπνος.
Και ήλθε κοντά τους ο Ιησούς και τους βρήκε κοιμισμένους. Και με πονεμένο παράπονο είπε του Πέτρου:
– Σίμων, κοιμάσαι; Δεν κατόρθωσες μιαν ώρα ν’ αγρυπνήσεις μαζί μου;
Θυμήθηκε ίσως τις μεγάλες υποσχέσεις του Πέτρου, που λίγην ώρα πρωτύτερα ήταν έτοιμος και στο θάνατο να πάγει μαζί του, και πρόσθεσε:
– Ξυπνάτε και προσεύχεστε για να μην πέσετε σε πειρασμό. Το μεν πνεύμα είναι πρόθυμο, μα η σάρκα αδύνατη.
Έφυγε πάλι και πήγε μακρύτερα, όπου ξανάρχισε να προσεύχεται δυνατά και να λέγει:
– Πατέρα μου, αν δε γίνεται να περάσει τούτο το ποτήρι χωρίς να το πιώ, ας γίνει το θέλημά σου…
Και, σιμώνοντας τους μαθητές του, τους βρήκε πάλι που είχαν ξαναπέσει στον ύπνο γιατί ήταν βαριά τα μάτια τους, και, σαν τους μίλησε, δεν ήξεραν τι ν’ αποκριθούν.
Φίλος, παρηγοριά, υποστήριξη, τίποτα δεν του έμενε στην τραγική εκείνην ώρα.
Τους άφησε ο Ιησούς, και τρίτη φορά βυθίστηκε στην προσευχή.
Την ψυχή του τη σήκωσε κατά τον ουρανό. Από τον ουράνιο Πατέρα του τρίτη φορά ζήτησε βοήθεια, τη δύναμη να πιει το ποτήρι της οδύνης.
Και η προσευχή του εισακούστηκε, και κατέβηκε στην ψυχή του, άγγελος παρήγορος, η ποθητή γαλήνη. Το πνεύμα του αποσπάστηκε ολότελα από τ’ ανθρώπινα, και, στην επικοινωνία αυτή με τον Πλάστη, νίκησε τελειωτικά την αγωνία, την επανάσταση της σάρκας, και, ήσυχος πια, ειρηνεμένος, νικητής, σηκώθηκε και πήγε στους μαθητές του.
Τους βρήκε πάλι κοιμισμένους, και τους ξύπνησε λέγοντας:
– Κοιμάστε λοιπόν και αναπαύεστε! Φθάνει. Ήλθε η ώρα, και ο υιός του ανθρώπου παραδίδεται σε χέρια αμαρτωλών. Σηκωθείτε, πηγαίνομε· ιδού, εκείνος που θα με παραδώσει έφθασε.
Από μέσα από το φύλλωμα των ελιών, είδαν πλήθος από ανθρώπους που κατέβαιναν με δαυλούς και φανάρια αναμμένα, οπλισμένους με ξύλα, σπαθιά, λόγχες και μαχαίρια.
Ήταν μια σπείρα[2] Ρωμαίων στρατιωτών, με τον αρχηγό τους το χιλίαρχο, και μαζί ήταν οι κλητήρες των αρχιερέων και Φαρισαίων, οπλισμένοι και αυτοί.
Εμπρός προπορεύουνταν ο Ιούδας.
Ο προδότης εγνώριζε καλά την αγάπη του Ιησού για το ήσυχο περιβόλι, όπου συχνά είχε συνάξει και διδάξει τους μαθητές του, και ήξερε πως εκεί θα πήγαινε πάλι εκείνην τη νύχτα.
Τους είδε ο Ιησούς που κατάφθαναν, και, παίρνοντας τους μαθητές του, βγήκε να τους προαπαντήσει και τους ρώτησε:
– Ποιον ζητάτε;
Του αποκρίθηκαν:
– Τον Ιησού τον Ναζωραίο.
Τους λέγει ο Ιησούς:
– Εγώ είμαι!
Μεταξύ τους, στέκουνταν και ο Ιούδας ο προδότης, τρέμοντας σαν το φύλλο.
Τους είχε πει:
– Εκείνον που θα φιλήσω, εκείνος είναι· πιάσετέ τον και πηγαίνετέ τον μη σας φύγει.
Μα εμπρός στο ήρεμο μεγαλείο του Ιησού τα έχασε, το ίδιο και οι οπλισμένοι φονιάδες.
Έκαναν ένα δύο βήματα πίσω, και έπεσαν χάμω.
Πάλι τους ρώτησε ο Ιησούς:
– Ποιον ζητάτε;
Και πάλι του αποκρίθηκαν:
– Τον Ιησού τον Ναζωραίο.
Τους είπε ο Ιησούς:
– Σας είπα πως εγώ είμαι. Αν λοιπόν εμένα ζητάτε, αφήσετε τούτους να φύγουν.
Όπως το είχε πει στην προσευχή του, «Από κείνους που μου έδωσες δεν έχασα κανένα», έτσι ζητούσε και τώρα να σώσει τους μαθητές του.
Βλέποντας πως ο Ιησούς δεν αντιστέκεται, ο Ιούδας πήρε θάρρος, και, τρέχοντας κοντά του, τον καταφίλησε λέγοντας:
– Χαίρε, Ραββί.
Γύρισε και του είπε ο Ιησούς:
– Σύντροφε, με τι σκοπό ήλθες; Με φίλημα παραδίδεις τον υιό του ανθρώπου;
Καθώς είδαν οι άλλοι το σύνθημα, και πως ο Ιησούς δεν αντιστέκουνταν, σηκώθηκαν επίσης, τον κύκλωσαν και τον έπιασαν.
Ο ορμητικός όμως Πέτρος δε βάσταξε. Έβγαλε το σπαθί του λέγοντας:
– Κύριε, να χτυπήσομε με το μαχαίρι;
Και πριν να προφθάσει ο Ιησούς να τον σταματήσει, χτύπησε το δούλο του αρχιερέα και του έκοψε το δεξί αυτί.
Τότε του είπε ο Ιησούς:
– Βάλε πίσω το μαχαίρι στη θήκη. Γιατί όσοι πιάσουν μαχαίρι, με μαχαίρι θα πεθάνουν. Το ποτήρι που μου έδωσε ο Πατέρας, να μην το πιώ; Αρκεί ως εδώ.
Και αγγίζοντας το αυτί που κρέμονταν κομμένο, το γιάτρεψε.
Στο πλήθος μέσα, βρίσκουνταν και αρχιερείς και στρατηγοί της φρουράς του ναού και άλλοι μεγαλουσιάνοι, που είχαν καταφθάσει να δουν.
Τους είπε ο Ιησούς:
– Σα να ήταν για κακούργο, βγήκατε με μαχαίρια και ξύλα να με συλλάβετε. Κάθε μέρα που ήμουν μαζί σας μέσα στο ναό και δίδασκα, δεν απλώσατε τα χέρια απάνω μου να με πιάσετε. Αλλ’ αυτή είναι η δική σας ώρα, όταν εξουσιάζει το σκοτάδι.
Και στη δική του σκέψη απαντώντας, πρόσθεσε:
– Αλλά για να εκπληρωθούν οι Γραφές…
Βλέποντας πως ο Κύριος τους παραδίδουνταν χωρίς αντίσταση, και από φόβο μην ξεσπάσουν στο κεφάλι τους αντίποινα για την πράξη του Πέτρου, οι μαθητές όλοι σκόρπισαν τότε και έφυγαν.
Ένας νέος μονάχα παρέμεινε ίσως να ήταν μαθητής του Ιησού,[3] και καθώς έμαθε πως πιάνουν τον Κύριο, πετάχθηκε από το κρεβάτι γυμνός όπως ήταν, τυλίχθηκε σ’ ένα σεντόνι, και έτρεξε να τον δει.
Η παράξενή του εμφάνιση κέντησε την περιέργεια μερικών από τους νεοτέρους, και σιμώνοντας τον έπιασαν. Αυτός τρόμαξε μην μπλέξει στην υπόθεση του Ιησού, και, παρατώντας το σεντόνι του στα χέρια τους, γυμνός όπως ήταν, έφυγε τρεχάτος.
Και έμεινε ο Ιησούς μόνος, κατάμονος, στα χέρια των εχθρών του.
Τότε τον έπιασαν, τον έδεσαν και τον πήραν.
Δέλτα Πηνελόπη, Η ζωή του Χριστού, 4η έκδ., Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2000.
[1] Αββά: Πατέρα. Λέξη αραμαϊκή.
[2] Σπείρα: στρατιωτικό σώμα από 100-120 άντρες, το τριακοστό μιας λεγεώνας.
[3] Ίσως να ήταν ο Μάρκος ο ευαγγελιστής, που και διηγείται το επεισόδιο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου