ΜΗΝΥΜΑ

ΓΙΑ ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΑΚΩΝ, ΕΟΡΤΩΝ ΚΑΙ ΑΓΙΩΝ ΔΕΙΤΕ ΤΙΣ ΕΤΙΚΕΤΕΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑ

Πέμπτη 21 Απριλίου 2022

 Η Σταύρωση

Γαλάτεια Γρηγοριάδου – Σουρέλη

Του βάλανε έναν κόκκινο μανδύα. Του βάλανε στο κεφάλι ένα στεφάνι με αγκάθια και Του δώσανε να κρατάει ένα καλάμι. Η Φύση όλη έκλαιγε. Αν είχε φωνή, θα άκουγες τους σπαραγμούς της.

Τον πήρανε να Τον σταυρώσουνε, για σκέψου! Του δώσανε να κουβαλά έναν ασήκωτο Σταυρό!

Πώς ήταν δυνατόν να τον σηκώσει;

Το ’δαν αυτό οι στρατιώτες. Γι’ αυτό οι στρατιώτες, σαν βγήκαν απ’ το δικαστήριο, βρήκαν έναν που η καταγωγή του ήτανε απ’ την Κυρήνη, Σίμωνα τον έλεγαν, για να βοηθήσει τον Κύριο. Και πήρανε το δρόμο τον ανηφορικό που ανεβαίνει ίσαμε το λόφο, το Γολγοθά, όπως τον ξέραν όλοι.

Σαν έφτασαν στην κορυφή πέσανε όλοι με τα μούτρα στη δουλειά. Άλλοι στεριώναν το Σταυρό, άλλοι δώσαν στο Δάσκαλο ξίδι ανακατεμένο με χολή. Έβρεξε ο Δάσκαλος με αυτό τα πληγιασμένα χείλη Του κι αρνήθηκε να πιει. Τον σταύρωσαν και βάλανε σε κλήρο εκείνα που φορούσε ο Ιησούς. Κάποιος, για να γελάσουν όλοι, κι οι περαστικοί να γελάσουνε κι αυτοί, έγραψε μια επιγραφή, που τη στερέωσαν οι στρατιώτες ψηλά, πάνω στο Σταυρό, πάνω απ’ το κεφάλι του Δασκάλου. Κι έγραφε η επιγραφή: «Αυτός είναι ο Ιησούς, ο Βασιλιάς των Ιουδαίων».

Σταύρωση

Στο λόφο είχαν στήσει ακόμα δυο σταυρούς. Στη μέση σταυρωμένος ο Ιησούς και οι άλλοι δυο στα αριστερά και τα δεξιά Του. Κι εκεί σταυρώσανε δυο ληστές. Μα αυτούς δεν τους κορόιδευε κανείς. Μόνο τον Κύριο εβλαστημούσαν και πειράζανε:

-Μας είχες πει πως θα χρειαστείς τρεις μέρες για να γκρεμίσεις και να ξαναχτίσεις το Ναό. Τι κάθεσαι λοιπόν εκεί απάνω; Αν είσαι, όπως λες, ο Γιος του ζωντανού Θεού, έλα, κατέβα από το Σταυρό, έλα λοιπόν, σώσε τον εαυτό σου!

Δεν ήταν μονάχα οι φρουροί και οι περαστικοί που κοροϊδεύανε. Κορόιδευαν κι οι γραμματείς και οι πρεσβύτεροι μα και οι αρχιερείς γελούσαν και κορόιδευαν.

-Για σκέψου, λέγανε, κόσμο, κοσμάκη έσωσε και τώρα μονάχα τον εαυτό του δεν μπορεί να σώσει.

Και άλλοι έλεγαν:

-Αν είναι Βασιλιάς του Ισραήλ, ας κατεβεί ετούτη τη στιγμή από το Σταυρό και τότε θα πιστέψουμε σ’ αυτόν.

Σε τούτα άλλοι πρόσθεταν:

-Μας έχει πει πως είναι του Θεού ο Γιος. Αν το θέλει ο Πατέρας του, ας κάνει κάτι να Τον σώσει.

Το ίδιο λέγαν κι οι ληστές που ήταν στο σταυρό, που χωρίς λύπηση τους κοίταζαν οι άνθρωποι. Κακούργοι, δολοφόνοι ήτανε, κατάρες απ’ το πλήθος δέχονταν.

Οι πόνοι αφόρητοι για τους σταυρωμένους. Οι δυο ληστές αντικρίζουν το θάνατο με τρόμο. «Αχ», σκέφτεται ο ένας, «να λευτερωνότανε και να σκότωνε όλους αυτούς που τον κοροϊδεύουν, όλους τόσους και άλλους τόσους!»

Ο τρίτος, ο Χριστός μας, πονάει το ίδιο, μα παρακαλάει τον Πατέρα Του να συγχωρέσει, ναι, να δώσει άφεση παρακαλεί σ’ αυτούς που Τον σταυρώνουνε.

-Πατέρα, δεν ξέρουνε τι κάνουνε! αυτό λέει.

Οι πόνοι δυναμώνουνε και δεν κρατιέται πια ο ένας ληστής. Γυρνά το πονεμένο του κεφάλι και κοιτά αγριεμένος το Χριστό.

-Αν είσαι ο Χριστός, έλα λοιπόν, τι κάθεσαι; Σώσε τον εαυτό σου και εμάς! Έτσι είπε και είχε έχθρα η φωνή του.

Κι ο άλλος ο ληστής το ίδιο πόναγε -πώς πόναγε!- απ’ τα καρφιά που μπαίνανε όλο και πιο βαθιά, όλο και πιο βαθιά…

Μα μες στους πόνους είδε την πρώτη του ζωή! Μετάνιωσε για όσα έκανε. Μετάνιωσε γι’ αυτούς που σκότωσε, που έκλεψε… Αχ, να ξανάρχιζε τη ζωή του, όχι ληστής δε θα γινότανε… Σαν άκουσε λοιπόν τέτοιες κουβέντες να λένε στο Χριστό, τους πόνους ξέχασε.

-Μα δε φοβάσαι ούτε το Θεό; του είπε αγριεμένα. Αυτός κακό δεν έκανε κανένα. Ενώ εσύ κι εγώ πληρώνουμε για όσα κάναμε!

Αυτά είπε ο ένας ο ληστής, γύρισε με κόπο το κεφάλι του, κοίταξε το Χριστό μας. Με χαμηλή, όλο μετάνοια φωνή, Τον παρακάλεσε:

Κύριε, μη με ξεχάσεις όταν έρθεις στη Βασιλεία Σου.

Κι ο Ιησούς που είδε τη μετάνοια στα μάτια του ληστή -στα μάτια και στην καρδιά του είδε τη μετάνοια- το υποσχέθηκε:

-Σου λέω αλήθεια πως σήμερα κιόλας θα ’σαι μαζί μου στον Παράδεισο.

Η Παναγιά μας ήταν εκεί, στα πόδια του Σταυρού. Μαζί της κι άλλες γυναίκες, κι ο μαθητής που αγαπούσε ο Χριστός, ο Ιωάννης. Πώς να σου περιγράψω τον πόνο που ’χε η Παναγιά! Ποια λόγια τάχα να ’ναι αυτά που τον καημό της μάνας να μπορούν να περιγράψουν; Κι είχε παράπονο. Εκείνο το βαθύ παράπονο:

-Γιατί αυτόν που σε ευεργέτησε, λαέ, γιατί Τον σταύρωσες; Γιατί; Μην τάχα τους λεπρούς δε γιάτρεψε; Τους παραλυτικούς δεν έγειανε; Και τους τυφλούς πώς τους ξεχνάς που είδανε τον ήλιο, το φεγγάρι, το λουλουδάκι, το βουνό; Τι το κακό έκανε πια ο Γιος μου;

Τώρα μονάχη της παρηγοριά να ακουμπάει απάνω στο Σταυρό Του, ν’ αγγίζει του παιδιού τη τα ποδάρια. Λένε πως ένα πουλάκι έκλαιγε που έβλεπε τα αίματα το μέτωπο του Χριστού να βρέχουνε. Βλέπει τ’ ακάνθινο στεφάνι βαθιά μπηγμένο στο κεφάλι. Κι έτρεξε, λένε, το πουλάκι και σκούπιζε τα αίματα. Έτσι έγινε και γιόμισε με αίμα ο λαιμός του και έμεινε για πάντα το αίμα στο λαιμό του. Είναι ο κοκκινολαίμης, το πουλί.

Λοιπόν, η Παναγιά μας κλαίει εκεί, στα πόδια του Χριστού, και ο Χριστός γυρνά, τη βλέπει εκεί γονατιστή πλάι στον Ιωάννη.

-Γυναίκα, να τος πια ο γιος σου.

Και στον Ιωάννη λέει:

-Να η μητέρα σου, Ιωάννη.

Είχε μεσημεριάσει πια, κι εκεί, κατά τις τρεις, έβγαλε φωνή βραχνή ο Ιησούς.

-Γιατί, Θεέ μου, Θεέ μου, γιατί με εγκατέλειψες; Ηλί, Ηλί, λαμά σαβαχθανί;

Όλοι ακούσανε εκείνη την κραυγή και νόμισαν πως τον προφήτη Ηλία φωνάζει για βοήθεια. Γέλασαν, κοροϊδέψανε.

-Άσε να δούμε αν θα ’ρθει ο Ηλίας να τον σώσει!

Ο Ιησούς, χωμένος μες στον πόνο, ακόμα μια φορά φωνάζει. Κι ύστερα μια βαριά σιωπή. Και ξαφνικά η γη, βγάζοντας νόμιζες κραυγή, βόγκο, λυγμό και πόνο, κουνήθηκε, εσείστηκε. Σε δυο κομμάτια το καταπέτασμα του Ναού σκίστηκε, σε δυο κομμάτια από ψηλά ως κάτω. Κι οι βράχοι που ακλόνητοι χρόνους και χρόνους στέκονταν στην ίδια θέση σκιστήκανε κι αυτοί. Καταμεσήμερο σκοτείνιασε, πιο σκοτεινά κι από τη σκοτεινή τη νύχτα έγινε, κι ανοίξανε τα μνήματα όπου ήταν παραχωμένοι οι πεθαμένοι, κι αναστηθήκανε πολλοί -σκέψου, αναστηθήκανε οι πεθαμένοι- και πήγανε στην Ιερουσαλήμ. Οι ζωντανοί αλαλιασμένοι τους κοιτάζανε. Κι οι στρατιώτες και ο εκατόνταρχος που φύλαγαν τους σταυρωμένους μέσα σ’ αυτή την κοσμοχαλασιά ζαλίστηκαν, χαμένοι στο σκοτάδι που τύλιξε τη γη, τη γη που σειόταν οργισμένη, πέσανε μπρούμυτα και με καρδιά που έτρεμε, από τα χείλια τους βγήκε μια κραυγή:

-Είναι στ’ αλήθεια Γιος του Θεού αυτός που στο Σταυρό κρεμιέται! Ναι, Γιος του Θεού στ’ αλήθεια είναι!


Γαλάτεια Γρηγοριάδου – Σουρέλη, Πάσχα, Κυρίου Πάσχα, 1η έκδ., Αθήνα, Ψυχογιός, 2005

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου