Μεγάλη Παρασκευή
Γεώργιος Δορμπαράκης
«Προσκυνοῦμέν Σου τὰ πάθη, Χριστέ»
1. «Τὰ ἅγια καὶ σωτήρια καὶ φρικτὰ Πάθη τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ» που επιτελούμε την Αγία και Μεγάλη Παρασκευή, αποτελούν το αποκορύφωμα των όλων Παθών του Κυρίου. Διότι ολόκληρη η ζωή Του ήταν ένα Πάθος, απαρχής του ερχομού Του στον κόσμο -ας θυμηθούμε τα γεγονότα της Γεννήσεώς Του-, αλλά και μετέπειτα. Αυτά που συντελούνται επομένως τις τελευταίες ημέρες της επί γης ζωής Του και κυρίως η σταυρική Του θυσία αποκορυφώνουν τα Πάθη Του.
Κι ακόμη περισσότερο: ο απ. Παύλος είναι εκείνος που τονίζει και μια άλλη μυστική διάσταση του Πάθους του Κυρίου και μετά την Ανάσταση: τη συνέχεια Αυτού του Πάθους μέσα από τα παθήματα των μελών του ζωντανού σώματός Του, των επιμέρους Χριστιανών, γεγονός που σημαίνει ότι ο Κύριος τελικώς είναι πάντοτε στον Σταυρό μέχρι της συντελείας των αιώνων. «Χαίρω ἐν τοῖς παθήμασί μου ὑπὲρ ὑμῶν καὶ ἀνταναπληρῶ τὰ ὑστερήματα τῶν θλίψεων τοῦ Χριστοῦ ἐν τῇ σαρκί μου ὑπὲρ τοῦ σώματος αὐτοῦ, ὅ ἐστιν ἡ Ἐκκλησία» (Κολ. 1, 24). Δηλαδή: Χαίρομαι τώρα που υποφέρω για χάρη σας και συντελώ έτσι με τα σωματικά μου παθήματα, ώστε να ολοκληρωθούν οι θλίψεις που πρέπει να υπομείνει το σώμα του Χριστού, δηλ. η Εκκλησία.Μεγάλη Παρασκευή
Γι’ αυτό και έχει διατυπωθεί η θεολογική άποψη ότι το Πάθος του Κυρίου επί της γης πρέπει να σχετίζεται και με τα ιδιώματά Του ως του Δευτέρου Προσώπου της Αγίας Τριάδος, κάτι βεβαίως που ερμηνεύει και την αιτία σαρκώσεως του συγκεκριμένου Προσώπου και όχι κάποιου άλλου.
2. Τα πάθη του Κυρίου και μάλιστα η σταυρική Του θυσία εκφεύγουν των ορίων της ανθρώπινης λογικής. Ο Σταυρός Του συνιστά μυστήριο, γιατί ακριβώς Αυτός που πάσχει δεν είναι ένα κοινό ανθρώπινο πρόσωπο, αλλ’ ο ενσαρκωθείς Θεός. Πάσχει ο ίδιος ο Θεός κατά το ανθρώπινο. Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορούμε με μέτρο τις δυνάμεις μας -τη λογική μας, τα συναισθήματά μας, τη διαίσθησή μας ακόμη- να κατανοήσουμε αυτό που διαδραματίζεται. Βλέπουμε μεν έναν άνθρωπο να πάσχει επί του Σταυρού, αλλά μας διαφεύγει το βάθος Του, η κρυμμένη πραγματικότητα. Τι είναι εκείνο που μπορεί, έστω και εκ μέρους, να βοηθήσει στην προσέγγιση αυτή του μυστηρίου; Μόνον η πίστη που φωτίζεται βεβαίως από τη χάρη του Θεού. Αν ο ίδιος ο Θεός δεν μας φώτιζε και δεν μεταποιούσε τις ανθρώπινες δυνατότητές μας, ώστε με ενδυναμωμένα από το Πνεύμα του Θεού μάτια να βλέπαμε τα γινόμενα, θα παραμέναμε πάντα μέσα στο σκοτάδι της οριζόντιας διάστασης των πραγμάτων, σε νύκτα πνευματική. Κι εκείνο που προϋποτίθεται γι’ αυτόν το φωτισμό είναι η εν μετανοία προσέγγιση του Χριστού και του Πάθους Του, που καθαρίζει τα μάτια και ενεργοποιεί εν γένει τις πνευματικές μας αισθήσεις. «Μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται».
3. Τι μπορούμε λοιπόν να ψηλαφήσουμε με τον πνευματικό αυτόν τρόπο; Τι μπορούμε επομένως να πούμε για το μυστήριο του Σταυρού, καθοδηγούμενοι από τους κατεξοχήν πνευματοφόρους ανθρώπους, τους αγίους της Εκκλησίας μας; Όχι βεβαίως αυτό που επιχείρησε η σχολαστική θεολογία της Δύσης, εκφρασμένη διά στόματος κυρίως του Ανσέλμου Κανταουρίας, ότι δηλ. το πάθος του Χριστού αποτελεί εξιλέωση της Θείας Δικαιοσύνης, που ζητούσε ικανοποίηση λόγω των αμαρτιών του ανθρώπου, διότι κάτι τέτοιο συνιστά υπόκυψη ακριβώς στην παγίδα που αναφέραμε: τη διά λογικής προσέγγιση του Σταυρού, άρα στην ουσία στη διαστρέβλωση και την αλλοίωση του νοήματος και του περιεχομένου του. Τον Θεό στην περίπτωση αυτή τον κάνει κατ’ εικόνα του ανθρώπου, και μάλιστα του πεσμένου στην αμαρτία. Η ορθόδοξη θεολογία των Πατέρων μας, σε στάση άπειρου σεβασμού προς το μυστήριο, είδε κυρίως δύο πράγματα και αυτά πρωτίστως ετόνισε:
(α) την άβυσσο της ανθρώπινης αμαρτίας, τέτοιας που έπρεπε να σταυρωθεί ένας Θεός, κάτι που σημαίνει την αδυναμία της ανθρώπινης λύτρωσης με οποιονδήποτε ανθρώπινο τρόπο, άρα και την καταδίκη οποιουδήποτε μεσσιανισμού, στηριγμένου σε ανθρώπινα κηρύγματα και σε ανθρώπινες μόνο δυνατότητες, και
(β) την άπειρη αγάπη του Θεού, που «κενώνει» τον εαυτό Του, «κλίνει ουρανοὺς καὶ κατέρχεται», προκειμένου να άρει επάνω Του Αυτός τη δική μας αμαρτία και να μας προσφέρει τη γλυκύτητα της θεραπείας μας και τη δικαιοσύνη Του. Με άλλα λόγια, η δικαιοσύνη του Θεού λειτούργησε και λειτουργεί μ’ έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο απ’ ότι ο ανθρώπινος, ο οποίος απαιτεί την τιμωρία του ενόχου και την αθώωση του αθώου. Βάσει της δικαιοσύνης του Θεού, ο αθώος, ο Χριστός, τιμωρείται, ενώ ο ένοχος, ο άνθρωπος, δικαιώνεται και αθωώνεται, κι από την άποψη αυτή κατανοεί κανείς ότι η τιμωρία του Θεού για την πεσμένη στην αμαρτία ανθρωπότητα ήταν η θεραπεία της. Έτσι μας τιμωρεί ο Θεός: θεραπεύοντάς μας!
4. Το γεγονός ότι ο Χριστός πάνω στον Σταυρό «αἴρει τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου» κυριολεκτείται: πάνω στον Σταυρό σβήστηκαν οι αμαρτίες όχι μόνον των ανθρώπων της εποχής του Χριστού, αλλά και των προ αυτής και των μετά από αυτήν. Δεν υπήρξε, δεν υπάρχει και δεν θα υπάρξει άνθρωπος μετά τον Σταυρό του Χριστού, που να μη βρίσκεται αιρόμενος επί του Σταυρού, γεγονός που είχε προαναγγελθεί από τους προφήτες της Π. Διαθήκης και μάλιστα τον Ησαΐα, και που αυτήν την πίστη στις προφητείες ζητούσε ο Κύριος από τους Ιουδαίους και μάλιστα τους μαθητές Του. «Ὦ, ἀνόητοι καί βραδεῖς τῇ καρδίᾳ, τοῦ πιστεύειν ἐπί πᾶσιν οἷς ἐκήρυξαν οἱ προφῆται»! Ο Κύριος «ἔδει παθεῖν» ακριβώς για τους λόγους που αναφέραμε: την άρση του βάρους της αμαρτίας των ανθρώπων, και το γεγονός αυτό αποτελεί ό,τι πιο παρήγορο έχει ακουστεί ποτέ στην ιστορία του ανθρωπίνου γένους. Κι αυτό γιατί μετά τον Σταυρό δεν υπάρχει αμαρτία ασυγχώρητη. Ό,τι κι αν κάνει ένας άνθρωπος, όλων των ειδών τις αμαρτίες κι αν επιτελέσει, μπροστά στην εσταυρωμένη αγάπη σβήνει και χάνεται. Κι έκτοτε θεωρείται βλασφημία η αμφισβήτηση της απειρίας της αγάπης αυτής. Εκείνος δηλ. που θα επικαλεστεί τις πολλές ή μεγάλες αμαρτίες του για να θέσει ερωτηματικό στη δυνατότητα της συγγνώμης του από τον Χριστό, στην ουσία ευθέως βλασφημεί τον Σταυρό Του και αποκαλύπτει απλώς την απιστία και την αθεΐα του. Τίθεται στην περίπτωση αυτή σε προτεραιότητα η ανθρώπινη λογική έναντι του θελήματος και της ενέργειας του Θεού. Για να το διατυπώσουμε με τα λόγια του ιερού Χρυσοστόμου: Όλη η αμαρτία των ανθρώπων αν μαζευτεί από τη μια μεριά και η αγάπη του Θεού από την άλλη, είναι σαν μια σπίθα μπροστά σ’ ένα πέλαγος. Τί μπορεί να κάνει η σπίθα στο πέλαγος; Κι αυτό το παράδειγμα δεν είναι απολύτως σωστό. Διότι το πέλαγος έχει και κάποια όρια, ενώ η αγάπη του Θεού είναι απεριόριστη.
5. Η μόνη στάση του πιστού μπροστά στον Σταυρό, έτσι, είναι η προσκύνηση. «Προσκυνοῦμέν Σου τα πάθη, Χριστέ»! Δηλαδή:
– εν πίστει τα αποδεχόμαστε και τα πιστεύουμε,
– γονατίζουμε εν κατανύξει μπροστά στην αγάπη του Χριστού και κτυπάμε το στήθος μας, σαν τον τελώνη, για το μέγεθος της αμαρτίας μας,
– Τον παρακαλούμε με ταπείνωση να μας ενισχύει για να ακολουθούμε τα χνάρια της ζωής Του, ώστε να Τον νιώθουμε εν αισθήσει στην καρδιά μας,
– προσερχόμαστε προπάντων πάντοτε εν μετανοία για να κοινωνήσουμε το σώμα και το αίμα Του, όπως το λέει και πάλι ο άγιος Χρυσόστομος: όταν προσέρχεσαι να κοινωνήσεις, να προσέρχεσαι με την πεποίθηση ότι κοινωνάς από τη λογχευμένη πλευρά του εσταυρωμένου Χριστού, που έρρευσε αίμα και ύδωρ. Τελικώς, η προσκύνηση των Παθών του Κυρίου ταυτίζεται ως διάθεση τουλάχιστον με το βίωμα του αποστόλου Παύλου: «Χριστῷ συνεσταύρωμαι. Ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ ἐν ἐμοὶ Χριστός». Στο μέτρο που ζούμε τον Σταυρό, βλέπουμε και την παρουσία του Χριστού ζωντανή στη ζωή μας.
Αλλ’ αυτό σημαίνει και την όραση της Αναστάσεώς του. «Δεῖξον ἡμῖν καὶ τὴν ἔνδοξόν Σου Ἀνάστασιν».
Γεώργιος Δορμπαράκης, Του Πάθους και της Ανάστασης, 1η έκδ., Αθήνα, Αρχονταρίκι, 2014.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου