Κυριακή τοῦ Θωμᾶ (Ἰωάν. κ΄19-31)
(†) ἐπισκόπου Γεωργίου Παυλίδου Μητροπολίτου Νικαίας
(†) ἐπισκόπου Γεωργίου Παυλίδου Μητροπολίτου Νικαίας
Εἶναι γερὸ τὸ νῆμα;
«Ἐὰν μὴ ἴδω....οὐ μὴ πιστεύσω»
Οἱ μαθηταί, ἀγαπητέ μου ἀναγνῶστα, εἶχον ἴδει τὸν Διδάσκαλον ἐσταυρωμένον, γεμᾶτον ἀπὸ πληγὰς καὶ αἵματα, νεκρὸν, θαμμένον. Μέγας «λίθος» εἶχε κυλισθῆ εἰς τὴν θύραν τοῦ μνημείου. Καὶ τὴν Τρίτη ἡμέραν Τὸν ἐπαναβλέπουν ζωντανὸν ἐμπρός των. Θύρες καὶ παράθυρα ὅλα κλεισμένα.
Καὶ ὅμως εἶναι ὁλόσωμος εἰς τὸ μέσον τοῦ ὑπερῴου.
Ἔχει τὸ ἴδιο ἐκεῖνο γλυκὺ βλέμμα, τὸν αὐτὸν ἁρμονικὸν τόνον εἰς τὴν φωνήν· τὰ ἴδια χέρια, τρυπημένα ὅμως τώρα ἀπὸ τὰ καρφιὰ τοῦ Σταυροῦ. Ριγοῦν οἱ μαθηταὶ ἀπὸ κατάπληξιν καὶ συγκίνησιν.
Καὶ ἡ λύπη των μεταβάλλεται εἰς ἀνέκφραστον χαρὰν. Ἡ ἀπελπισία των μετατρέπεται εἰς χείμαρρον εὐτυχίας.
Ἕνας μόνον λείπει ἀπὸ τὴν ὁμάδα τῶν Μαθητῶν κατὰ τὴν πρώτην ἐκείνη ἡμέραν τῆς ἐμφανίσεώς Του.
Ὁ Θωμᾶς. Ἔρχεται πρὸς τὸ βράδυ. Ἀντικρύζει τὴν φαιδρὰν ἀτμόσφαιραν· τὰ χαρωπὰ πρόσωπα. Ἀπορεῖ -Θωμᾶ, τοῦ λέγουν, ἑωράκαμεν τὸν Κύριον! Ὁ Θωμᾶς συνοφρυώνεται. Κάθεται εἰς μίαν γωνίαν περίλυπος.
-Ταλαίπωροι! Σᾶς ἀπατᾷ ἡ φαντασία σας. Σᾶς παρασύρει ἡ εὐαισθησία σας. Ὁ Κύριος εἶναι νεκρός, τὸν εἶδα μὲ τὰ μάτια μου. Ἀφήσατέ με εἰς τὸν πόνον μου.
Οἱ Μαθηταὶ ἐπιμένουν. Ὁ Θωμᾶς ἀμφιβάλλει. Ἡ λογικὴ του ζητεῖ ἁπτὰ ἐπιχειρήματα καὶ ἀπαντᾷ. «Ἐὰν μὴ ἴδω τὸν τύπον τῶν ἥλων...οὐ μὴ πιστεύσω».
Δὲν εἶναι ἄπιστος ὁ Θωμᾶς. Ὄχι. Εἶναι τύπος μελαγχολικὸς καὶ ἀπαισιόδοξος. Μπροστὰ στὰ δραματικὰ γεγονότα, ποὺ συνέβησαν, ἔσβησεν ἡ ἐλπιδα. Εἰς τὸ μνημεῖον, μαζὺ μὲ τὸν Κύριον, ἐτάφη καὶ ἡ προσδοκία του. Καὶ νὰ, ἔρχεται μετὰ ὀκτὼ ἡμέρας καὶ πάλιν ὁ Κύριος. Τοὺς εὐλογεῖ. Στρέφεται κατόπιν πρὸς τὸν δύσπιστον μαθητὴν καὶ τοῦ λέγει: «Ἔλα, Θωμᾶ. Κοίταξε τὰ χέρια μου, τὰ πόδια μου, τὴν πλευράν μου. Ἐρεύνησέ τα. Καὶ μὴ γίνου ἄπιστος, ἀλλὰ πιστός». Ἐμπρὸς εἰς τὴν ἀτράνταχτην αὐτὴν πραγματικότητα ὁ Θωμᾶς νικᾶται. «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου» ἀναφωνεῖ.
«Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου»! Θριαμβευτικὴ ὁμολογία πίστεως.
Δὲν τὸ λέγουν ὅμως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι αὐτό. Στέκονται μὲ δυσπιστίαν ἐμπρὸς εἰς τὴν πίστιν. Καὶ ἐρωτοῦν γι’ αὐτὸ μὲ ἀπορίαν πολλοί. Διατὶ νὰ ὑπάρχουν καὶ σήμερα ἄπιστοι; Δικαιολογεῖται ἡ ὕπαρξίς των; Τί συντελεῖ εἰς τοῦτο; Ποιὲς εἶναι οἱ αἰτίες;
Μὲ τὸ σύγχρονον αὐτὸ καὶ σοβαρὸν θέμα, ἀγαπητοί μου, θέλει τὸ κήρυγμα νὰ ἀσχοληθῇ συντόμως σήμερα.
1. Ἡ ἀνεπαρκὴς γνῶσις τῶν θρησκευτικῶν ἀληθειῶν.
Εἶναι γεγονὸς ὅτι εἰς πολλοὺς ἀνθρώπους ἡ θρησκευτικὴ μόρφωσις παραμένει ἀναιμικὴ καὶ ἐπιπολαία. Γνωρίζουν ὅσα ἔμαθαν μικροὶ μόνον εἰς τὸ σχολεῖον. Ἀπὸ τότε δὲν ἠθέλησαν νὰ ἀσχοληθοῦν σοβαρῶς καὶ εἰλικρινῶς μὲ ζήτηματα πίστεως καὶ χριστιανικῆς ζωῆς.
Ἀγνοοῦν δι’ αὐτὸ στοιχειώδη πράγματα. Καὶ ἐνῶ ἠμπορεῖ νὰ ἔχουν ἄλλην μόρφωσιν, λ.χ. ἐπιστημονικήν, εἰς τὰ θέματα τῆς θρησκείας εἶναι τελείως ἀκατατόπιστοι.
Δὲν εἶναι, λοιπόν, κατόπιν αὐτοῦ παράδοξον, πῶς διάφοροι ἐπιστήμονες, καλοὶ εἰς τὴν ἐπιστήμην των, ἔχουν παχυλὴν ἄγνοιαν ἐπὶ χριστιανικῶν πραγμάτων, ἐνῶ ἄλλοι ἁπλοϊκοὶ ἄνθρωποι, διότι μελετοῦν, ἔχουν πλήρη ἐνημέρωσιν.
Καὶ τώρα μὲ ποιὸ δικαίωμα θὰ ἔλθουν αὐτοὶ οἱ κύριοι νὰ ἐκφέρουν γνώμας ἐπὶ ζητημάτων, ποὺ ἀγνοοῦν; Ποιός ἰατρὸς τολμᾷ νὰ ἀποφαίνεται «δογματικὰ» ἐπὶ περιπτώσεων νομικῆς φύσεως; Καὶ ποιός δικηγόρος ἐπὶ περιπτώσεων ἰατρικῆς;
Εἰς τὰ χριστιανικὰ ὅμως θέματα, βλέπετε, ὅλοι ὁμιλοῦν. Καὶ ὅλοι ἔχουν γνώμην! Δὲν εἶναι ὅμως παράλογος ἡ ἀξίωσις αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων νὰ κρίνουν ζητήματα, ποὺ δὲν τὰ γνωρίζουν;
Μία πίστις, ποὺ ἔχει κολοσσοὺς σοφίας ὡς ὁπαδοὺς καὶ ἀτελεύτητον σειρὰν μεγάλων ἐπιστημόνων, ποὺ πιστεύουν, πῶς θὰ ἐλεχθῇ ἀπὸ ἀνιδέους καὶ ἀναρμοδίους; Πῶς;
Αὐτοὶ εἶναι ἐκεῖνοι λοιπὸν ποὺ κάνουν τὸν ἄπιστον. Οἱ ἀ ν ί δ ε ο ι. Ἄν θὰ ἤθελαν νὰ μελετήσουν σοβαρῶς καὶ νὰ ἀπασχοληθοῦν μὲ εἰλικρίνειαν, θὰ εὕρισκαν χίλια δυὸ ἐπιχειρήματα διὰ νὰ πιστεύσουν. Ἡ γνώμη, ὅτι, τάχα, ὑπάρχουν ἀποδείξεις ἐπιστημονικαί, ποὺ συγκρούονται μὲ τὴν θρησκείαν, ὡς ἀσυμβίβαστοι, εἶναι μία μεγάλη πλάνη.
Διότι καμμιὰ ἐπιστήμη δὲν ἠμπορεῖ ποτὲ νὰ διαψεύσῃ τὴν πίστιν. Καμμία. Ἡ πίστις δὲν φοβεῖται τὴν ἔρευναν. Ἀντιθέτως τὴ ἐπιζητεῖ. Καὶ βγαίνει πάντα κερδισμένη. Διότι ἡ ἔρευνα ἀποδεικνύει, ὅτι ὑπάρχουν ἄπειρα ἀτράνταχτα ἐπιχειρήματα, ποὺ πείθουν κάθε ἄνθρωπον ἀπροκατάληπτον. Ἀλλὰ χρειάζεται ἐπ’ αὐτοῦ μελέτη. Καὶ εἰλικρίνεια. Καὶ δὲν τὰ βρίσκει κανεὶς σὲ ὅλους.
Γι’ αὐτὸ ὑπάρχουν ἄπιστοι. Ἀπὸ ἄγνοιαν. Καὶ ἀμάθειαν.
2. Ὁ περισπασμὸς ἀπὸ βιοτικὲς ὑποθέσεις.
Ἄνθρωποι, ποὺ ὅλον τὸν κόσμον τὸν κλείνουν μέσα εἰς τὸ χρηματοκιβώτιον. Ἄνθρωποι, ποὺ δὲν ἔχουν ἄλλα ἰδανικά, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν θησαυρισμόν. Ἄνθρωποι ποὺ ἐμάραναν τὴν ψυχήν των καὶ τὴν ἔκαμαν στεῖραν καὶ νεκρὰν διὰ κάθε ἀνώτερον καὶ πνευματικόν, πῶς περιμένουμεν νὰ πιστεύουν; Αὐτὴ ἡ τάξις τῶν ἀνθρώπων Θεὸν ἔχει τὸ χρῆμα. Καὶ ἔμβλημα τό: «φάγωμεν, πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνήσκομεν».
Διαγράφει, λοιπόν, μὲ μίαν μονοκοδυλιὰν τὸν Θεὸν καὶ τὴν ψυχήν, καὶ ἔτσι εἶναι ὁ ἄνθρωπος... ἥσυχος. Καὶ ἔπειτα ἀποφαίνεται μὲ ἐπισημότητα ἑκατὸν αὐτοκρατόρων: «ἐδῶ εἶναι ἡ κόλασις, ἐδῶ καὶ ὁ Παράδεισος». Ἁπλᾶ πράγματα. Διατὶ νὰ κάθεται νὰ ἀπασχολεῖται μὲ ζητήματα ποὺ τὸν ἐνοχλοῦν; Σὲ καλό σας...
Καὶ ἔτσι οἱ τύποι αὐτοὶ θὰ ἤθελαν νὰ μὴ ὑπάρχῃ τέτοιο θέμα. Δὲν πιστεύω καὶ σεῖς νὰ περιμένατε κάτι διαφορετικὸ ἀπὸ αὐτούς!
Μήπως ἀπορῆτε διὰ τὴν ἀπιστίαν των; Ἔπρεπε νὰ ἀπορῆτε, ἄν δὲν ἦσαν ἄπιστοι. Μὲ τέτοια ζωὴ καὶ νοοτροπία δὲν ἠμπορεῖ νὰ συμβοῦν διαφορετικά. Ἡ γλάστρα δὲν ἐποτίστηκε μὲ τὴ βροχὴ τῆς θείας χάριτος. Καὶ ὁ βασιλικὸς ξηράθηκε... Ἦταν ἑπόμενον... Αὐτοὶ εἶναι οἱ ἄπιστοι. Οἱ ξραμένοι βασιλικοί...
3. Ἡ ἄτακτη καὶ ἁμαρτωλὴ ζωή.
«Πᾶς ὁ φαῦλος πράσσων μισεῖ τὸ φῶς καὶ οὐκ ἔρχεται πρὸς τὸ φῶς, ἵνα μὴ ἐλεχθῇ τὰ ἔργα αὐτοῦ» (Ἰω. γ΄ 20). Αὐτὸ εἶναι, ἀδελφέ μου. Ἡ ἁμαρτία εἶναι τυφλοπάνι. Σκοτίζει. Ἡ ψυχή, ἀπρροφημένη ἀπὸ τὰ θέλγητρα τῆς ἁμαρτίας, δὲν βλέπει τίποτε ἄλλο. Στὴν πρόχειρη καὶ ἀπατηλὴ ἡδονὴ ζητεῖ τὴν ἱκανοποίησί της. Κλείνει τοὺς ἄλλους δρόμους. Σκεπάζει τὶς ὁμορφιὲς τῶν ἰδανικῶν. Περιορίζουν ἔτσι οἱ ὁρίζοντες τῆς ζωῆς. Τὸ σύνθημα τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν εἶναι ἡ ἀπόλαυσις κατωτέρας μορφῆς, ἡ πεζὴ ἀπόλαυσις.
Ἡ ζωὴ ὅμως τῆς εὐσεβείας εἶναι, ἀντίθετα, φῶς καὶ ἁγιότης. Πῶς νὰ συμβιβαστοῦν τώρα τὰ δυὸ ἀντίθετα; Ἡ χριστιανικὴ ἀρετὴ ἐπιζητεῖ νὰ κάψῃ τὸ τυφλοπάνι. Εἶναι ἡ ἁγία φωτιά, ποὺ καταστρέφει καὶ ζωογονεῖ. Καταστρέφει τὶς αἰτίες τοῦ κακοῦ. Ἡ ψυχὴ ὅμως τοῦ ἁμαρτωλοῦ ἀντιδρᾷ. Καὶ ἐλέγχεται. Καὶ ἀνησυχεῖ ἀπὸ τὶς τύψεις. Δυὸ δρόμοι ἀνοίγονται μπροστὰ της. Ἤ νὰ μετανοήσῃ καὶ νὰ ἐγκαταλείψῃ τὴν ἁμαρτίαν, ὁπότε θὰ ἔλθῃ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ μέσα της. Ἤ νὰ σβήσῃ τὴ φωτιὰ διὰ νὰ μὴ τὴν καίῃ, νὰ μὴν τὴν ἐνοχλῇ.
Καὶ ἐπειδὴ ὁ πρῶτος δρόμος εἶναι δρόμος μὲ ἡρωϊσμὸν καὶ ἀγῶνα, ἐνῶ ὁ δεύτερος εἶναι ἑλκυστικὸς καὶ εὐχάριστος (;) προτιμᾷ τὸν εὐκολώτερον, τὸν δεύτερον. Καὶ σβήνει τὴν φωτιὰ καὶ ἀρνεῖται τὴν πίστιν καὶ τὴν ἀλήθεια. Καὶ μένει στὸ σκοτάδι.
Ὁ βίος τῆς ἁμαρτίας εἶναι ζωὴ χωρὶς ὀξυγόνον, χωρὶς ἥλιον. Ἡ πίστις ὅμως ἐπιζητεῖ τὸ φῶς καὶ τὴν ἀλήθειαν. Ἕτσι, ἡ πίστις σβήνει σιγὰ-σιγὰ καὶ νεκρώνεται, δολοφονημέη ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν. Ὅταν, λοιπόν, ὑπάρχουν περιπτώσεις ἀπιστίας, ἠμπορεῖ βέβαια νὰ εἶναι καὶ ἀποτέλεσμα ἐγωϊσμοῦ, κενοδοξίας, ἀνθρωπαρεσκείας κ.λ.π.
Ἀλλὰ, τὸ σύνηθες εἶναι, νὰ ὀφείλωνται εἰς τὴν ἔνοχον καὶ ἄτακτον ζωήν. Ἕνας ἱστορικός, ποὺ εἰδικῶς ἐπ’ αὐτοὺ, παρηκολούθησε πολλοὺς ἀνθρώπους, γράφει: «Ὁ ἄνθρωπος, παύει νὰ εἶναι χριστιανὸς περισσότερον ἀπὸ λόγους ἠθικοὺς παρὰ, ἀπὸ λόγους διανοητικούς. Δὲν ἔχει πλεόν τὴν καρδίαν του καθαρὰν καὶ δι’ αὐτὸ ἀποφεύγει τὸν Θεόν, ἐπειδὴ μαζὺ μὲ τὴν ἀσέβειαν αὐξάνει καὶ ἡ τύψις...».
Αὐτὸ εἶναι. Τὸ αἴτιον εὑρίσκεται βαθύτερα. Στὴν ψυχὴ μὲ τὸ τυφλοπάνι, ποὺ τῆς τὸ ἔβαλεν ἡ ἁμαρτία.
Λύθηκαν τὰ μάτια; Ἄνοιξε ἀμέσως ὁ ὁρίζων καθάρισαν οἱ οὐρανοὶ, πλημμύρισεν ἡ ψυχὴ ἀπὸ τὸ φῶς καὶ πίστιν. Ἀπὸ πίστιν, ποὺ φτερώνει καὶ ζωοποιεῖ.
4. Ναί, ἀλλά....
Θὰ πρέπῃ, ἴσως, νὰ λεχθῇ, ὅτι συνειδητοὶ ἄπιστοι ἔλάχιστοι πιθανόν ὑπάρχουν. Οἱ περισσότεροι, ποὺ κάνουν τὸν ἄπιστον ἐμπρὸς εἰς ἕνα κίνδυνον, εἰς μίαν συγκλονιστικὴν περιπέτειαν, σκύβουν ταπεινωμένοι τὸ κεφάλι καὶ ζητοῦν τοῦ Θεοῦ τὴν βοήθειαν.
Δὲν εἶναι ὁλίγα τὰ παραδείγματα, ποὺ ἀναφέρονται εἰς τὴ περίπτωσιν αὐτήν. Πρὸς τοὺς ἀπιστοῦντας, λοιπόν, ὁποιοιδήποτε καὶ ὁπουδήπτε καὶ ἄν εἶναι, ἠθέλομεν νὰ εἴπωμεν τοῦτο: Ἡ πίστις, ἀγαπητοί μου, εἶναι δῶρον τοῦ Θεοῦ. Δὲν σηρίζεται εἰς ἀποδείξεις καὶ μαθητικὰ ἐπιχειρήματα. Ἔρχεται σὰν χάρις ἀπὸ τὸν Κύριον. Σὰν σταγόνες θείας βροχῆς ἀπὸ τὸν οὐρανόν. Κατοικεῖ στὶς ψυχὲς, ποὺ ἀγωνίζονται καὶ δὲν εἶναι δεμένες μὲ ἁλυσίδες.
Ζητᾶμε πραγματικὰ τὴν ἀλήθεια; Καθαρίσατε πρῶτα τὸ ἐσωτερικὸν σας, ἀπαλλαγῆτε ἀπὸ προκαταλήψεις. Μελέτησατε τὴν χριστιανικὴν διδακαλίαν. Ἀφήσατε τὴν Ἐκκλησίαν νὰ ποτίσῃ τὴν ψυχήν σας μὲ τὰ νάματα τῆς πίστεως καὶ τῆς εὐσεβείας.
Ἐκεῖνος, ποὺ εἰλικρινὰ θέλει νὰ γνωρίσῃ τὴν ἀλήθειαν, δὲν παρασύρεται ἀπὸ τὰ ρεύματα τῆς ἐποχῆς. Δὲν ἐπηρεάζεται ἀπὸ τίποτε. Δὲν σκανδαλίζεται ἀπὸ τὸ κακὸν παράδειγμα κανενός. Δὲν σταματᾷ σ’ αὐτά. Προχωρεῖ στὴν οὐσία. Τρέχει στὴν ὁλόδροση πηγὴ τῆς πίστεως, ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὸ Σταυρὸν. Καὶ, ὅταν γίνεται αὐτὸ τὸ μεγάλο βῆμα, τότε, ἀμέσως, παύει ὁ λίβας τῆς ἀπιστίας, φεύγει ἡ ἀμφιβολία, ἡρεμεῖ ἡ συνείδησις καὶ ἡ ψυχὴ ἀναφωνεῖ περιχαρής: «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου».
Θὰ γεμίσῃ ἔτσι ὁ κόσμος τότε ἀπὸ πιστοὺς Θωμάδες, ποὺ στὴν ἀρχὴ ἦσαν διστακτικοί. Ἔπειτα ὅμως εἶδαν, ἠρεύνησαν, ἐψηλάφησαν καὶ εἰς τὸ τέλος ἐπίστευσαν. Ἐπίστευσαν βαθειὰ καὶ γιὰ πάντα.
Ἀγαπητοί μου,
Αὐτὰ θὰ εἴχαμε νὰ ποῦμε εἰς ἐκείνους, ποὺ ἔχασαν τὴν πίστιν των. Ἡμεῖς ὅμως, ποὺ πιστεύουμεν, ἄς μὴ λησμονῶμεν τὸ παλαιὸν ἐκεῖνο γεγονός. Ἀναφέρεται κάπου, ὅτι κατά τὴν ἐποχὴν τοῦ Σόλωνος, τρεῖς καταδιωκόμενοι ἀπὸ τὰς ἀρχάς, κατέφυγον, ὡς εἰς ἄσυλον, εἰς τὸν ναὸν τῆς Ἀθηνᾶς. Ἔμειναν ἐκεῖ διὰ νὰ εἶναι ἀσφαλισμένοι.
Ἀργότερον ὅμως ἐπείσθησαν νὰ δεχθοῦν τὴν διεξαγωγὴν τῆς δίκης. Πρὶν ὅμως φύγουν ἀπὸ τὸν ναόν, ἔδεσαν μίαν κλωστὴν εἰς τὸ ἄγαλμα τῆς Ἀθηνᾶς καὶ ἐπροχωροῦσαν, ἁπλώνοντες τὴν κλωστήν, ὥστε νὰ θεωρήσῃ ὅτι εὑρίσκονται ὑπὸ τὴν θείαν προστασίαν καί, ἔτσι, νὰ μὴ τοὺς πειρᾴξει κανείς.
Κάποιαν ὅμως στιγμὴν δὲν ἐπρόσεξαν καὶ τὸ νῆμα ἐκόπηκε. Αὐτὸ ἐπερίμεναν οἱ ἐχθροί των. Ὤρμισαν καὶ τοὺς ἐσκότωσαν.
Νὰ ἐφαρμόσωμεν τὴν ἰστορίαν; Οἱ κατάδικοι εἴμεθα ἡμεῖς. Ὁ ναὸς εἰκονίζει τὸν Θρόνον τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἐχθροὶ τῆς ψυχῆς μας γύρω πολλοί. Καὶ τὸ νῆμα εἶναι ὁ σωτήριος δεσμὸς τῆς πίστεως, ποὺ μᾶς ἑνώνει μὲ τὸν Θεόν. Ἀλλοίμονόν μας, ἄν κοπῇ ὁ ἱερὸς αὐτὸς σύνδεσμος!
Καὶ τώρα τὸ ἐρώτημα. Εἶναι μετάξινο, γερό, τὸ νῆμα μας αὐτο;
Ἐπισκόπου Γεωργίου Παυλίδου
Μητροπολίτου Νικαίας
Λύχνος τοῖς ποσί μου
Λόγοι εἰς τὰ Εὐαγγέλια τῶν Κυριακῶν
(σελ.10-15)
Ἐκδόσεις Β΄
Ἀποστολική διακονία
τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου