Το κήρυγμα της Κυριακής: Κυριακή Δ΄ Ματθαίου
Του Αρχιμανδρίτου Παϊσίου Λαρεντζάκη
Ιεροκήρυκος της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κρήτης
Η ευαγγελική περικοπή είναι και πάλι παρμένη από το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο και μάς παρουσιάζει δύο πολύ μεγάλες αρετές. Την αγάπη και την ταπεινοφροσύνη. Οι αρετές αυτές αποτελούν τα θεμέλια της χριστιανικής ζωής· το συνεκτικό δεσμό της οικογένειας και της κοινωνίας· τη βάση για την ειρηνική συμβίωση των ανθρώπων. Όπου υπάρχουν οι αρετές αυτές εκεί βρίσκονται και οι ευλογίες, οι δωρεές και οι θαυματουργικές επεμβάσεις του Θεού. Αυτές τις δύο αρετές τις βλέπουμε και τις θαυμάζουμε στο πρόσωπο ενός εθνικού, ενός Ρωμαίου αξιωματικού, του εκατοντάρχου της Καπερναούμ.
Όπως ακούμε, ο εκατόνταρχος αυτός είχε ένα δούλο ασθενή, κατάκοιτο, ο οποίος υπέφερε και βασανιζόταν από μια ασθένεια, ανίκανος να κινηθεί για να υπηρετήσει όχι μόνο τον κύριό του, αλλά και τον ίδιο τον εαυτό του. Τα βογγητά του, οι στεναγμοί του έβγαιναν συνεχώς από το στόμα του, προκαλώντας δυσφορία σε όσους τον άκουγαν. Ένας άλλος στη θέση του εκατοντάρχου θα άφηνε τον δούλο, νηστικό ίσως διψασμένο, για να πεθάνει γρηγορότερα και να μην περνάει αυτό το μαρτύριο. Ή θα τον πετούσε κάπου μακριά από το σπίτι του, όπως ένα ετοιμοθάνατο ζώο. Άλλωστε οι Ρωμαίοι την εποχή εκείνη θεωρούσαν τους δούλους ως ζώα, χωρίς καμία αξία. Δεν τους έδιναν καμία σημασία. Όμως η στάση του εκατοντάρχου της Καπερναούμ ήταν πολύ διαφορετική, απ’ αυτή που θα περίμενε κάποιος.
Ο άνθρωπος αυτός είχε αγαθή καρδιά. Έβλεπε τον δούλο του σαν άνθρωπο. Υπέφερε κι ο ίδιος μαζί του. Ζητούσε κι αυτός την θεραπεία του. Και δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η αγάπη του θα τον είχε κάνει να καλέσει γιατρούς, να αγοράσει φάρμακα, για να χαρίσει την θεραπεία στον δούλο του. Όλα αυτά όμως αποδείχθηκαν μάταια. Η οδυνηρή ασθένεια παρέμενε αθεράπευτη. Και ο εκατόνταρχος έπασχε και συνέπασχε με τον δούλο του. Εκείνη την στιγμή ακριβώς που σύννεφα απελπισίας τον είχαν κυκλώσει, πληροφορήθηκε για τον Κύριο. Άκουσε να γίνετε πολύ λόγος γι’ Αυτόν, για τα θαύματα και τις θεραπείες που πραγματοποιούσε. Η καρδιά του σκίρτησε. Η ελπίδα για την θεραπεία του δούλου του φώτισε το πρόσωπό του. Κι αυτός, αν και είναι Ρωμαίος αξιωματικός, με μεγάλη εξουσία στην Καπερναούμ, από ανιδιοτελή αγάπη κινούμενος, έτρεξε κοντά στον Κύριο. Δεν έστειλε στρατιώτες, ούτε κάποιον άλλο δούλο να καλέσει στο σπίτι που βρισκόταν ο άρρωστος δούλος τον Κύριο. Πήγε ο ίδιος. Ήθελε αυτοπροσώπως να τον παρακαλέσει για να κάνει το θαύμα.
Αλήθεια, δεν είναι για όλους μας συγκινητική και διδακτική η θερμή και ανιδιοτελής αγάπη του εκατοντάρχου; Δεν μάς εκπλήσσει το διάβημα που έκανε προς τον Κύριο και το γεγονός ότι πήγε να παρακαλέσει και κατά κάποιο τρόπο να υποχρεωθεί στον Χριστό για την θεραπεία του δούλου του; Όπου όμως υπάρχει αγάπη, εκεί γίνονται πολλές θυσίες με χαρά και προθυμία.
Αλλά δεν είναι μόνο η αγάπη. Ο εκατόνταρχος παρουσίασε και μια άλλη αρετή, αδελφή της αγάπης, την ταπείνωση. Και το γεγονός ότι πήγε ο ίδιος να παρακαλέσει τον Κύριο ήταν ταπείνωση. Διότι αυτός ήταν αξιωματικός, Ρωμαίος πολίτης με πολλές εξουσίες και δικαιώματα. Ενώ ο Χριστός ανήκε σε ένα υπόδουλο έθνος, το οποίο περιφρονούσαν οι Ρωμαίοι κατακτητές. Η ταπείνωση του εκατοντάρχου φαίνεται ακόμη καθαρότερα και από τον διάλογο που έκανε με τον Κύριο. Τον προσφωνεί με τον τιμητικό τίτλο: «Κύριε, του λέει, ο δούλος μου κατάκειται στο σπίτι μου δεινώς βασανιζόμενος». Και από συστολή μεγάλη δεν προχώρησε να υποβάλει την παράκληση.
Όταν ο Κύριος του είπε: «εγώ θα έρθω στο σπίτι σου να τον θεραπεύσω», εκείνος απάντησε κατά ένα τρόπο απροσδόκητο, που μαρτυρούσε το βάθος της ταπεινοφροσύνης που τον διακατείχε: «Κύριε, του είπε, δεν είμαι άξιος να σε υποδεχθώ στο σπίτι μου. δεν μου αξίζει η μεγάλη τιμή να εισέλθεις, εσύ ο Παντοδύναμος Κύριος κάτω από την στέγη του σπιτιού μου». Δεν λέει ότι ο δούλος μου δεν αξίζει τέτοια τιμή να τον επισκεφθεί ο ίδιος ο Κύριος, αλλά ότι αυτός είναι ανάξιος αυτής της μεγάλης τιμής.
Και η ταπείνωσή του εξακολουθεί να εκδηλώνεται και με όσα είπε κατόπιν. Λέει στον Χριστό ο εκατόνταρχος: «Κύριε, δεν είναι έπειτα ανάγκη να υποβληθείς στον κόπο αυτής της επισκέψεως. Αρκεί, από εδώ που είσαι να ένα λόγο και αμέσως θα θεραπευθεί ο δούλος. Μπορείς να διατάξεις και η παντοδύναμη διαταγή σου θα γίνει αμέσως έργο. Δεν εμποδίζεται από την απόσταση. Διότι κι εγώ είμαι άνθρωπος και βρίσκομαι κάτω από την εξουσία ανωτέρων. Και σαν αξιωματικός έχω υπό τις διαταγές μου στρατιώτες και ότι τους διατάζω το εκτελούν. Λέω στον ένα πήγαινε και πηγαίνει, και στον άλλο έλα και έρχεται. Λέω στο δούλο μου κάμε αυτό και το κάνει». Ασυγκρίτως περισσότερο εσύ Κύριε, που είσαι ισχυρότερος από κάθε αρχή και εξουσία, που είσαι ο Κύριος του κόσμου, μπορείς να διατάξεις το πνεύμα της ασθενείας να φύγει από τον δούλο μου, και να έρθει πνεύμα υγείας και ζωής.
Οι πάντες θαύμασαν την απάντηση αυτή, μέσα στην οποία έλαμπε η ταπεινοφροσύνη και η βαθειά πίστη. Κι ο ίδιος ο Κύριος θαύμασε και απευθυνόμενος προς τους ανθρώπους, που τον περιστοίχιζαν, είπε: «σας διαβεβαιώνων ότι ούτε μεταξύ των Ισραηλιτών δεν βρήκα τέτοια πίστη».
Ο Κύριος στράφηκε προς τον εκατόνταρχο και του είπε: «πήγαινε στο σπίτι σου και όπως πίστευσες, ότι δηλαδή μπορώ να θεραπεύσω τον δούλο σου, ας γίνει για χάρη σου». Και πράγματι, εκείνη ακριβώς την ώρα θεραπεύθηκε και σηκώθηκε εντελώς υγιής ο άρρωστος δούλος.
Ο εκατόνταρχος για την αγάπη και την ταπεινοφροσύνη του, για την θερμή πίστη του προς τον Κύριο βραβεύτηκε. Έλαβε την θεραπεία του δούλου του και εγκωμιάστηκε από τον Κύριο. Πάνω απ’ όλα όμως έγινε και παραμένει αιώνιο παράδειγμα για όλους μας. Αμήν.
Του Αρχιμανδρίτου Παϊσίου Λαρεντζάκη
Ιεροκήρυκος της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κρήτης
Η ευαγγελική περικοπή είναι και πάλι παρμένη από το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο και μάς παρουσιάζει δύο πολύ μεγάλες αρετές. Την αγάπη και την ταπεινοφροσύνη. Οι αρετές αυτές αποτελούν τα θεμέλια της χριστιανικής ζωής· το συνεκτικό δεσμό της οικογένειας και της κοινωνίας· τη βάση για την ειρηνική συμβίωση των ανθρώπων. Όπου υπάρχουν οι αρετές αυτές εκεί βρίσκονται και οι ευλογίες, οι δωρεές και οι θαυματουργικές επεμβάσεις του Θεού. Αυτές τις δύο αρετές τις βλέπουμε και τις θαυμάζουμε στο πρόσωπο ενός εθνικού, ενός Ρωμαίου αξιωματικού, του εκατοντάρχου της Καπερναούμ.
Όπως ακούμε, ο εκατόνταρχος αυτός είχε ένα δούλο ασθενή, κατάκοιτο, ο οποίος υπέφερε και βασανιζόταν από μια ασθένεια, ανίκανος να κινηθεί για να υπηρετήσει όχι μόνο τον κύριό του, αλλά και τον ίδιο τον εαυτό του. Τα βογγητά του, οι στεναγμοί του έβγαιναν συνεχώς από το στόμα του, προκαλώντας δυσφορία σε όσους τον άκουγαν. Ένας άλλος στη θέση του εκατοντάρχου θα άφηνε τον δούλο, νηστικό ίσως διψασμένο, για να πεθάνει γρηγορότερα και να μην περνάει αυτό το μαρτύριο. Ή θα τον πετούσε κάπου μακριά από το σπίτι του, όπως ένα ετοιμοθάνατο ζώο. Άλλωστε οι Ρωμαίοι την εποχή εκείνη θεωρούσαν τους δούλους ως ζώα, χωρίς καμία αξία. Δεν τους έδιναν καμία σημασία. Όμως η στάση του εκατοντάρχου της Καπερναούμ ήταν πολύ διαφορετική, απ’ αυτή που θα περίμενε κάποιος.
Ο άνθρωπος αυτός είχε αγαθή καρδιά. Έβλεπε τον δούλο του σαν άνθρωπο. Υπέφερε κι ο ίδιος μαζί του. Ζητούσε κι αυτός την θεραπεία του. Και δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η αγάπη του θα τον είχε κάνει να καλέσει γιατρούς, να αγοράσει φάρμακα, για να χαρίσει την θεραπεία στον δούλο του. Όλα αυτά όμως αποδείχθηκαν μάταια. Η οδυνηρή ασθένεια παρέμενε αθεράπευτη. Και ο εκατόνταρχος έπασχε και συνέπασχε με τον δούλο του. Εκείνη την στιγμή ακριβώς που σύννεφα απελπισίας τον είχαν κυκλώσει, πληροφορήθηκε για τον Κύριο. Άκουσε να γίνετε πολύ λόγος γι’ Αυτόν, για τα θαύματα και τις θεραπείες που πραγματοποιούσε. Η καρδιά του σκίρτησε. Η ελπίδα για την θεραπεία του δούλου του φώτισε το πρόσωπό του. Κι αυτός, αν και είναι Ρωμαίος αξιωματικός, με μεγάλη εξουσία στην Καπερναούμ, από ανιδιοτελή αγάπη κινούμενος, έτρεξε κοντά στον Κύριο. Δεν έστειλε στρατιώτες, ούτε κάποιον άλλο δούλο να καλέσει στο σπίτι που βρισκόταν ο άρρωστος δούλος τον Κύριο. Πήγε ο ίδιος. Ήθελε αυτοπροσώπως να τον παρακαλέσει για να κάνει το θαύμα.
Αλήθεια, δεν είναι για όλους μας συγκινητική και διδακτική η θερμή και ανιδιοτελής αγάπη του εκατοντάρχου; Δεν μάς εκπλήσσει το διάβημα που έκανε προς τον Κύριο και το γεγονός ότι πήγε να παρακαλέσει και κατά κάποιο τρόπο να υποχρεωθεί στον Χριστό για την θεραπεία του δούλου του; Όπου όμως υπάρχει αγάπη, εκεί γίνονται πολλές θυσίες με χαρά και προθυμία.
Αλλά δεν είναι μόνο η αγάπη. Ο εκατόνταρχος παρουσίασε και μια άλλη αρετή, αδελφή της αγάπης, την ταπείνωση. Και το γεγονός ότι πήγε ο ίδιος να παρακαλέσει τον Κύριο ήταν ταπείνωση. Διότι αυτός ήταν αξιωματικός, Ρωμαίος πολίτης με πολλές εξουσίες και δικαιώματα. Ενώ ο Χριστός ανήκε σε ένα υπόδουλο έθνος, το οποίο περιφρονούσαν οι Ρωμαίοι κατακτητές. Η ταπείνωση του εκατοντάρχου φαίνεται ακόμη καθαρότερα και από τον διάλογο που έκανε με τον Κύριο. Τον προσφωνεί με τον τιμητικό τίτλο: «Κύριε, του λέει, ο δούλος μου κατάκειται στο σπίτι μου δεινώς βασανιζόμενος». Και από συστολή μεγάλη δεν προχώρησε να υποβάλει την παράκληση.
Όταν ο Κύριος του είπε: «εγώ θα έρθω στο σπίτι σου να τον θεραπεύσω», εκείνος απάντησε κατά ένα τρόπο απροσδόκητο, που μαρτυρούσε το βάθος της ταπεινοφροσύνης που τον διακατείχε: «Κύριε, του είπε, δεν είμαι άξιος να σε υποδεχθώ στο σπίτι μου. δεν μου αξίζει η μεγάλη τιμή να εισέλθεις, εσύ ο Παντοδύναμος Κύριος κάτω από την στέγη του σπιτιού μου». Δεν λέει ότι ο δούλος μου δεν αξίζει τέτοια τιμή να τον επισκεφθεί ο ίδιος ο Κύριος, αλλά ότι αυτός είναι ανάξιος αυτής της μεγάλης τιμής.
Και η ταπείνωσή του εξακολουθεί να εκδηλώνεται και με όσα είπε κατόπιν. Λέει στον Χριστό ο εκατόνταρχος: «Κύριε, δεν είναι έπειτα ανάγκη να υποβληθείς στον κόπο αυτής της επισκέψεως. Αρκεί, από εδώ που είσαι να ένα λόγο και αμέσως θα θεραπευθεί ο δούλος. Μπορείς να διατάξεις και η παντοδύναμη διαταγή σου θα γίνει αμέσως έργο. Δεν εμποδίζεται από την απόσταση. Διότι κι εγώ είμαι άνθρωπος και βρίσκομαι κάτω από την εξουσία ανωτέρων. Και σαν αξιωματικός έχω υπό τις διαταγές μου στρατιώτες και ότι τους διατάζω το εκτελούν. Λέω στον ένα πήγαινε και πηγαίνει, και στον άλλο έλα και έρχεται. Λέω στο δούλο μου κάμε αυτό και το κάνει». Ασυγκρίτως περισσότερο εσύ Κύριε, που είσαι ισχυρότερος από κάθε αρχή και εξουσία, που είσαι ο Κύριος του κόσμου, μπορείς να διατάξεις το πνεύμα της ασθενείας να φύγει από τον δούλο μου, και να έρθει πνεύμα υγείας και ζωής.
Οι πάντες θαύμασαν την απάντηση αυτή, μέσα στην οποία έλαμπε η ταπεινοφροσύνη και η βαθειά πίστη. Κι ο ίδιος ο Κύριος θαύμασε και απευθυνόμενος προς τους ανθρώπους, που τον περιστοίχιζαν, είπε: «σας διαβεβαιώνων ότι ούτε μεταξύ των Ισραηλιτών δεν βρήκα τέτοια πίστη».
Ο Κύριος στράφηκε προς τον εκατόνταρχο και του είπε: «πήγαινε στο σπίτι σου και όπως πίστευσες, ότι δηλαδή μπορώ να θεραπεύσω τον δούλο σου, ας γίνει για χάρη σου». Και πράγματι, εκείνη ακριβώς την ώρα θεραπεύθηκε και σηκώθηκε εντελώς υγιής ο άρρωστος δούλος.
Ο εκατόνταρχος για την αγάπη και την ταπεινοφροσύνη του, για την θερμή πίστη του προς τον Κύριο βραβεύτηκε. Έλαβε την θεραπεία του δούλου του και εγκωμιάστηκε από τον Κύριο. Πάνω απ’ όλα όμως έγινε και παραμένει αιώνιο παράδειγμα για όλους μας. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου