Το κήρυγμα της Κυριακής: Κυριακή ΣΤ΄ Ματθαίου
Του Αρχιμανδρίτου Παϊσίου Λαρεντζάκη
Ιεροκήρυκος της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κρήτης
Τα θαύματα του Κυρίου που μάς περιγράφουν οι ιεροί Ευαγγελιστές είναι αναρίθμητα. Όλα μεγάλα, καταπληκτικά και ευεργετικά για τους ανθρώπους. Ποιο πρώτο και ποιο δεύτερο να θαυμάσει κανείς. Το καθένα εκφράζει το μεγαλείο της θείας δύναμης και αγάπης. Μαρτυρεί με τον πιο εύγλωττο τρόπο την θεία αποστολή του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Αλλά μέσα στο πλήθος των θαυμάτων υπάρχει και ένα, μεγάλο πραγματικά, το οποίο διαλαλεί όχι απλά την θεία αποστολή του Χριστού, αλλά την θεότητά του. Αυτό το ομολόγησαν και μάλιστα πάνω στο φθόνο τους οι γεμάτοι μοχθηρία γραμματείς των Ιουδαίων.
Έπειτα από το θαύμα της θεραπείας του δαιμονιζόμενου στη πόλη των Γεργεσηνών, ο Κύριος επέστρεψε στην Καπερναούμ και μπήκε σε ένα σπίτι. Αμέσως πλήθη λαού κατέκλυσαν το σπίτι αυτό, ώστε να μην μπορεί κανείς να μπει μέσα. Τότε, έφεραν στον Κύριο ένα παράλυτο για να τον θεραπεύσει. Επειδή όμως ήταν αδύνατο να περάσουν ανάμεσα από το πλήθος του κόσμου, οι τέσσερεις καλοί και πιστοί άνθρωποι που τον είχαν μεταφέρει μέχρι την είσοδο του σπιτιού, τον κατέβασαν από τη στέγη μπροστά στον Κύριο, όπως μάς διηγείται άλλος Ευαγγελιστής. Ο παράλυτος αντίκρισε τον Κύριο με βαθειά πίστη, ίσως όμως και με κάποιο αίσθημα φόβου και αγωνίας. Πιθανόν εκείνη την ώρα να θυμήθηκε τις αμαρτίες του και ίσως να δείλιασε, μήπως οι αμαρτίες του αυτές παρεμβληθούν τώρα ως εμπόδιο για την θεραπεία του σώματός του.
Ο παντογνώστης Κύριος είδε πολύ καθαρά την ψυχική κατάσταση του παραλύτου, την αποθάρρυνση που τον είχε καταλάβει και γι’ αυτό, ασφαλώς, πριν του χαρίσει την θεραπεία θέλησε να του αναπτερώσει το φρόνημα, να του δώσει θάρρος. «Θάρσει, τέκνον», του είπε. Του μίλησε γλυκά, στοργικά, ενθαρρυντικά. Τον ονόμασε «τέκνον του», διότι αυτός ήταν ο πλάστης και δημιουργός του, ο πατέρας του και ο χορηγός της ζωής. Αυτός που ήρθε να αναζητήσει με αγάπη και σώσει τα απολωλότα τέκνα του. Η λέξη «τέκνον» δεν ήταν μια απλή φιλοφρόνηση, αλλά συγκινητική έκφραση πατρικής αγάπης και συμπάθειας. Ο παράλυτος που την άκουσε και είδε να συνοδεύεται από ένα βλέμμα βαθιάς καλοσύνης και στοργής, κατάλαβε την σημασία της και πλημμύρισε από χαρά και αγαλλίαση. Ο Κύριος «ἰδών τήν πίστιν» του παραλύτου και των τεσσάρων ανθρώπων που τον μετέφεραν, πρόσθεσε «ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι». Την ώρα εκείνη πραγματοποιήθηκε το μεγάλο θαύμα. Διαγράφηκαν αμέσως και εξαφανίσθηκαν οι αμαρτίες του παραλύτου. Θαύματα, θεραπείες ασθενειών και αναστάσεις νεκρών είχαν κάνει οι προφήτες και οι δίκαιοι της Παλαιάς Διαθήκης. Κανείς όμως από αυτούς δεν συγχώρησε και δεν εξάλειψε αμαρτίες. Διότι αποκλειστικό δικαίωμα και μόνο στην εξουσία του Θεού είναι η άφεση των αμαρτιών.
Αυτό το γνώριζαν πολύ καλά οι παρόντες εκεί γραμματείς και φαρισαίοι, οι οποίοι, πωρωμένοι καθώς ήταν, δεν πίστευαν τον Χριστό ως Θεό. Γι’ αυτό σκεπτόταν στις πονηρές τους καρδιές και έλεγαν· «οὗτος βλασφημεῖ». «Τίς δύναται ἀφιέναι ἁμαρτίας, εἰ μή εἷς ὁ Θεός;». Το μεγάλο λάθος των γραμματέων και όλων αυτών που τους ακολουθούσαν ήταν ότι δεν πίστευαν στην θεότητα του Χριστού, ότι ο Χριστός ήταν Θεός και ως Θεός έχει την απόλυτη εξουσία να συγχωρεί αμαρτίες.
Ο παντογνώστης Κύριος, τους έλεγξε για τις πονηρές τους σκέψεις και για να τους αποστομώσει και να πιστοποιήσει ενώπιον όλων ότι είναι ο σαρκωθείς Θεός, λέει σ’ αυτούς· «ἳνα εἰδῆτε ὃτι ἐξουσίαν ἒχει ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἐπί τῆς γῆς ἀφιέναι ἁμαρτίας – τότε λέγει τῷ παραλυτικῷ· ἐγερθείς ἇρόν σου τήν κλίνην καί ὓπαγε εἰς τόν οἶκόν σου». Ο λόγος του Κυρίου έγινε έργο. Ο παράλυτος απέκτησε αυτοστιγμεί την υγεία του. Θεραπεύθηκε ψυχικά και σωματικά. Οι όχλοι είδαν το θαύμα και χωρίς να μπορέσουν να καταλάβουν το βαθύτερο νόημά του, δόξασαν τον Θεό.
Ποιο ήταν όμως το βαθύτερο και συγκλονιστικό νόημά του; Ήταν η άμεση απόδειξη για τους γραμματείς ότι ο Χριστός είχε, ως Θεός, το δικαίωμα και τη δύναμη να συγχωρεί αμαρτίες. Και αυτό είναι το μεγάλο θαύμα της θείας αγαθότητος και δυνάμεως, το οποίο από την ημέρα εκείνη και μετά επαναλαμβάνεται συνεχώς. Διότι, τι άλλο είναι η μετάνοια και η εξομολόγηση παρά η επανάληψη, για κάθε πιστό, του μεγάλου θαύματος της αφέσεως των αμαρτιών; Το δίδαξε και το διαβεβαίωσε ο Χριστός. Το διέδωσαν οι Απόστολοι, οι οποίοι κήρυξαν «τοῖς ἀνθρώποις πᾶσι πανταχοῦ μετανοεῖν». Το παρέλαβε η Εκκλησία ως ένα από τα μυστήρια της χάριτος και το τελεί δια μέσου των αιώνων προς σωτηρία των πιστών. Χιλιάδες πιστοί έλαβαν και θα λαμβάνουν μέχρι συντελείας των αιώνων την άφεση των αμαρτιών με την μετάνοια.
Ο καθένας απ’ αυτούς προσωπικά λαμβάνει πείρα του θαύματος. Το αισθάνεται σαν αναντίρρητη, λυτρωτική και χαρμόσυνη πραγματικότητα. Προσέρχεται στον ιερέα καμπτόμενος από το βάρος της ενοχής, θλιμμένος από τις τύψεις της συνείδησης, με ντροπή ενώπιον Θεού και ανθρώπων για όσα έπραξε. Δεν τολμά, όπως ο Τελώνης, να υψώσει το κεφάλι του προς τον ουρανό. Κι όλα αυτά μετά την εξομολόγηση χάνονται, σβήνουν. Το ασήκωτο βάρος, που τον συνέθλιβε, διαλύεται και εξαφανίζεται. Οι τοίχοι της ανήλιας φυλακής, μέσα στην οποία έμενε κατάκλειστος ο αμαρτωλός, κονιορτοποιούνται. Κι αυτός, λυτρωμένος και χαρούμενος απολαμβάνει το φως του ήλιου, αναπνέει τον αέρα της ελευθερίας, αισθάνεται ότι αναγεννάται, ότι εισέρχεται σε μια νέα ζωή. Και γεμάτος χαρά και ευγνωμοσύνη δοξολογεί τον Θεό για το θαύμα που έγινε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου