ΜΗΝΥΜΑ

ΓΙΑ ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΑΚΩΝ, ΕΟΡΤΩΝ ΚΑΙ ΑΓΙΩΝ ΔΕΙΤΕ ΤΙΣ ΕΤΙΚΕΤΕΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑ

Σάββατο 5 Ιουλίου 2014

ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ – 6 ΙΟΥΛΙΟΥ 2014
Ιερά Μητόπολις Σερβίων και Κοζάνης

ΚΥΡΙΑΚΗ Δʹ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

(Ματθ. 8, 5-13)

 «Κύριε, οὐκ εἰμι ἱκανὸς ἵνα μου ὑπὸ τὴν στέγην εἰσέλθῃς»

Ἀνώτερος ἀξιωματικὸς τοῦ ρωμαϊκοῦ στρατοῦ, ὁ ἑκατόνταρχος τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου, ἀδελφοὶ μου, ἔχοντας ἐξουσία καὶ κοινωνικὴ θέση, πλησίασε τόν Κύριο καὶ τοῦ ζήτησε μία χάρη. Εἶχε ἀκούσει γιὰ τόν Ἰησοῦ Χριστὸ, κατάλαβε τή θεϊκὴ Του προέλευση, πίστεψε ἀπόλυτα στὴ δύναμη Του καὶ, στηρίζοντας σ’ Αὐτὸν κάθε ἐλπίδα γιὰ ἐκπλήρωση τῆς ἐπιθυμίας του, αὐθόρμητα τόν ἱκετεύει νὰ θεραπεύσει ἕναν ἀπὸ τούς δούλους του ποὺ ἦταν παράλυτος.

Δὲν παρακαλεῖ γιὰ τόν ἑαυτὸ του, οὔτε γιὰ κάποιο συγγενικό του πρόσωπο, ἀλλὰ παρακαλεῖ γιὰ ἕναν ἄνθρωπο, γιὰ τόν ὁποῖο κάλλιστα μποροῦσε νὰ ἀδιαφορήσει, ἐφ’ ὅσον τοῦ ἦταν ἐντελῶς ξένος καὶ μάλιστα στήν κατάσταση ποὺ βρισκόταν τοῦ ἦταν βάρος. Μὲ αὐτὸ ποὺ κάνει ὅμως δείχνει ὅτι εἶναι ἄνθρωπος μὲ ψυχικὸ μεγαλεῖο, μὲ ἀγάπη πρὸς τόν συνάνθρωπό του ἀλλὰ καὶ συμπόνια. Αὐτὸ θὰ τό καταλάβουμε, ἀρκεῖ νὰ θυμηθοῦμε τήν νοοτροπία ἐκείνης τῆς ἐποχῆς, ὅπου οἱ ἀξίες εἶχαν χάσει κάθε ἔννοια, ἡ ἠθικὴ κατάπτωση εἶχε φθάσει στὸ ἔσχατο σημεῖο καὶ τό ἐμπόριο τῶν δούλων εἶχε ὑποβιβάσει τήν ἀνθρώπινη ὕπαρξη στὸ ἐπίπεδο τοῦ ἐξευτελισμοῦ.

Σύμφωνα μέ τίς ἀντιλήψεις ποὺ ἐπικρατοῦσαν τότε οἱ δοῦλοι ζοῦσαν κάτω ἀπὸ τήν ἀπόλυτη ἐξουσία τῶν κυρίων τους, οἱ ὁποῖοι δὲν τούς ὑπολόγιζαν γιὰ ἀνθρώπους, ἀλλὰ γιὰ ἐργαλεῖα, εἶχαν δέ τό δικαίωμα νὰ τούς μεταχειρισθοῦν ὅπως ἤθελαν.

Ὁ ἑκατόνταρχος τοῦ εὐαγγελίου παραβλέπει ὅλους τούς θεσμοὺς καὶ τή νοοτροπία τοῦ καιροῦ του, βάζει πάνω ἀπ” ὅλα τήν ἀγάπη πρὸς τόν ἄνθρωπο. Ἐνεργεῖ ἀπὸ φιλανθρωπία κι αὐτὸ εἶναι ποὺ τόν χαρακτηρίζει. Συμπεριφέρθηκε, δείχνοντας ὅτι μέσα του κρύβει μεγάλες ἀρετὲς ὅπως εἶναι ἡ ἀγάπη, ἡ ταπείνωση, καὶ ἡ πίστη.

Σὰν καρδιογνώστης ὁ Χριστός δέχεται πρόθυμα νὰ πάει στὸ σπίτι τοῦ ἑκατόνταρχου, ὅπου ἦταν ὁ ἄρρωστος δοῦλος· «ἐγὼ ἐλθὼν θεραπεύσω αὐτὸν» τοῦ

λέει. Κι ἐνῶ φυσιολογικά, στὴ συνέχεια τῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς, ἔπρεπε νὰ δοῦμε τόν Κύριο νὰ ὁδηγεῖται στὸ σπίτι ὅπου βρισκόταν ὁ παράλυτος, γίνεται κάτι ποὺ δὲν τό περίμενε κανείς. Ὁ ἑκατόνταρχος, διαισθανόμενος ὅτι ὁ Κύριος εἶναι κάτι ἄλλο ἐκτὸς ἀπὸ ἄνθρωπος, ἐπὶ πλέον δέ ἔχοντας συναίσθηση τῶν ἁμαρτιῶν του, προσπαθεῖ νὰ ἀποτρέψει τήν ἐπίσκεψη αὐτὴ τοῦ Ἰησοῦ. Ἐνεργεῖ ἔτσι ὄχι βέβαια ἀπὸ φόβο μήπως τυχόν καὶ κατηγορηθεῖ ὅτι φιλοξένησε ἕναν Ἰουδαῖο, ἐνῶ αὐτὸς εἶναι ρωμαῖος πολίτης, ἀλλὰ ἀπὸ σεβασμὸ πρὸς τόν Ἰησοῦ, στὸ πρόσωπο τοῦ ὁποίου βλέπει τόν ἀναμάρτητο. Γι” αὐτὸ ἀναφωνεῖ μέ συντριβὴ καὶ ταπείνωση: «Κύριε οὐκ εἰμι ἱκανός…».

Μέ τήν πρώτη κιόλας ἐπαφὴ ποὺ εἶχε μέ τόν Χριστό ἀναγνωρίζει στὸν ἑαυτὸ του τόν ἁμαρτωλὸ καὶ θεωρεῖ ἀκόμη καὶ τό σπίτι του ἀνάξιο ὥστε νὰ ὑποδεχθεῖ τόν Θεάνθρωπο. Δὲν τό κάνει ὑποκριτικά, οὔτε ἐπιδεικτικά, δὲν τό κάνει γιὰ νὰ κερδίσει τήν συμπάθεια τοῦ Ἰησοῦ καὶ τῶν ἀνθρώπων, ἀλλά, ἐντελῶς αὐθόρμητα, ἐξωτερικεύει αὐτὸ ποὺ αἰσθανόταν. Αἰσθάνεται μέσα του τό βάρος τῆς ἁμαρτίας νὰ τόν πιέζει ἀλλὰ καὶ τήν ἀνάγκη νὰ τό ὁμολογήσει. Καὶ πράγματι, αὐτὸ γίνεται μέ τήν ἐνέργεια τῆς Θείας Χάρης καὶ μὲ τήν προσωπικὴ ἐπαφὴ ποὺ εἶχε μέ τόν Χριστό. Διότι, ἐκεῖνο ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ πραγματοποιήσει ὁ ἄνθρωπος σὰν θνητὸς καὶ φθαρτὸς μέ τίς δυνάμεις του, τοῦ τό προσφέρει ὁ Θεὸς μέ τή Χάρη Του.

Ἡ ἁμαρτία εἶναι βάρος ποὺ πιέζει τήν ψυχή, γίνεται μαρτύριο, μὲ συνέπεια νὰ μὴ βρίσκει ἀνάπαυση ἡ συνείδηση. Ἔτσι, ὅταν ὁ ἄνθρωπος παραμένει στήν κατάσταση τῆς ἀμετανοησίας, χὰνει τήν ψυχὴ του ἐφ” ὅσον ἡ ἀμετανοησία εἶναι βλασφημία κατὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ δὲν συγχωρεῖται πότε. Γνωρίζοντας ὁ Χριστὸς τίς συνέπειες τῆς ἁμαρτίας, μᾶς ἔδωσε τήν εὐκαιρία ὥστε μέ τή μετάνοια καὶ τήν ἐξομολόγηση νὰ ξαναβρίσκουμε τόν δρόμο πρὸς τήν σωτηρία. Διότι, ἡ σωτηρία τοῦ ἁμαρτωλοῦ ἀρχίζει ἀπὸ τή στιγμὴ ποὺ θὰ αἰσθανθεῖ πὼς εἶναι ἁμαρτωλὸς καὶ ζητήσει τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ.

«Κύριε δὲν εἶμαι ἄξιος» ἀναφωνεῖ ὁ ἑκατόνταρχος, συναισθανόμενος τήν ἠθικὴ του κατάσταση. Αὐτὴ ἡ συναίσθηση εἶναι ποὺ διακρίνει κάθε ἁμαρτωλὸ καὶ ταπεινὸ ἄνθρωπο, ἐφ” ὅσον συνέρχεται ἀπὸ τόν λήθαργο τῆς ἁμαρτίας καὶ ἀντικρύζει κατάματα τόν Θεό. Ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα, ὅλες οἱ πράξεις καὶ οἱ ἐνέργειες ποὺ κάνει, εἶναι ἕνας ἀγῶνας ἐναντίον τῆς ἁμαρτίας καὶ μιὰ προσπάθεια, ὥστε νὰ τελειοποιηθεῖ στήν ἀρετὴ καὶ νὰ συμμορφώσει τό θέλημα του μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Πρέπει νὰ γνωρίζουμε ὅτι ὁ Θεὸς αὐτὴ τήν προσπάθεια θὰ ἀναγνώρισει, ὅταν μᾶς καλέσει κοντὰ Του, αὐτὴν θὰ ἀνταμείψει, ἂν καὶ πόσο προσπαθήσαμε νὰ ἀποφύγουμε τήν ἁμαρτία. Βέβαια ὁ ἀγῶνας ἐναντίον τῆς ἁμαρτίας εἶναι δύσκολος καὶ οἱ παγίδες ποὺ ἀντιμετωπίζουμε πολλές, ὅμως μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ τή δικὴ μας θέληση μποροῦμε νὰ σωθοῦμε καὶ πρέπει νὰ σωθοῦμε γιατὶ τό θέλει καὶ ὁ Θεός.

Ὁ ἑκατόνταρχος τοῦ εὐαγγελίου πρέπει νὰ γίνη τό παράδειγμα γιὰ ὅλους ἐμᾶς ποὺ λεγόμαστε καὶ εἴμαστε χριστιανοί. Αὐτός, ἕνας εἰδωλολάτρης, εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς ἔδειξε ἀγάπη πρὸς τόν πάσχοντα συνάνθρωπό του, ἔδειξε ταπείνωση πρὸς τόν Θεὸ καὶ τέλος ἐξέφρασε τήν πίστη του πρὸς τόν Ἰησοῦ Χριστό, μὲ τήν βεβαιότητα πὼς μπορεῖ νὰ θεραπεύσει τόν παράλυτο δοῦλο μέ μία Του λέξη: «εἰπὲ λόγῳ καὶ ἰαθήσεται ὁ παῖς μου».

Ἀγάπη πρὸς τόν Θεὸ καὶ τόν πλησίον, ταπεινὸ φρόνημα καὶ πίστη. Τρεῖς βασικὲς ἀρετὲς μέ τίς ὁποῖες ὁ πιστὸς μπορεῖ νὰ τελειοποιηθῆ κατὰ Χριστόν. Ἀγάπη, ὅπως τήν δίδαξε καὶ τήν ἐφάρμοσε ὁ Χριστός. Εἶναι αὐτὴ μέ τήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος φθάνει κοντὰ στὸν Θεὸ, ὁ Ὁποῖος εἶναι Ἀγάπη, ἀλλὰ καὶ κοντὰ στὸν πλησίον ποὺ εἶναι πλασμένος «κατ” εἰκόνα Θεοῦ». Ἡ ἀγάπη πρὸς τόν Θεὸ καὶ τόν πλησίον συνοψίζουν ὅλο τό περιεχόμενο τῆς Ἁγίας Γραφῆς, εἶναι ἡ μεγάλη καινούρια ἐντολὴ ποὺ ἔφερε ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο. Ἡ ἀγάπη πρὸς τόν Θεὸ ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο στήν ἀγάπη πρὸς τόν πλησίον καὶ ἡ ἀγάπη πρὸς τόν πλησίον ἐπιστρέφει τόν ἄνθρωπο στήν ἀγάπη πρὸς τόν Θεό.

Ἡ ταπείνωση, στὴ συνέχεια, εἶναι ἀρετὴ τῶν ἀρετῶν, εἶναι αὐτὴ ποὺ καλλιεργεῖ καὶ τίς ὑπόλοιπες ἀρετές. Μέ τήν ταπείνωση ξαναβρίσκει ὁ ἄνθρωπος τόν πραγματικὸ του ἑαυτό, πραγματοποιώντας ἔτσι τήν ἀληθινὴ σχέση μέ τόν Θεὸ καὶ τούς συνανθρώπους. Μέ τήν ταπείνωση σὰν ἀφετηρία μπορεῖ κανεὶς νὰ πετύχη πολλοὺς στόχους στήν πνευματικὴ του ζωή, διότι αὐτὴ εἶναι ἡ ἀρχὴ τῆς ἀρετῆς τῶν ἁγίων.

Τέλος, ἡ πίστη εἶναι ποὺ δίνει φτερὰ στὸν ἄνθρωπο. Μὲ αὐτὴν ἀναγνωρίζει τόν Θεὸ σὰν δημιουργὸ καὶ συντηρητὴ του καὶ ἀφήνει μέ ἐμπιστοσύνη τά προβλήματα καὶ τήν ἀγωνία του στὴ Θεία Πρόνοια. Πίστη εἶναι ἡ ὑπακοὴ καὶ ἡ ὑποταγὴ στὸν Θεό, μιὰ ὑποταγὴ ὅμως ποὺ ἐλευθερώνει πραγματικά, γιατὶ ἀπαλλάσσει τόν ἄνθρωπο ἀπὸ τά πάθη του. Ἡ χριστιανικὴ πίστη εἶναι οὐσιαστικὰ πίστη στὸν ἕνα Τριαδικὸ Θεὸ ποὺ φανερώθηκε μέ τόν Χριστὸ καὶ παραμένει μέσα στήν Ἐκκλησία μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα γιὰ τή σωτηρία καὶ ἀνακαίνιση τοῦ κόσμου.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ὁ ἑκατόνταρχος, μέ τήν ἀγάπη, τήν πίστη καὶ τήν ταπεινοφροσύνη, κέρδισε ἀπὸ τόν Χριστὸ τή σωτηρία του ἀλλὰ καὶ τή θεραπεία τοῦ παράλυτου δούλου, ποὺ σημαίνει πὼς ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἐπιθυμεῖ τή σωτηρία, βρίσκει τρόπο γιὰ νὰ σωθεῖ. Ἡ θέληση του μπορεῖ νὰ ξεπεράσει τά μεγαλύτερα ἐμπόδια, ἀρκεῖ νὰ ἔχει σὰν στόχο στὴ ζωὴ του τήν προσωπικὴ ἐπικοινωνία μέ τόν Θεό. Αὐτὸς μᾶς ἔκανε τή μεγάλη τιμὴ νὰ “ρθεῖ στὸν κόσμο νὰ μᾶς σώσει, καὶ ἀπὸ τότε παραμένει κοντὰ μας αἰωνίως, μέ τήν Ἐκκλησία. Μᾶς ἔδωσε τό Πανάγιο Σῶμα Του καὶ Αἷμα Του καὶ προσκαλεῖ ὅλους τούς πιστοὺς νὰ μεταλαμβάνουμε τά ἄχραντα Μυστήρια «εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ εἰς ζωὴν αἰώνιον». Ἂς φανοῦμε λοιπὸν συνεπεῖς σὲ αὐτὴν τήν πρόσκληση, προετοιμάζοντας κατάλληλα τήν ψυχή μας μέ μετάνοια καὶ ἐξομολόγηση, ὥστε νὰ δεχθεῖ καθαρισμένη πλέον τόν Θεὸ καὶ Σωτῆρα της καὶ νὰ κληρονομήσουμε τήν οὐράνια Βασιλεία. Ἀμήν.

Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου