Ἡ Ἁγία Παρασκευὴ +Μητροπολίτης Σερβιών και Κοζάνης Διονύσιος
Ἡ ἁγιωσύνη εἶναι μαρτυρία Ἰησοῦ Χριστοῦ. Οἱ ἅγιοι δηλαδή, μὲ τὸ βίο τους καὶ μὲ τὸ θάνατό τους, μιμοῦνται, μαρτυροῦν καὶ ἐπιβεβαιώνουν τὸ θεῖο πρόσωπο καὶ τὸ ἀπολυτρωτικὸ ἔργο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι ἡ διδασκαλία του, τὰ θαύματά του, τὸ Πάθος καὶ ἡ Ἀνάστασή του. Αὐτὴ ἡ μαρτυρία, καθὼς γράφει ὁ Ἀπόστολος, γίνεται «εἴτε διὰ ζωῆς εἴτε διὰ θανάτου». Τὸ ἴδιο δηλαδὴ μάρτυρες εἶναι καὶ ἐκεῖνοι ποὺ «ξίφει τελειοῦνται» καὶ ἐκεῖνοι ποὺ «ἐν εἰρήνῃ τελειοῦνται». Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς τὴν μαρτυρία τῶν ὁσίων ἀσκητῶν τὴν ὀνομάζει «χρονιώτερον καὶ ἐπιπονώτερον μαρτύρων». Αὐτό, παράλληλα πρὸς τὸ μαρτύριο τοῦ αἵματος, εἶναι τὸ μαρτύριο τῆς συνειδήσεως.
Ἀλλὰ στὴ χορεία τῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας εἶναι πολλοὶ ὄχι μόνο ὅσιοι ἀσκητές, ἀλλὰ καὶ καλλίνικοι μάρτυρες. Αὐτοὶ εἶναι καὶ λέγονται ὁσιομάρτυρες. Καὶ τέτοια εἶναι ἡ ἁγία ὁσιομάρτυς Παρασκευή, τῆς ὁποίας σήμερα ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει καὶ τιμᾶ τὴν ἱερὴ μνήμη. Ἡ ἁγία Παρασκευὴ ἦταν ἀπὸ τὰ περίχωρα τῆς Ρώμης, στὰ χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα Ἀντωνίνου, δηλαδὴ στὰ 138 ἕως 161. Ὁ πατέρας της λεγότανε Ἀγάθων καὶ ἡ μητέρα της Πολιτεία, ἦσαν δὲ καὶ οἱ δύο εὐσεβεῖς χριστιανοί. Ἀλλὰ δὲν εἶχαν παιδιά, γι’ αὐτὸ καὶ προσεύχονταν καὶ παρακαλοῦσαν τὸ Θεὸ νὰ τοὺς δώση ἕνα παιδί. Ὁ Θεὸς ἄκουσε τὴν προσευχὴ τῶν εὐσεβῶν γονέων καὶ γέννησαν ἕνα κορίτσι. Ἡμέρα Παρασκευὴ γεννήθηκε τὸ παιδὶ καὶ Παρασκευὴ τὸ εἶπαν.
Μὲ τὴν προσευχὴ τῶν γονέων της γεννήθηκε ἡ Παρασκευὴ καὶ μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴ θεοσέβειά τους ἀνατράφηκε. Ὅταν ἦλθε σὲ ἡλικία, ἡ Παρασκευὴ ἦταν μιὰ ὡραιότατη νέα, πίστευε ὅμως πὼς ἡ ἀληθινὴ ὀμορφιὰ τῆς χριστιανῆς γυναίκας εἶναι «ὁ κρυπτός τῆς καρδίας ἄνθρωπος», ὅπως διάβαζε στὴν πρώτη ἐπιστολὴ τοῦ ἀποστόλου Πέτρου. Ὅταν πέθαναν οἱ γονεῖς της, ἡ Παρασκευὴ μοίρασε τὴν περιουσία της καὶ ἀφιέρωσε τὸν ἑαυτό της στὸ ἔργο τῆς ἱεραποστολῆς. Οἱ Ἑβραῖοι τότε τὴν κατηγόρησαν ὅτι κηρύττει τὸ Χριστὸ καὶ ὅτι προσελκύει πολλοὺς στὴν Ἐκκλησία. Οἱ Ἑβραῖοι πάντα στάθηκαν καὶ μέχρι σήμερα εἶναι οἱ πρῶτοι ἐχθροί τῆς Ἐκκλησίας· δὲν μπόρεσαν ἀκόμα νὰ καταλάβουν ὅτι πλανήθηκαν στὸ πρόσωπο τοῦ Μεσσία.
Ὁ ἴδιος ὁ αὐτοκράτορας θέλησε νὰ ἀνακρίνη τὴν ἁγία Παρασκευή. Βλέποντας τὴν ὡραιότητά της καὶ τὴ σύνεση, τῆς εἶπε• «Ἂν θυσιάσης στοὺς θεούς, θὰ κερδίσης πολλά· ἀλλιῶς θὰ βασανισθῆς». Ἐκείνη σεμνὰ καὶ σταθερὰ τοῦ ἀπάντησε- «Δὲν θὰ ἀρνηθῶ ποτὲ τὸ Χριστό. Οἱ θεοὶ σας εἶναι εἴδωλα. Ἕνας εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεός, ἐκεῖνος ποὺ δημιούργησε τὸν οὐρανὸ καὶ τὴ γῆ». Ὅταν οἱ ἰσχυροὶ βλέπουν τὴν ἀδυναμία τους νὰ μεταπείσουν τοὺς ὁμολογητές, τότε χρησιμοποιοῦν τὴ βία κι ἀρχίζουν τὰ βασανιστήρια. Φόρεσαν λοιπὸν στὴν κεφαλὴ τῆς Ἁγίας πυρωμένη σιδερένια περικεφαλαία, ἀλλὰ δὲν ἔπαθε τίποτε. Τὴν ἔρριξαν σὲ βρασμένη πίσσα, ἀλλὰ καὶ πάλι δὲν ἔπαθε κακό. Κάποιες σταγόνες πίσσας ἔπεσαν στὰ μάτια τοῦ βασιλιᾶ καὶ τὸν τύφλωσαν, ἀλλὰ ἡ ἁγία Παρασκευὴ τὸν θεράπευσε.
Ὁ Ἀντωνῖνος ἢ Μάρκος Αὐρήλιος, καθὼς μαρτυρεῖ καὶ ἡ ἱστορία, ἦταν κατὰ τὰ ἄλλα ἀγαθὸς ἄνθρωπος, γι’ αὐτό, ὅταν εἶδε τὸ θαῦμα, ἀφῆκεν ἐλεύθερη τὴν Ἁγία. Ἔφυγε λοιπὸν ἡ Παρασκευὴ σὲ ἄλλη πόλη κι ἐκεῖ συνέχισε τὸ ἱεραποστολικό της ἔργο. Ἀλλὰ τὴν συνέλαβαν κι ἐκεῖ καὶ τὴν ὁδήγησαν στὸ Διοικητή. Ὅταν ἐκεῖνος τῆς πρότεινε νὰ ἀρνηθῆ τὴν πίστη της, ἐκείνη ἔκαμε τὸ σταυρό της καὶ μὲ θάρρος ὡμολόγησε τὸ Χριστό. Ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη σὲ μιὰ σπηλιὰ κρυβότανε ἀνήμερο θηρίο. Ἐκεῖ λοιπὸν ἔρριξαν τὴν ἁγία Παρασκευή, ἀλλ’ ὅταν τὸ θηρίο πῆγε φυσομανώντας νὰ πέση ἐπάνω της, ἐκείνη φύσηξε ἐπάνω του καὶ τὸ θηρίο ἔμεινε νεκρό. Βλέποντας τὸ θαῦμα, ὁ Διοικητὴς καὶ οἱ δήμιοι πίστεψαν, κι ἀφῆκαν πάλι ἐλεύθερη τὴν ἁγία Παρασκευή.
Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς δὲν παρέλειψε νὰ πεῖ γιὰ τοὺς Ἁγίους, ποὺ στέλνει νὰ κηρύξουν τὸ Εὐαγγέλιο καὶ οἱ ἄνθρωποι τοὺς διώκουν «ἀπὸ πόλεως εἰς πόλιν». Αὐτὸ πραγματοποιήθηκε καὶ στὴν ἁγία Παρασκευή. Σὲ ἄλλη πόλη ποὺ ἔφυγε κι ἐκεῖ τὴν ἔπιασαν καὶ πάλι τὴν ἀνέκριναν καὶ πάλι ἐκείνη μὲ παρρησία ὁμολόγησε τὸ Χριστό. Ὅταν εἶδαν πὼς δὲν τὴν ἔπειθαν γιὰ νὰ ἀρνηθῆ τὸ Χριστό, τὴν βασάνισαν πάλι καὶ στὸ τέλος τὴν ἀποκεφάλισαν. Στὴν ὀρθόδοξη εἰκονογραφία ἡ ἁγία Παρασκευή, ὅπως καὶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος, εἰκονίζεται νὰ κρατάη σ’ ἕνα πιάτο τὴ σφαγμένη κεφαλή της. Καὶ σὲ μιά του ὁμιλία ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέγει πὼς οἱ ἅγιοι Μάρτυρες ἔτσι πρεσβεύουν γιὰ μᾶς στὸ Χριστό, κρατώντας στὶς παλάμες των τὶς σφαγμένες κεφαλὲς των. Ἀμήν.
Ἡ ἁγιωσύνη εἶναι μαρτυρία Ἰησοῦ Χριστοῦ. Οἱ ἅγιοι δηλαδή, μὲ τὸ βίο τους καὶ μὲ τὸ θάνατό τους, μιμοῦνται, μαρτυροῦν καὶ ἐπιβεβαιώνουν τὸ θεῖο πρόσωπο καὶ τὸ ἀπολυτρωτικὸ ἔργο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι ἡ διδασκαλία του, τὰ θαύματά του, τὸ Πάθος καὶ ἡ Ἀνάστασή του. Αὐτὴ ἡ μαρτυρία, καθὼς γράφει ὁ Ἀπόστολος, γίνεται «εἴτε διὰ ζωῆς εἴτε διὰ θανάτου». Τὸ ἴδιο δηλαδὴ μάρτυρες εἶναι καὶ ἐκεῖνοι ποὺ «ξίφει τελειοῦνται» καὶ ἐκεῖνοι ποὺ «ἐν εἰρήνῃ τελειοῦνται». Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς τὴν μαρτυρία τῶν ὁσίων ἀσκητῶν τὴν ὀνομάζει «χρονιώτερον καὶ ἐπιπονώτερον μαρτύρων». Αὐτό, παράλληλα πρὸς τὸ μαρτύριο τοῦ αἵματος, εἶναι τὸ μαρτύριο τῆς συνειδήσεως.
Ἀλλὰ στὴ χορεία τῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας εἶναι πολλοὶ ὄχι μόνο ὅσιοι ἀσκητές, ἀλλὰ καὶ καλλίνικοι μάρτυρες. Αὐτοὶ εἶναι καὶ λέγονται ὁσιομάρτυρες. Καὶ τέτοια εἶναι ἡ ἁγία ὁσιομάρτυς Παρασκευή, τῆς ὁποίας σήμερα ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει καὶ τιμᾶ τὴν ἱερὴ μνήμη. Ἡ ἁγία Παρασκευὴ ἦταν ἀπὸ τὰ περίχωρα τῆς Ρώμης, στὰ χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα Ἀντωνίνου, δηλαδὴ στὰ 138 ἕως 161. Ὁ πατέρας της λεγότανε Ἀγάθων καὶ ἡ μητέρα της Πολιτεία, ἦσαν δὲ καὶ οἱ δύο εὐσεβεῖς χριστιανοί. Ἀλλὰ δὲν εἶχαν παιδιά, γι’ αὐτὸ καὶ προσεύχονταν καὶ παρακαλοῦσαν τὸ Θεὸ νὰ τοὺς δώση ἕνα παιδί. Ὁ Θεὸς ἄκουσε τὴν προσευχὴ τῶν εὐσεβῶν γονέων καὶ γέννησαν ἕνα κορίτσι. Ἡμέρα Παρασκευὴ γεννήθηκε τὸ παιδὶ καὶ Παρασκευὴ τὸ εἶπαν.
Μὲ τὴν προσευχὴ τῶν γονέων της γεννήθηκε ἡ Παρασκευὴ καὶ μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴ θεοσέβειά τους ἀνατράφηκε. Ὅταν ἦλθε σὲ ἡλικία, ἡ Παρασκευὴ ἦταν μιὰ ὡραιότατη νέα, πίστευε ὅμως πὼς ἡ ἀληθινὴ ὀμορφιὰ τῆς χριστιανῆς γυναίκας εἶναι «ὁ κρυπτός τῆς καρδίας ἄνθρωπος», ὅπως διάβαζε στὴν πρώτη ἐπιστολὴ τοῦ ἀποστόλου Πέτρου. Ὅταν πέθαναν οἱ γονεῖς της, ἡ Παρασκευὴ μοίρασε τὴν περιουσία της καὶ ἀφιέρωσε τὸν ἑαυτό της στὸ ἔργο τῆς ἱεραποστολῆς. Οἱ Ἑβραῖοι τότε τὴν κατηγόρησαν ὅτι κηρύττει τὸ Χριστὸ καὶ ὅτι προσελκύει πολλοὺς στὴν Ἐκκλησία. Οἱ Ἑβραῖοι πάντα στάθηκαν καὶ μέχρι σήμερα εἶναι οἱ πρῶτοι ἐχθροί τῆς Ἐκκλησίας· δὲν μπόρεσαν ἀκόμα νὰ καταλάβουν ὅτι πλανήθηκαν στὸ πρόσωπο τοῦ Μεσσία.
Ὁ ἴδιος ὁ αὐτοκράτορας θέλησε νὰ ἀνακρίνη τὴν ἁγία Παρασκευή. Βλέποντας τὴν ὡραιότητά της καὶ τὴ σύνεση, τῆς εἶπε• «Ἂν θυσιάσης στοὺς θεούς, θὰ κερδίσης πολλά· ἀλλιῶς θὰ βασανισθῆς». Ἐκείνη σεμνὰ καὶ σταθερὰ τοῦ ἀπάντησε- «Δὲν θὰ ἀρνηθῶ ποτὲ τὸ Χριστό. Οἱ θεοὶ σας εἶναι εἴδωλα. Ἕνας εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεός, ἐκεῖνος ποὺ δημιούργησε τὸν οὐρανὸ καὶ τὴ γῆ». Ὅταν οἱ ἰσχυροὶ βλέπουν τὴν ἀδυναμία τους νὰ μεταπείσουν τοὺς ὁμολογητές, τότε χρησιμοποιοῦν τὴ βία κι ἀρχίζουν τὰ βασανιστήρια. Φόρεσαν λοιπὸν στὴν κεφαλὴ τῆς Ἁγίας πυρωμένη σιδερένια περικεφαλαία, ἀλλὰ δὲν ἔπαθε τίποτε. Τὴν ἔρριξαν σὲ βρασμένη πίσσα, ἀλλὰ καὶ πάλι δὲν ἔπαθε κακό. Κάποιες σταγόνες πίσσας ἔπεσαν στὰ μάτια τοῦ βασιλιᾶ καὶ τὸν τύφλωσαν, ἀλλὰ ἡ ἁγία Παρασκευὴ τὸν θεράπευσε.
Ὁ Ἀντωνῖνος ἢ Μάρκος Αὐρήλιος, καθὼς μαρτυρεῖ καὶ ἡ ἱστορία, ἦταν κατὰ τὰ ἄλλα ἀγαθὸς ἄνθρωπος, γι’ αὐτό, ὅταν εἶδε τὸ θαῦμα, ἀφῆκεν ἐλεύθερη τὴν Ἁγία. Ἔφυγε λοιπὸν ἡ Παρασκευὴ σὲ ἄλλη πόλη κι ἐκεῖ συνέχισε τὸ ἱεραποστολικό της ἔργο. Ἀλλὰ τὴν συνέλαβαν κι ἐκεῖ καὶ τὴν ὁδήγησαν στὸ Διοικητή. Ὅταν ἐκεῖνος τῆς πρότεινε νὰ ἀρνηθῆ τὴν πίστη της, ἐκείνη ἔκαμε τὸ σταυρό της καὶ μὲ θάρρος ὡμολόγησε τὸ Χριστό. Ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη σὲ μιὰ σπηλιὰ κρυβότανε ἀνήμερο θηρίο. Ἐκεῖ λοιπὸν ἔρριξαν τὴν ἁγία Παρασκευή, ἀλλ’ ὅταν τὸ θηρίο πῆγε φυσομανώντας νὰ πέση ἐπάνω της, ἐκείνη φύσηξε ἐπάνω του καὶ τὸ θηρίο ἔμεινε νεκρό. Βλέποντας τὸ θαῦμα, ὁ Διοικητὴς καὶ οἱ δήμιοι πίστεψαν, κι ἀφῆκαν πάλι ἐλεύθερη τὴν ἁγία Παρασκευή.
Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς δὲν παρέλειψε νὰ πεῖ γιὰ τοὺς Ἁγίους, ποὺ στέλνει νὰ κηρύξουν τὸ Εὐαγγέλιο καὶ οἱ ἄνθρωποι τοὺς διώκουν «ἀπὸ πόλεως εἰς πόλιν». Αὐτὸ πραγματοποιήθηκε καὶ στὴν ἁγία Παρασκευή. Σὲ ἄλλη πόλη ποὺ ἔφυγε κι ἐκεῖ τὴν ἔπιασαν καὶ πάλι τὴν ἀνέκριναν καὶ πάλι ἐκείνη μὲ παρρησία ὁμολόγησε τὸ Χριστό. Ὅταν εἶδαν πὼς δὲν τὴν ἔπειθαν γιὰ νὰ ἀρνηθῆ τὸ Χριστό, τὴν βασάνισαν πάλι καὶ στὸ τέλος τὴν ἀποκεφάλισαν. Στὴν ὀρθόδοξη εἰκονογραφία ἡ ἁγία Παρασκευή, ὅπως καὶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος, εἰκονίζεται νὰ κρατάη σ’ ἕνα πιάτο τὴ σφαγμένη κεφαλή της. Καὶ σὲ μιά του ὁμιλία ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέγει πὼς οἱ ἅγιοι Μάρτυρες ἔτσι πρεσβεύουν γιὰ μᾶς στὸ Χριστό, κρατώντας στὶς παλάμες των τὶς σφαγμένες κεφαλὲς των. Ἀμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου