ΜΗΝΥΜΑ

ΓΙΑ ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΑΚΩΝ, ΕΟΡΤΩΝ ΚΑΙ ΑΓΙΩΝ ΔΕΙΤΕ ΤΙΣ ΕΤΙΚΕΤΕΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑ

Παρασκευή 15 Απριλίου 2022

Ωσσανά

Giovanni Papini

Αλλά για μια μέρα τουλάχιστο, θα φανεί σαν τον Βασιλέα που οι φτωχοί περιμένουν κάθε χρόνο στις πόρτες της Αγίας Πόλεως. Το Πάσχα πλησιάζει. Η τελευταία εβδομάς που δεν θα έχει τέλος -δεν έφεξε ακόμα η νέα Κυριακή- ανοίγει σήμερα. Τούτη τη φορά ο Ιησούς δεν εισέρχεται σαν όλες τις άλλες φορές, σκοτεινός διαβάτης, χαμένος μέσα στο κύμα των προσκυνητών, στη βρωμερή μητρόπολη που τα σπίτια της, λευκά σαν τα μνημεία, μαζεύονται κάτω από την ιερή σκιά του Ναού, ο οποίος θα τελειώσει μέσα σε πυρκαγιά.

Αυτή τη φορά που είναι η τελευταία, ο Ιησούς συνοδεύεται από τους πιστούς του, τους ανθρώπους της χώρας του, τους συγγενείς του, τις Γυναίκες που θα θρηνήσουν, τους Δώδεκα που θα σκορπισθούν, τους Γαλιλαίους που έρχονται για να γιορτάσουν ένα αρχαίο θαύμα, αλλά με την ελπίδα ενός θαύματος νέου. Τη φορά τούτη δεν είναι μόνος˙ η εμπροσθοφυλακή του Βασιλείου του είναι μαζί του. Δεν τον αγνοούν πλέον˙ τον συνοδεύει η φήμη των θαυμάτων του. Ακόμα και μέσα στην πρωτεύουσα όπου βασιλεύουν ο σίδηρος των Ρωμαίων, ο χρυσός των Εμπόρων, το γράμμα των Φαρισαίων, υπάρχουν μάτια που ατενίζουν το Όρος των Ελαιών και καρδιές που χτυπούν ασυνήθιστα.

Ωσσανά

Τούτη τη φορά δεν θέλει να μπει πεζή στην πόλη που όφειλε να είναι θρόνος του και θα γίνει τάφος του. Φθάνοντας στη Βηθσφαγή, στέλνει δυο μαθητές του για να βρούνε ένα όνο. Θα τον βρούνε δεμένον σ’ ένα φράχτη. Να τον λύσουν και να τον φέρουν χωρίς να ζητήσουν την άδεια κανενός. Αν ο ιδιοκτήτης του πει τίποτε, απαντήστε του πω ο Κύριος τον χρειάζεται.

Είπαν και επαναλαμβάνουν ακόμα πως ο Ιησούς ζήτησε όνο ως υποζύγιο για να συμβολίσει την ταπεινότητα και την πραότητα˙ θάδειχνε έτσι πως ερχόταν προς τον λαό του σαν άρχων ειρήνης. Αλλά ξεχνούν πως οι όνοι, όταν η ιστορία ήταν στην εφηβική της ηλικία, δεν ήσαν τα φτωχά υποζύγια της σημερινής εποχής˙ ζώα κατατσακισμένα και καταφαγωμένα, με το φορτίο τόσων αιώνων δουλείας στη ράχη, ικανά να μεταφέρουν μες από κακοτοπιές τα πιο δυσβάσταχτα βάρη θέλοντας και μη. Ο αρχαίος όνος ήταν ένα ζώο περήφανο και πολεμικό, όμορφο και γενναίο όπως ο ίππος κι άξιο να θυσιασθεί στους θεούς. Ο Όμηρος, που τόσο πετύχαινε στις παρομοιώσεις, δεν θέλησε να υποτιμήσει τον γενναίον Αίαντα, τον περήφανον Αίαντα όταν τον παρομοίαζε με όνο. Στους Εβραίους επίσης ο άγριος όνος χρησιμεύει ως όρος συγκρίσεως: «Ο μάταιος άνθρωπος περηφανεύεται και γίνεται σαν άγριος όνος», λέγει ο Σωφάρ ο Νααμαθίτης στον φίλο του τον Ιώβ. Κι ο Δανιήλ διηγείται πως όταν ο Ναβουχοδονόσωρ, για να εξιλεωθεί από τα εγκλήματά του, «διώχθηκε μέσα από τους ανθρώπους, η καρδιά του έγινε όπως των ζώων κι η κατοικία του ήταν μαζί με τους άγριους όνους».

Ο Ιησούς ζήτησε ρητώς έναν όνο αδάμαστο, που να μην είχε καβαλλικευθεί ακόμα, με μια λέξη, άγριο. Γιατί, τούτη την ημέρα, το ζώο που διάλεξε, δεν συμβολίζει την ταπεινότητα του αναβάτου, αλλά τον ιουδαϊκό λαό που θα ελευθερωθεί από τον Χριστό και θα τον προσκυνήσει. Το απείθαρχο και δύστροπο ζώο, με τον σκληρό τράχηλο, που κανείς προφήτης και κανείς μονάρχης δεν μπόρεσε να το δαμάσει, είναι σήμερα δεμένο σ’ ένα παλούκι, όπως ο Ισραήλ με το ρωμαϊκό σχοινί κάτω από τον πύργο Αντωνία. Φτωχός στο φρόνημα και τολμηρός στην καρδιά, όπως δείχνεται στο βιβλίο του Ιώβ, τύραννος των δυστυχισμένων βασιλέων του, σκλάβος των ξένων, αλλά και χωρίς να παύει ποτέ τα πείσματα και τις ταραχές, ο εβραϊκός λαός βρήκε επί τέλους εκείνον που θα τον ιππεύσει. Μόνο για μια μέρα. Την ίδια τούτη εβδομάδα θα επαναστατήσει πάλι και εναντίον αυτού που έχει όλα τα δικαιώματα. Αλλ’ ύστερα από λίγο καιρό, η ανήσυχη πρωτεύουσα θα καταστραφεί, ο Ναός θα γκρεμισθεί κι η φυλή των θεοκτόνων θα σκορπισθεί κακή-κακώς στους πέντε ανέμους.

Τόσο σκληρά είναι τα νώτα του όνου, που οι μαθητές στρώνουν επάνω τους τα ιμάτιά τους. Πετρώδης είναι η πλαγιά του όρους των Ελαιών κι αλλόφρονες οι συνοδοί του ρίχνουν στον δρόμο τα εορτάσιμα φορέματά τους. Χειρονομία κι αυτή ιεράς αναγνωρίσεως. Η αφαίρεση του ιματίου είναι αρχή της απογυμνώσεως, η αρχή εκείνης της γυμνώσεως που είναι η επιθυμία της τελείας εξομολογήσεως και ο θάνατος της ψεύτικης ντροπής. Σωματική γύμνωση που υπόσχεται και λύτρωση του πνεύματος. Εκδήλωση υπέροχη της αγάπης˙ εκείνο ακριβώς που είχε πει κι ο ίδιος: «Τῷ θέλοντι τὸν χιτῶνά σου λαβεῖν, ἄφες καὶ τὸ ἱμάτιον».

Κι η κάθοδος αρχίζει, μέσα στο φως του ηλίου και της δόξης, ανάμεσα στους ύμνους και τα πρώτα βαΐα.

Ήταν Άνοιξη. Αρχές του Απρίλη. Η χρυσωμένη ώρα του μεσημεριού άπλωνε το φως της στην πόλη, στους αγρούς, στ’ αμπέλια, στους κήπους. Ο ουρανός, ολάνοιχτος στο άπειρο, ήταν βυθισμένος σε απόλυτη γαλήνη. Ένας απέραντος και γελαστός ουρανός, γεμάτος καλοσύνη και φως σαν το μάτι του Θεού. Δεν έβλεπες άστρα, αλλά μάντευες ενωμένη στο φως του ηλίου τη λάμψη τη γλυκιά χιλιάδων άλλων ηλίων. Μια χλιαρή αύρα, γεμάτη από τα μύρα του παραδείσου, χάιδευε με τρυφερότητα τις αθώες κορυφές των δέντρων κι έκανε τα φύλλα να ψιθυρίζουν. Ήταν μια από εκείνες τις μέρες που το γαλάζιο γίνεται πιο γαλάζιο, το πράσινο πιο πράσινο, το φως πιο φωτεινό, η αγάπη πιο παθητική.

Εκείνοι που συνόδευαν τον Ιησού, είχαν πιασθεί στη μαγεία αυτή του φωτός. Ποτέ σαν τούτη την ημέρα δεν είχαν αισθανθεί να ξεχειλίζει τόσο από τις καρδιές τους η λατρεία κι η ελπίδα. Η ομολογία εκείνη του Πέτρου ήταν η κοινή σκέψη της ολόθερμης μικρής στρατιάς που κατέβαινε στην Αγία Πόλη. «Ὠσσανὰ τῷ Υἱῳ Δαβίδ!» φώναζαν οι νέοι κι οι γυναίκες. Κι οι μαθητές, αν κι ειδοποιημένοι πως αυτός ο ήλιος θα ήταν ο τελευταίος, πως αυτός που συνόδευαν βάδιζε προς τον θάνατο, οι ίδιοι οι μαθητές, μέσα σε τόση αλλοφροσύνη και χαρά, άρχιζαν να ελπίζουν. Η πομπή πλησίαζε τη μυστηριώδη, τη σιωπηλή κι εχθρική πόλη με την ηχηρή ορμή ενός χειμάρρου που βρήκε τον κατήφορο. Αυτοί οι αγρότες, αυτοί οι επαρχιώτες έρχονται στολισμένοι με κλαδιά καταπράσινα για να φέρουν μέσα στα βρωμερά τείχη, στα στενά και τ’ αδιέξοδα, τον αέρα της εξοχής και της ελευθερίας. Οι πιο ενθουσιώδεις έκοψαν κατά μήκος του δρόμου κλαδιά φοινίκων, μυρτιές και κλώνους ελιάς, φυλλώματα ιτιάς, λες κι είναι η εορτή της σκηνοπηγίας, και τα σείουν όλα αυτά με παθητικές κραυγές και με ψαλμούς προς το πρόσωπο το φλογερό εκείνου που έρχεται εν ονόματι του Κυρίου.

Η πρώτη χριστιανική λεγεών φθάνει στις πύλες της Ιερουσαλήμ, αλλ’ οι ιαχές δεν σταματούν: «Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου. Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ. Ὠσσανὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις!» Οι φωνές αυτές φθάνουν στ’ αυτιά των Φαρισαίων, που τρέχουν να ιδούν, σκυθρωποί και με το φαρμάκι στο στόμα, τι συμβαίνει και γίνεται τέτοιος θόρυβος. Μερικοί, τυλιγμένοι στους μανδύες τους, φωνάζουν στον Ιησού, μέσα από το πλήθος: «Διδάσκαλε, ἐπιτίμησον τοῖς μαθηταῖς σου».

Αλλ’ εκείνος, χωρίς να σταματήσει:

-Λέγω ὑμῖν ὅτι ἐὰν οὗτοι σιωπησωσιν, οἱ ίθοι κεκράξονται.

Οι ακίνητοι και βωβοί λίθοι που ο Θεός, όπως το είχε πει ο Ιωάννης, θα μπορούσε να τους μεταβάλει σε υιούς του Αβραάμ, οι αναμμένες πέτρες της ερήμου που ο Ιησούς, όταν τον προκάλεσε ο Σατανάς, δεν θέλησε να τις μεταβάλει σε άρτους, οι λίθοι του θανάτου που δυο φορές τους είχαν μαζέψει στον δρόμο για να τον λιθοβολήσουν, οι άφωνες πέτρες της Ιερουσαλήμ ήσαν λιγότερο αναίσθητες από τις ψυχές των Φαρισαίων.

Αλλά μ’ αυτή την απάντηση ο Ιησούς επιβεβαίωσε πως ήταν ο Χριστός. Είναι μια κήρυξη πολέμου. Και πράγματι, ο νέος βασιλεύς, μόλις εισήλθε στην πόλη του, δίνει το σύνθημα της εφόδου.


Giovanni Papini, Ιστορία του Χριστού, μετάφραση Βασ. Μουστάκη, 7η έκδ., Αθήνα, Αστήρ, 2005.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου