Το Ευαγγέλιο για την αγάπη[1]
Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς
Κάθε ένας που θέλει να ντροπιάσει τον Θεό, ντροπιάζει τον εαυτό του, και δίνει στον Θεό την ευκαιρία να δοξαστεί περισσότερο.
Και όποιος θέλει να περιφρονεί τον δίκαιο, τελικά περιφρονεί τον εαυτό του και τον δίκαιο τον εξυψώνει περισσότερο.
Όποιος βάζει πέτρες στο δρόμο του ευσεβούς, εκείνος θα εμποδιστεί, ενώ θα αναγκάσει τον ευσεβή να ανέβει ψηλότερα, απ’ όπου θα βλέπει καλύτερα.
Όποιος φυσά για να σβήσει τη φωτιά του ευσεβούς, τη φουντώνει περισσότερο, ενώ σβήνει τη δική του.
Στη φουρτουνιασμένη θάλασσα του κόσμου ο Θεός είναι βράχος που σώζει τον ευσεβή και η βάρκα του ασεβούς τσακίζεται πάνω του.
Στη φουρτουνιασμένη θάλασσα της ζωής ο ευσεβής είναι λίθος προσκόμματος για τον ασεβή. Ο ασεβής κυλά την πέτρα και πέφτει στο λάκκο όπου βρισκόταν.
Όποιος πετά τη σκόνη κόντρα στον άνεμο, θα στραβωθεί. Όποιος ρίχνει πέτρες στη λίμνη, θα πνιγεί.
Ο Θεός άφησε τάχα τον δίκαιο άοπλο και απροστάτευτο σ’ αυτό τον κόσμο για να δείξει τη δύναμή Του, ώστε οι τύραννοι να έχουν λίθο προσκόμματος. Γι’ αυτό το νήμα του δίκαιου είναι δυνατότερο από την αλυσίδα του άδικου. Ο τύραννος εφορμά να κόψει το νήμα του δίκαιου, αλλά μπερδεύεται σ’ αυτό και σκοτώνεται.
Ο σατανάς ήθελε να αφανίσει τον δίκαιο Ιώβ και τον σήκωσε στον ουρανό. Τότε που ο Ιώβ έμοιαζε αδύναμος, τότε νίκησε τον διάβολο. Ο σατανάς ήθελε να καταστρέψει τον βασιλιά Ηρώδη κι αυτός λόγω της κακίας του δεν αντιστάθηκε σ’ αυτό. Και όταν ο Ηρώδης φαινόταν παντοδύναμος, κατέρρευσε.
Όλα όσα προέρχονται από τον Θεό σ’ αυτή τη ζωή μοιάζουν αδύναμα, αλλά είναι ισχυρότερα κι από τ’ αστέρια και από τους φουρτουνιασμένους ωκεανούς.
Κοίταξε και μάθε απ’ αυτές τις αντιθέσεις που ο Θεός σου άφησε ως διδαχές: Μωυσής και Φαραώ, Δαβίδ και Γολιάθ, Ιώβ και σατανάς, Ιερουσαλήμ και Βαβυλώνα, οι τρεις παίδες και ο Ναβουχοδονόσορ, Δανιήλ και Δαρείος, Απόστολοι και Ρώμη. Εάν μπορέσεις και καταλάβεις το μήνυμα που σου άφησε ο Θεός σ’ αυτά τα ηλίου φαεινότερα παραδείγματα, θα φωνάξεις με χαρά μαζί με τον εξαίσιο Δαβίδ, «οὗτοι ἐν ἅρμασι καὶ οὗτοι ἐν ἵπποις, ἡμεῖς δὲ ἐν ὀνόματι Κυρίου Θεοῦ ἡμῶν μεγαλυνθησόμεθα» (Ψαλ. ιθ΄). Και τότε με θαυμαστή κατανόηση θα ενστερνιστείς εγκάρδια τον λόγο του αποστόλου Παύλου, «ἀλλὰ τὰ μωρὰ τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεός, ἵνα τοὺς σοφοὺς καταισχύνῃ, καὶ τὰ ἀσθενῆ τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεός, ἵνα καταισχύνῃ τὰ ἰσχυρά» (Α΄ Κορ. α΄, 27).
Αλλά ποια είναι η μοίρα του αγαθού σ’ αυτό τον κόσμο, ποια είναι η πορεία του, ποια η φαινομενική του αδυναμία και η ακαταμάχητη δύναμή του, αυτό δεν μπορείς να το δεις έτσι καθαρά πάνω σε κανέναν στην ιστορία του κόσμου, παρά επάνω στον Ίδιο τον Κύριο Ιησού. Ο Γνωστότερος εμφανίσθηκε ως άσημος. Ο Δικαιότερος καταδικάστηκε ως άδικος. Ο Παντοδύναμος επέτρεψε να Τον θανατώσουν ως αδύναμο. Και τι συνέβη τελικά; Νίκη και δόξα. Νίκη και δόξα γι’ Αυτόν, αλλά ήττα και ντροπή για εκείνους που δεν Τον αποδέχθηκαν, που δεν Τον αναγνώρισαν και Τον βασάνισαν. Αλλά το πραγματικό τέλος δεν έφθασε· όταν έρθει, τότε θα φανεί όλο το μεγαλείο της νίκης Του κι όλη η λάμψη της δόξας Του· και τότε θα καταδειχθεί ολόκληρη η φρίκη της ήττας και της ντροπής εκείνων που Τον κατεδίωξαν και Τον βασάνισαν.
Όποτε οι εχθροί του καλού, οι εχθροί του Θεού έριχναν δίχτυα για να πιάσουν τον Χριστό, πιάνονταν οι ίδιοι· όποτε προσπαθούσαν να Τον εξευτελίσουν, εξευτελίζονταν οι ίδιοι· και όποτε ήθελαν να Του κλείσουν το στόμα, σώπαιναν οι ίδιοι. Όλα όσα επιχειρούσαν για να Τον ντροπιάσουν μετατρέπονταν σε δόξα Του και σε δική τους ντροπή. Έτσι γινόταν τότε, έτσι γίνεται και σήμερα. Οποιοσδήποτε και σήμερα εναντιωθεί στον Χριστό, θα πέσει και θα καταστραφεί, ενώ θα δώσει έτσι την ευκαιρία στον Χριστό απλώς να λάμψει περισσότερο με τη δύναμη και τη δόξα Του. Έτσι γίνεται σήμερα, έτσι θα γίνει και αύριο έως τους έσχατους καιρούς. Και το σημερινό Ευαγγέλιο μας δείχνει θαυμάσια τι συμβαίνει με τους ανθρώπους όταν πειράζουν τον Θεό ετοιμάζοντας μ’ αυτό τον δικό τους σεβασμό και την ασέβεια για τον Θεό.
Κάποιος νομικός πλησίασε τον Χριστό και για να Τον δοκιμάσει, ρώτησε: «Διδάσκαλε, ποία ἐντολὴ μεγάλη ἐν τῷ νόμω;». Αυτό αποτέλεσε την τελευταία από μια σειρά δοκιμασιών με τις οποίες οι Εβραίοι έψαχναν την παραμικρή αφορμή για να μπορέσουν να καταδικάσουν τον Χριστό σε θάνατο. Πόσο οι άνθρωποι είναι δηλητηριασμένοι από το κακό; Όσο ο Θεός ψάχνει για το παραμικρό αγαθό έργο ακόμα και στον μεγαλύτερο αμαρτωλό για να τον σώσει, τόσο οι άνθρωποι ψάχνουν για το παραμικρό αδίκημα στον Δικαιότερο για να Τον θανατώσουν!
Λίγο πριν πείραζαν τον Χριστό οι απεσταλμένοι των αρχιερέων-ηγετών του λαού με τις ερωτήσεις: «Ἐν ποίᾳ ἐξουσίᾳ ταῦτα ποιεῖς; τίς σοι ἔδωκε τὴν ἐξουσίαν ταύτην;». Και απάντησε ο Χριστός, ρωτώντας τους για το βάπτισμα του Ιωάννη του Βαπτιστή: «Τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου πόθεν ἦν, ἐξ οὐρανοῦ ἢ ἐξ ἀνθρώπων;». Μ’ αυτή την ερώτηση ο Κύριος σύγχυσε αυτούς που Τον πείραζαν, αφού σκέφτηκαν: «Αν του πούμε “εξ ουρανού”, θα μας απαντήσει, “τότε, γιατί δεν τον πιστεύετε;”, αν πάλι του πούμε “εξ ανθρώπων”, φοβόμαστε το λαό, γιατί πιστεύει ότι ο Ιωάννης είναι προφήτης». Αυτή η προσπάθεια να πειράξουν τον Χριστό κατέληξε προς δόξαν Χριστού και σε ντροπή αυτών που Τον δοκίμαζαν. Γιατί μ’ αυτό τον τρόπο αποκαλύφθηκε η δειλία των αμαρτωλών να πουν την αλήθεια και ταυτόχρονα μας παραδόθηκε η διδαχή ότι ο Ιωάννης είναι απεσταλμένος του Θεού και ότι ο Κύριος Ιησούς είναι ο ουράνιος ηγεμόνας. Γι’ αυτή τη δοκιμασία ενάντια στον Χριστό συμμάχησαν οι αρχιερείς και οι ηγεμόνες, που κατά τα άλλα ήταν εχθροί μεταξύ τους.
για την αγάπη
Κατόπιν οι Φαρισαίοι και οι Ηρωδιανοί έθεσαν τον Χριστό μπροστά στον πειρασμό: «Τί σοι δοκεῖ; ἔξεστι δοῦναι κῆνσον Καίσαρι ἢ οὔ;». «Πες μας, τι νομίζεις, πρέπει να δίνουμε φόρο στον Καίσαρα ή όχι;». Ο Κύριος κοίταξε τα νομίσματα τα οποία είχαν τη μορφή του Καίσαρα και τους απάντησε: «Ἀπόδοτε οὖν τὰ Καίσαρος Καίσαρι καὶ τὰ τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῷ». Και αυτή η δοκιμασία έγινε προς δόξαν Χριστού και προς ντροπή αυτών που Τον πείραζαν. Γιατί με τα λόγια που είπε ο Χριστός, πρόσθεσε άλλον ένα λίθο στο οικοδόμημα της επιστήμης Του, παραδίδοντάς μας μέσα από αυτό μιαν αναγκαία και θαυμάσια διδαχή, ενώ ντρόπιασε αυτούς που Τον πείραζαν, αποκαλύπτοντας και διαλύοντας τις πλεκτάνες τους. Σ’ αυτές τις δοκιμασίες συμμάχησαν οι παλαιοί μεταξύ τους εχθροί: οι Φαρισαίοι και οι Ηρωδιανοί· οι πρώτοι παρουσιάζονταν ως πατριώτες και φίλοι του λαού και οι δεύτεροι ως συγκυβερνήτες των Ρωμαίων στη διοίκηση της Παλαιστίνης.
Κατόπιν πλησίασαν τον Χριστό οι Σαδδουκαίοι με μιαν ιδιαίτερη δοκιμασία: «Όταν επτά αδέλφια πεθάνουν ο ένας πίσω απ’ τον άλλον, αφήνοντας ο ένας στον άλλον ως κληρονομιά, σύμφωνα με το νόμο του Μωυσή, την ίδια γυναίκα, εκείνη ποιού γυναίκα θα είναι μετά την ανάσταση των νεκρών;». Σ’ αυτό το ανόητο ερώτημα, που τους φάνηκε ιδιαίτερα δύσκολο για τον Χριστό, απάντησε ο Κύριος Ιησούς: «ἐν γὰρ τῇ ἀναστάσει οὔτε γαμοῦσιν οὔτε ἐκγαμίζονται, ἀλλ᾽ ὡς ἄγγελοι Θεοῦ ἐν οὐρανῷ εἰσι». Επειδή οι Σαδδουκαίοι ήταν μια σέκτα ανθρώπων που από την υπερβολική εγκόσμια μάθηση δεν πίστευαν ούτε στην Αγία Γραφή, ούτε στη μεταθανάτια ζωή, ο γλυκύτατος Κύριος χρησιμοποίησε αυτή την ευκαιρία για να υπερασπιστεί την πίστη στη μεταθανάτια ζωή και την ανάσταση λέγοντας: «Περὶ δὲ τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν οὐκ ἀνέγνωτε τὸ ρηθὲν ὑμῖν ὑπό τοῦ Θεοῦ λέγοντος, ἐγώ εἰμι ὁ Θεός Ἀβραὰμ καὶ ὁ Θεὸς Ἰσαὰκ καὶ ὁ Θεὸς Ἰακὼβ; οὐκ ἔστιν ὁ Θεὸς Θεὸς νεκρῶν, ἀλλὰ ζώντων». Έτσι και αυτές οι δοκιμασίες, όπως και όλες οι άλλες, γύρισαν προς όφελος του Χριστού και σε ζημία αυτών. Γιατί αποκαλύφθηκε η αμάθεια και η ανοησία αυτών που Τον πείραζαν, και επειδή ο Κύριος απαντώντας σ’ αυτούς, απάντησε και σε όλους εμάς ένα βασανιστικό ερώτημα, το οποίο κανείς άλλος δε θα μπορούσε να μας απαντήσει.
Τέλος όταν ηττήθηκαν και οι Σαδδουκαίοι, που θεωρούσαν τους εαυτούς τους, όπως και ο κόσμος, ως ιδιαίτερα σοφούς, συγκεντρώθηκαν μαζί με τους πιο μισητούς εχθρούς τους -Φαρισαίοι και Σαδδουκαίοι- για να επιτεθούν μαζί. Έτσι ένας από αυτούς εν ονόματι όλων ρώτησε τον Χριστό: «Ποία ἐντολή μεγάλη ἐν τῷ νόμω;». Μ’ αυτή την ερώτηση οι υπηρέτες του σκότους σκέφτηκαν ότι σίγουρα ο Χριστός θα κάνει λάθος κι έτσι θα μπορούσαν να Τον οδηγήσουν στο δικαστήριο. Αυτοί είχαν καταπατήσει όλες τις μεγάλες εντολές του νόμου του Θεού, τον οποίο παρέδωσε στον Μωυσή, και τους απέμειναν μόνο δύο άσποροι καρποί: η περιτομή και η αργία του Σαββάτου. Και αυτές όντως ήταν εντολές του Θεού, αλλά όχι οι κυριότερες, και όχι έτσι πενιχρές και απερίσκεπτες όπως τις αντιλαμβάνονταν αυτοί την εποχή εκείνη. Σκέφτηκαν με βεβαιότητα ότι ο Χριστός θα τονίσει ένα από αυτά: ή την περιτομή ή το Σάββατο ή θα πει κάποια νέα δική Του εντολή. Και υπολόγισαν: αν απαντήσει ότι η περιτομή είναι η κυριότερη εντολή του Θεού, θα Τον κατηγορήσουν για υποτίμηση του Σαββάτου· αν όμως αναδείξει την αργία του Σαββάτου ως κυριότερη εντολή, θα Τον κατηγορήσουν για υποτίμηση της περιτομής· αν όμως πάλι απαντήσει με μια νέα δική Του εντολή, τότε οριστικά θα Τον κατηγορήσουν για υποτίμηση του παλαιού νόμου του Θεού. Οι στενόμυαλοι δεν μπορούσαν καν να υποθέσουν ότι ο Χριστός θα εκφράσει εκείνο στο οποίο οι ίδιοι είναι φτωχότεροι, και ότι λέγοντας το παλαιό θα εκφράσει το νέο.
Και ο Ιησούς του απαντά: «Ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐν ὅλῃ τῇ καρδίᾳ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ ψυχῇ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ διανοίᾳ σου· αὕτη ἐστί πρώτη καὶ μεγάλη ἐντολή. δευτέρα δὲ ὁμοία αὐτῇ· ἀγαπήσεις τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν». Και οι δύο αυτές εντολές βρίσκονται στην Παλαιά Διαθηκη, όχι η μία μετά την άλλη, αλλά σε δύο διαφορετικά βιβλία του Μωυσή (Δευτ. στ΄, 5. Λευ. ιθ΄, 18)[2]. Δεν είναι τοποθετημένες στις δέκα εντολές του Θεού, που αποτελούν το θεμέλιο του νόμου που δόθηκε στον Μωυσή, αλλά αναφέρονται περιστασιακά σ’ αυτό και είναι δύσκολο να τις προσέξει κανείς. Δεν είναι τυχαία τοποθετημένες ανάμεσα στις συμπληρωματικές εντολές, αλλά λόγω της ιδιαίτερης πρόνοιας του Θεού, επειδή το ανθρώπινο γένος σ’ εκείνη την εποχή δεν ήταν ακόμα έτοιμο να δεχθεί αυτές τις δύο εντολές. Πριν πάμε στην ανώτερη, πρέπει να περάσουμε από τη βασική εκπαίδευση. Και ο Δεκάλογος του Μωυσή αντιπροσωπεύει την εξάσκηση στη βασική εκπαίδευση και μας προετοιμάζει για την ανώτερη εκπαίδευση της αγάπης.
«Ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου». Αυτή είναι η πρώτη και μεγαλύτερη εντολή. Η δεύτερη εξαρτάται από την πρώτη και πηγάζει από αυτήν. Άραγε η αγάπη χρειάζεται την εντολή; Όχι, δεν τη χρειάζεται. Αλλά, δυστυχώς, η εντολή για την αγάπη έπρεπε να δοθεί, επειδή η σκοτισμένη καρδιά του ανθρώπου ξέχασε τη φυσική αγάπη έναντι Εκείνου που αγαπά περισσότερο τον άνθρωπο. Και η μητέρα δεν υπενθυμίζει στο παιδί της την αγάπη απέναντί της, μέχρις ότου το παιδί της ξεχαστεί τόσο, ώστε να περιφρονήσει τη μητέρα του και να την στενοχωρήσει και να περάσει μέσα από μια σειρά ολισθηρών και λανθασμένων δρόμων της εγκόσμιας αγάπης. Τότε η αγάπη απέναντι στη μητέρα γίνεται εντολή, κι αυτό όχι τόσο για τη μητέρα, όσο για το παιδί. Καμία εντολή για την αγάπη δεν δίνει ο Θεός στους αγγέλους, επειδή οι άγγελοι δεν απομακρύνονται από τον Θεό και φυσικά επειδή εκείνοι Τον αγαπούν. Γενικά είναι ντροπή για το ανθρώπινο γένος, επειδή αυτό προξένησε αυτή την εντολή. Αφού η εντολή για την αγάπη έναντι στον Θεό είναι τόσο εντολή, όσο και μομφή για το ανθρώπινο γένος. Και κάθε ένας που έστω ελάχιστα γνωρίζει όσα κάνει ο Θεός γι’ αυτόν και τι αυτός οφείλει στον Θεό, πρέπει αληθινά να αισθάνεται μεγάλη ντροπή, που ο άνθρωπος δηλητηριασμένος από την αμαρτία έδωσε αφορμή για μια τέτοια εντολή. Ιδού, η αγάπη του ανθρώπου για τον Θεό είναι φυσικότερη από την αγάπη του παιδιού για τη μητέρα του. Γι’ αυτό η αγάπη του ανθρώπου για τον Θεό πρέπει και χωρίς καμία εντολή να είναι πιο οφθαλμοφανής απ’ ό,τι η αγάπη του παιδιού για τη μητέρα.[3] Γιατί το παιδί αγαπά τη μητέρα του; Επειδή αισθάνεται την αγάπη της μητέρας προς αυτό. Γιατί ο άνθρωπος δεν αισθάνεται την αγάπη του Θεού γι’ αυτόν; Επειδή σκλήρυνε η καρδιά του και η πνευματική του όραση σκοτίστηκε με την αμαρτία. Ο Χριστός ήρθε στον κόσμο ώστε να μαλακώσει την καρδιά των ανθρώπων και να την καταστήσει ικανή για το υπέροχο συναίσθημα της αγάπης έναντι του Θεού και για να φωτιστεί η πνευματική όραση της σκοτισμένης ανθρωπότητας. Ήρθε ο Κύριος Χριστός ως η δυνατότερη έκφραση της αμετακίνητης αγάπης του Θεού για τον άνθρωπο, για να φουντώσει πάλι τη μισοσβησμένη φωτιά της αγάπης στις καρδιές των τέκνων του Θεού και για να ξανακάνει φυσικό αυτό που κάπου μέσα στους ανθρώπους ήταν εντελώς φυσικό, όπως και στους αγγέλους, που όμως με το χρόνο έγινε αφύσικο. Εάν η μητέρα δεν αγαπούσε το παιδί, θα μπορούσε άραγε το παιδί να αγαπά τη μητέρα; Αν ο Θεός δεν αγαπούσε τον άνθρωπο, θα μπορούσε ο άνθρωπος να αγαπά τον Θεό; Αλλά ο Θεός από την αρχή –και πριν από την αρχή- αγαπά τον άνθρωπο· από αυτό προέρχεται και η φυσικότητα της αγάπης του ανθρώπου για τον Θεό. Στη Θεϊκή Του προσευχή πριν από τα σεπτά πάθη ο Κύριος Ιησούς λέει στον επουράνιο Πατέρα: «Ἵνα γινώσκῃ ὁ κόσμος ὅτι σὺ με ἀπέστειλας καὶ ἠγάπησας αὐτοὺς καθὼς ἐμὲ ἠγάπησας» (Ιωάν. ιη΄, 23). Πόσο υψηλή και παρηγορητική διαβεβαίωση! Ο Θεός έχει την ίδια πατρική αγάπη για μας τους αμαρτωλούς και ακάθαρτους ανθρώπους, όπως και για τον Μονογενή Υιό Του! Εκείνοι που μπορούν να γνωρίσουν και να αισθανθούν το βάθος και την άσβεστη φλόγα αυτής της Θεϊκής αγάπης, δε χρειάζονται οποιαδήποτε εντολή για την αγάπη. Αντίθετα, θα ντρέπονταν, αν τους έθεταν εντολή για να αγαπήσουν τον Θεό, δηλαδή να απαντήσουν στην αγάπη με αγάπη. Ο Απόστολος Ιωάννης που ακουμπούσε το κεφάλι του στο στήθος του Κυρίου και Θεού του και που αισθάνθηκε καλύτερα τη βαθύτητα και τη γλυκύτητα της Θεϊκής αγάπης στην ίδια την αστείρευτη πηγή της, γράφει: «Τεκνία, ἡμεῖς ἀγαπῶμεν αὐτόν, ὅτι αὐτὸς πρῶτος ἠγάπησεν ἡμᾶς» (Α΄ Ιωάν. δ΄, 19· δ΄, 10). Βλέπετε πώς γράφει! Αυτά δεν είναι επιδέξια επιλεγμένα και φτιαγμένα λόγια κοσμικών σοφών, αλλά γουργούρισμα στα σκιρτήματα της καρδιάς εκείνου που ήπιε αγάπη με γεμάτες τις χούφτες στην ίδια την πηγή· που χαρούμενα και με ενθουσιασμό χρησιμοποιεί τις πιο απλές λέξεις για να εκφράσει την ανείπωτη αγάπη του Θεού. Ακούστε πώς γράφει για την αγάπη ένας άλλος απόστολος, που πριν μισούσε και κατεδίωκε τον Χριστό: «Τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ; Θλῖψις ἢ στενοχωρία ἢ διωγμός ἢ λιμός ἢ γυμνότης ἢ κίνδυνος ἢ μάχαιρα;»- και ακόμα προσθέτει: «πέπεισμαι γὰρ ὅτι οὔτε θάνατος οὔτε ζωὴ οὔτε ἄγγελοι οὔτε ἀρχαὶ οὔτε δυνάμεις οὔτε ἐνεστῶτα οὔτε μέλλοντα, οὔτε ὕψωμα οὔτε βάθος οὔτε τις κτίσις ἑτέρα δυνήσεται ἡμᾶς χωρίσαι ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν» (Ρωμ. η΄, 35-39). Πιστεύω ότι από καταβολής κόσμου και χρόνου κανένας άνθρωπος δεν έδωσε δυνατότερα με λέξεις την έκφραση της αγάπης του. Και αυτό δεν είναι αγάπη κατ’ εντολήν και λόγω εντολής, αλλά είναι αγάπη που την προκάλεσε φυσικά η αγάπη, φλόγα που φούντωσε από μεγαλύτερη φλόγα. Η εντολή έχει δοθεί σ’ εκείνους που πάρα πολύ καιρό άξιζαν την τιμωρία για τη νέκρωση έναντι της αγάπης, για την αθέτηση της αγάπης και την κραυγαλέα αχαριστία έναντι του Θεού. Ούτε ο Χριστός, ούτε οι απόστολοι, ούτε ο στρατός αυτών που αγαπούν τον Θεό στον ουρανό και τη γη, δεν μπόρεσαν να εξηγήσουν καλύτερα την εντολή της αγάπης για τον Θεό, ούτε να δώσουν δυνατότερη ώθηση για την εκπλήρωση αυτής της εντολής, παρά μόνο με την απλή υπενθύμιση ότι ο Θεός πρώτος μας αγαπά και ότι ο Θεός πρώτος έδειξε την αγάπη Του για μας. Θα μπορούσαν να γραφούν -και ήδη έχουν γραφτεί- ολόκληρα βιβλία που αποδεικνύουν την αγάπη του Θεού για μας και τους λόγους για την αγάπη μας προς τον Θεό. Ολόκληρος ο δημιουργημένος κόσμος, ορατός και αόρατος, αποτελεί απόδειξη της αγάπης του Θεού για μας· όλη η φύση και η διάπλασή της, ο ήλιος και οι αστέρες, οι εποχές του χρόνου, η ροή της ανθρώπινης ζωής υπό το βλέμμα της Πρόνοιας, η μακροθυμία του Θεού για τους αμαρτωλούς, η αθόρυβη αλλά δυνατή στήριξη των δικαίων και άλλα πολλά και αναρίθμητα αποδεικνύουν την αγάπη του Θεού για μας. Αλλά για ποιο λόγο να απαριθμήσουμε και να κατονομάσουμε όλα αυτά, αφού είναι αρκετό να πούμε μόνο ότι ο Θεός μας αγαπά, ότι Εκείνος πρώτος μας αγαπά! Ο ερχομός του Υιού του Θεού ανάμεσα στους ανθρώπους, το έργο Του, τα πάθη Του για το ανθρώπινο γένος υπερβαίνουν με το μεγαλείο και τη λάμψη τους όλες τις υπόλοιπες αποδείξεις για την αγάπη του Θεού. Τα χείλη Του μας είπαν ότι ο Θεός μας αγαπά όπως και Εκείνον· η επιστήμη Του μας το έδειξε αυτό· τα έργα Του μας το μαρτύρησαν· τα πάθη Του μας το επισφράγισαν. Γι’ αυτό και η εντολή Του για την αγάπη πρέπει το συντομότερο να γίνει στις καρδιές μας ακαταμάχητο φυσικό συναίσθημα παρόμοιο με το συναίσθημα της αγάπης του παιδιού για τη μητέρα, παρόμοιο, αλλά πολύ δυνατότερο.
Γιατί ο Κύριος εντέλλεται να αγαπούμε τον Θεό ἐν ὅλῃ τῇ καρδίᾳ καὶ ἐν ὅλῃ τῇ ψυχῇ καὶ ἐν ὅλῃ τῇ διανοίᾳ μας; Πρώτον, επειδή ήθελε να ενισχύσει αυτή την εντολή και έτσι να εντυπωθεί βαθιά στο μυαλό των ανθρώπων. Δεύτερον, επειδή θα έδειχνε ότι η αγάπη για τον Θεό αποκλείει κάθε άλλη αγάπη, κάθε διαίρεση της αγάπης, κάθε υπηρεσία προς δύο αφέντες – τον Θεό και τον μαμωνά. Αλλά ακόμα και για έναν άλλο, μυστικό, εσωτερικό λόγο. Ο Θεός είναι Τριάδα, ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα σε μία ενότητα. Και ο άνθρωπος είναι τριάδα από την καρδιά, την ψυχή και τον νου. Και ο Πατήρ αγαπά τον άνθρωπο και ο Υιός αγαπά τον άνθρωπο και το Άγιο Πνεύμα αγαπά τον άνθρωπο. Ολόκληρος ο Θεός αγαπά τον άνθρωπο. Γι’ αυτό δίδεται η εντολή ώστε ολόκληρος ο άνθρωπος να αγαπά ολόκληρο τον Θεό. Όταν ο άνθρωπος αγαπά μ’ όλη του την καρδιά, μ’ όλη του την ψυχή και μ’ όλη του τη διάνοια, τότε ολόκληρος ο άνθρωπος αγαπά. Όταν ο άνθρωπος αγαπά τον Πατέρα και αγαπά το ίδιο και τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα, τότε ο άνθρωπος αγαπά ολόκληρο τον Θεό. Όταν ένα μέρος του ανθρώπου αγαπά ένα μέρος του Θεού, τότε η αγάπη δεν είναι πλήρης· όχι, τότε η αγάπη καθόλου δεν είναι αγάπη. Επειδή ο διαιρεμένος άνθρωπος δεν είναι άνθρωπος και ο διαιρεμένος Θεός δεν είναι Θεός. Όταν κάποιος λέει ότι αγαπά τον Πατέρα, αλλά δεν γνωρίζει τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα, αυτός δεν αγαπά τον Θεό. Και όταν πάλι κάποιος λέει ότι αγαπά τον Υιό, αλλά δεν γνωρίζει τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα, αυτός δεν αγαπά τον Θεό. Και όταν ακόμα κάποιος λέει πως αγαπά το Άγιο Πνεύμα, αλλά δεν γνωρίζει τον Πατέρα και τον Υιό, αυτός δεν αγαπά τον Θεό, επειδή δεν γνωρίζει ολόκληρο τον Θεό. Κατά τον ίδιο τρόπο, δεν αγαπά τον Θεό ούτε εκείνος που λέει ότι αγαπά τον Θεό μόνο με την καρδιά ή μόνο με την ψυχή ή μόνο με τη διάνοιά του. Επειδή δε γνωρίζει εξολοκλήρου τον εαυτό του, ούτε καν γνωρίζει την αγάπη. Η αγάπη, η πραγματική αγάπη -και όχι αυτό που ο κόσμος ονομάζει αγάπη- πηγαίνει από ολότητα σε ολότητα[4]. Βλέπετε, λοιπόν, πόσο βαθύ και αστείρευτο περιεχόμενο έχουν αυτές οι απλές εντολές, απορρίπτοντας έτσι όλες τις αιρέσεις ενάντια στην τριαδικότητα του Θεού ως ενότητας; Και ακόμα: με αυτές διασκορπίζεται σα σκόνη ολόκληρη η χρησιμοποιούμενη και αναλυτική ψυχολογία κάποιων επιστημόνων των ημερών μας, που κομματιάζει εσωτερικά τον άνθρωπο και τον κάνει ατελείωτα μηδαμινό και δυστυχισμένο;
Η δεύτερη εντολή, δευτέρα δὲ ὁμοία αὐτῇ: ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν. Δε λέει: ίση με αυτή, αλλά ὁμοία αὐτῇ. Αυτό σημαίνει ότι και η δεύτερη εντολή αφορά την αγάπη, αλλά όχι απέναντι στον Δημιουργό αλλά απέναντι στην κτίση. Αγαπώντας τη μητέρα του, το παιδί αγαπά κι όλα τα έργα της μητέρας του κι όλες τις εργασίες της και τα δημιουργήματά της· ιδιαίτερα: αγαπώντας τη μητέρα του το παιδί αγαπά και τους αδελφούς και τις αδελφές του. Η αγάπη για τη μητέρα ενισχύει την αγάπη για τους αδελφούς και τις αδελφές. Όποιος αγαπά τους γονείς του, είναι φυσικό να αγαπά και τ΄ αδέλφια του· όποιος όμως δεν αγαπά τους γονείς του, πολύ σπάνια συμβαίνει να αγαπά τα αδέλφια του. Κατά τον ίδιο τρόπο, όποιος αγαπά τον Θεό, εύκολα μπορεί να αγαπά και τους ανθρώπους ως εν Θεώ αδελφούς του· όποιος όμως δεν αγαπά τον Θεό, εξαπατά τον εαυτό του νομίζοντας ότι αγαπά τους ανθρώπους. Τέτοιος άνθρωπος στην καλύτερη των περιπτώσεων μπορεί να διαθέτει κάποιο ομιχλώδη οίκτο για τους ανθρώπους, που προέρχεται από τον οίκτο για τον εαυτό του. Μολονότι ειπώθηκε στην Παλαιά Διαθήκη, η εντολή γίνεται εντελώς νέα από τα χείλη του Χριστού. Επειδή και ο Κύριος λέει σ’ άλλο σημείο: «ἐντολὴν καινὴν δίδωμι ὑμῖν ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους, καθὼς ἠγάπησα ὑμᾶς» (Ιωάν. ιγ΄, 34). Πρώτον είναι νέα, επειδή την εξέφρασε Εκείνος που έδειξε την μεγαλύτερη αγάπη για τους ανθρώπους στην ιστορία του κόσμου· δεύτερον, επειδή η έννοια του πλησίον απλώθηκε μακριά, πέρα από τα τείχη του εβραϊκού λαού, και εξαπλώθηκε σ’ όλους τους ανθρώπους του Θεού. «Ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθρούς ὑμῶν», είπε ο Χριστός. «Ἐὰν γὰρ ἀγαπήσητε τοὺς ἀγαπῶντας ὑμᾶς, τίνα μισθὸν ἔχετε;» (Ματθ. ε΄, 44-47). Δεν φωτίζει με τον ήλιο ο Θεός και τους εχθρούς σας; Και δεν δίνει τη βροχή ο Θεός και σ’ όλους όσους δεν σας αγαπούν; Σε μας εναπόκειται να αγαπούμε όλους τους ανθρώπους για χάρη της αγάπης του Θεού, σε Εκείνον εναπόκειται κατόπιν να διακρίνει τους δίκαιους από τους άδικους.
Οι πλησίον μας βρίσκονται στο ορατό πεδίο που μέσα του δείχνουμε την αγάπη μας για τον αόρατο Θεό. Πού θα φανερωθεί η αγάπη μας για τον Θεό αν όχι στους ανθρώπους που ζουν μαζί μας στη γη; Τον Θεό αγγίζει η αγάπη μας για τον πλησίον, όπως αγγίζει τη μητέρα, όταν αισθάνεται την αγάπη κάποιου ξένου για το παιδί της. Είναι τόσο αναγκαίο να δείχνουμε την αγάπη μας για τον Θεό στους ανθρώπους γύρω μας, ώστε ο απόστολος της αγάπης αποκαλεί ψεύτη εκείνον που λέει ότι αγαπά τον Θεό, ενώ μισεί τον αδελφό του: «Ἐὰν τις εἴπῃ ὅτι ἀγαπῶ τὸν Θεόν, καὶ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ μισῇ, ψεύστης ἐστίν» (Α΄ Ιωάν. δ΄, 20).
Οι άνθρωποι γύρω μας είναι το σχολείο, όπου εξασκούμεθα στην τελειότερη αγάπη, την αγάπη για τον Θεό. Κάθε έργο αγάπης που προσφέρουμε σε κάποιον άνθρωπο, φουντώνει την αγάπη μας για τον Θεό. Και από τι πρέπει να αποτελείται η αγάπη μας για τον πλησίον, μας ειπώθηκε ξεκάθαρα και μας δόθηκαν παραδείγματα, τόσο από την πλευρά του Ίδιου του Κυρίου και των αγίων αποστόλων Του, όσο και από ολόκληρη τη στρατιά ευάρεστων στον Θεό, θεοφόρων Πατέρων και Μαρτύρων. Κύρια έργα αγάπης είναι: η ευσπλαχνία, η συγχώρηση της προσβολής, η προσευχή για τους άλλους, η στήριξη των αδυνάτων, ο κατευνασμός των υπερήφανων, η προειδοποίηση των αδίκων, η διδαχή των αδαών, η κάλυψη των ξένων ελαττωμάτων, ο έπαινος των ξένων αρετών, η υπεράσπιση των δυστυχισμένων, η θυσία της ζωής για τους άλλους. «Μείζονα ταύτης ἀγάπην οὐδεὶς ἔχει, ἵνα τις τὴν ψυχήν αὐτοῦ θῇ ὑπὲρ τῶν φίλων αὐτοῦ» (Ιωάν. ιε΄, 13). Αλλά, αν κάποιος κάνει ακόμα και τη μεγαλύτερη θυσία με κάποια άλλα κίνητρα και όχι λόγω της αγάπης, η θυσία του δεν έχει καμιά αξία (Α΄ Κορ. ιγ΄, 3). Όποιος έχει αγάπη, έχει τα πάντα και εκπλήρωσε ολόκληρο τον νόμο.
Τέλος να αναφέρουμε και τη βαθειά κατανόηση του αποστόλου Παύλου για την Εκκλησία του Χριστού, από την οποία κατανόηση αναγκαία και φυσικά προκύπτει η αγάπη για τον πλησίον. Όλοι οι πιστοί είμαστε μέλη του Χριστού, ζωντανά μέλη του σώματός Του (Εφεσ. δ΄, ε΄· Α΄ Κορ. στ΄, 15). Όλοι μας αυξανόμαστε σ’ ένα μεγάλο και ζωντανό οργανισμό, σ’ ένα ουράνιο σώμα, του οποίου κεφαλή είναι ο Χριστός. Αφού είναι έτσι, λοιπόν, τότε πρέπει με αγάπη να βοηθάμε στην αύξηση και την πρόοδο ο ένας του άλλου. Όταν ένα μέλος του σώματος προοδεύει, αυτό είναι καλό και ωφέλιμο για ολόκληρο το σώμα· όταν όμως ένα μέρος του σώματος ασθενεί, αυτό βασανίζει και ζημιώνει ολόκληρο το σώμα. Γι’ αυτό η αγάπη μας για τον πλησίον υπηρετεί την υγεία τόσο του πλησίον μας όσο και τη δική μας. Αληθεύει ότι η αγάπη είναι υγεία, το μίσος αρρώστια. Η αγάπη είναι σωτήρια, το μίσος καταστροφή.
Και έτσι οι δύο αυτές εντολές για την αγάπη είναι οι δύο μέγιστες στον νόμο του Θεού, και μεγαλύτερες ούτε υπήρξαν, ούτε υπάρχουν στη γη. Αυτός είναι βασιλικός νόμος (Ιακ. β΄, 8), με τον οποίο κρατιέται ο ουρανός και σώζεται η γη. Από αυτές τις δύο εντολές κρέμονται όλος ο νόμος και όλοι οι προφήτες. Ο Θεός έδωσε ολόκληρο τον Μωσαϊκό νόμο από αγάπη, και ο Θεός θέρμαινε με την αγάπη Του τους προφήτες. Μπορούμε να πούμε ότι οι πρώτες τέσσερις εντολές του παλαιού νόμου σχετίζονται με την αγάπη για τον Θεό και οι υπόλοιπες έξι με την αγάπη για τον πλησίον· αν και όλες οι παλαιές δέκα εντολές είναι μόνο η σκιά του νόμου του Χριστού περί αγάπης. Μπορούμε ακόμα να πούμε ότι οτιδήποτε καλό είναι σε θέση να κάνει ο άνθρωπος, προέρχεται από την αγάπη του για τον Θεό και την αγάπη του για τον πλησίον. Και τελικά, μπορούμε να πούμε ότι όλες οι αμαρτίες, που υπήρξαν και υπάρχουν, είναι αμαρτίες ή ενάντια προς την αγάπη για τον Θεό ή ενάντια προς την αγάπη για τον πλησίον. Αν πάμε μακρύτερα και σκεφτούμε για το βάθος και το εύρος αυτών των δύο Θεϊκών εντολών, μπορούμε ελεύθερα να πούμε ότι από αυτές κρέμονται ουρανός και γη, όλος ο δημιουργημένος κόσμος: αγγελικός και υλικός.
Να τι κατάφεραν με τους πειρασμούς τους αυτοί που συμμάχησαν ενάντια στον Χριστό! Να τι πυρκαγιά άναψαν, χτυπώντας γεμάτοι κακία την πέτρα που έβγαλε σπινθήρα! Επιδίωκαν να υποβιβάσουν και να συγχύσουν τον Χριστό, αλλά υποβίβασαν τους εαυτούς τους έως τη βρώμικη σκόνη, ενώ τον Χριστό Τον εξύψωσαν στο θρόνο του αιώνιου Νομοθέτη. Και έτσι αυτοί οι τελευταίοι πειρασμοί έδωσαν στον Χριστό την ευκαιρία να δοξαστεί αιώνια και σε μας να προσφέρει την πολυτιμότερη ωφέλεια ανακοινώνοντάς μας τις εντολές της αγάπης.
Μετά από τέτοια απάντηση του Χριστού, οι εχθροί Του σώπασαν. Και κανείς πλέον δεν τόλμησε να Τον ρωτήσει. Και όχι μόνο αυτό αλλά, σύμφωνα με τη μαρτυρία του ευαγγελιστή Μάρκου, εκείνος ο νομικός που έθεσε το ερώτημα στον Κύριο, σχεδόν μεταστράφηκε και έγινε ακόλουθος του Χριστού· έτσι ο Κύριος του είπε: «Δεν είσαι μακριά από το Βασίλειο του Θεού». Αφού ο νομικός που Τον πείραζε άκουσε την απρόσμενη απάντηση του Σωτήρα, δεν μπορούσε πλέον να αντισταθεί και να μη φωνάξει, «διδάσκαλε, δίκιο έχεις!», προσθέτοντας από την πλευρά του ότι η αγάπη για τον Θεό και τον πλησίον είναι μεγαλύτερη από όλες τις θυσίες και προσφορές. Εκείνος που σκέφτηκε ότι θα νικήσει, βρέθηκε ηττημένος· και εκείνοι που πίστευαν ότι θα ντροπιάσουν, βρέθηκαν ντροπιασμένοι. Και κανείς πλέον δεν τόλμησε να Τον ρωτήσει οτιδήποτε.
Τώρα ήρθε η σειρά του Χριστού να τους ρωτήσει. Και τους ρώτησε: «Τί ὑμῖν δοκεῖ περὶ τοῦ Χριστοῦ; τίνος υἱὸς ἐστι;». Του απάντησαν: «τοῦ Δαυΐδ». Τους λέει: «Πῶς οὖν Δαυΐδ ἐν Πνεύματι Κύριον καλεῖ αὐτὸν λέγων, εἶπεν ὁ Κύριος τῷ Κυρίῳ μου, κάθου ἐκ δεξιῶν μου ἕως ἄν θῶ τους ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου; εἰ οὖν Δαυΐδ καλεῖ αὐτὸν Κύριον, πῶς υἱός αὐτοῦ ἐστι;». Μ’ αυτή την ερώτηση ο Κύριος ήθελε, πρώτον, να πει ότι Αυτός είναι ο Χριστός· δεύτερον να δείξει ότι αυταπατώνται εκείνοι που προσμένουν τον Μεσσία ως επίγειο βασιλιά από το γένος του Δαυίδ που θα διώξει τους Ρωμαίους, κάνοντας τον Ισραήλ δυνατό επίγειο βασίλειο· τρίτον, να δείξει ότι αυτοί που Τον πειράζουν είναι εχθροί Του· τέταρτον, ότι εκείνοι, όπως και οι εχθροί του μοναδικού Χριστού που έμελλε να έρθει και ήρθε, θα ηττηθούν και θα τιμωρηθούν. Εκείνοι του απάντησαν: «τοῦ Δαυίδ». Αυτό ήταν όλα όσα γνώριζαν. Και ο Κύριος Ιησούς ήταν από τη φυλή του Δαυίδ, άρα σύμφωνα με τον νόμο τους γιός του Δαυίδ. Αλλά, δείτε, ούτε ο ίδιος ο προφήτης Δαυίδ δεν φαντάστηκε τον Μεσσία ως γιό του μόνο εξ αίματος, αλλιώς δε θα Τον αποκαλούσε Κύριό του. Πού συνέβη ποτέ αυτό, ένας πρόγονος να αποκαλεί τον απόγονό του Θεό; Αλλά ο Δαυίδ με το πνεύμα του προείδε και γνώρισε τη διπλή φύση του Χριστού, την ανθρώπινη και τη θεϊκή, και Τον αποκάλεσε Κύριό του, και πάλι εν πνεύματι. Το μυστήριο της ενσαρκώσεως του Υιού του Θεού ο Δαυίδ με το προορατικό του πνεύμα το κατάλαβε πολύ καλύτερα από ό,τι οι Φαρισαίοι και οι Σαδδουκαίοι που έβλεπαν τον Χριστό μπροστά τους. Ο Χριστός ήταν να γεννηθεί από τη φυλή του, και γεννήθηκε κατά σάρκα από τη φυλή του, αφού η Υπεραγία Παρθένος Μαρία καταγόταν από τη φυλή του Δαυίδ· αλλά θα ερχόταν και ως προαιώνιος Υιός του Θεού με τη Θεϊκή Του φύση. Και έτσι ήρθε. Ο Κύριος αναφέρει τους λόγους του Δαυίδ όχι για να τους διορθώσει, αλλά για να τους επιβεβαιώσει. Όλα όσα προείδε και είπε ο Δαυίδ, ήταν ακριβή. Όλα έγιναν όπως είχαν γραφτεί. Ο υπεσχημένος από τον Θεό και αναμενόμενος από τους ανθρώπους Σωτήρας ήρθε στη γη και ως γιός του Δαυίδ και ως Υιός του Θεού. Μετά την Ανάσταση και την Ανάληψή Του πράγματι ἐκάθισεν ἐν δεξιᾷ τῆς μεγαλωσύνης ἐν ὑψηλοῖς (Ιωάν. α΄, 3). Και πράγματι όλοι Του οι εχθροί υποτάχθηκαν υπό τους πόδας Του. Και όχι μόνο αυτό, αλλά κυβέρνησε με την εξουσία Του υπεράνω πάσης ἀρχῆς καί ἐξουσίας καὶ δυνάμεως καὶ κυριότητος καὶ παντὸς ὀνόματος ὀνομαζομένου οὐ μόνον ἐν τῷ αἰῶνι τούτῳ, ἀλλά καὶ ἐν τῷ μέλλοντι (Εφεσ. α΄, 20-21). Τώρα πλέον αυτό είναι κοινό μυστικό, τότε ήταν κρυφή πραγματικότητα. Γι’ αυτό και ο Κύριος δε μιλά σαν από τη δική Του πλευρά, αλλά παραθέτει την προφητεία του Δαβίδ, που έπρεπε να είναι γνωστή στους Εβραίους. Βέβαια σ’ αυτούς ήταν γνωστό το γράμμα, οι λέξεις, και όχι η σημασία αυτών που γράφηκαν και ειπώθηκαν. Ακόμα ο Κύριος δεν τους λέει τίποτα εκ μέρους Του, αλλά τους ρωτά για τη σημασία των λόγων του νόμου, επειδή εκείνοι Τον ρώτησαν κάτι σχετικά με τον νόμο, δηλαδή: ποία ἐντολὴ μεγάλη ἐν τῷ νόμῳ; Εκείνος απάντησε άριστα στο ερώτημά τους, αλλά εκείνοι δεν μπορούσαν να Του απαντήσουν ούτε μία λέξη. Καὶ οὐδεὶς ἐδύνατο αὐτῷ ἀποκριθῆναι λόγον (Ματθ. κβ΄, 46). Φάνηκε έτσι ότι Αυτός γνωρίζει τον νόμο, ενώ εκείνοι όχι, αν και θεωρούσαν τους εαυτούς τους παντογνώστες στα θέματα του νόμου. Ο Κύριος γνώριζε όχι μόνο το γράμμα, αλλά και το πνεύμα και τη ζωή του νόμου, ενώ εκείνοι γνώριζαν μόνο το γράμμα του νόμου, χωρίς πνεύμα και ζωή· γι’ αυτό στην πραγματικότητα δε γνώριζαν τίποτα. Και αυτό που γνώριζαν ήταν μόνο για την καταστροφή τους και προς ζημία του λαού που τους άκουγε.
«Οὐδὲ ἐτόλμησέ τις ἀπ᾿ ἐκείνης τῆς ἡμέρας ἐπερωτῆσαι αὐτὸν οὐκέτι» (Ματθ. κβ΄, 46). Τους κυρίευσε φόβος από τη λογομαχία μαζί Του, αφού πάντα τους νικούσε. Έτσι δεν μπόρεσαν διά των λόγων να Τον παγιδεύσουν και να Τον δικάσουν. Γι’ αυτό τώρα εγκαταλείπουν τους λόγους και υιοθετούν τα αργύρια και τον χρυσό για να πληρώσουν τον Ιούδα και τους ψευδομάρτυρες. Και ό,τι δεν κατάφεραν με τον λόγο, θα το καταφέρουν με τα αργύρια και τον χρυσό. Μόνο που θα είναι πολύ θλιβερή γι’ αυτούς αυτή η πρόσκαιρη επιτυχία. Αφού αυτό το τελευταίο και βρωμερότερο μέσο θα φέρει το αντίθετο αποτέλεσμα, όπως έδειξαν και οι πειρασμοί μέσω των λόγων. Θα φέρει την τελευταία και ολοκληρωτική νίκη του Χριστού και σ’ εκείνους το ανεπιστρεπτί κτύπημα και αιώνια καταστροφή. Αφού μόλις τρεις ημέρες μετά που πλήρωσαν μισθοφόρους να συλλάβουν τον Χριστό και να μαρτυρήσουν ψευδώς εναντίον Του, θα πληρώνουν τους φρουρούς για να μην κοινοποιήσουν την Ανάσταση του Χριστού.
Χίλιες φορές να μη γεννηθείς ποτέ, παρά να γεννηθείς και να ξεσηκωθείς ενάντια στον Θεό.
Κάθε ένας που θέλει να ντροπιάσει τον Θεό, ντροπιάζει τον εαυτό του, ενώ στον Θεό δίνει την ευκαιρία να δοξαστεί περισσότερο. Και αυτό είναι υπέροχο (θέαμα) για τα μάτια μας. Του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού δόξα και ευχαριστία και νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς. Οσίου Ιουστίνου Πόποβιτς. Γέροντος Θαδδαίου της Βιτόβνιτσα, Περί αγάπης λόγοι, εκδ. Παρρησία, Αθήνα 2016
[1] Ματθ. κβ΄, 35-46
[2] «καὶ ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς δυνάμεώς σου», «καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου, καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν».
[3] Ο Θεός είναι το μεγαλύτερο αγαθό από όπου προέρχεται κάθε καλό και μακαριότητα. Το να ζεις με τον Θεό είναι στη δυστυχία η ευτυχία, στην πενία ο πλούτος, στην οδύνη η παραμυθία. Γι’ αυτό αγάπησέ Τον ως το μεγαλύτερο αγαθό και μακαριότητα για σένα, αγάπησέ Τον περισσότερο από κάθε πλάσμα, περισσότερο από τον πατέρα και τη μητέρα σου, περισσότερο από τη γυναίκα και τα παιδιά σου, και περισσότερο από τον ίδιο σου τον εαυτό (Τύχων του Ζαντόσκ).
[4] Κατάργησε μέσα σου κάθε διαχωρισμό· ας καταστεί ο άνθρωπος ενιαίος και ολόκληρος στραμμένος προς τον Θεό (Αγ. Ιγνάτιος Μπριαντσιανίνοφ, Λόγος 22 Περί Αναστάσεως).
Ο όσιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος παραθέτει αυτά τα υπέροχα παραδείγματα της αγάπης για τον πλησίον, που περιεκτικά και ξεκάθαρα εκφράζουν την ουσία της αγάπης. «Και γνωρίζω κάποιον», λέει, «που πότε έκλαιγε για τον τάδε ή πότε θρηνούσε για τον δείνα, πότε χτυπούσε το πρόσωπό και το στήθος του υπέρ κάποιου άλλου. Έμπαινε στη θέση του αμαρτωλού που αμάρτησε με τους λόγους ή τις πράξεις, σα να ήταν ο ίδιος που έπραξε κακώς κι όχι ο αδελφός του· και εξομολογείτο στον Θεό προσευχόμενος για να τον συγχωρέσει. Και γνωρίζω κάποιον άλλον που χαιρόταν πάρα πολύ για τα κατορθώματα εκείνων που αγωνίζονταν και τελειοποιούνταν στις αρετές, σα να ήταν πεπεισμένος ότι ο ίδιος θα λάβει ακόμα μεγαλύτερο έπαθλο για τον δικό τους αγώνα και τα κατορθώματα. Όσο δε για εκείνους που αμάρταναν είτε με τους λόγους είτε με τις πράξεις τους και επέμεναν στην αμαρτία, λυπόταν πολύ και στέναζε, έτσι που έβλεπε κανείς ότι αληθινά υπέρ εκείνων έπρεπε να απολογηθεί και να ριχτεί στην κόλαση. Και γνωρίζω και κάποιον άλλον, που επιθυμούσε πολύ να σωθούν οι αδελφοί του, έτσι που πολλές φορές με καυτά δάκρυα ικέτευε τον Θεό ή να σωθούν κι εκείνοι ή και ο ίδιος να παραδοθεί στα μαρτύρια μαζί τους. Το έκανε με διάθεση θεομίμητη και σύμφωνη με τον Μωσαικό νόμο· δεν ήθελε να σώσει μόνο τον εαυτό του, αφού είχε συνδεθεί μαζί τους με άγια αγάπη εν Πνεύματι Αγίω και ούτε στη βασιλεία των Ουρανών δεν ήθελε να μπει, αν ήταν να τους αποχωριστεί». Αυτό ονομάζει ο άγιος Συμεών «Θεοφόρο και τέλεια αγάπη έναντι του Θεού και του πλησίον» (Οσίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, Κατηχήσεις και Ευχαριστίαι, Λόγος Η΄).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου