ΤΟ ΘΕΙΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 11 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2021
ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ
(Ἑβρ. στ΄ 13 - 20)
Ξεσπάει θύελλα στὸ πέλαγος, ὁ ἄνεμος λυσομανᾶ καὶ τὸ κύμα ἀφρίζει, σκοτάδι παντοῦ καὶ παγωνιά. Ἕνα πλοῖο κλυδωνίζεται, ἀλλὰ μένει ἀμετακίνητο στὸ ἴδιο σημεῖο στὰ ἀνοιχτά της ἀκτῆς, ὅπου ἔχει ρίξει ἄγκυρα ἄροδο. Ὅσο κι ἂν τὸ χτυποῦν οἱ δυνάμεις τῆς φύσης, αὐτὸ δὲν κινδυνεύει, γιατί ἔχει ἰσχυρὴ ἄγκυρα. Κανεὶς καὶ τίποτε δὲν θὰ τὸ ἀνατρέψει. Μία τέτοια ἄγκυρα ἀποτελεῖ γιὰ τὸν Χριστιανὸ ἡ ἐλπίδα, ἡ ὁποία σώζει τὴν ψυχὴ καὶ ἀναπτερώνει τὸ ἀγωνιστικὸ φρόνημα. Μὲ τὴν ἐλπίδα ἀγκυρώνεται ὁ πιστὸς ἄνθρωπος στὸν Θεό.
Ὁ Θεός, γράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὴν σημερινὴ περικοπὴ ἀπὸ τὴν πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολή, ἐπειδὴ ἤθελε νὰ φανερώσει «τὸ ἀμετάθετόν τῆς βουλῆς αὐτοῦ» στοὺς κληρονόμους τῆς «ἐπαγγελίας», δηλαδὴ τῆς ὑπόσχεσής Του ὅτι θὰ στείλει τὴ λύτρωση μὲ τὸν ἀπεσταλμένο Του Μεσσία Χριστό, «ἐμεσίτευσεν ὅρκῳ», χρησιμοποίησε τὸν ὅρκο ὡς μέσο ἐπιβεβαίωσης, ἔτσι ὥστε μὲ δύο ἀμετακίνητα καὶ ἀμετάβλητα πράγματα, ποὺ εἶναι ἡ ὑπόσχεση καὶ ὁ ὅρκος, μὲ τὰ ὁποῖα εἶναι ἀδύνατον νὰ ψευσθεῖ ὁ Θεός, νὰ ἔχουμε ἰσχυρὴ «παράκληση», παρηγοριὰ καὶ ἐνδυνάμωση, ἐμεῖς ποὺ ἔχουμε καταφύγει στὴν ἐλπίδα ποὺ ἔχουμε μπροστά μας. Καὶ αὐτὴν τὴν ἐλπίδα τὴν κρατοῦμε ὡς «ἄγκυραν τῆς ψυχῆς ἀσφαλῆ τε καὶ βεβαίαν καὶ εἰσερχομένην εἰς τὸ ἐσώτερον τοῦ καταπετάσματος». Πόσο παρήγορα λόγια, μὲ τόσο βαθὺ νόημα! Ὁ Θεὸς Πατέρας ποὺ ἀγαπᾶ, προνοεῖ καὶ φροντίζει γιὰ ὅλα τὰ πλάσματά Του, ἰδιαίτερα γιὰ τὸν ἄνθρωπο ἐπιφυλάσσει τὰ μέγιστα ἀγαθά, «ἃ ὀφθαλμὸς οὐκ οἶδεν καὶ οὖς οὐκ ἤκουσεν καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη, ἃ ἠτοίμασεν ὁ Θεὸς τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν». Τὰ ἀγαθὰ τοῦ Παραδείσου εἶναι ἤδη ἕτοιμα! Ὅμως, γιὰ νὰ τὰ ἀποδεχθεῖ ὁ ἄνθρωπος ὡς μία μελλοντικὴ πραγματικότητα ὀφείλει νὰ πιστεύει καὶ νὰ ἐλπίζει μὲ τὴν βεβαιότητα καὶ τὴν ἀσφάλεια ποὺ παρέχει ὁ ἀδιάψευστος λόγος τοῦ Θεοῦ.
Ἡ ἐλπίδα εἶναι μία ἀπὸ τὶς τρεῖς κορυφαῖες θεολογικὲς ἀρετές. Ἡ τριάδα αὐτὴ ἀποτελεῖται ἀπὸ τὴν πίστη, τὴν ἐλπίδα καὶ τὴν ἀγάπη. Ἂς ἀκούσουμε τὸν βαθυστόχαστο Ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος τί λέγει γιὰ τὴν ἐλπίδα στὸν τριακοστὸ καὶ τελευταῖο λόγο του «περὶ ἀγάπης, ἐλπίδος καὶ πίστεως». «Ἡ ἐλπὶς εἶναι ἀδήλου πλούτου πλοῦτος», «εἶναι ἀσφαλὴς ἀπόκτηση θησαυροῦ, πρὶν ἀπὸ τὴν ἀπόκτησή του». Ἂς φανταστοῦμε ὅτι ἕνας πλούσιος ἄρχοντας μᾶς ἔχει ὑποσχεθεῖ ὅτι θὰ μᾶς χαρίσει ἕναν τεράστιο θησαυρό. Ἐμεῖς, ἐπειδὴ γνωρίζουμε ὅτι δὲν λέγει ψέματα, γεμάτοι χαρὰ καὶ προσδοκία ξεκινᾶμε νὰ τὸν παραλάβουμε. Πορευόμαστε μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι ὁ πλοῦτος αὐτός, ὁ ἀφανέρωτος ἀκόμη, θὰ γίνει δικός μας καὶ συνεχίζουμε. Συμπεριφερόμαστε σὰν νὰ ἔχουμε ἤδη ἀποκτήσει τὸν θησαυρό. Καὶ ὄντως τὸν ἔχουμε ἀποκτήσει. Ἡ ἐλπίδα εἶναι τὸ αἴτιο τῆς χαρᾶς μας, εἶναι ἡ προέκτασή μας στὸ μέλλον. «Αὐτὴ (ἡ ἐλπίδα)», συνεχίζει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης, «εἰκονίζει ἐμπρὸς μας τὰ πράγματα ποὺ εὑρίσκονται μακριά». Ἐδῶ πρέπει νὰ σημειώσουμε ὅτι ἡ ἐλπίδα συμβαδίζει μὲ τὴν πίστη, ἄλλωστε σύμφωνα μὲ τὸν ὁρισμὸ τῆς πίστης, τὸν ὁποῖο διατυπώνει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ἡ πίστη εἶναι «ἐλπιζομένων ὑπόστασις, πραγμάτων ἔλεγχος οὐ βλεπομένων». Ἐλπίζουμε ὅτι θὰ γευθοῦμε τὸν Παράδεισο, καὶ ἡ πίστη δίνει ὑπόσταση στὰ ἐλπιζόμενα ἀγαθά. Ἐλπίζουμε πράγματα τὰ ὁποῖα δὲν βλέπουμε καὶ ἡ πίστη τὰ σταθεροποιεῖ στὴν ψυχή μας, τὰ ἀποδεικνύει ὡς ὑπαρκτὰ καὶ ἀδιαμφισβήτητα, ἔστω καὶ ἂν δὲν τὰ βλέπουν τὰ μάτια μας πρὸς τὸ παρόν.
Ἡ ἐλπίδα εἶναι «ἀνάπαυση καὶ ἀνακούφιση ἀπὸ τοὺς κόπους. Σ’ αὐτὴν εἶναι δεμένοι οἱ πόνοι, σ’ αὐτὴν εἶναι κρεμασμένοι οἱ κόποι, αὐτὴν περικυκλώνει τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ», συνεχίζει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης. Εἶναι ἀλήθεια πὼς ἡ πνευματικὴ ζωὴ εἶναι δύσκολη, γιὰ νὰ μὴν ποῦμε ἀδύνατη, γιὰ τὸν κοσμικὸ τρόπο τοῦ σκέπτεσθαι. Ἔχει πόνους καὶ μόχθους, ἔχει ἱδρῶτες καὶ στερήσεις, ἔχει βάσανα καὶ πειρασμούς, εἶναι ἕνα ἀνηφορικὸ καὶ κακοτράχαλο μονοπάτι, σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν πλατεία ὁδὸ ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἀπώλεια. Ἡ ἐλπίδα, ὅμως, ἔρχεται νὰ ξεκουράσει τὸν ἀποκαμωμένο διαβάτη, ἀνακουφίζει τοὺς πόνους του καὶ δίνει ὤθηση στὴν ψυχή του νὰ συνεχίσει. Στὴν ἔσχατη ἀδυναμία τοῦ ἀνθρώπου ἔρχεται ἡ ἐλπίδα, τὴν ὁποία τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ στέλνει σὰν βάλσαμο στὶς πληγὲς ἀπὸ τὴν σκληρὴ ὁδοιπορία. Ἔτσι ἐξαφανίζεται ἡ φοβερὴ ἀκηδία, ἡ ἀμέλεια, ἡ λήθη, ἡ ἀδιαφορία, ἡ ψυχρότητα: «Ὁ εὔελπις μοναχός», γράφει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης, «εἶναι σφάκτης τῆς ἀκηδίας, τὴν ὁποία κατανικᾶ μὲ τὴ μάχαιρα τῆς ἐλπίδος». Ἡ ἐλπίδα «φονεύει τὴν ἀπόγνωση».
Εἶναι ὡστόσο ἡ ἐλπίδα μία «ἐγωιστικὴ ἀρετή», ἂν θὰ τολμούσαμε νὰ ποῦμε κάτι τόσο ἀνάρμοστο, ἐπειδὴ αὐτὸς ποὺ ἐλπίζει προσηλώνεται στὴν δική του σωτηρία καὶ ἀδιαφορεῖ γιὰ τὸν συνάνθρωπό του; Καθόλου δὲν συμβαίνει αὐτό, ἀλλὰ τὸ ἐντελῶς ἀντίθετο. Γιατί ἡ ἐλπίδα τοῦ Χριστιανοῦ εἶναι «ἡ θύρα τῆς ἀγάπης». Ὑπάρχει ἄμεση καὶ στενὴ σχέση ἀνάμεσα στὴν ἐλπίδα καὶ στὴν ἀγάπη. Μὲ τὴν ἐλπίδα ξεκλειδώνεται ἡ καρδιά, ἐλευθερώνεται ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὰ δεσμὰ τοῦ ἐγωισμοῦ καὶ τῆς φιλαυτίας καὶ ἀνοίγεται πρὸς τὸν ἄλλον. Θέλει νὰ τοῦ μεταδώσει τὴν δική του χαρὰ καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσει στὴν πρόγευση τῶν οὐρανίων ἀγαθῶν, ὅπως τὴν βιώνει ὁ ἴδιος. Ἡ ἐλπίδα δὲν εἶναι «ἀτομική», ἀλλὰ κοινωνικὴ ἀρετή, εἶναι γεμάτη ἀπὸ κατανόηση τοῦ πόνου τοῦ πλησίον, γεμάτη ἀπὸ ἔλεος, αὐταπάρνηση καὶ θυσία. Ἀντίθετα, «ἔλλειψη τῆς ἐλπίδος σημαίνει ἀφανισμὸς τῆς ἀγάπης». Ὁ ἀπελπισμένος δὲν ἀγαπᾶ, ἀλλὰ μισεῖ πρῶτα τὸν ἑαυτό του καὶ ὕστερα ὅλους τους ἄλλους. Ἀπελπισία, ἀδιαφορία καὶ ἐχθρότητα, νὰ ἡ πρόγευση τῆς κόλασης ποὺ βιώνει ἡ δυστυχισμένη κοινωνία μας στὶς ἡμέρες μας.
Τὸ νὰ ἐλπίζεις σὲ κάτι καλὸ προϋποθέτει ὅτι ἔχεις γνωρίσει ἔστω ἐν μέρει τὸ καλὸ αὐτό, διαφορετικὰ ἡ ἐλπίδα γίνεται ἀσθενικὴ καὶ τρεμοσβήνει. Προηγεῖται ἡ ἐμπειρία τῆς ἐλπίδος. Γι’ αὐτὸ ὁ ἅγιος Ἰωάννης γράφει: «Ἡ ἐλπίδα γεννᾶται ἀπὸ τὴν γεύση καὶ τὴν ἐμπειρία τῶν δώρων τοῦ Κυρίου. Διότι αὐτὸς ποὺ δὲν τὰ γεύθηκε ἔχει δισταγμούς». Συμπεραίνουμε, λοιπὸν, ὅτι καὶ ἡ ἐλπίδα εἶναι δῶρο Θεοῦ στὸν καλοπροαίρετο ἄνθρωπο ποὺ μὲ εἰλικρίνεια λαχταρᾶ τὴν σωτηρία του. Ὁ Θεὸς βλέπει τὴν ἀγαθή του ψυχὴ καὶ τοῦ χαρίζει μία πρόγευση τῶν οὐρανίων ἀγαθῶν, γιὰ νὰ φουντώσει μέσα στὸν ἄνθρωπο αὐτὸν ἡ ἐλπίδα γιὰ τὰ ἀγαθὰ αὐτά. Ἀντίθετα ὁ στερημένος καὶ ὁ ἄγευστος θείας Χάριτος διστάζει καὶ κλονίζεται.
Τέλος, ἐμεῖς οἱ Χριστιανοὶ ποὺ ζοῦμε σήμερα μαῦρες ἡμέρες, ποὺ τὸ σκοτάδι εἶναι ψηλαφητὸ καὶ κανένα φῶς δὲν ἀχνοφαίνεται στὸν ὁρίζοντα, ἂς κραυγάσουμε στὸν Πανοικτίρμονα Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό: «Χριστέ μας, Ἐσὺ ποὺ εἶπες ὅτι θὰ εἶσαι μαζί μας ὅλες τὶς ἡμέρες μέχρι συντελείας τοῦ αἰῶνος, χάρισέ μας ἐλπίδα, διῶξε τὸ σύννεφο τῆς ἀπόγνωσης, διάλυσε τὸ σκοτάδι τοῦ Διαβόλου καὶ ὁδήγησέ μας στὸ φῶς τοῦ Προσώπου Σου!» Ἀμήν, γένοιτο!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου