ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ΛΟΥΚΑ
Απόστολος: Β΄ Κορ. στ΄1-10
Ευαγγέλιο: Λουκ. ζ΄11-16
6 Οκτωβρίου 2019
«Μη κλαίε» (Λουκ. ζ΄13)
Όσο κι αν η θυσία του Χριστού και η χριστιανική πίστη έχουν απαλύνει την σκληρότητα του θανάτου, δεν παύει αυτός να είναι ένα λυπηρό γεγονός στη ζωή του ανθρώπου. Ο ίδιος ο Κύριος συγκινήθηκε βαθιά και δάκρυσε, καθώς προχωρούσε προς τον τάφο του Λαζάρου. Ο απόστολος Παύλος δεν καταδικάζει τη λύπη, που φυσιολογικά νιώθουμε για τον θάνατο προσφιλών μας προσώπων. Συνιστά μόνο, εμείς οι Χριστιανοί, να μην λυπούμαστε όπως λυπούνται οι άπιστοι.
Στο σημερινό ευαγγέλιο ακούσαμε για τη χήρα της Ναΐν που έχασε τον μονάκριβο γιο της. Προηγουμένως είχε χάσει και τον σύζυγό της. Τώρα συνοδεύει το νεκρό παιδί της στην τελευταία του, επί γης, κατοικία, στον τάφο.
Σπαράζει η μητρική της καρδιά. Ποτάμι τα δάκρυα τρέχουν από τα μάτια της.
Ποιος θα μπορούσε να την παρηγορήσει και να στεγνώσει τα δάκρυά της; Οι κάτοικοι της Ναΐν συμμετείχαν στον πόνο της. Πολύς κόσμος συνόδευε το νεκρικό φέρετρο. Πολλοί θα ήταν και εκείνοι που έκλαιγαν, εκφράζοντας με τον τρόπο αυτό την ειλικρινή συμπόνια και συμπαράσταση προς την πονεμένη μάνα.
Καθώς, όμως, η πένθιμη πορεία προχωρούσε, έξω από την πόλη, φθάνοντας στην πύλη, είδαν μια άλλη πορεία πολλών ανθρώπων να έρχονται προς το μέρος τους. Τα πρόσωπα αυτών των ανθρώπων ήταν χαρούμενα και φωτεινά και έρχονταν σε κτυπητή αντίθεση προς τη νεκρική πομπή. Στο κέντρο της νέας αυτής πορείας βρισκόταν το γλυκύτατο πρόσωπο του Κυρίου.
Μαζί Του προχωρούσαν, εκτός από τους δώδεκα μαθητές, και ένα μεγάλο πλήθος άλλων ανθρώπων. Ήταν οι αυτόπτες μάρτυρες των θαυμάτων Του και οι αυτήκοοι μάρτυρες των λόγων Του. Αυτοί που είχαν πειστεί ότι ο Κύριος ήταν ο «προσδοκώμενος» Μεσσίας, ο λυτρωτής του λαού, και τον οποίον ακολουθούσαν με χαρά.
Συναντιούνται, λοιπόν, οι δύο αυτές ομάδες ανθρώπων στην πύλη της
πόλης. Ο Χριστός, που γνώριζε τον σκοπό, για τον οποίο ήρθε στη Ναΐν,
προχώρησε προς την πένθιμη πορεία, είδε τη χαροκαμένη μάνα, κατανόησε
πλήρως τον πόνο της, στάθηκε κοντά της και με φωνή στοργική και σπλαχνική
είπε: «μη κλαίε», σταμάτα να κλαις. Πλησίασε το φέρετρο και το έπιασε,
αναγκάζοντας αυτούς που το κουβαλούσαν να σταματήσουν. Μαζί τους
σταμάτησε και η υπόλοιπη ομάδα των ανθρώπων της νεκρικής πομπής, ίσως
έκπληκτοι και απορημένοι. Έμειναν όλοι να παρακολουθούν με δέος, το τι θα
ακολουθούσε. Και τότε δυνατή και καθαρή ακούστηκε η φωνή του χορηγού
της ζωής, του παντοδύναμου Θεανθρώπου: «Νεανίσκε, σοί λέγω, εγέρθητι».
Αυτή η φωνή, την ίδια στιγμή, διεπέρασε το υλικό σύμπαν και έφθασε
στο χώρο των πνευμάτων, όπου βρισκόταν η ψυχή του νέου, η οποία κάνοντας
υπακοή στη θεϊκή προσταγή, αμέσως, επανήλθε στο νεκρό σώμα. Και ο νέος,
εντελώς υγιής, αναστήθηκε, ανακάθισε στο φέρετρο και άρχισε να μιλά.
Κατάπληκτοι έμειναν όλοι μπροστά στο ανέλπιστο αυτό γεγονός. Και
κάτι περισσότερο. Σαν να αισθάνθηκαν την ώρα εκείνη ζωντανή την παρουσία
του Θεού ανάμεσα τους. Ένιωσαν φόβο ιερό αλλά και απόλυτο σεβασμό προς
το πρόσωπο του Χριστού. Και όλοι, φυσικά περισσότερο απ’ όλους η πονεμένη
αλλά χαρούμενη τώρα μητέρα, δόξαζαν τον Θεό και τον ευχαριστούσαν.
Αστραπιαία διαθόθηκε το θαύμα σε όλη την περιοχή και πιθανότατα πολλοί
από τις γύρω πόλεις και χωριά να έρχονταν στη Ναΐν, για να δουν και να
μιλήσουν με τον αναστημένο νέο. Έτσι σε όλους ενισχυόταν η πίστη ότι οι
ψυχές ζουν μετά θάνατον και ότι τα νεκρά σώματα μπορούν να αναστηθούν με
τη δύναμη του Θεού.
Πράγματι, αγαπητοί μου, οι ψυχές των κεκοιμημένων μας δεν
πεθαίνουν, δεν εξαφανίζονται, δεν καταλήγουν στο μηδέν και την ανυπαρξία,
όπως πιστεύουν οι αιρετικοί και οι άπιστοι. Ζουν και υπάρχουν στην άλλη,
αιώνια ζωή, περιμένοντας την ανάσταση των σωμάτων. Αυτή τη μεγάλη αλήθεια
επικυρώνουν πολλές αγιογραφικές μαρτυρίες. Όταν π.χ. ανήγγειλαν στον
Ιακώβ, ότι, τάχα, ένα άγριο θηρίο κατασπάραξε τον γιο του Ιωσήφ, μέσα στον
μεγάλο του πόνο έλεγε: «Το πένθος θα με καταβάλλει. Θα πεθάνω και θα
κατεβώ στον Άδη, εκεί όπου βρίσκεται το παιδί μου, ο Ιωσήφ» (Γεν. 37,35).
Στην παραβολή του πλουσίου και του φτωχού Λαζάρου ο Κύριος μάς
διδάσκει ότι και τα δύο πρόσωπα της παραβολής ζούσαν με πλήρη
αυτοσυνειδησία, ο μεν Λάζαρος μακάριος, στους κόλπους του Αβραάμ, ο δε
πλούσιος, βασανιζόμενος, στον Άδη. Και οι δύο παρακολουθούσαν και
γνώριζαν, όπως φαίνεται από τα λόγια του πλουσίου, όλα όσα συνέβαιναν στη
γη (Λουκ. 16,19-31). Αλλά και κατά τη Μεταμόρφωση του Κυρίου, στο όρος
Θαβώρ, παρουσιάστηκαν ένδοξοι ο Θεόπτης Μωυσής και ο προφήτης Ηλίας,
ως εκπρόσωποι των δικαίων της Παλαιάς Διαθήκης (Ματθ. 17,3).
Ο Κύριος, κατά την ώρα της σταύρωσής Του, είπε στον μετανοημένο
ληστή: «Σήμερον μετ’ εμού έση εν τω παραδείσω» (Λουκ. 23,43), εννοώντας ότι
το σώμα σε λίγο θα νεκρωθεί, η ψυχή, όμως, θα ζει και θα ευφραίνεται στον
Παράδεισο. Ο ευαγγελιστής Ιωάννης, στο φοβερό βιβλίο της Αποκαλύψεως,
μιλά για τις ψυχές των μαρτύρων της πίστης, που ζούσαν κοντά στο ουράνιο
θυσιαστήριο, στον θρόνο του Θεού(Αποκ. 5,11-13 και 6,9-11).
Αδελφοί μου,
Αυτή είναι η καθαρή και παρήγορη αλήθεια. Οι ψυχές των
κεκοιμημένων μας ζουν. Αυτή η πίστη απαλύνει την σκληρότητα του θανάτου
και γεμίζει γλυκιά παρηγοριά τις καρδιές που πενθούν. Νοηματοδοτεί την
παρούσα ζωή μας και μας προετοιμάζει για την επερχόμενη, την αιώνια.
Γεώργιος Σαββίδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου