ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΤΗΣ Γ ́ ΚΥΡ. ΤΟΥ ΛΟΥΚΑ
(Λουκ. Ζ ́, 11–16)
Ἡ συνάντηση τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου. Αὐτὸς θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι ὁ τίτλος στὸ Εὐαγγέλιο τῆς Γ ́ Κυρ. τοῦ Λουκά, ἀγαπητοί ἀδελφοί. Ἡ μὲν ζωὴ εἶναι ὁ Χριστός· «’Εγὼ εἰμὶ ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή», εἶπε ὁ ἴδιος· «ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ κἂν ἀποθάνῃ, ζήσεται», συμπλήρωσε, (Ἰωάν. 11, 25–26).
Ὁ δὲ θάνατος δηλώνεται στὴν περικοπὴ μὲ τὸν νεκρὸ νεανίσκο. Δὲν εἶναι παραβολικὸς ὁ λόγος τῆς περικοπῆς μας. Εἶναι διήγηση πραγματικοῦ γεγονότος, ποὺ συνέβη στὴν εἴσοδο τῆς πόλεως Ναΐν τῆς Ἰουδαίας.
Ἡ συνάντηση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ μὲ τὸν θάνατο εἶχε τὸ ἀποτέλεσμα ποὺ ἔχει ἡ συνάντηση μεταξὺ φωτὸς καὶ σκότους: τὸ σκότος, ὅσο πυκνὸ κι ἂν εἶναι, μὲ τὴν ἐμφάνιση τοῦ φωτὸς διαλύεται αὐτομάτως καὶ ἐξαφανίζεται.
Ἔτσι ἐξαφανίσθηκε κι ὁ θάνατος ἀπὸ τὸ νεκρὸ παιδὶ τῆς πόλεως Ναΐν, μὲ τὴν ἐμφάνιση τοῦ Χριστοῦ καὶ μὲ τὸ κυριαρχικό του πρόσταγμα....
Μιλοῦμε τώρα γιὰ τὸν φυσικὸ θάνατο, τὸν χωρισμὸ δηλ. τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ σῶμα· γιατὶ ὑπάρχει καὶ ὁ πνευματικὸς θάνατος, ὁ χωρισμὸς δηλ. τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Θεό. Ὁ φυσικὸς λοιπὸν θάνατος, γιὰ ὅποιον ἀκούει τὸν λόγον τοῦ Χριστοῦ καὶ πιστεύει σ’ ἐκεῖνον ποὺ τὸν ἀπέστειλε, εἶναι– καθὼς ὁ Χριστὸς τὸ βεβαιώνει– πέρασμα ἀπὸ τὸν θάνατο στὴν ζωή· «ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὅτι ὁ τὸν λόγον μου ἀκούων καὶ πιστεύων τῷ πέμψαντί με ἔχει ζωὴν αἰώνιον καὶ εἰς κρίσιν οὐκ ἔρχεται, ἀλλὰ μεταβέβηκεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν»(Ιωάν. 5,24).
Ἀλλ’ ἔχει ὑποστεῖ τόση φθορά, τόση ἀλλοίωση τὸ φρόνημα πολλῶν ἐκ τῶν σημερινῶν χριστιανῶν, ποὺ ἀντὶ νὰ πιστεύουν στὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ, ὅτι δηλ. πεθαίνοντας οἱ ἄνθρωποι «διαβαίνομεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν», πιστεύουν σ’ ἐκεῖνα ποὺ λένε «οἱ ἀντικείμενοι ἐπὶ πάντα Θεὸν ἢ σέβασμα», (β’ Θεσ. β 4), ὅτι δηλ. πεθαίνοντας, μεταβαίνουμε ἀπὸ τὴν ζωὴ στὸν θάνατο. Σημεῖο καὶ τοῦτο τῶν καιρῶν, νὰ μετακινοῦνται οἱ πιστοὶ «ἀπὸ τῆς ἐλπίδος τοῦ Εὐαγγελίου» (Κολ. 1, 23).
Τέλος πάντων, στὴν εἰσοδο τῆς πόλεως Ναΐν, ὁ Χριστὸς μὲ τοὺς μαθητὲς
του καὶ μὲ ἄλλους πολλοὺς ἀκόμη, συνάντησαν μιὰ κηδεία. Εἶχε πεθάνει
ἕνα παιδί, γυιὸς μονογενὴς τῆς μητέρας του, ἡ ὁποία ἦταν χήρα. Ὁ
κλαυθμὸς καὶ ὁ ὀδυρμὸς πολύς. Ἡ μητέρα εἶχε θάψει τὸν ἄνδρα της πρὶν
ἀπὸ λίγα χρόνια, τώρα πάει νὰ θάψει δίπλα του καὶ τὸ παιδί τους...
Ἀνθρώπινο εἶναι νὰ λυπούμαστε, ὅταν ἀποχωριζόμαστε ἀγαπητά μας
πρόσωπα... . Καθὼς μιλοῦμε τώρα γιὰ θλίψη καὶ πόνο ἐξ’ αἰτίας τοῦ
θανάτου, σκέπτεται κανεὶς πόσο πόνο ἔφερε στὸν κόσμο ἡ παρακοὴ τῶν
πρωτοπλάστων. Διὰ τῆς παρακοῆς ἐκείνων «ἡ ἁμαρτία εἰς στὸν κόσμον
εἰσῆλθε καὶ διὰ τῆς ἁμαρτίας ὁ θάνατος» (Ῥωμ. 5,12).
Ὁ Θεὸς ἔκαμε τὸν κόσμον κι ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο, ἀλλά «θάνατον οὐκ
ἐποίησεν». Κι ὄχι μόνον δὲν ἔκαμε θάνατο ὁ Θεός, ἀλλὰ καὶ οἰκονόμησε,
μὲ τὴν ἀποστολὴ τοῦ μονογενοῦς Υἱοῦ του στὸν κόσμο, τὴν ἐλευθερία μας
ἀπὸ τὴν δουλεία στὸ κράτος τοῦ θανάτου καὶ τοῦ διαβόλου.
Ὁ ἐρχομὸς τοῦ Λυτρωτοῦ, τὸ πρόσωπό του καὶ τὸ ἔργο του, εἶχαν
προαναγγελθεῖ ἀπὸ τοῦς Προφῆτες μὲ κάθε λεπτομέρεια. Γι’ αὐτὸ καὶ
ὅταν ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστὴς ἔστειλε γιὰ νὰ μάθει ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ, ἂν
αὐτὸς ἦταν ὁ «ἐρχόμενος» ἢ ἔπρεπε νὰ περιμένουν κάποιον ἄλλον, ὁ
Χριστὸς ἀπάντησε μὲ τὰ λόγια τῶν Προφητῶν : «ἀπαγγείλατε Ἰωάννη ἅ
ἀκούετε καὶ βλέπετε· τυφλοὶ ἀναβλέπουσι καὶ χωλοὶ περιπατοῦσι, λεπροὶ
καθαρίζονται ...νεκροὶ ἐγείρονται καὶ πτωχοὶ εὐαγγελίζονται» (Ματ. 11,
4–5).
Στὴν συνάντηση τῆς Ναΐν ὁ Ἰησοῦς σπλαγχνίσθηκε τὴν πενθοῦσα καὶ
κλαίουσα μητέρα καὶ τῆς εἶπε: «Μὴ κλαῖε». Ὁ Μεσσίας, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί,
σκύβει σπλαχνικὰ καὶ ἀνορθώνει τὸν «κατεῤῥαγμένο ἄνθρωπο»· δὲν ἦρθε
–καὶ δὲν ἔρχεται– ὡς τιμωρὸς νὰ προσθέσει πόνο καὶ θλίψη στοὺς
ἀνθρώπους, ὅπως δυστυχῶς, νομίζουνε πολλοί, καὶ στὸν πόνο τους ἀπάνω,
δὲν ξέρουν τὶ λένε ἐναντίον τοῦ Θεοῦ... Οἱ πιστοὶ ξέρουμε, πὼς ὁ Υἱὸς τοῦ
Θεοῦ ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος, ὑπέμεινε ἑκούσια Σταυρὸν καὶ θάνατον
ἐπονείδιστον, γιὰ νὰ πατήσει καὶ καταργήσει «τὸν ἔσχατον ἐχθρὸν μας,
τὸν θάνατον καὶ νὰ μᾶς χαρίσει τὴν ζωή.
Ὁ Χριστὸς πλησίασε κι ἀκούμπησε τὸ χέρι του στὸ φέρετρο. Οἱ
«βαστάζοντες» σταμάτησαν καὶ ὁ Χριστὸς εἶπε στὸ νεκρὸ παιδί:
«Νεανίσκε, παιδὶ μου, σὲ σένα μιλῶ, σήκω ἐπάνω». Κι ὁ λόγος του ἔγινε
«ἔργον εὐθύς»: «καὶ ἀνεκάθισεν ὁ νεκρός καὶ ἤρξατο λαλεῖν». Μόνον ὁ
Θεός μιλάει μὲ τόση ἐξουσία· καὶ μόνον ὁ λόγος του ἔχει μιά τόσο
ἀποτελεσματικὴ δραστικότητα.
Ἑπόμενον ἦταν, ἕνα τόσο μεγάλο θαῦμα νὰ κάμει κατάπληξη σὲ ὅλους
ποὺ ἦσαν ἐκεῖ καὶ νὰ τοὺς πιάσει φόβος. Ὅταν συνῆλθαν, δόξαζαν τὸν
Θεὸ καὶ ἔλεγαν, ὅτι προφήτης μέγας φανερώθηκε ἀνάμεσά τους, καὶ ὅτι,
στὸ πρόσωπό του, ὁ Θεὸς ἐπισκέφθηκε τὸν λαό του.
Ἀδελφοί, τὸ μυστήριον τοῦ θανάτου εἶναι «ὄντως φοβερώτατον» καὶ ὡς
τέτοιο δὲν ὡραιοποιεῖται, ὅ,τι κι ἂν σᾶς ποῦμε ἐμεῖς παρηγορητικό. Ὅμως
εἶναι ἀνάγκη οἱ πιστοὶ νὰ ἀντιληφθοῦμε καὶ νὰ ζήσουμε οὐσιαστικότερα
τὴν εὐαγγελικὴ διδασκαλία· νὰ ἀγαπήσουμε καὶ νὰ ἐγκολπωθοῦμε τὸ
μήνυμα τῆς καλῆς ἀγγελίας ποὺ μᾶς δόθηκε, καὶ ποὺ δὲν εἶναι ἁπλῶς –
αὐτὸ τὸ μήνυμα κι αὐτὴ ἡ ἀγγελία– λόγος παρηγοριᾶς ἀπέναντι στὸν
πόνο καὶ στὸν θάνατο, ἀλλ’ εἶναι στάση ζωῆς ἀπέναντι σὲ αὐτὰ τὰ
ζητήματα. «Ὁ Χριστὸς δὲν μᾶς προσφέρει ἕναν δρόμο ποὺ παρακάμπτει
τὴν ὀδύνη, ἀλλ’ ἕναν δρόμο ποὺ περνᾶ μέσα ἀπ’ αὐτήν», γράφει
σύγχρονος ἐπιφανὴς θεολόγος (Κάλλιστος Γουέαρ).
Τὴν ἡμέρα τοῦ Πάσχα, ἀλλὰ καὶ κάθε Κυριακή, λέμε κι ἐπαναλαμβάνουμε,
ὅτι «ἦλθε διὰ τοῦ Σταυροῦ (=τοῦ Σταυρικοῦ θανάτου τοῦ Χριστοῦ) χαρὰ
ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ». Γιατὶ ἦλθε χαρὰ στὸν κόσμο, ἀφοῦ ὁ σταυρὸς εἶναι
σταυρός, καὶ ὁ θάνατος εἶναι θάνατος; Ἦλθε χαρὰ, διότι ὁ Χριστὸς
«σταυρὸν ὑπομείνας δι’ ἡμᾶς θανάτῳ θάνατον ὤλεσεν». Τὸ βράδυ τῆς
Ἀναστάσεως γιορτάζουμε τὸν θρίαμβο τῆς ζωῆς ἐπὶ τοῦ θανάτου. Δὲν
μποροῦμε οἱ Χριστιανοὶ νὰ μὴ μετέχουμε σὲ αὐτὸ τὸ πανηγύρι τῆς χαρᾶς,
νὰ μὴν συνεορτάζουμε μὲ τὴν Ἐκκλησία καὶ τοὺς Ἁγίους της τὸ γεγονός,
ὅτι ὁ θάνατος πατήθηκε καὶ ἐξολοθρεύθηκε «θανάτῳ».
Τὴν θλίψη τοῦ θανάτου, ἀγαπητοί, ἔτσι κι ἀλλοιῶς, δὲν θὰ τὴν
ἀποφύγουμε στὸν βίο. Ἂς τὴν γλυκάνουμε λοιπόν, μὲ τὴν χαρά, ὅτι
«θανάτου τὸ κέντρον (=τὸ κεντρὶ) καὶ ᾋδου τὸ νῖκος ἐλήλαται», διότι ὁ
«Χριστὸς ἐγήγερται», ἀπαρχὴ τῶν κεκοιμημένων γενόμενος, (Α ́ Κορ. 15,
20). ΑΜΗΝ.
Πρωτοπρ. Λάμπρος Τσιάρας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου