ΚΥΡΙΑΚΗ Ζ΄ ΛΟΥΚΑ – 27 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2019
(Λκ. η΄ 41-56)
Τό σημερινὸ Εὐαγγέλιο, ἀγαπητοὶ ἀδελφοὶ, μᾶς διηγεῖται δύο μεγάλα θαύματα ποὺ πραγματοποίησε ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Τό ἕνα ἦταν ἡ ἀνάσταση τῆς θυγατέρας τοῦ Ἰαείρου καὶ τό ἄλλο ἡ θεραπεία τῆς αἱμορροούσης γυναῖκας. Ὁ Ἰάειρος, σύμφωνα μὲ τό ἱερὸ κείμενο, γεμᾶτος πόνο, γονατιστός «παρεκάλει τόν Κύριον εἰσελθεῖν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ, ὅτι θυγάτηρ μονογενὴς ἦν αὐτῷ ὡς ἐτῶν δώδεκα καὶ αὕτη ἀπέθνῃσκεν», παρακαλοῦσε τόν Κύριο νὰ μπῆ στὸ σπίτι του, διότι ἡ δωδεκαετὴς μοναχοκόρη του ἦταν ἐτοιμοθάνατη. Παρακαλοῦσε νὰ μπῆ στὸ σπίτι του ὁ Κὺριος τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου, ὁ μόνος δυνατὸς καὶ εὔσπλαγχνος. Καὶ παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι στὸ μεταξὺ τό κορίτσι πέθανε, ὁ Χριστὸς ἦλθε στὸν τόπο ὅπου βρισκόταν ἡ νεκρὴ καὶ μπροστὰ στοὺς γονεῖς της καὶ σὲ τρεῖς μαθητές Του τήν ἀνέστησε. Τῆς χάρισε καὶ πάλι τὴ ζωή, τήν παρέδωσε στοὺς γονεῖς της, ποὺ ἡ καρδιά τους εἶχε πλημμυρίσει ἀπὸ ἀνέκφραστη χαρὰ καὶ εὐτυχία, διότι ἡ εὐεργεσία ποὺ τούς ἔκανε ὁ Κύριος ἦταν ἀνεκτίμητη.
Τό δεύτερο θαῦμα, ἡ θεραπεία τῆς αἱμορροούσης γυναῖκας, πραγματοποιεῖται στὸ διάστημα ὅπου ὁ Χριστὸς βάδιζε πρὸς τό σπίτι τοῦ Ἰαείρου. Ἡ δυστυχισμένη γυναῖκα «προσελθοῦσα ὄπισθεν ἥψατο τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ» καὶ ἀμέσως ἀπέκτησε τήν ὑγεία της. Ἐπὶ δώδεκα χρόνια κατέφευγε στοὺς γιατρούς, ἀλλὰ κανεὶς δὲν κατόρθωνε νὰ τήν ἀπαλλάξη ἀπὸ τήν ἀρρώστια της. Καὶ ἦλθε ἡ στιγμὴ ποὺ ἐπιστράτευσε ὅλη τὴ δύναμη τῆς πίστεώς της καὶ αὐτὸ ἦταν ἀρκετὸ γιὰ νὰ ἀγγίξη τήν ἄκρη τοῦ ἱματίου τοῦ Κυρίου καὶ νὰ θεραπευθῆ. Τό θαῦμα πραγματοποιήθηκε μυστικά, ὅμως τό φανερώνει ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ὄχι γιὰ νὰ ἱκανοποιήση τόν ἐγωϊσμὸ Του, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἐπαινέση τὴ μεγάλη πίστη τῆς γυναῖκας, μιὰ πίστη ποὺ σώζει καὶ θαυματουργεῖ: «θάρσει θύγατερ, ἡ πίστις σου σέσωκέσε σε, πορεύου εἰς εἰρήνην». Εἶναι ἡ ὡραιότερη προτροπὴ πρὸς τήν θεραπευθεῖσα. Νὰ πορεύεται ἐν εἰρήνῃ, πρὸς τὴν εἰρήνη καὶ τή χαρὰ ποὺ ἐξασφαλίζει ἡ ἐν Χριστῷ ζωῇ τοῦ ἀνθρώπου.
Καὶ στὰ δύο θαύματα φανερώνεται ἡ θεία δύναμη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἐμεῖς ὅμως θὰ σταματήσουμε στὸ σημεῖο ἐκεῖνο τοῦ Εὐαγγελίου, τό ὁποῖο μᾶς μιλᾶ γιὰ τὴ θεραπεία τῆς αἱμορροούσης γυναῖκας, ὅπου καὶ φαίνεται καθαρὰ πὼς ἡ ζωντανὴ πίστη ἐπιτελεῖ θαύματα. Ἐνῶ βάδιζε ὁ Χριστὸς γιὰ νὰ μπῆ στὸ σπίτι τοῦ Ἰαείρου, ἡ ταλαιπωρημένη ἀπὸ τήν ἀρρώστια γυναῖκα, ἄγγιξε τόν Κύριο καὶ ὅπως τό περίμενε ἔγινε ἀμέσως καλά. Ὅταν ὁ Ἰησοῦς τό ἀντιλήφθηκε εἶπε: «Τίς ὁ ἁψάμενος μου;», ποιὸς μέ ἀκούμπησε; Τὴν ἐρώτηση αὐτὴ τὴν ἔκανε τὴν στιγμὴ ποὺ «οἱ ὄχλοι συνέπνιγον αὐτόν». Οἱ γύρω του Τὸν κοίταξαν παραξενεμένοι καὶ τοῦ εἶπαν: «Δάσκαλε, τά πλήθη τοῦ λαοῦ σ’ ἔχουν περικυκλωμένο, σὲ συνθλίβουν καὶ σὺ λές, ποιὸς μέ ἄγγιξε;» «Καὶ ὅμως κάποιος μὲ ἄγγιξε μὲ ἕναν τρόπο ἐντελῶς ξεχωριστό», ἐπιμένει ὁ Κύριος. Ὅταν ἡ γυναῖκα εἶδε ὅτι δὲν διέφυγε τήν προσοχή, ἦλθε φοβισμένη, ἔπεσε στὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ καὶ εἶπε μπροστὰ σὲ ὅλους τήν αἰτία, γιὰ τήν ὁποία Τόν ἄγγιξε καὶ πὼς ἀμέσως θεραπεύθηκε.
Τό ἰδιαίτερο ποὺ ὑπῆρχε στὴν προσέγγιση τῆς πονεμένης ἐκείνης γυναῖκας τό φανερώνουν ὁλοζώντανα οἱ λίγες λέξεις ποὺ χρησιμοποιεῖ ὁ εὐαγγελιστὴς γιὰ νὰ περιγράψη τὴ σκηνή: «Προσελθοῦσα ὄπισθεν ἥψατο τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ». Τὸ κῦμα τοῦ ὄχλου ἄνοιγε ἐμπρὸς στὸν Ἰησοῦ καὶ πύκνωνε πίσω Του καὶ ἡ λέξη «ὄπισθεν» δείχνει περισσότερη προσπάθεια, κυρίως ὅμως φανερώνει σεβασμὸ καὶ δέος. Ἄρρωστη γυναῖκα αὐτή, ἔσκυψε μέσα στὸ πλῆθος, γιὰ νὰ ἀγγίξη τήν ἄκρη τῶν ἱματίων τοῦ Κυρίου. Τό ἔκανε αὐτό, διότι δὲν ἔνοιωθε τόν ἑαυτὸ της ἄξιο νὰ κάνη κάτι ἄλλο, νὰ γονατίση ἐπὶ παραδείγματι μπροστὰ στὸν Ἰησοῦ, νὰ τοῦ μιλήση, νὰ τόν παρακαλέση, νὰ πιάση τό χέρι Του. Μὲ αὐτὸ τόν τρόπο ἄγγιξε ἡ αἱμορραγοῦσα τόν Ἰησοῦ, μὲ ἕνα ἀπέραντο δέος. Γι’ αὐτό, παρ’ ὅλο ποὺ αὐτὴ ἡ ἐπικοινωνία δὲν εἶχε στὴν ἀρχὴ κανένα διάλογο, ἦταν στὰ ἀλήθεια συγκλονιστικὴ καὶ ἀποτελεσματικὴ καὶ ἡ γυναῖκα τήν ἔνοιωσε μὲ ἕναν τρόπο μοναδικό: «καὶ ἀμέσως σταμάτησε ἡ αἱμορραγία της», μᾶς λέει τό ἱερὸ κείμενο. Ἀλλὰ καὶ ὁ Κύριος αἰσθάνθηκε ἔντονα τό γεγονός: «Ἥψατό μού τις», εἶπε, «ἐγὼ γὰρ ἔγνων δύναμιν ἐξελθοῦσα ἀπ’ ἐμοῦ».
Ἡ αἱμορραγοῦσα, πιστεύοντας στὴ δύναμη τοῦ Χριστοῦ, τόν ἄγγιξε μὲ δέος καὶ κατάνυξη καὶ Αὐτὸς τήν κοίταξε γεμᾶτος συμπόνια. Θὰ μποροῦσε αὐτὴ τὴ στιγμή ὁ Κύριος, στρέφοντας τό βλέμμα Του πάνω μας, νὰ συναντήση στὸ πρόσωπο μας, στὴν ψυχή μας, κάποιον ποὺ νὰ Τόν ἄγγιξε σήμερα, αὐτὴ τὴ βδομάδα, αὐτὸν τόν χρόνο, μὲ τό δέος τῆς αἱμορραγούσης; Δυστυχῶς ἡ θρησκευτικὴ μας συνείδηση ἔχει ἀπογυμνωθεῖ ἀπὸ τόν σεβασμὸ ποὺ πρέπει νὰ δείχνουμε ἀπέναντι στὸ Θεό. Ἔχουμε ἐξοικειωθεῖ πάρα πολὺ μὲ τά ἅγια πράγματα. Πιάνουμε τήν Ἁγία Γραφὴ καὶ τήν ἀνοίγουμε σὰν νὰ ἦταν ἕνα ὁποιοδήποτε βιβλίο. Ἀκοῦμε τόν λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ μετὰ τόν ξεχνᾶμε, ὅπως τά τόσα ἀλλὰ ποὺ ἀκοῦμε καθημερινῶς. Κοινωνοῦμε τά Ἄχραντα Μυστήρια, δηλαδὴ δὲν ἀγγίζουμε ἁπλῶς τόν Κύριο, ἀλλὰ Τόν ὑποδεχόμαστε μέσα μας. Στὴ συνέχεια ὅμως ξαναγυρίζουμε στὰ παλιὰ μας πάθη, στὶς ἐπιπόλαιες συζητήσεις, στὸ κουτσομπολιό, στὶς φωνὲς καὶ τούς θυμούς καὶ ἀφήνουμε τήν ἀντιπάθεια νὰ πλημμυρίση τήν καρδιὰ μας καὶ τὶς κακὲς μας συνήθειες νὰ μᾶς διευθύνουν. Μοιάζουμε σὰν τά πλήθη τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου. Τρέχουμε πίσω ἀπὸ τόν Ἰησοῦ, χωρὶς ὅμως νὰ κατορθώνουμε νὰ ἔχουμε μιὰ προσωπικὴ καὶ ἀποτελεσματικὴ ἐπαφὴ μὲ Αὐτόν. Συμβαίνει δὲ αὐτὸ, διότι δὲν Τόν πλησιάζουμε μὲ τέτοιο τρόπο ὥστε νὰ μπορῆ νὰ πῆ καὶ γιὰ μᾶς: «ἥψατό μού τίς», καὶ αὐτὸ ὀφείλεται στὴν ἀτονία τῆς θρησκευτικῆς μας ζωῆς ποὺ ἔχει ἀπογυμνωθεῖ ἀπὸ πίστη.
Ἡ γνήσια καὶ ζωντανὴ πίστη εἶναι τό γνώρισμα τῶν εὐλαβικῶν ψυχῶν, αὐτῶν ποὺ προσεγγίζουν μὲ ὅλη τήν ἀνθρώπινη ὑπάρξη τούς τό Θεό. Ἡ εὐλάβεια εἶναι γνήσιος φόβος Θεοῦ, σεμνός, ἐσωτερικὸς. Γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ ἀναπτύξουμε μέσα μας αὐτὴ τή γνήσια πίστη καὶ συνείδηση μᾶς χρειάζεται ἡ σιωπή, ἡ περισυλλογή, ἡ παρατεταμένη σιωπηλὴ ἐνατένιση τοῦ μυστηρίου τοῦ Θεοῦ. Κάτι ἀπ’ αὐτὸ ποὺ οἱ ἀσκηταὶ ὀνομάζουν «θέα τοῦ Θεοῦ». Δὲν εἶναι τόσο εὔκολο, ἰδιαίτερα γιὰ μᾶς ποὺ ζοῦμε στὸν πυρετὸ τῆς σημερινῆς ζωῆς. Ἡ σιωπὴ μᾶς φαίνεται πολυτέλεια ἢ ἄσκοπη σπατάλη χρόνου. Ὅμως συμβαίνει νὰ μιλοῦμε, ἀλλὰ δὲν ὑπάρχουμε. Ἔχουμε χάσει τήν ἀληθινὴ αἴσθηση τοῦ Θεοῦ μέσα στὰ ἀτελείωτα λόγια μας περὶ Θεοῦ. Ὁ Χριστὸς εἶναι παρὸν στὰ χείλη μας ἀλλ’ ὄχι στὴν καρδιά μας. Γι’ αὐτὸ μᾶς χρειάζεται μιὰ σιωπὴ ἤρεμη, βαθιὰ καὶ ἀπαραίτητη, ἡ σιωπὴ τῆς περισυλλογῆς γιὰ καλλιέργεια τοῦ σεβασμοῦ καὶ ἀγάπης γιὰ το Θεό. Δὲν ἀρκεῖ νὰ περιορίζουμε τήν προσευχὴ μας σὲ αἰτήσεις ἢ ἔστω σὲ εὐχαριστίες. Ἡ Ἐκκλησία ὅταν προσεύχεται ἀρχίζει διαφορετικὰ: «Ἄναρχε, ἀόρατε, ἀκατάληπτε…». Ἀρχίζει μέ δέος γιὰ τό μεγαλεῖο τοῦ Θεοῦ καὶ καταλήγει σὲ δοξολογία: «ὅτι σὸν τὸ κράτος…», «σὸν γὰρ ἐστι τὸ ἐλεεῖν καὶ σῴζειν…». Ἔτσι καὶ ἡ δικὴ μας σιωπὴ ἂς γεμίζει ἀπὸ τήν αἴσθηση τοῦ μεγαλείου τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ μεταβάλλεται σὲ ὕμνο καὶ δοξολογία. Τό εὐλαβικὸ δέος εἶναι αὐτὸ ἀπὸ τό ὁποῖο ξεκινᾶ ἡ προσωπικὴ πίστη, δυνατὴ καὶ ἱκανὴ νὰ ἀποσπᾶ τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ μᾶς σώζη.
Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μᾶς συμβουλεύει: «γύμναζε σε αὐτὸν πρὸς εὐσέβειαν». Αὐτὸ σημαίνει πὼς ἔχουμε ἱερὸ χρέος νὰ γυμνάζουμε συνέχεια τόν ἑαυτὸ μας στὴν εὐσέβεια καὶ στὴν ἄσκηση τῆς ἁγίας ζωῆς τοῦ Χριστοῦ. Ἡ εὐλάβεια θὰ μᾶς φέρη κοντὰ στὸν Χριστὸ καὶ θὰ μᾶς ἑνώση μὲ Αὐτόν. Γι’ αὐτὸ ἂς φροντίζουμε νὰ καλλιεργοῦμε τήν εὐλάβεια μὲ κάθε τρόπο καὶ ἂς ἐπιδιώκουμε πάντοτε νὰ «λατρεύωμεν εὐαρέστως τῷ Θεῷ μετὰ αἰδοῦς καὶ εὐλαβείας». Ἀμὴν.
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου