ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ ΛΟΥΚΑ 1-11-2015
Η παραβολὴ τοῦ πλουσίου καὶ τοῦ φτωχοῦ Λαζάρου μᾶς ὑπενθυμίζει τὴν ὀδύνη στὴν ὁποία καταλήγουν οἱ ἄσπλαχνοι πλούσιοι. Κάποιος ἄνθρωπος, λέει ἡ παραβολή, ἦταν πλούσιος, καὶ φοροῦσε πανάκριβα ἐνδύματα, ζῶντας καθημερινὰ μέσα σὲ λαμπρὴ πολυτέλεια. Ὑπῆρχε ὅμως καὶ ἕνας φτωχός, ὀνόματι Λάζαρος, ὁ ὁποῖος ἦταν ξαπλωμένος κοντὰ στὴν πύλη τοῦ πλουσίου, ὑποσιτισμένος καὶ μὲ πυορροῦσες πληγές, ποὺ τὰ σκυλιὰ ἔρχονταν καὶ ἔγλειφαν.
Πλῆρες χάσμα ὑπῆρχε μεταξὺ τοῦ πλουσίου καὶ τοῦ φτωχοῦ Λαζάρου. Ὁ πρῶτος παραχόρταινε καθημερινά, ἐνῶ ὁ Λάζαρος στερεῖτο καὶ τῆς ἐλάχιστης στοιχειώδους τροφῆς. Ὁ πλούσιος ἔλαμπε ἀπὸ τὴν πορφύρα καὶ τὰ μεταξωτὰ ποὺ φοροῦσε, ἐνῶ ὁ Λάζαρος, πληγωμένος καὶ ἑλκωμένος, εἶχε τὰ ξεσχισμένα ράκη του γεμάτα ἀπὸ βρωμιὰ καὶ δυσωδία. Ὁ πλούσιος καθόταν σὲ θρόνο περικυκλωμένος ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν ὑπηρετῶν, ἐνῶ ὁ Λάζαρος ἦταν ξαπλωμένος κάτω στὸ ἔδαφος μὴ ἔχοντας κάποιον οὔτε γιὰ νὰ ἀπομακρύνει τὰ σκυλιὰ ποὺ τὸν τριγύριζαν. Κάποτε ἀπέθανε ὁ φτωχὸς Λάζαρος καὶ προφανῶς δὲν ἀξιώθηκε οὔτε ταφῆς. Μεταφέρθηκε ὅμως ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους στὸν κόλπο τοῦ Ἀβραάμ, στὴ χώρα δηλαδὴ τῶν ζώντων, στὴν κατοικία τῶν αἰώνια εὐφραινομένων, στὸν τόπο τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν. Πέθανε ἔπειτα καὶ ὁ πλούσιος καὶ ἐτάφη. Ἀλλά, φεῦ, βρέθηκε στὸν Ἅδη, τὸν τόπο τῶν βασάνων. Ἀπὸ μακρυὰ εἶδε τὸν Ἀβραὰμ καὶ τὸν Λάζαρο σὲ κατάσταση ἀναψυχῆς καὶ ἀνέσεως καὶ εὐφροσύνης. Καὶ τόλμησε νὰ ζητήσει ἔλεος: «πατέρα Ἀβραάμ», φώναξε, «ἐλέησόν με καὶ στεῖλε τὸν Λάζαρο, νὰ βυθίσει τὸ ἄκρο τοῦ δακτύλου του στὸ νερὸ καὶ νὰ δροσίσει τὴ γλῶσσα μου· γιατὶ ὑποφέρω μέσα σ’ αὐτὴ τὴ φλόγα». Περιόρισε ὁ πλούσιος τὴν παράκληση στὸ πολὺ ἐλάχιστο, γιατὶ δὲν εἶχε τὸ θάρρος νὰ ζητήσει τίποτε παραπάνω, ὄντας αὐτοκατάκριτος γιὰ τὴν ἀσπλαχνία ποὺ ἐπέδειξε στὴν ἐπίγεια ζωή του.
Δὲν ἱκανοποιεῖται ὅμως τὸ αἴτημά του: «τέκνο», τοῦ λέει ὁ Ἀβραάμ, «θυμήσου ὅτι σὺ ἀπολάμβανες τὰ ἀγαθά σου στὴ ζωή, καὶ ὁ Λάζαρος ὁμοίως τὰ κακά· τώρα ὅμως αὐτὸς ἀναψύχεται καὶ εὐφραίνεται καὶ σὺ ὑποφέρεις». Μὲ αὐτή του τὴν ἀπάντηση δείχνει ὁ Ἀβραὰμ ὅτι αὐτὸς ποὺ στὴν ἐπίγειο ζωὴ μένει προσκολλημένος στὶς ἡδονὲς καὶ τὶς ἀπολαύσεις καὶ κάνει κατάχρηση τῶν χρημάτων καὶ τοῦ πλούτου του, δὲν θὰ λάβει μισθό· γιατὶ ἀντὶ γιὰ μισθὸ ἔχει τὴν ἐπίγειο εὐπορία καὶ καλοπέραση. Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο, καὶ ἐκεῖνος ποὺ ἐπὶ τῆς γῆς κατατρύχεται ἀπὸ τὴ φτώχεια καὶ τὴν ἀσθένεια καὶ τὰ ὑπομένει γενναία, χωρὶς μεμψιμοιρίες, ἔχει ὡς ἀνταπόδοση τὴν εὐφροσύνη τῶν οὐρανῶν.
Ἀλλ’ «ἐκτὸς ἀπ’ ὅλα αὐτά», συνεχίζει ὁ Ἀβραάμ, «ἀνάμεσα σ’ ἐμᾶς καὶ σὲ σᾶς ὑπάρχει μεγάλο χάσμα, τὸ ὁποῖο οὔτε ἐμεῖς οὔτε ἐσεῖς μπορεῖτε νὰ διαβεῖτε». Λέγει δηλαδὴ πρὸς αὐτὸν ὁ Ἀβραὰμ ὅτι, ἐπειδὴ προτίμησες τὸν ἀπολαυστικὸ καὶ ἄνετο καὶ πρόσκαιρο βίο ἀντὶ γιὰ τὸν ἐγκρατῆ, τώρα δίκαια σὲ κυρίευσε ὀδύνη καὶ θλίψη καὶ στενοχώρια. Ἐπειδὴ ὅμως καὶ πρὸς τοὺς φτωχοὺς δὲν εἶχες καμμιὰ κοινωνία μὲ τὴν ἐλεημοσύνη, οὔτε ἔδωσες τὸ περίσσευμά σου πρὸς ἀναπλήρωση τοῦ ὑστερήματος ἐκείνων, ἀλλ’ ἔμεινες ἐντελῶς ἀκοινώνητος πρὸς ὅσους εἶχαν ἀνάγκη, ἀπομακρυσμένος ἀπὸ αὐτοὺς ὅπως εἶναι ἀπομακρυσμένη ἀπὸ τὴν ἀρετὴ ἡ κακία, γι’ αὐτὸ τώρα ἀνάμεσα σ’ ἐμᾶς ποὺ ἔχουμε ζήσει μὲ ἀρετὴ καὶ σ’ ἐσᾶς ποὺ ἔχετε ζήσει μὲ ἀσπλαχνία ὑπάρχει μεγάλο καὶ ἀδιάβατο χάσμα, ὥστε νὰ μὴν μποροῦμε ποτὲ νὰ μεταβοῦμε ὁ ἕνας πρὸς τὸν ἄλλο.
Ἡ παραβολὴ τούτη δὲν ἀποτελεῖ ἀπροϋπόθετη κατάκριση τοῦ πλούτου. Ἄλλωστε καὶ ὁ Ἀβραὰμ ἦταν πλούσιος σφόδρα, ὅμως διέφερε ἀπὸ τὸν πλούσιο τῆς παραβολῆς. Καὶ διέφερε διότι θεωροῦσε ἀνώτερη ἀπὸ τὸν πλοῦτο τὴν ἀρετή, τὴ φιλοθεΐα, τὴν εὐσπλαγχνία καὶ τὴ φιλοξενία, γι’ αὐτὸ ὄχι μόνο σώθηκε, ἀλλὰ καὶ ἔγινε τόπος τῶν σωζομένων. Ἐπειδὴ λοιπὸν κανενὸς ἡ ζωὴ δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὰ περισσεύματα τῶν ὑπαρχόντων του, ὅποιος ἔχει κάτι ποὺ τοῦ περισσεύει ἂς τὸ δίνει σὲ ἐκείνους ποὺ δὲν ἔχουν, εἰσαγόμενος μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο στὸν κλῆρο τοῦ πατέρα τῶν σωζομένων, τοῦ Ἀβραάμ, ἐνῶ οἱ φτωχοὶ ἂς μιμοῦνται τὴν καρτερία τοῦ Λαζάρου, κερδίζοντας μὲ τὴν ὑπομονὴ καὶ τὴν ταπείνωση τὴν εἴσοδο στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ὅπου ἐπικρατεῖ χαρὰ καὶ ἀπόλαυση καὶ θυμηδία ἔνθεη καὶ ἀτελείωτη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου