ΜΗΝΥΜΑ

ΓΙΑ ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΑΚΩΝ, ΕΟΡΤΩΝ ΚΑΙ ΑΓΙΩΝ ΔΕΙΤΕ ΤΙΣ ΕΤΙΚΕΤΕΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑ

Πέμπτη 3 Σεπτεμβρίου 2015

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΔ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

(Μθ. 22, 2-14)

Στὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο ὁ Κύριος μᾶς λέει ὅτι στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν προσκεκλημένοι εἶναι ἅπαντες οἱ ἄνθρωποι. Παρόλα αὐτὰ δὲν ἀνταποκρίνονται ἅπαντες στὴν πρόσκληση. Ἀνταποκρίνονται μόνο ὅσοι ἔχουν ἀρχοντικὴ καρδία˙ τηροῦν δηλαδὴ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ καὶ ἀγαποῦν τὸν συνάνθρωπό τους. Καὶ αὐτὸ γίνεται μέσα ἀπὸ κόπο καὶ ἀποφασιστικότητα.


Ὁ δρό­μος τῆς ζω­ῆς μας μπο­ρεῖ νὰ εἶ­ναι στε­νὸς ἢ εὐ­ρύ­χω­ρος. Τρα­χὺς ἢ ἄ­νε­τος. Γε­μά­τος δυ­σκο­λί­ες ἢ γε­μά­τος ἀ­πο­λαύ­σεις. Ἡ ἐ­πι­λο­γὴ εἶ­ναι ἀ­πο­κλει­στι­κὰ καὶ μό­νο δι­κή μας, ἀλ­λὰ πρέ­πει νὰ γνω­ρί­ζου­με ὅ­τι στὴν αἰ­ώ­νι­α ζω­ὴ θὰ κα­ταν­τή­σου­με μό­νο μέ­σα ἀ­πὸ τὸν στε­νὸ δρό­μο. Καὶ αὐ­τὸς ὁ στε­νὸς δρό­μος ἀ­φο­ρᾶ στὴν ἀ­γά­πη ποὺ πρέ­πει νὰ ἔ­χου­με τό­σο πρὸς τὸν Θε­ό, ὅ­σο καὶ με­τα­ξύ μας. Σύμ­φω­να μὲ τὸν ἅ­γι­ο Μά­ξι­μο τὸν Ὁ­μο­λο­γη­τὴ ἡ πρὸς τὸν Θε­ὸ ἀ­γά­πη ἀ­φο­ρᾶ στὴν ἀ­γα­θὴ δι­ά­θε­ση τῆς ψυ­χῆς. Ὅ­ποιος τὴν κα­τέ­χει δὲν προ­τι­μᾶ κα­νέ­να ἀ­πὸ τὰ δη­μι­ουρ­γή­μα­τα πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ τὸν δη­μι­ουρ­γὸ Θε­ό. Εἶ­ναι δὲ ἀ­δύ­να­το νὰ τὴν ἀ­πο­κτή­σει ὁ ἄν­θρω­πος, ὅ­ταν βρί­σκε­ται προ­σκολ­λη­μέ­νος στὰ εὐτελῆ πράγ­μα­τα. Ἐ­κεῖ­νος ποὺ ἀ­γα­πᾶ λοι­πὸν τὸν Θε­ό, ζεῖ βί­ο ἀγ­γε­λι­κὸ πά­νω στὴ γῆ, τη­ρῶν­τας τὶς ἐν­το­λές˙ ἀ­γα­πᾶ τοὺς συ­ναν­θρώ­πους του καὶ ζεῖ συνειδητὰ μέσα στοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας, ἐξομολογεῖται, ἀγωνίζεται πνευματικά, προ­σεύ­χε­ται.

Τοι­ου­το­τρό­πως, ἡ ἀ­γά­πη πρὸς τὸν Θε­ὸ εἶ­ναι ἄ­με­σα συν­δε­δε­μέ­νη μὲ τὴν ἀν­τί­στοι­χη πρὸς τὸν πλη­σί­ον. Αὐ­τὸς μά­λι­στα ποὺ ἰ­σχυ­ρί­ζε­ται ὅ­τι ἀ­γα­πᾶ τὸν Θε­ό, τὴ στιγ­μὴ ποὺ μι­σεῖ τὸν ἀ­δελ­φό του, κα­τὰ πῶς μᾶς δι­δά­σκει ὁ εὐ­αγ­γε­λι­στὴς Ἰ­ω­άν­νης, εἶ­ναι ψεύ­της. Καὶ εἶ­ναι ψεύ­της δι­ό­τι, ἐ­νῷ δὲν ἀ­γα­πᾶ τὸν συ­νάν­θρω­πό του, τὸν ὁ­ποῖ­ο ἔ­χει δί­πλα του, ἰ­σχυ­ρί­ζε­ται ὅ­τι ἀ­γα­πᾶ τὸν Θε­ὸ ποὺ δὲν βλέ­πει. Ὁ Θε­ός, ὅ­μως, ἀ­γα­πᾶ­ται δι­ὰ μέ­σου τῆς τή­ρη­σης τῶν ἐν­το­λῶν του καὶ βέ­βαι­α τῆς ἀ­γά­πης πρὸς τοὺς ἀν­θρώ­πους. Αὐ­τὴ ἡ ἀ­γά­πη πρὸς τοὺς ἀν­θρώ­πους εἶ­ναι ἡ πραγ­μα­τι­κὴ καὶ θυ­σι­α­στι­κὴ ὑ­πὲρ τοῦ ἄλ­λου, τοῦ φί­λου ἢ καὶ τοῦ ἐ­χθροῦ, καὶ ὄ­χι ὁ συ­ναι­σθη­μα­τι­σμὸς ὑ­πὲρ τῶν οἰ­κεί­ων καὶ ὑ­πὲρ ὅ­σων μᾶς εὐ­ερ­γε­τοῦν. Κά­θε ἄλ­λη ἐ­πι­λο­γὴ ποὺ ἀ­πορ­ρί­πτει τὴν κα­τὰ Θε­ὸν ἀ­γά­πη ἀ­πο­δει­κνύ­ε­ται λαν­θα­σμέ­νη καὶ ἀ­ξι­ο­θρή­νη­τη. Μᾶς λέ­ει ὁ ἱ­ε­ρὸς Χρυ­σό­στο­μος ὅ­τι ἡ ἀ­γά­πη ποὺ εἶναι ἰδιοτελὴς μοιά­ζει μὲ τὸ φῶς τοῦ λυ­χνα­ριοῦ, ποὺ συν­τη­ρεῖ­ται μὲ τὸ λά­δι, ἢ ἀ­κό­μα, μοιά­ζει μὲ τὸν χεί­μαρ­ρο, ποὺ τρέ­χει μό­νο ὅ­ταν βρέ­χει, ἐ­νῷ ξη­ραί­νε­ται ὅ­ταν στα­μα­τή­σει ἡ βρο­χή. Ὅ­μως ἡ ἀ­γά­πη ποὺ προ­έρ­χε­ται ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸ εἶ­ναι σὰν τὴν πη­γὴ ποὺ ἀ­να­βλύ­ζει καὶ πο­τὲ δὲν στα­μα­τά­ει ἡ ρο­ή της˙ καὶ τοῦ­το δι­ό­τι μό­νο ὁ Θε­ὸς εἶ­ναι ἡ πη­γὴ τῆς ἀ­γά­πης.

Εἶ­ναι μα­κά­ρι­ος, λοι­πόν, ὁ ἄν­θρω­πος ἐ­κεῖ­νος ποὺ ἔ­χει τὴν ἀ­γά­πη τοῦ Θε­οῦ, για­τὶ ὄν­τας ὁ Θε­ὸς ἀ­γά­πη, ὁ ἄν­θρω­πος μέ­νει «ἐν τῷ Θε­ῷ». Ἐκεῖνος ποὺ ἔ­χει ἀ­γά­πη ὑ­πε­ρέ­χει, χά­ρι­τι Θε­οῦ, ἀ­πὸ ὅ­λους. Ἐ­κεῖ­νος ποὺ ἔ­χει ἀ­γά­πη δὲν φο­βᾶ­ται, δι­ό­τι, σύμ­φω­να μὲ τὸν εὐ­αγ­γε­λι­στὴ Ἰ­ω­άν­νη «ἡ ἀ­γά­πη ἔ­ξω βάλ­λει τὸν φό­βον». Ἐκεῖνος ποὺ ἔ­χει ἀ­γά­πη δὲν ἀ­πο­στρέ­φε­ται πο­τὲ κα­νέ­να, οὔ­τε μι­κρό, οὔ­τε με­γά­λο, οὔ­τε ἔν­δο­ξο, οὔ­τε ἄ­δο­ξο, οὔ­τε φτω­χό, οὔ­τε πλού­σι­ο, ἀλ­λὰ βλέ­πει εἰς ἅ­παν­τας τὴν εἰ­κό­να τοῦ Θε­οῦ καὶ τοὺς συμ­πε­ρι­φέ­ρε­ται τὸ ἴ­διο˙ μὲ τα­πεί­νω­ση καὶ μὲ μα­κρο­θυ­μί­α. Ἐκεῖνος ποὺ ἔ­χει ἀ­γά­πη δὲν ἀ­λα­ζο­νεύ­ε­ται ἐ­ναν­τί­ον κα­νε­νός, δὲν ὑ­πε­ρη­φα­νεύ­ε­ται, κα­νέ­να δὲν κα­κο­λο­γεῖ, ἐ­νῷ ὅ­σους τὸν κα­κο­λο­γοῦν τοὺς συγ­χω­ρεῖ καὶ προ­σεύ­χε­ται ὑ­πὲρ αὐ­τῶν. Ἐκεῖνος ποὺ ἔ­χει ἀ­γά­πη δὲν σκέ­φτε­ται μὲ πα­νουρ­γί­α ἐ­ναν­τί­ον τοῦ ἀ­δελ­φοῦ του. Ἐ­κεῖ­νος ποὺ ἔ­χει ἀ­γά­πη δὲν πα­ρορ­γί­ζε­ται, δὲν φουν­τώ­νει ἀ­πὸ ὀρ­γή, δὲν χαί­ρε­ται γιὰ τὴν ἀ­δι­κί­α ποὺ γί­νε­ται, δὲν ψεύ­δε­ται, κα­νέ­ναν δὲν θε­ω­ρεῖ ἐ­χθρό του, πα­ρὰ μό­νο τὸν Διά­βο­λο. Ἐ­κεῖ­νος ποὺ ἔ­χει ἀ­γά­πη ὅ­λα τὰ ὑ­πο­μέ­νει, εἶ­ναι εὐ­ερ­γε­τι­κὸς καὶ πρᾶος ἔ­ναν­τι ὅ­λων. 

Ἐ­κεῖ­νος ποὺ ἔ­χει ἀ­γά­πη δὲν πα­ρα­βλέ­πει τὸν ἀ­δελ­φὸ στὴν ἀ­νάγ­κη του, δὲν ζη­λεύ­ει, δὲν φθο­νεῖ, δὲν κα­τα­τρέ­χει κα­νέ­να, δὲν χαί­ρε­ται μὲ τὴν πτώ­ση τῶν ἄλ­λων, δὲν ἐ­ξευ­τε­λί­ζει αὐ­τὸν ποὺ ἔ­πε­σε σὲ σφάλ­μα, ἀλ­λὰ συμ­πά­σχει μα­ζί του, τοῦ συμ­πα­ρα­στέ­κε­ται καὶ τὸν ἀ­να­κου­φί­ζει. Ἐ­κεῖ­νος ποὺ ἔ­χει ἀ­γά­πη ἀ­γω­νί­ζε­ται νὰ τη­ρή­σει τὸ θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ, καὶ ἀ­πο­δει­κνύ­ει τὸν ἑ­αυ­τό του ὡς ἀ­λη­θι­νὸ μα­θη­τὴ τοῦ ἀ­γα­θοῦ Δε­σπό­τη, ὁ ὁ­ποῖ­ος δι­α­κή­ρυ­ξε ὅ­τι «ἐ­ὰν ὑ­μεῖς μεί­νη­τε ἐν τῷ λό­γῳ τῷ ἐ­μῷ, ἀ­λη­θῶς μα­θη­ταί μού ἐ­στε». Καὶ ὁ γνήσιος μαθητὴς τοῦ Κυρίου εἶναι ὄντως πολίτης τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου