ΚΥΡΙΑΚΗ Α΄ ΛΟΥΚΑ
(Λκ. 5, 1-11)
Τὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα ἀποτελεῖ τρόπον τινὰ συνέχεια τοῦ εὐαγγελίου τῆς περασμένης Κυριακῆς, στὸ ὁποῖο ἀκούσαμε πὼς ὅποιος θέλει νὰ ἀκολουθήσει τὸν Κύριο πρέπει νὰ ἀπαρνηθεῖ τὸν ἑαυτό του. Τὸ σημερινὸ μᾶς λέει πὼς οἱ ψαράδες τῆς λίμνης Γεννησαρὲτ ἀπαρνήθηκαν τὸν ἑαυτό τους, ἀκολούθησαν τὸν Χριστὸ καὶ ἔγιναν μαθητὲς καὶ ἀπόστολοί του.
Ὁ Κύριος, βρισκόμενος στὴν ὄχθη τῆς λίμνης Γεννησαρέτ, εἶδε δύο πλοῖα, καὶ τοὺς ψαράδες ποὺ ἐπέβαιναν σὲ αὐτὰ νὰ ἔχουν κατέβει καὶ νὰ πλένουν τὰ δίχτυά τους. Ἀφοῦ ὁ ἴδιος ἀνέβηκε στὸ πλοῖο ποὺ ἀνῆκε στὸν Σίμωνα Πέτρο, δίδασκε τὰ πλήθη. Τελειώνοντας τὴν ὁμιλία του ζήτησε ἀπὸ τὸν Σίμωνα νὰ ἀνοιχθεῖ στὰ βαθειὰ καὶ ἐκεῖ νὰ ρίξει τὰ δίχτυα γιὰ ψάρεμα. Ὁ Πέτρος, ὅμως, ἀπόρησε, διότι ψάρευε ὅλη νύκτα καὶ δὲν εἶχε πιάσει τίποτα. Παρόλα αὐτὰ ἔκανε ὑπακοὴ στὸν Κύριο: «ἐπὶ δὲ τῷ ρήματί σου χαλάσω τὸ δίκτυον». Καὶ τότε ἔγινε τὸ θαῦμα. Τὰ ψάρια ποὺ πιάστηκαν ἦταν τόσα πολλὰ ποὺ καὶ τὰ δύο πλοῖα δυσκολεύτηκαν νὰ τὰ μεταφέρουν. Δέος καὶ θαυμασμὸς κατέλαβε τότε τὸν Πέτρο καὶ τοὺς ἄλλους ψαράδες: «Βγὲς Κύριε ἀπὸ τὸ πλοῖο μου», εἶπε στὸν Χριστό, «διότι εἶμαι ἄνθρωπος ἁμαρτωλός». Καὶ ὁ Κύριος τὸν καθησύχασε· «μὴ φοβᾶσαι», τοῦ λέγει, «ἀπὸ τώρα καὶ στὸ ἑξῆς θὰ ψαρεύεις ἀνθρώπους». Ὕστερα ἀπὸ αὐτό, ἀφοῦ τράβηξαν τὰ πλοῖα τους στὴ στεριά, ἄφησαν τὰ πάντα καὶ ἀκολούθησαν τὸν Κύριο.
Τὸ περιστατικὸ τῆς θαυμαστῆς ἁλιείας, ἡ κλήση τῶν μαθητῶν καὶ ἡ ὑπακοή τους, ἀποτελοῦν γιὰ ἐμᾶς παράδειγμα, ἀλλὰ καὶ ὑπόδειξη γιὰ τὴ στάση ποὺ θὰ πρέπει νὰ τηροῦμε ἀπέναντι στὸν Χριστό.
Ὅταν οἱ μαθητὲς ἄκουσαν τὸ κάλεσμά του, ἦταν στὴ μέση τῆς ἐργασίας. Καὶ ὅμως δὲν ἀνέβαλαν τὴν ἀνταπόκριση στὸν Χριστό. Δὲν εἶπαν: «Ἅμα γυρίσουμε στὸ σπίτι, θὰ μιλήσουμε μὲ τοὺς δικούς μας, καὶ ἔπειτα ἀποφασίζουμε περὶ τοῦ πρακτέου». Ἀλλὰ τὰ ἄφησαν ὅλα καὶ τὸν ἀκολούθησαν. Τέτοια ὑπακοὴ ζητᾶ ἀπὸ ἐμᾶς ὁ Χριστός, ὥστε οὔτε ἕνα δευτερόλεπτο ἀναβολὴ νὰ μὴν κάνουμε, ἀκόμα κι ἂν μᾶς βιάζει κάτι ἀπὸ τὰ ἀπαραίτητα.
Εἶναι ἄξιοι θαυμασμοῦ οἱ ἁπλοϊκοὶ ἁλιεῖς, ἐπειδὴ παρ’ ὅλο ποὺ ἀκόμα δὲν εἶχαν δεῖ ἀπὸ τὸν Κύριο κανένα θαυμαστὸ σημεῖο, πίστεψαν σὲ τόσο μεγάλη ὑπόσχεση καὶ θεώρησαν δευτερεύοντα τὰ πάντα σὲ σχέση μὲ τὸ ἀκολουθεῖν αὐτόν. Γιατὶ μὲ ὅποια λόγια πείστηκαν οἱ ἴδιοι, πίστεψαν ὅτι μὲ αὐτὰ θὰ μποροῦσαν καὶ ἄλλους νὰ πείσουν.
Οἱ ἁλιεῖς ποὺ ἐκάλεσε ὁ Κύριος ἦταν φτωχοὶ ἄνθρωποι. Ἐκεῖ στὴν ὄχθη τῆς λίμνης Γεννησαρὲτ τοὺς βρῆκε νὰ ράβουν τὰ δίχτυά τους. Τόσο μεγάλη ἦταν ἡ φτώχεια τους, ὥστε νὰ διορθώνουν τὰ χαλασμένα, ἐπειδὴ δὲν μποροῦσαν ν’ ἀγοράσουν ἄλλα. Δὲν ἦταν καὶ αὐτὸ μικρὸ δεῖγμα ἀρετῆς, ἡ ἀγόγγυστη δηλαδὴ ὑπομονὴ στὴ φτώχεια, ἡ ἀπόκτηση τῆς τροφῆς ἀπὸ τίμιο μόχθο, ὁ σύνδεσμος μεταξύ τους μὲ τὴ δύναμη τῆς ἀγάπης, τὸ νὰ ἔχουν μαζὶ τὸν πατέρα τους καὶ νὰ τὸν περιποιοῦνται. Ὅταν ὅμως τοὺς ἔπιασε στὰ δίχτυά του ὁ Κύριος, ἐνῷ αὐτοὶ δηλαδὴ εἶναι πλέον μαζί του, τότε ἀρχίζει νὰ θαυματουργεῖ, βεβαιώνοντας μὲ τὰ ἔργα του ὅ,τι εἶχε πεῖ γι’ αὐτὸν ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής.
Ἐμεῖς σήμερα ἔχουμε ἀποδείξεις γιὰ τὴ δύναμη τοῦ Κυρίου, γνωρίζουμε ὅτι εἶναι Θεός, ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ σωτῆρας τοῦ κόσμου. Γι’ αὐτὸ ἂς σηκωθοῦμε καὶ ἂς τρέξουμε κοντά του. Δὲν χρειάζεται νὰ ἀφήσουμε τὸ σπίτι καὶ τοὺς οἰκείους μας γιὰ νὰ τὸν ἀκολουθήσουμε. Ἀρκεῖ νὰ ἀφήσουμε τὴν ἁμαρτία, τὴν κακὴ συνήθεια, τὴν ἀπιστία. Ἂς ἀκολουθήσουμε λοιπὸν καὶ ἐμεῖς τὸν Κύριο. Ἂς πλησιάσουμε κοντά του καὶ ἂς μὴν τοῦ ζητήσουμε τίποτα βιοτικό, παρὰ μόνο τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν μας. Αὐτὴν ἂς ἐπιδιώξουμε, καὶ ζῶντας ἐν πίστει καὶ ὑπακοῇ, ἂς ἐλπίζουμε στὴν κοινωνία μὲ τὴ θεοποιὸ χάρη του.
(Λκ. 5, 1-11)
Τὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα ἀποτελεῖ τρόπον τινὰ συνέχεια τοῦ εὐαγγελίου τῆς περασμένης Κυριακῆς, στὸ ὁποῖο ἀκούσαμε πὼς ὅποιος θέλει νὰ ἀκολουθήσει τὸν Κύριο πρέπει νὰ ἀπαρνηθεῖ τὸν ἑαυτό του. Τὸ σημερινὸ μᾶς λέει πὼς οἱ ψαράδες τῆς λίμνης Γεννησαρὲτ ἀπαρνήθηκαν τὸν ἑαυτό τους, ἀκολούθησαν τὸν Χριστὸ καὶ ἔγιναν μαθητὲς καὶ ἀπόστολοί του.
Ὁ Κύριος, βρισκόμενος στὴν ὄχθη τῆς λίμνης Γεννησαρέτ, εἶδε δύο πλοῖα, καὶ τοὺς ψαράδες ποὺ ἐπέβαιναν σὲ αὐτὰ νὰ ἔχουν κατέβει καὶ νὰ πλένουν τὰ δίχτυά τους. Ἀφοῦ ὁ ἴδιος ἀνέβηκε στὸ πλοῖο ποὺ ἀνῆκε στὸν Σίμωνα Πέτρο, δίδασκε τὰ πλήθη. Τελειώνοντας τὴν ὁμιλία του ζήτησε ἀπὸ τὸν Σίμωνα νὰ ἀνοιχθεῖ στὰ βαθειὰ καὶ ἐκεῖ νὰ ρίξει τὰ δίχτυα γιὰ ψάρεμα. Ὁ Πέτρος, ὅμως, ἀπόρησε, διότι ψάρευε ὅλη νύκτα καὶ δὲν εἶχε πιάσει τίποτα. Παρόλα αὐτὰ ἔκανε ὑπακοὴ στὸν Κύριο: «ἐπὶ δὲ τῷ ρήματί σου χαλάσω τὸ δίκτυον». Καὶ τότε ἔγινε τὸ θαῦμα. Τὰ ψάρια ποὺ πιάστηκαν ἦταν τόσα πολλὰ ποὺ καὶ τὰ δύο πλοῖα δυσκολεύτηκαν νὰ τὰ μεταφέρουν. Δέος καὶ θαυμασμὸς κατέλαβε τότε τὸν Πέτρο καὶ τοὺς ἄλλους ψαράδες: «Βγὲς Κύριε ἀπὸ τὸ πλοῖο μου», εἶπε στὸν Χριστό, «διότι εἶμαι ἄνθρωπος ἁμαρτωλός». Καὶ ὁ Κύριος τὸν καθησύχασε· «μὴ φοβᾶσαι», τοῦ λέγει, «ἀπὸ τώρα καὶ στὸ ἑξῆς θὰ ψαρεύεις ἀνθρώπους». Ὕστερα ἀπὸ αὐτό, ἀφοῦ τράβηξαν τὰ πλοῖα τους στὴ στεριά, ἄφησαν τὰ πάντα καὶ ἀκολούθησαν τὸν Κύριο.
Τὸ περιστατικὸ τῆς θαυμαστῆς ἁλιείας, ἡ κλήση τῶν μαθητῶν καὶ ἡ ὑπακοή τους, ἀποτελοῦν γιὰ ἐμᾶς παράδειγμα, ἀλλὰ καὶ ὑπόδειξη γιὰ τὴ στάση ποὺ θὰ πρέπει νὰ τηροῦμε ἀπέναντι στὸν Χριστό.
Ὅταν οἱ μαθητὲς ἄκουσαν τὸ κάλεσμά του, ἦταν στὴ μέση τῆς ἐργασίας. Καὶ ὅμως δὲν ἀνέβαλαν τὴν ἀνταπόκριση στὸν Χριστό. Δὲν εἶπαν: «Ἅμα γυρίσουμε στὸ σπίτι, θὰ μιλήσουμε μὲ τοὺς δικούς μας, καὶ ἔπειτα ἀποφασίζουμε περὶ τοῦ πρακτέου». Ἀλλὰ τὰ ἄφησαν ὅλα καὶ τὸν ἀκολούθησαν. Τέτοια ὑπακοὴ ζητᾶ ἀπὸ ἐμᾶς ὁ Χριστός, ὥστε οὔτε ἕνα δευτερόλεπτο ἀναβολὴ νὰ μὴν κάνουμε, ἀκόμα κι ἂν μᾶς βιάζει κάτι ἀπὸ τὰ ἀπαραίτητα.
Εἶναι ἄξιοι θαυμασμοῦ οἱ ἁπλοϊκοὶ ἁλιεῖς, ἐπειδὴ παρ’ ὅλο ποὺ ἀκόμα δὲν εἶχαν δεῖ ἀπὸ τὸν Κύριο κανένα θαυμαστὸ σημεῖο, πίστεψαν σὲ τόσο μεγάλη ὑπόσχεση καὶ θεώρησαν δευτερεύοντα τὰ πάντα σὲ σχέση μὲ τὸ ἀκολουθεῖν αὐτόν. Γιατὶ μὲ ὅποια λόγια πείστηκαν οἱ ἴδιοι, πίστεψαν ὅτι μὲ αὐτὰ θὰ μποροῦσαν καὶ ἄλλους νὰ πείσουν.
Οἱ ἁλιεῖς ποὺ ἐκάλεσε ὁ Κύριος ἦταν φτωχοὶ ἄνθρωποι. Ἐκεῖ στὴν ὄχθη τῆς λίμνης Γεννησαρὲτ τοὺς βρῆκε νὰ ράβουν τὰ δίχτυά τους. Τόσο μεγάλη ἦταν ἡ φτώχεια τους, ὥστε νὰ διορθώνουν τὰ χαλασμένα, ἐπειδὴ δὲν μποροῦσαν ν’ ἀγοράσουν ἄλλα. Δὲν ἦταν καὶ αὐτὸ μικρὸ δεῖγμα ἀρετῆς, ἡ ἀγόγγυστη δηλαδὴ ὑπομονὴ στὴ φτώχεια, ἡ ἀπόκτηση τῆς τροφῆς ἀπὸ τίμιο μόχθο, ὁ σύνδεσμος μεταξύ τους μὲ τὴ δύναμη τῆς ἀγάπης, τὸ νὰ ἔχουν μαζὶ τὸν πατέρα τους καὶ νὰ τὸν περιποιοῦνται. Ὅταν ὅμως τοὺς ἔπιασε στὰ δίχτυά του ὁ Κύριος, ἐνῷ αὐτοὶ δηλαδὴ εἶναι πλέον μαζί του, τότε ἀρχίζει νὰ θαυματουργεῖ, βεβαιώνοντας μὲ τὰ ἔργα του ὅ,τι εἶχε πεῖ γι’ αὐτὸν ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής.
Ἐμεῖς σήμερα ἔχουμε ἀποδείξεις γιὰ τὴ δύναμη τοῦ Κυρίου, γνωρίζουμε ὅτι εἶναι Θεός, ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ σωτῆρας τοῦ κόσμου. Γι’ αὐτὸ ἂς σηκωθοῦμε καὶ ἂς τρέξουμε κοντά του. Δὲν χρειάζεται νὰ ἀφήσουμε τὸ σπίτι καὶ τοὺς οἰκείους μας γιὰ νὰ τὸν ἀκολουθήσουμε. Ἀρκεῖ νὰ ἀφήσουμε τὴν ἁμαρτία, τὴν κακὴ συνήθεια, τὴν ἀπιστία. Ἂς ἀκολουθήσουμε λοιπὸν καὶ ἐμεῖς τὸν Κύριο. Ἂς πλησιάσουμε κοντά του καὶ ἂς μὴν τοῦ ζητήσουμε τίποτα βιοτικό, παρὰ μόνο τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν μας. Αὐτὴν ἂς ἐπιδιώξουμε, καὶ ζῶντας ἐν πίστει καὶ ὑπακοῇ, ἂς ἐλπίζουμε στὴν κοινωνία μὲ τὴ θεοποιὸ χάρη του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου