Κυριακὴ 11 Νοεμβρίου 2007 H ́ Λουκᾶ (Λουκ. 10, 25-37)
«Σαμαρείτης δέ τις ὁδεύων ἦλθε κατ ̓αὐτοῦ καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἐσπλαχνίσθη»
Ἡ πρόκληση ἑνὸς Νομικοῦ, ἀδελφοί μου, πρὸς τὸν Κύριό μας, ποὺ προσποιήθηκε πὼς δὲν
καταλάβαινε τάχα ποιὸς εἶναι ὁ πλησίον παρέδωσε στὶς γενεὲς τῶν ἀνθρώπων μὲ τὰ ἀψευδῆ χείλη
τοῦ Ἰησοῦ μία ἀπὸ τὶς θαυμασιώτερες παραβολές, τὴν παραβολὴ τοῦ «καλοῦ Σαμαρείτη». Στὴν
μοναδικῆς ἁπλότητας καὶ σοφίας διήγηση ἐξαίρεται ἡ πλέον ριζικὴ καὶ ἐπαναστατικὴ ἀρχὴ τοῦ
Εὐαγγελίου, ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον. Ἡ ἀπάντηση τοῦ Χριστοῦ σὲ ὅσους νομίζουν πὼς μποροῦν
νὰ λύσουν τὰ ἀνθρώπινα προβλήματα μὲ τὸ φυλετικὸ ἢ κοινωνικὸ μῖσος ἢ καὶ τὴν ὑποτίμηση, ὅπως
ὁ μακρινὸς ἐκεῖνος ἱερέας καὶ ὁ λευΐτης εἶναι ἡ ἀγαθοποιὸς πράξη τοῦ «καλοῦ Σαμαρείτη» ποὺ
οἰκοδομεῖ τὴν ἠθικὴ προσωπικότητα, προάγει τὶς ἀνθρώπινες σχέσεις, ἀγκαλιάζει τοὺς ταπεινοὺς
καὶ καταφρονεμένους, τοὺς φτωχοὺς καὶ δυστυχεῖς, τοὺς πεινασμένους γιὰ δικαιοσύνη, τοὺς
ἀδικημένους, τοὺς ἀλλόφυλους καὶ ἀλλοεθνεῖς καὶ τοὺς ἀλλόθρησκους.
Ἡ παραβολὴ ποὺ ἀκούσαμε, ἀγαπητοί, εἶναι ἡ παραβολὴ ποὺ μπορεῖ νὰ σταθῆ πλάι σὲ ἐκείνη
τοῦ ἀσώτου υἱοῦ. Ἐκείνη μιλεῖ γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο. Ἡ σημερινὴ ὁριοθετεῖ τὴν
ἀγάπη τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Στὴν πρώτη (τοῦ Ἀσώτου υἱοῦ) ἀντιφεγγίζεται ὅλο τὸ θεϊκὸ
μεγαλεῖο, στὴν σημερινὴ ἀκτινοβολεῖ τὸ ἀνθρώπινο μεγαλεῖο, ἀφοῦ ὁ καλὸς Σαμαρείτης εἶναι ἡ
προσωποποίηση τῆς ἀγάπης καὶ τῆς καλωσύνης, ἡ τέλεια ἔκφραση τῆς θυσίας, ὁ εὐγενέστερος
ἡρωϊσμὸς στὴν ἀποκορύφωσή του.
Ἂς παρακολουθήσουμε, ἀγαπητοί, τὸν ὁδοιπόρο τῆς παραβολῆς. Κατεβαίνει ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ
στὴν Ἱεριχὼ σὲ μιὰ πορεία καὶ διαδρομὴ ἐπικίνδυνη. Καὶ νὰ τὸ ἐπικίνδυνο «Λησταῖς περιέπεσεν οἳ
καὶ ἐκδύσαντες αὐτὸν καὶ πληγὰς ἐπιθέντες ἀπῆλθον, ἀφέντες αὐτὸν ἡμιθανῆ τυγχάνοντα». Ἔπεσε
σὲ ἐνέδρα ληστῶν ποὺ τὸν ἐλήστεψαν, τὸν ἀπεγύμνωσαν, τὸν ἐπλήγωσαν καὶ τὸν ἄφηκαν ἔρημον
καὶ κινδυνεύοντα νὰ ἀποθάνη. Ὁ ὁδοιπόρος αὐτὸς στενάζει, ἀναζητεῖ βοήθεια, πονάει, ἐλπίζει.
Κατὰ σύμπτωση κατεβαίνει στὸ δρόμο αὐτὸ τοῦ αἵματος καὶ τοῦ μαρτυρίου ἕνας ἱερέας, ὁ
ὁποῖος μόλις ἀντίκρυσε ἀπὸ μακριὰ τὸν πληγωμένο καὶ πονεμένο «ἀντιπαρῆλθεν», πέρασε ἀντίκρυ
καὶ ἔφυγε. Δὲν ὑστέρησε ὅμως σὲ ἀπανθρωπιὰ καὶ ἀδιαφορία οὔτε καὶ ὁ ἑπόμενος διαβάτης, ὁ
λευΐτης. Φίλαυτοι καὶ σκληροί, ἄσπλαχνοι καὶ ἄκαρδοι δὲν ἔδωσαν χεῖρα βοηθείας στὸν «λησταῖς
περιπεσόντα».
Ἦσαν καὶ οἱ δυὸ λειτουργοί. Ἐπέστρεφαν ἐκ τῆς ἐφημερίας τους. Στὴν Ἱερουσαλὴμ ἑρμήνευσαν
τὸν Μωσαϊκὸ Νόμο, ἐδίδαξαν, προσέφεραν θυσίες. Παρὰ ταῦτα «ἰδόντες τὸν περιπεσόντα εἰς τοὺς
ληστὰς ἀντιπαρῆλθον». Ἔτσι συμβαίνει, ὅταν τυπικῶς κανεὶς θρησκεύει, ὅταν τυπικῶς λειτουργεῖ,
ὅταν ἡ οὐσία τῆς λειτουργίας παραμένει ἀκατανόητος καὶ τὸ ὡραῖο καθῆκον τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν
πλησίον δὲν ἐπιτελεῖται. Καὶ τὸ συμπέρασμα: ὅποιος ἔχει φθηνὴ ἀγάπη, ἔχει ψεύτικη θρησκεία.
Ἱκετεύει τὴν στοργή, τὴν φροντίδα, τὴν ἀγάπη ὁ δυστυχὴς ὁδοιπόρος τῆς παραβολῆς. Εἰσπράττει
ἀδιαφορία, σκληρότητα, ἀπάθεια. Ὅμως νά· ἔρχεται κάποιος ἀκόμα. Εἶναι ὅμως Σαμαρείτης. Ἐκλείπει
κάθε ἐλπίδα. Εἶναι σίγουρη μὰ καὶ δικαιολογημένη καὶ τούτου ἡ ἀδιαφορία. Δὲν συμβαίνει ὅμως ἔτσι.
Δὲν θὰ ἰσχύση ἐδῶ τὸ «Ἰουδαῖοι οὐ συγχρῶνται Σαμαρείταις» (Ἰωάν. 4,7). Γιατί ὁ Σαμαρείτης μας
εὑρίσκει στὸν πονεμένο καὶ ἀναγνωρίζει «τὸν κατὰ φύσιν καὶ ὄχι τὸν κατὰ φυλὴν πλησίον». Ἔτσι
ἥλιος φωτεινὸς ἔγινε γιὰ τὸν ὁδοιπόρον καὶ τραυματία τῆς ὁδοῦ Ἱερουσαλὴμ- Ἱεριχώ. Δὲν ἐφοβήθηκε
οὔτε τὴν ἐρημιὰ τοῦ δρόμου, οὔτε τὸ πολὺ τῆς ὁδοῦ. Δὲν εἶπε «τί θέλω νὰ ἀνακατευθῶ καὶ νὰ ἀναλάβω
εὐθύνες. Ἂν καιροφυλακτοῦν οἱ ληστὲς καὶ μὲ συλλάβουν;». Ἄλλωστε ὁ πληγωμένος εἶναι Ἰουδαῖος.
Εἶμαι δικαιολογημένος νὰ μὴν ἔχω καμμιὰ σχέση μαζί του. Ὄχι· τίποτα δὲν εἶπε οὔτε σκέφθηκε
κάτι ἀπὸ αὐτά. Τίποτα δὲν τὸν ἐφόβησε. Δὲν ἐδειλίασε. Ἀφῆκεν μόνο τὴν σκέψη τοῦ καθήκοντος
στὸ μυαλό του. Τὴν ὑποχρέωση τῆς πρὸς τὸν πλησίον ἀγάπης. Κοπίασε νὰ ἀνεβάση στὸ ζῶο του
τὸν πληγωμένο καὶ νὰ τὸν ὁδηγήση στὸ πανδοχεῖο γιὰ τὴν ἀποθεραπεία του. Τοιουτοτρόπως ἡ
διαγωγή, ἡ συμπεριφορὰ τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτη εἶναι πράξη ἀγάπης καὶ αὐτοθυσίας. Καίτοι ὁ τόπος
ἦταν κρησφύγετο ληστῶν, δὲν ἐδίστασε νὰ κάνη τὸ καθῆκον του. «Ἐσπλαγχνίσθη» τὸν τραυματία,
τὸν συμπόνεσε καὶ τὸν λυπήθηκε. Ἂς ἦταν ἀλλοεθνής. Καὶ μᾶς πληροφόρησε ὅτι «πλησίον» εἶναι
κάθε πάσχων, καθένας ποὺ ὑποφέρει, ἀνεξαρτήτως χρώματος, φυλῆς, γλώσσας, ἔθνους, γένους,
θρησκείας.
Ἀδελφοί μου, ὅταν ὁ ἱερέας καὶ ὁ λευίτης ἔδειξαν ἐγκληματικὴ ἀδιαφορία γιὰ τὸν δυστυχῆ
ποὺ «λησταῖς περιέπεσε» ὁ Σαμαρείτης ποὺ τὴν ἐποχὴ τοῦ Κυρίου ἐθεωρεῖτο κάτι τὸ βδεληρὸ καὶ
μισητό, γιατί εἶχε μολύνει τὴν Ἰουδαϊκὴ θρησκεία, ἔδειξε ἔλεος καὶ ἀγάπη. Ἀπὸ τὴν παραβολὴ αὐτὴ
προκύπτει, ὅπως καὶ ἀπὸ ἄλλες τῆς Καινῆς Διαθήκης παραβολὲς κ.λπ. σημεῖα, ἡ παγκοσμιότητα τοῦ
ἀπολυτρωτικοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστὸς μὲ τὴ θυσία Του ὑπερέβη τὰ στενὰ ὅρια τῆς Ἰουδαϊκῆς
γῆς. Προσέλαβε στὸ σωτηριῶδες ἔργο Του ὅλον τὸν κόσμο. Προσέφερε τὴν θυσία του γιὰ ὅλη τὴν
ἀνθρωπότητα. Διάφαινεται ἔτσι ἡ καθολικότητα τῆς Ἐκκλησίας ὅπως τὴν ὁμολογοῦμε στὸ Σύμβολο
τῆς Πίστεως «εἰς Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικὴν καὶ Ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν». «Καθολικὴ» σημαίνει
τὸ ὁλοκληρωμένο, τὸ ἀληθινὸ καὶ ἡ Ἐκκλησία ὡς Σῶμα Χριστοῦ περιέχει καὶ περιλαμβάνει «τὰ
πάντα τὰ ἐν τοῖς οὐρανοῖς καὶ τὰ ἐπὶ γῆς, τὰ ὁρατὰ καὶ τὰ ἀόρατα, εἴτε θρόνος, εἴτε κυριότητες, εἴτε
ἀρχαί, εἴτε ἐξουσίαι». (Κολ. 1-16). Ἡ Ἐκκλησία εἶναι «μιὰ ποίμνη», ἔχει ἕνα ποιμένα καὶ σὲ αὐτὴν
«οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδὲ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος ἢ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ πάντες γὰρ εἷς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου