Εις τα Εισόδια της Θεοτόκου
Είναι γνωστό από την Ιερά Παράδοση της Εκκλησίας μας, ότι η Υπεραγία Θεοτόκος, αφού συμπλήρωσε το τρίτο έτος της ηλικίας της, οδηγήθηκε από τους αγίους γονείς της, τον Ιωακείμ και την Άννα, στο Ναό των Ιεροσολύμων «αποπληρούσα πατρώαν επαγγελίαν» όπως ακούσαμε στο κάθισμα της β΄ στιχολογίας του Όρθρου.
Εκεί, συνοδευόμενη από λαμπαδηφορούσες παρθένες, παραδόθηκε «ως τριετίζουσα δάμαλις» στον ιερέα Ζαχαρία, τον πατέρα του Τιμίου Προδρόμου, ως αφιέρωμα ευγνωμοσύνης στο Θεό.
Στο Ναό παρέμεινε η Θεοτόκος μέχρι την ηλικία των δεκαπέντε ετών και, κατά τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, «άγγελος έφερεν (σε αύτήν τροφήν), αφού έζη μίαν ζωήν, ωσάν εις τον Παράδεισον... μίαν ζωήν αφρόντιστον, απερίσπαστον, λύπης αμέτοχον, ανωτέραν των παθών και υψηλοτέραν πάσης οδυνηράς ηδονής· έζη μόνω τω Θεώ· εβλέπετο από μόνον τον Θεόν... και εις τον Θεόν μόνον ήτο αφιερωμένη».
Η είσοδος, λοιπόν, της Κυρίας Θεοτόκου στο νομικό Ναό, εορτάζεται από την Αγία μας Εκκλησία ως τα Εισόδια της Θεοτόκου, τα οποία προέβλεψε ο προφητάναξ Δαβίδ, λέγοντας: «Απενεχθήσονται τω Βασιλεί παρθένοι οπίσω αυτής, αι πλησίον αυτής απενεχθήσονταί σοι· απενεχθήσονται εν ευφροσύνη και αγαλλιάσει, αχθήσονται εις ναόν Βασιλέως».
Η παραμονή και η διαβίωση της Μαρίας στο Ναό για πολλά χρόνια υπερβαίνει την πρακτική της εποχής εκείνης όπως και κάθε εποχής.
Από τα πρώτα χρόνια του βίου της στα Άγια των Αγίων η Μαρία προετοιμαζόταν να καταστεί αντάξια στην θεία οικονομία για να δεχθεί δηλαδή τον Θεάνθρωπο Χριστό.
Οικοδομούσε το κατάλυμα για εκείνον που θα έφερνε τη σωτηρία στον κόσμο. Η είσοδός της στο ναό και ο διαρκής προσανατολισμός του νού της στο Θεό επηρέασαν τη ζωή και τον τρόπο σκέψεώς της.
Έζησε μια αυστηρά πνευματική ζωή, με κύρια χαρακτηριστικά την αποδέσμευση του νου από τα γήινα και τη στροφή στην εσωτερική ζωή.
Στο ναό και στα άγια των αγίων που κατοικούσε, γράφει ο άγιος Ισίδωρος Θεσσαλονίκης, τίποτε το ανθρώπινο δεν αποσπούσε την προσοχή της, αλλά μόνο τον Θεό φανταζόταν, μιλούσε μαζί Του και η καρδία της ήταν στραμμένη «ενώπιον Θεού δια παντός».
Η χάρη του αγίου Πνεύματος δυνάμωνε και ενίσχυε την πορεία της προς την αρετή.
Έτσι καλλιεργούσε τον εαυτό της καθ’ ομοίωση Θεού, περισσότερο από όλους τους ανθρώπους.
Η συνεχής προσευχή και η αδιάκοπη πνευματική εσωστρέφεια κρατούσαν την Μαρία σε μια κατακόρυφη ενατένιση από τον εσωτερικό της κόσμο προς τον Θεό και αντίστροφα.
Η αδιάκοπη προσευχή την ωθούσε σε διαρκή ανάταση, κοινωνία και διάλογο με τον Θεό, πράγμα που απέτρεπε κάθε παρέκκλιση από το καλό.
Η αρετή της Παρθένου είναι καρπός μεγάλου και μοναχικού αγώνα, ζωντανής πίστεως και ελευθερίας του πνεύματος μέσα στα άδυτα του ιερού.
Η ίδια ανατίθεται στο ναό για να τελειωθεί. Προσάγεται, ως άσπιλος αμνάς, ολοκαύτωμα στον Θεό.
Ο βίος της Παρθένου στο ναό παραλληλίζεται συχνά από τους Πατέρες με το βίο του Υιού και Σωτήρα της.
Όπως ο Χριστός που γεννήθηκε από την Μαρία ήταν ως άνθρωπος ορατός και ως Θεός αθέατος, έτσι και η Παναγία ήταν ορατή πριν εισέλθει στο ναό. Όσο όμως κατοικούσε στο άβατο και θείο έδαφος, παρέμενε αθέατη.
Αυτό το κάλλος της ψυχής, που η ίδια διαρκώς προήγαγε, ενέπνευσε πολλούς Πατέρες οι οποίοι δεν γνώριζαν πώς να το ονομάσουν. Στην προσπάθεια, μάλιστα να το ερμηνεύσει ο άγιος Ισίδωρος Θεσσαλονίκης είπε για την Μαρία «συ δε, ουκ οίδα πως αν είπω, ουκ άνθρωπος, ουκ άγγελος, αλλά τις υψηλή φύσις ετέρα... δηλαδή για σένα δεν βρίσκω λόγια να πω διότι δεν είσαι άνθρωπος ούτε άγγελος, αλλά κάποια άλλη υψηλή φύση».
Η τελειότητα της Παρθένου που νοείται ως καθαρότητα νου και καρδίας, έργων και λόγων, αλλά και ως σταθερή φορά προς τον Θεό, υπήρξε πόλος έλξεως της φιλανθρωπίας του Θεού. Αυτήν ο Θεός χρησιμοποίησε ως κλίμακα για την κάθοδό του και ως δίοδο για την προσέγγιση των ανθρώπων.
Αυτό διακήρυξε η Εκκλησία με τη διδασκαλία και τη λατρεία της επισημαίνοντας τη συμμετοχή του ανθρώπινου γένους στην πραγματοποίηση του έργου της σωτηρίας του κόσμου με τον τέλειο εκπρόσωπό της, την Παρθένο.
Μέσω αυτής κατέβηκε ο Θεός στη γη και μέσω αυτής μπορεί ο κάθε άνθρωπος να ανέβει στον ουρανό.
Αγαπητοί αδελφοί, θα τελειώσω με τα θεία λόγια του αγίου Γρηγορίου Παλαμά «ας μετοικίσουμε κι εμείς τους εαυτούς μας, αδελφοί, από τη γη στα άνω· ας μεταφερθούμε από την σάρκα επάνω στο πνεύμα· ας μεταθέσουμε τον πόθο από τα πρόσκαιρα στα μόνιμα· ας καταφρονήσουμε τις σαρκικές ηδονές, που έχουν ευρεθεί ως δέλεαρ κατά της ψυχής και παρέρχονται γρήγορα· ας επιθυμήσουμε τα πνευματικά χαρίσματα που μένουν άφθαρτα· ας υψώσουμε από την κάτω τύρβη τη στάση και την διάνοιά μας· ας την ανεβάσουμε στα ουράνια άδυτα, εκείνα τα άγια των αγίων, όπου τώρα κατοικεί η Θεοτόκος.
Διότι έτσι θα εισέλθουν σ᾽ αυτήν επωφελώς για μας με θεάρεστη παρρησία και τα άσματά μας και οι δεήσεις μας προς αυτήν κι έτσι εκτός από τα παρόντα με τη μεσιτεία της θα γίνουμε κληρονόμοι και των μελλόντων και μενόντων αγαθών, με τη χάρη και φιλανθρωπία του Ιησού Χριστού του Κυρίου μας που γεννήθηκε από Αυτήν για μας, στον οποίο πρέπει δόξα, τιμή και προσκύνησις, μαζί με τον άναρχο Πατέρα του και το συναΐδιο και ζωοποιό Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν. Γένοιτο.
Είναι γνωστό από την Ιερά Παράδοση της Εκκλησίας μας, ότι η Υπεραγία Θεοτόκος, αφού συμπλήρωσε το τρίτο έτος της ηλικίας της, οδηγήθηκε από τους αγίους γονείς της, τον Ιωακείμ και την Άννα, στο Ναό των Ιεροσολύμων «αποπληρούσα πατρώαν επαγγελίαν» όπως ακούσαμε στο κάθισμα της β΄ στιχολογίας του Όρθρου.
Εκεί, συνοδευόμενη από λαμπαδηφορούσες παρθένες, παραδόθηκε «ως τριετίζουσα δάμαλις» στον ιερέα Ζαχαρία, τον πατέρα του Τιμίου Προδρόμου, ως αφιέρωμα ευγνωμοσύνης στο Θεό.
Στο Ναό παρέμεινε η Θεοτόκος μέχρι την ηλικία των δεκαπέντε ετών και, κατά τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, «άγγελος έφερεν (σε αύτήν τροφήν), αφού έζη μίαν ζωήν, ωσάν εις τον Παράδεισον... μίαν ζωήν αφρόντιστον, απερίσπαστον, λύπης αμέτοχον, ανωτέραν των παθών και υψηλοτέραν πάσης οδυνηράς ηδονής· έζη μόνω τω Θεώ· εβλέπετο από μόνον τον Θεόν... και εις τον Θεόν μόνον ήτο αφιερωμένη».
Η είσοδος, λοιπόν, της Κυρίας Θεοτόκου στο νομικό Ναό, εορτάζεται από την Αγία μας Εκκλησία ως τα Εισόδια της Θεοτόκου, τα οποία προέβλεψε ο προφητάναξ Δαβίδ, λέγοντας: «Απενεχθήσονται τω Βασιλεί παρθένοι οπίσω αυτής, αι πλησίον αυτής απενεχθήσονταί σοι· απενεχθήσονται εν ευφροσύνη και αγαλλιάσει, αχθήσονται εις ναόν Βασιλέως».
Η παραμονή και η διαβίωση της Μαρίας στο Ναό για πολλά χρόνια υπερβαίνει την πρακτική της εποχής εκείνης όπως και κάθε εποχής.
Από τα πρώτα χρόνια του βίου της στα Άγια των Αγίων η Μαρία προετοιμαζόταν να καταστεί αντάξια στην θεία οικονομία για να δεχθεί δηλαδή τον Θεάνθρωπο Χριστό.
Οικοδομούσε το κατάλυμα για εκείνον που θα έφερνε τη σωτηρία στον κόσμο. Η είσοδός της στο ναό και ο διαρκής προσανατολισμός του νού της στο Θεό επηρέασαν τη ζωή και τον τρόπο σκέψεώς της.
Έζησε μια αυστηρά πνευματική ζωή, με κύρια χαρακτηριστικά την αποδέσμευση του νου από τα γήινα και τη στροφή στην εσωτερική ζωή.
Στο ναό και στα άγια των αγίων που κατοικούσε, γράφει ο άγιος Ισίδωρος Θεσσαλονίκης, τίποτε το ανθρώπινο δεν αποσπούσε την προσοχή της, αλλά μόνο τον Θεό φανταζόταν, μιλούσε μαζί Του και η καρδία της ήταν στραμμένη «ενώπιον Θεού δια παντός».
Η χάρη του αγίου Πνεύματος δυνάμωνε και ενίσχυε την πορεία της προς την αρετή.
Έτσι καλλιεργούσε τον εαυτό της καθ’ ομοίωση Θεού, περισσότερο από όλους τους ανθρώπους.
Η συνεχής προσευχή και η αδιάκοπη πνευματική εσωστρέφεια κρατούσαν την Μαρία σε μια κατακόρυφη ενατένιση από τον εσωτερικό της κόσμο προς τον Θεό και αντίστροφα.
Η αδιάκοπη προσευχή την ωθούσε σε διαρκή ανάταση, κοινωνία και διάλογο με τον Θεό, πράγμα που απέτρεπε κάθε παρέκκλιση από το καλό.
Η αρετή της Παρθένου είναι καρπός μεγάλου και μοναχικού αγώνα, ζωντανής πίστεως και ελευθερίας του πνεύματος μέσα στα άδυτα του ιερού.
Η ίδια ανατίθεται στο ναό για να τελειωθεί. Προσάγεται, ως άσπιλος αμνάς, ολοκαύτωμα στον Θεό.
Ο βίος της Παρθένου στο ναό παραλληλίζεται συχνά από τους Πατέρες με το βίο του Υιού και Σωτήρα της.
Όπως ο Χριστός που γεννήθηκε από την Μαρία ήταν ως άνθρωπος ορατός και ως Θεός αθέατος, έτσι και η Παναγία ήταν ορατή πριν εισέλθει στο ναό. Όσο όμως κατοικούσε στο άβατο και θείο έδαφος, παρέμενε αθέατη.
Αυτό το κάλλος της ψυχής, που η ίδια διαρκώς προήγαγε, ενέπνευσε πολλούς Πατέρες οι οποίοι δεν γνώριζαν πώς να το ονομάσουν. Στην προσπάθεια, μάλιστα να το ερμηνεύσει ο άγιος Ισίδωρος Θεσσαλονίκης είπε για την Μαρία «συ δε, ουκ οίδα πως αν είπω, ουκ άνθρωπος, ουκ άγγελος, αλλά τις υψηλή φύσις ετέρα... δηλαδή για σένα δεν βρίσκω λόγια να πω διότι δεν είσαι άνθρωπος ούτε άγγελος, αλλά κάποια άλλη υψηλή φύση».
Η τελειότητα της Παρθένου που νοείται ως καθαρότητα νου και καρδίας, έργων και λόγων, αλλά και ως σταθερή φορά προς τον Θεό, υπήρξε πόλος έλξεως της φιλανθρωπίας του Θεού. Αυτήν ο Θεός χρησιμοποίησε ως κλίμακα για την κάθοδό του και ως δίοδο για την προσέγγιση των ανθρώπων.
Αυτό διακήρυξε η Εκκλησία με τη διδασκαλία και τη λατρεία της επισημαίνοντας τη συμμετοχή του ανθρώπινου γένους στην πραγματοποίηση του έργου της σωτηρίας του κόσμου με τον τέλειο εκπρόσωπό της, την Παρθένο.
Μέσω αυτής κατέβηκε ο Θεός στη γη και μέσω αυτής μπορεί ο κάθε άνθρωπος να ανέβει στον ουρανό.
Αγαπητοί αδελφοί, θα τελειώσω με τα θεία λόγια του αγίου Γρηγορίου Παλαμά «ας μετοικίσουμε κι εμείς τους εαυτούς μας, αδελφοί, από τη γη στα άνω· ας μεταφερθούμε από την σάρκα επάνω στο πνεύμα· ας μεταθέσουμε τον πόθο από τα πρόσκαιρα στα μόνιμα· ας καταφρονήσουμε τις σαρκικές ηδονές, που έχουν ευρεθεί ως δέλεαρ κατά της ψυχής και παρέρχονται γρήγορα· ας επιθυμήσουμε τα πνευματικά χαρίσματα που μένουν άφθαρτα· ας υψώσουμε από την κάτω τύρβη τη στάση και την διάνοιά μας· ας την ανεβάσουμε στα ουράνια άδυτα, εκείνα τα άγια των αγίων, όπου τώρα κατοικεί η Θεοτόκος.
Διότι έτσι θα εισέλθουν σ᾽ αυτήν επωφελώς για μας με θεάρεστη παρρησία και τα άσματά μας και οι δεήσεις μας προς αυτήν κι έτσι εκτός από τα παρόντα με τη μεσιτεία της θα γίνουμε κληρονόμοι και των μελλόντων και μενόντων αγαθών, με τη χάρη και φιλανθρωπία του Ιησού Χριστού του Κυρίου μας που γεννήθηκε από Αυτήν για μας, στον οποίο πρέπει δόξα, τιμή και προσκύνησις, μαζί με τον άναρχο Πατέρα του και το συναΐδιο και ζωοποιό Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν. Γένοιτο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου