ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ ΛΟΥΚΑ – 17 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2013
ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ ΛΟΥΚΑ
(Λουκ. 12, 16-21)
Ὁ πλούσιος τῆς σημερινῆς Εὐαγγελικῆς περικοπῆς, ἀγαπητοὶ μου ἀδελφοί, καθὼς τό ἀκούσαμε στὴν παραβολή, χαρακτηρίζεται ἀπὸ τόν Κύριο «ἄφρων», δηλαδὴ ἀνόητος καὶ ἀπερίσκεπτος.
Χαρακτηρίζεται ἔτσι, διότι ἦταν ἄνθρωπος ποὺ διακατέχονταν ἀπὸ τήν πλεονεξία. Δὲν ἤθελε νὰ ξέρει ὅτι ὑπάρχει Θεός, ὅτι ὑπάρχουν καὶ ἄλλοι ἄνθρωποι, ὅτι ὑπάρχει αἰώνια ζωή. Μὲ τά σχέδια ποὺ κάνει ἀναδεικνύει τόν ἑαυτὸ του εἴδωλο λατρείας καὶ περιποιήσεων.
Προσκολλημένος στὰ ὑλικὰ ἀγαθά ἐνδιαφερόταν μόνο πώς θὰ ἔβρισκε ἕναν τρόπο νὰ ἀποθηκεύσει τὴν πλούσια καὶ ἄφθονη σοδειὰ ποὺ εἶχε μαζέψει ἀπὸ τὰ χωράφια του, γι” αὐτὸ καὶ εἶπε: «Θὰ γκρεμίσω τὶς ἀποθῆκες μου καὶ θὰ κτίσω πιὸ μεγάλες καὶ θὰ συγκεντρώσω ἐκεῖ ὅλα τὰ ἀγαθά μου. Θὰ πῶ τέλος στὴν ψυχή μου, ψυχὴ ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ καὶ φθάνουν γιὰ ἀρκετὰ χρόνια, φάγε, πιές, καὶ ἀπόλαυσε τὴν καλοπέραση».
Μὲ τή στάση του ἔχει ἀπομακρύνει τελείως τόν Θεὸ καὶ τούς ἀνθρώπους τόσο ἀπὸ τήν σκέψη του ὅσο καὶ ἀπὸ τήν καρδιά του. Ὁ ἐγωϊσμός δὲν τόν ἀφήνει νὰ δεῖ ὅτι πίσω ἀπ” ὅλη τήν ἀφθονία τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν ὑπάρχει ὁ Θεὸς: «ἀνοίξαντός σου τήν χεῖρα, τὰ σύμπαντα πλησθήσονται χρηστότητος» ψάλλει ὁ θεῖος ποιητής.
Ἡ σκέψη του φανερώνει ὅτι πρόκειται γιὰ ἄνθρωπο πνευματικὰ φτωχό, ὅτι δὲν ἔχει τήν παραμικρὴ αἴσθηση ἀγάπης, ὅτι ἡ πλεονεξία του βρίσκεται σὲ τέτοιο σημεῖο ποὺ, ἀκόμη καὶ ἂν εἶχε ὅλο τόν κόσμο δικὸ του, αὐτὸς πάλι θὰ σκεπτόταν μόνο τόν ἑαυτὸ του.
Ἡ πλεονεξία ὅμως εἶναι κάτι ποὺ δυστυχῶς ὑπάρχει καὶ σήμερα καὶ θὰ ὑπάρχει σὲ ὅλες τίς ἐποχές, σὲ ὅλες τὶς ἀνθρώπινες κοινωνίες, καὶ αὐτό ἐπειδὴ ἀπουσιάζει ἡ ἀγάπη ἀπὸ τούς ἀνθρώπους.
Ἀποτέλεσμα δὲ ὅλων αὐτῶν εἶναι νὰ ἐπικρατεῖ στὸν κόσμο ἡ ἀδικία, ἡ αἰσχροκέρδεια, ἡ φτώχεια, ἡ δυστυχία, ἡ πεῖνα, καὶ τέλος σὰν μόνη λύση νὰ ἔρχεται ὁ πόλεμος καὶ ἡ καταστροφή.
Ὅμως, ἀδελφοὶ μου, συμβαίνει πολλὲς φορὲς κι ἐμεῖς νὰ ξεχνοῦμε τόν Θεὸ γιὰ ὅλες τίς εὐεργεσίες Του. Ἐνῶ αὐτὸς μᾶς παρέχει ὅλα ὅσα πρέπει γιὰ νὰ ζήσουμε καὶ φροντίζει γιὰ μᾶς, ἐμεῖς παραλείπουμε νὰ ποῦμε ἕνα ἁπλὸ «εὐχαριστῶ», ἕνα «δόξα τῷ Θεῷ»! Ἄλλοτε ἀδιαφοροῦμε γιὰ τούς ἀδελφοὺς μας, ὅταν αὐτοὶ μᾶς χρειάζονται. Ὅταν ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ ἕνα κομμάτι ψωμὶ ἢ ἀπὸ ἕνα πιάτο φαγητό, κάνουμε ὅτι δὲν ἀκοῦμε ἢ ὅτι δὲν βλέπουμε τήν δυστυχία ποὺ ὑπάρχει γύρω μας. Ἀλήθεια, πόσο ὑποκριτὲς γινόμαστε! Ἀλλὰ, νὰ μὴν ξεχνοῦμε ὅτι τήν ἡμέρα τῆς κρίσεως θὰ δώσουμε λόγο γι” αὐτό!
Ἂς σκεφτοῦμε περισσότερο συνετὰ, ἀδελφοὶ μου. Ἐὰν ὑπάρχουμε στὴ ζωή, ἐὰν κινούμαστε καὶ ἐνεργοῦμε, ἐὰν ἔχουμε ὑγεία, ἐὰν οἱ στόχοι μας πραγματοποιοῦνται, ὅλα αὐτὰ τά χρωστοῦμε στὸν Θεό. Πρὶν λοιπὸν νὰ χαροῦμε, προτοῦ νὰ ἀρχίσουμε νέα σχέδια καὶ ὑπολογισμοὺς, ἂς σκεφθοῦμε τόν Ἅγιο Θεό. Νὰ κάνουμε σὲ Αὐτὸν μιὰ προσευχὴ εὐχαριστίας, ἀκριβῶς διότι ἔχουμε χρέος νὰ τόν θυμηθοῦμε. Ἂν δὲν τό κάνουμε, δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ εἴμαστε ἀγνώμονες καὶ ἄφρονες.
Ἡ ἀπερισκεψία τοῦ ἄφρονος πλουσίου κορυφώνεται στήν ἀντίληψη ποὺ ἔχει γιὰ τήν ψυχή, τήν ὁποῖα ἔκανε ἕνα μέ τά ὑλικὰ ἀγαθά: «Ψυχὴ ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ κείμενα εἰς ἔτη πολλά, ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου». Ὅμως, μᾶς τονίζει ὁ Κύριος, μιὰ ἀνθρώπινη ψυχὴ ἔχει τόσο μεγάλη ἀξία, ὥστε νὰ μὴν μπορεῖ νὰ συγκριθεῖ μέ ὁλόκληρη τήν ὑλικὴ δημιουργία.
Πῶς εἶναι δυνατὸν, λοιπὸν, ἕνας ἄνθρωπος νὰ καταδικάσει τήν ψυχή του χάριν τῶν ὑλικῶν πραγμάτων; Καὶ ἂν χάσει τήν ψυχή του, μέ τί εἶναι δυνατὸν νὰ τήν ἐξαγοράσει; «Τί ὠφελήσει ἄνθρωπον, ἐὰν κερδίση τόν κόσμον ὅλον καὶ ζημιωθῇ τήν ψυχὴν αὐτοῦ; καὶ τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς
αὐτοῦ;». Δὲν ἔχουμε, λοιπὸν, οὔτε δικαίωμα οὔτε συμφέρον νὰ τήν χάσουμε, διότι ἔχει θεῖα προέλευση καὶ θεῖο προορισμό.
Γιὰ τήν ψυχή μας, γιὰ τήν ψυχή τοῦ καθενὸς ἀπὸ μᾶς πέθανε πάνω στὸ Σταυρὸ ὁ Χριστός. Κι ἐπειδὴ ἡ ψυχὴ εἶναι τό ἀπαύγασμα τῆς Τριλαμποῦς Θεότητος, ὅταν ἔλθει ἡ ὥρα της, πετᾶ πρὸς τά ἄνω γιὰ νὰ ἀναζητήσει τόν προορισμὸ της, δηλαδὴ τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Θέλει νὰ ἀπολαύσει τή θεῖα μακαριότητα. Ἐκεῖ θὰ παραμείνει αἰωνίως εὐτυχισμένη, ἐφ” ὅσον ἐμεῖς, ἐδῶ πάνω στὴ γῆ, τήν φροντίσαμε˙ ἐφ” ὅσον τῆς δώσαμε, μὲ πράξεις ἀγαθὲς, τά ἐφόδια ἐκεῖνα ποὺ χρειάζεται γιὰ τήν ἄλλη ζωή, ἐφ” ὅσον τήν ἐπιτρέψαμε νὰ εὐφραίνεται μέσα στὴν καθαγιαστικὴ χάρη τῶν ἱερῶν μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας, μὲ τή συμμετοχὴ μας σὲ αὐτὰ καὶ κυρίως στὸ κατ” ἐξοχὴν μυστήριο, τήν Θεία Εὐχαριστία.
Γιὰ τόν «ἄφρονα» τῆς παραβολῆς, τήν στιγμὴ ποὺ πίστεψε ὅτι βρῆκε τή λύση, ὅλα γκρεμίζονται. Ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ, ἡ φωνὴ τῆς ἀλήθειας, τόν ξαναφέρνει στὴν πραγματικότητα: «Ἄφρων, ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχὴν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ, ἃ δὲ ἡτοίμασας τίνι ἔσται;» Ἀνόητε, αὐτὴ τή νύκτα σοῦ ζητοῦν τήν ψυχή σου, αὐτὰ δὲ ποὺ ἑτοίμασες καὶ ἀποθήκευσες ποιὸς θὰ τά πάρει;
Ἡ σκέψη καὶ ἡ στάση τοῦ πλουσίου τῆς παραβολῆς εἶναι προκλητικὴ καὶ ἐγωϊστική, διότι χωρὶς ντροπή τακτοποιεῖ τήν πλούσια σοδειὰ ἀπὸ τήν ἀφθονία τῶν χωραφιῶν του μόνο γιὰ τόν ἑαυτὸ του: «Συνάξω ἐκεῖ πάντα τὰ γενήματα καὶ τὰ ἀγαθὰ μου». Ὅλοι οἱ ἄλλοι ἀποκλείονται. Δὲν ἐνδιαφέρεται γιὰ κανέναν καὶ δὲν μπορεῖ νὰ καταλάβει ὅτι ἡ ψυχή γιὰ νὰ εὐχαριστηθεῖ πραγματικὰ ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τροφή πνευματικὴ, ἀπὸ ἀρετὲς, ἀπὸ καλοσύνη καὶ κυρίως νὰ εἶναι πλημμυρισμένη ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τούς ἀνθρώπους.
Ὁ διπλανὸς μας, ὁ κάθε ἄνθρωπος, εἶναι παιδὶ τοῦ Θεοῦ. Γι” αὐτὸν τόν ἄνθρωπο, ὁ Υἱὸς Του, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, θυσιάσθηκε πάνω στὸ Σταυρὸ καὶ ἔχυσε το αἷμα Του. Σημαίνει δὲ αὐτὸ ὅτι δὲν ἔχουμε δικαίωμα οὔτε νὰ ἀγνοοῦμε κανέναν ἄνθρωπο, ἀλλὰ
οὔτε καὶ νὰ τόν περιφρονοῦμε, διότι, «οὐ μὴ γένοιτο», ὅταν συμπεριφερόμαστε κατ” αὐτὸν τόν τρόπο εἶναι σὰν νὰ περιφρονοῦμε τόν ἴδιο τόν Θεό.
Ἂν εἴμαστε πλούσιοι, ἂν εἴμαστε ἰσχυροί, ἂν ἔχουμε ἐξουσία, ἂς σκεφθοῦμε ὅτι αὐτὰ εἶναι δῶρα τοῦ Θεοῦ, ὄχι γιὰ νὰ ἱκανοποιοῦμε τόν ἐγωϊσμὸ μας, ἀλλὰ γιὰ νὰ εἴμαστε εὐεργετικοὶ στοὺς ἄλλους. Τότε πραγματικὰ δεχόμαστε μεγαλύτερη εὐλογία ἀπὸ τόν Κύριο, διότι πραγματικὴ εὐλογία ἔχει μόνο ἐκεῖνος ποὺ εἶναι χριστιανὸς στήν πράξη, ἐκεῖνος ποὺ κάνει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾶ τούς συνανθρώπους του.
Ἀγαπητοὶ μου ἀδελφοί, «Ἀφροσύνη ἀνδρὸς λυμαίνεται τὰς ὁδοὺς αὐτοῦ», λέει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀφροσύνη σκορπίζει τήν καταστροφὴ στὴ ζωὴ καὶ τόν προορισμὸ τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ προορισμὸς μας εἶναι οὐράνιος. Ἡ οὐράνια πατρίδα μᾶς περιμένει. Εἶναι ἀνάγκη ὅσο ζοῦμε πάνω στὴ γῆ νὰ ἀγαπᾶμε τόν Θεὸ μέ πολλὴ δύναμη. Νὰ ἀγαπᾶμε τούς ἀδελφοὺς μας σὰν τόν ἑαυτὸ μας. Χριστιανὸς χωρὶς Θεὸ δὲν ὑπάρχει. Χριστιανὸς χωρὶς ἀδελφοὺς πάλι δὲν ὑπάρχει. Ὁ Θεὸς καὶ οἱ ἄνθρωποι ἂς εἶναι τό πλήρωμα τῆς πνευματικῆς μας ζωῆς. Ἀμήν.
ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ ΛΟΥΚΑ
(Λουκ. 12, 16-21)
Ὁ πλούσιος τῆς σημερινῆς Εὐαγγελικῆς περικοπῆς, ἀγαπητοὶ μου ἀδελφοί, καθὼς τό ἀκούσαμε στὴν παραβολή, χαρακτηρίζεται ἀπὸ τόν Κύριο «ἄφρων», δηλαδὴ ἀνόητος καὶ ἀπερίσκεπτος.
Χαρακτηρίζεται ἔτσι, διότι ἦταν ἄνθρωπος ποὺ διακατέχονταν ἀπὸ τήν πλεονεξία. Δὲν ἤθελε νὰ ξέρει ὅτι ὑπάρχει Θεός, ὅτι ὑπάρχουν καὶ ἄλλοι ἄνθρωποι, ὅτι ὑπάρχει αἰώνια ζωή. Μὲ τά σχέδια ποὺ κάνει ἀναδεικνύει τόν ἑαυτὸ του εἴδωλο λατρείας καὶ περιποιήσεων.
Προσκολλημένος στὰ ὑλικὰ ἀγαθά ἐνδιαφερόταν μόνο πώς θὰ ἔβρισκε ἕναν τρόπο νὰ ἀποθηκεύσει τὴν πλούσια καὶ ἄφθονη σοδειὰ ποὺ εἶχε μαζέψει ἀπὸ τὰ χωράφια του, γι” αὐτὸ καὶ εἶπε: «Θὰ γκρεμίσω τὶς ἀποθῆκες μου καὶ θὰ κτίσω πιὸ μεγάλες καὶ θὰ συγκεντρώσω ἐκεῖ ὅλα τὰ ἀγαθά μου. Θὰ πῶ τέλος στὴν ψυχή μου, ψυχὴ ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ καὶ φθάνουν γιὰ ἀρκετὰ χρόνια, φάγε, πιές, καὶ ἀπόλαυσε τὴν καλοπέραση».
Μὲ τή στάση του ἔχει ἀπομακρύνει τελείως τόν Θεὸ καὶ τούς ἀνθρώπους τόσο ἀπὸ τήν σκέψη του ὅσο καὶ ἀπὸ τήν καρδιά του. Ὁ ἐγωϊσμός δὲν τόν ἀφήνει νὰ δεῖ ὅτι πίσω ἀπ” ὅλη τήν ἀφθονία τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν ὑπάρχει ὁ Θεὸς: «ἀνοίξαντός σου τήν χεῖρα, τὰ σύμπαντα πλησθήσονται χρηστότητος» ψάλλει ὁ θεῖος ποιητής.
Ἡ σκέψη του φανερώνει ὅτι πρόκειται γιὰ ἄνθρωπο πνευματικὰ φτωχό, ὅτι δὲν ἔχει τήν παραμικρὴ αἴσθηση ἀγάπης, ὅτι ἡ πλεονεξία του βρίσκεται σὲ τέτοιο σημεῖο ποὺ, ἀκόμη καὶ ἂν εἶχε ὅλο τόν κόσμο δικὸ του, αὐτὸς πάλι θὰ σκεπτόταν μόνο τόν ἑαυτὸ του.
Ἡ πλεονεξία ὅμως εἶναι κάτι ποὺ δυστυχῶς ὑπάρχει καὶ σήμερα καὶ θὰ ὑπάρχει σὲ ὅλες τίς ἐποχές, σὲ ὅλες τὶς ἀνθρώπινες κοινωνίες, καὶ αὐτό ἐπειδὴ ἀπουσιάζει ἡ ἀγάπη ἀπὸ τούς ἀνθρώπους.
Ἀποτέλεσμα δὲ ὅλων αὐτῶν εἶναι νὰ ἐπικρατεῖ στὸν κόσμο ἡ ἀδικία, ἡ αἰσχροκέρδεια, ἡ φτώχεια, ἡ δυστυχία, ἡ πεῖνα, καὶ τέλος σὰν μόνη λύση νὰ ἔρχεται ὁ πόλεμος καὶ ἡ καταστροφή.
Ὅμως, ἀδελφοὶ μου, συμβαίνει πολλὲς φορὲς κι ἐμεῖς νὰ ξεχνοῦμε τόν Θεὸ γιὰ ὅλες τίς εὐεργεσίες Του. Ἐνῶ αὐτὸς μᾶς παρέχει ὅλα ὅσα πρέπει γιὰ νὰ ζήσουμε καὶ φροντίζει γιὰ μᾶς, ἐμεῖς παραλείπουμε νὰ ποῦμε ἕνα ἁπλὸ «εὐχαριστῶ», ἕνα «δόξα τῷ Θεῷ»! Ἄλλοτε ἀδιαφοροῦμε γιὰ τούς ἀδελφοὺς μας, ὅταν αὐτοὶ μᾶς χρειάζονται. Ὅταν ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ ἕνα κομμάτι ψωμὶ ἢ ἀπὸ ἕνα πιάτο φαγητό, κάνουμε ὅτι δὲν ἀκοῦμε ἢ ὅτι δὲν βλέπουμε τήν δυστυχία ποὺ ὑπάρχει γύρω μας. Ἀλήθεια, πόσο ὑποκριτὲς γινόμαστε! Ἀλλὰ, νὰ μὴν ξεχνοῦμε ὅτι τήν ἡμέρα τῆς κρίσεως θὰ δώσουμε λόγο γι” αὐτό!
Ἂς σκεφτοῦμε περισσότερο συνετὰ, ἀδελφοὶ μου. Ἐὰν ὑπάρχουμε στὴ ζωή, ἐὰν κινούμαστε καὶ ἐνεργοῦμε, ἐὰν ἔχουμε ὑγεία, ἐὰν οἱ στόχοι μας πραγματοποιοῦνται, ὅλα αὐτὰ τά χρωστοῦμε στὸν Θεό. Πρὶν λοιπὸν νὰ χαροῦμε, προτοῦ νὰ ἀρχίσουμε νέα σχέδια καὶ ὑπολογισμοὺς, ἂς σκεφθοῦμε τόν Ἅγιο Θεό. Νὰ κάνουμε σὲ Αὐτὸν μιὰ προσευχὴ εὐχαριστίας, ἀκριβῶς διότι ἔχουμε χρέος νὰ τόν θυμηθοῦμε. Ἂν δὲν τό κάνουμε, δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ εἴμαστε ἀγνώμονες καὶ ἄφρονες.
Ἡ ἀπερισκεψία τοῦ ἄφρονος πλουσίου κορυφώνεται στήν ἀντίληψη ποὺ ἔχει γιὰ τήν ψυχή, τήν ὁποῖα ἔκανε ἕνα μέ τά ὑλικὰ ἀγαθά: «Ψυχὴ ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ κείμενα εἰς ἔτη πολλά, ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου». Ὅμως, μᾶς τονίζει ὁ Κύριος, μιὰ ἀνθρώπινη ψυχὴ ἔχει τόσο μεγάλη ἀξία, ὥστε νὰ μὴν μπορεῖ νὰ συγκριθεῖ μέ ὁλόκληρη τήν ὑλικὴ δημιουργία.
Πῶς εἶναι δυνατὸν, λοιπὸν, ἕνας ἄνθρωπος νὰ καταδικάσει τήν ψυχή του χάριν τῶν ὑλικῶν πραγμάτων; Καὶ ἂν χάσει τήν ψυχή του, μέ τί εἶναι δυνατὸν νὰ τήν ἐξαγοράσει; «Τί ὠφελήσει ἄνθρωπον, ἐὰν κερδίση τόν κόσμον ὅλον καὶ ζημιωθῇ τήν ψυχὴν αὐτοῦ; καὶ τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς
αὐτοῦ;». Δὲν ἔχουμε, λοιπὸν, οὔτε δικαίωμα οὔτε συμφέρον νὰ τήν χάσουμε, διότι ἔχει θεῖα προέλευση καὶ θεῖο προορισμό.
Γιὰ τήν ψυχή μας, γιὰ τήν ψυχή τοῦ καθενὸς ἀπὸ μᾶς πέθανε πάνω στὸ Σταυρὸ ὁ Χριστός. Κι ἐπειδὴ ἡ ψυχὴ εἶναι τό ἀπαύγασμα τῆς Τριλαμποῦς Θεότητος, ὅταν ἔλθει ἡ ὥρα της, πετᾶ πρὸς τά ἄνω γιὰ νὰ ἀναζητήσει τόν προορισμὸ της, δηλαδὴ τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Θέλει νὰ ἀπολαύσει τή θεῖα μακαριότητα. Ἐκεῖ θὰ παραμείνει αἰωνίως εὐτυχισμένη, ἐφ” ὅσον ἐμεῖς, ἐδῶ πάνω στὴ γῆ, τήν φροντίσαμε˙ ἐφ” ὅσον τῆς δώσαμε, μὲ πράξεις ἀγαθὲς, τά ἐφόδια ἐκεῖνα ποὺ χρειάζεται γιὰ τήν ἄλλη ζωή, ἐφ” ὅσον τήν ἐπιτρέψαμε νὰ εὐφραίνεται μέσα στὴν καθαγιαστικὴ χάρη τῶν ἱερῶν μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας, μὲ τή συμμετοχὴ μας σὲ αὐτὰ καὶ κυρίως στὸ κατ” ἐξοχὴν μυστήριο, τήν Θεία Εὐχαριστία.
Γιὰ τόν «ἄφρονα» τῆς παραβολῆς, τήν στιγμὴ ποὺ πίστεψε ὅτι βρῆκε τή λύση, ὅλα γκρεμίζονται. Ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ, ἡ φωνὴ τῆς ἀλήθειας, τόν ξαναφέρνει στὴν πραγματικότητα: «Ἄφρων, ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχὴν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ, ἃ δὲ ἡτοίμασας τίνι ἔσται;» Ἀνόητε, αὐτὴ τή νύκτα σοῦ ζητοῦν τήν ψυχή σου, αὐτὰ δὲ ποὺ ἑτοίμασες καὶ ἀποθήκευσες ποιὸς θὰ τά πάρει;
Ἡ σκέψη καὶ ἡ στάση τοῦ πλουσίου τῆς παραβολῆς εἶναι προκλητικὴ καὶ ἐγωϊστική, διότι χωρὶς ντροπή τακτοποιεῖ τήν πλούσια σοδειὰ ἀπὸ τήν ἀφθονία τῶν χωραφιῶν του μόνο γιὰ τόν ἑαυτὸ του: «Συνάξω ἐκεῖ πάντα τὰ γενήματα καὶ τὰ ἀγαθὰ μου». Ὅλοι οἱ ἄλλοι ἀποκλείονται. Δὲν ἐνδιαφέρεται γιὰ κανέναν καὶ δὲν μπορεῖ νὰ καταλάβει ὅτι ἡ ψυχή γιὰ νὰ εὐχαριστηθεῖ πραγματικὰ ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τροφή πνευματικὴ, ἀπὸ ἀρετὲς, ἀπὸ καλοσύνη καὶ κυρίως νὰ εἶναι πλημμυρισμένη ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τούς ἀνθρώπους.
Ὁ διπλανὸς μας, ὁ κάθε ἄνθρωπος, εἶναι παιδὶ τοῦ Θεοῦ. Γι” αὐτὸν τόν ἄνθρωπο, ὁ Υἱὸς Του, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, θυσιάσθηκε πάνω στὸ Σταυρὸ καὶ ἔχυσε το αἷμα Του. Σημαίνει δὲ αὐτὸ ὅτι δὲν ἔχουμε δικαίωμα οὔτε νὰ ἀγνοοῦμε κανέναν ἄνθρωπο, ἀλλὰ
οὔτε καὶ νὰ τόν περιφρονοῦμε, διότι, «οὐ μὴ γένοιτο», ὅταν συμπεριφερόμαστε κατ” αὐτὸν τόν τρόπο εἶναι σὰν νὰ περιφρονοῦμε τόν ἴδιο τόν Θεό.
Ἂν εἴμαστε πλούσιοι, ἂν εἴμαστε ἰσχυροί, ἂν ἔχουμε ἐξουσία, ἂς σκεφθοῦμε ὅτι αὐτὰ εἶναι δῶρα τοῦ Θεοῦ, ὄχι γιὰ νὰ ἱκανοποιοῦμε τόν ἐγωϊσμὸ μας, ἀλλὰ γιὰ νὰ εἴμαστε εὐεργετικοὶ στοὺς ἄλλους. Τότε πραγματικὰ δεχόμαστε μεγαλύτερη εὐλογία ἀπὸ τόν Κύριο, διότι πραγματικὴ εὐλογία ἔχει μόνο ἐκεῖνος ποὺ εἶναι χριστιανὸς στήν πράξη, ἐκεῖνος ποὺ κάνει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾶ τούς συνανθρώπους του.
Ἀγαπητοὶ μου ἀδελφοί, «Ἀφροσύνη ἀνδρὸς λυμαίνεται τὰς ὁδοὺς αὐτοῦ», λέει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀφροσύνη σκορπίζει τήν καταστροφὴ στὴ ζωὴ καὶ τόν προορισμὸ τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ προορισμὸς μας εἶναι οὐράνιος. Ἡ οὐράνια πατρίδα μᾶς περιμένει. Εἶναι ἀνάγκη ὅσο ζοῦμε πάνω στὴ γῆ νὰ ἀγαπᾶμε τόν Θεὸ μέ πολλὴ δύναμη. Νὰ ἀγαπᾶμε τούς ἀδελφοὺς μας σὰν τόν ἑαυτὸ μας. Χριστιανὸς χωρὶς Θεὸ δὲν ὑπάρχει. Χριστιανὸς χωρὶς ἀδελφοὺς πάλι δὲν ὑπάρχει. Ὁ Θεὸς καὶ οἱ ἄνθρωποι ἂς εἶναι τό πλήρωμα τῆς πνευματικῆς μας ζωῆς. Ἀμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου