Κυριακή Θ Λουκά Ἡ ὀλέθρια ἀφροσύνη (Λουκ. ιβ΄ 16-21) Ἰωάννης Καραβιδόπουλος
«Κάποιος ἀπὸ τὸ πλῆθος εἶπε στὸν Ἰησοῦ: «Διδάσκαλε, πὲς στὸν ἀδερφό μου νὰ μοιράσουμε τὴν κληρονομιά μας». Κι ὁ Ἰησοῦς τοῦ ἀπάντησε: «'Ἀνθρωπέ μου, ἐγὼ δὲν εἶμαι δικαστὴς γιὰ νὰ χωρίζω τὴν περιουσία σας». Καὶ στὸ πλῆθος εἶπε: «Νὰ προσέχετε καὶ νὰ φυλάγεστε ἀπὸ κάθε εἴδους πλεονεξία, γιατί τὰ πλούτη, ὅσο περίσσια κι ἂν εἶναι, δὲ δίνουν στὸν ἄνθρωπο τὴν ἀληθινὴ ζωή». Τοὺς εἶπε μάλιστα τὴν ἑξῆς παραβολή: «Κάποιου πλούσιου ἀνθρώπου τὰ χωράφια ἔδωσαν ἄφθονη σοδειά. Τότε ἐκεῖνος σκεφτόταν καὶ ἔλεγε: “τί νὰ κάνω; Δὲν ἔχω μέρος νὰ συγκεντρώσω τὰ γεννήματά μου! Ἀλλὰ νὰ τί θὰ κάνω”, εἶπε. “Θα γκρεμίσω τὶς ἀποθῆκες μου καὶ θὰ χτίσω μεγαλύτερες γιὰ νὰ συγκεντρώσω ἐκεῖ ὅλη τὴ σοδειά μου καὶ τ' ἀγαθά μου. Μετὰ θὰ πῶ στὸν ἑαυτό μου: τώρα ἔχεις πολλὰ ἀγαθά, ποὺ ἀρκοῦν γιὰ χρόνια πολλά• ξεκουράσου, τρῶγε, πίνε, διασκέδαζε”. Τότε τοῦ εἶπε ὁ Θεός: “ἀνόητε. Αὐτὴ τὴ νύχτα θὰ παραδώσεις τὴ ζωή σου. Αὐτά, λοιπόν, ποὺ ἑτοίμασες σὲ ποιὸν θὰ ἀνήκουν;” Αὐτά, λοιπόν, παθαίνει ὅποιος μαζεύει πρόσκαιρους θησαυροὺς καὶ δὲν πλουτίζει τὸν ἑαυτό του μὲ ὅ,τι θέλει ὁ Θεὸς» (Λουκ. 12, 16-21).
Ἡ συγκέντρωση ἀγαθῶν ποὺ ἐξυπηρετοῦν τὴ ζωὴ ἀποτελεῖ μία πολὺ φρόνιμη καὶ λογικὴ ἐνέργεια γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ μάλιστα γιὰ τὸν οἰκογενειάρχη ποὺ ἀπὸ τὴν ἐργατικότητα καὶ προνοητικότητά του ἐξαρτᾶται ἡ ζωὴ τῶν μελῶν τῆς οἰκογένειάς του. Τὴν ὀκνηρία καὶ ἀπρονοησία κανεὶς ποτὲ δὲν ἐπαίνεσε. Γιατί λοιπὸν παρ' ὅλα αὐτὰ ὁ πλούσιος τῆς σημερινῆς παραβολῆς χαρακτηρίζεται ὡς «ἄφρων»; Γιὰ τοὺς ἑξῆς λόγους: α) Πρῶτα-πρῶτα γιατί ὁ ὁρίζοντας τοῦ κόσμου γι' αὐτὸν τελειώνει στὰ ὅρια τοῦ ἑαυτοῦ του. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι στὴ διήγησή μας ἐπικρατεῖ ἡ κτητικὴ ἀντωνυμία «μου». Ὁ πλησίον εἶναι ἀνύπαρκτος γιὰ τὴ σκέψη καὶ τὴ ζωὴ τοῦ πλουσίου μας. β) Γιατί νομίζει ὅτι ἡ ὑλικὴ εὐδαιμονία του εἶναι ἀτέρμονη καὶ ὅτι δὲν πρόκειται νὰ τοῦ τὴν ἀφαιρέσει κανείς. Ἔτσι καταστρώνει μακρόπνοα σχέδια λέγοντας στὸν ἑαυτό του: «ψυχή, ἔχεις, πολλὰ ἀγαθὰ κείμενα εἰς ἔτη πολλὰ- ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου». Καὶ γ) γιατί καταπίεσε τελείως μέσα στὰ βάθη τοῦ ὑποσυνειδήτου του τὸν Θεό, νομίζοντας ὅτι τὸν ἀφάνισε καὶ γλύτωσε ἀπὸ τὸν ἔλεγχό του.
Νὰ λοιπὸν ποὺ βρίσκονται τὰ ὅρια ἀνάμεσα στὴ φρόνηση καὶ στὴν ἀφροσύνη, ἀνάμεσα στὴ λογικὴ προνοητικότητα καὶ στὴν παράλογη ἀποθεματοποίηση ἀγαθῶν. Στὴ μία περίπτωση διευκολύνει κανεὶς καὶ ἐξυπηρετεῖ τὴ ζωὴ τὴ δική του καὶ τῶν οἰκείων του, στὴν ἄλλη τὴν καταστρέφει, γιατί δημιουργεῖ ἀγχώδεις καταστάσεις ἀπὸ τὶς ὁποῖες δύσκολα ἐλευθερώνεται. Πραγματικά, ἡ χωρὶς λόγο συσσώρευση ἀγαθῶν προκαλεῖ ἄγχος καὶ προβλήματα, ὀφείλεται δὲ κατὰ βάση στὸν πόθο τοῦ ἀνθρώπου νὰ ξεφύγει ἀπὸ τὴ σκέψη τοῦ θανάτου. Ἔτσι μαζεύει ὑλικὰ ἀγαθά, ὀχυρώνεται μέσα σ' αὐτά, γιὰ νὰ αἰσθανθεῖ ἀσφαλὴς καὶ σίγουρος, μὲ συνέπεια νὰ πετρώσει ἡ καρδιά του γιὰ τὸν διπλανό του, ὁ ὁποῖος τοῦ εἶναι τελείως ἀδιάφορος ἢ καὶ ἀνύπαρκτος. Κι ὅταν λέμε ἀγαθά, ἂς μὴ πηγαίνει ὁ νοῦς μας μόνο στὰ χρήματα. Ὑπάρχουν τόσα ἄλλα πράγματα ποὺ θεωροῦνται σὰν μέσα ποὺ ἐξασφαλίζουν τὸν ἄνθρωπο. Εἶναι οἱ γνώσεις, ἡ ἐπιστήμη, τὰ ἀξιώματα, οἱ τίτλοι, οἱ γνωριμίες, οἱ δεσμοί. Καὶ ἐδῶ πρέπει νὰ χαράξει κανεὶς τὰ ὅρια ἀνάμεσα στὴ φρόνιμη ἱεράρχηση τῶν ἀγαθῶν καὶ στὴν ἄφρονα ἢ ἀγχώδη ἀναζήτηση στηριγμάτων γιὰ μία ζωὴ χωρὶς τὸ φόβο τοῦ τερματισμοῦ της. Εἶναι πράγματι ἀφροσύνη νὰ ξεχάσει κανεὶς ὅτι ὅλα αὐτὰ ποὺ ἀναφέραμε προηγουμένως δὲν εἶναι τρόποι ἐξασφαλίσεως τοῦ ἐγὼ ἔναντι τῶν ἄλλων ἀλλὰ μέσα ἐξυπηρετήσεως εἴτε τοῦ ἐγὼ εἴτε τῶν ἄλλων κι εἶναι ἀφροσύνη ἀκόμη νὰ νομίζουμε ὅτι μ' αὐτὰ γίναμε πανίσχυροι, ἐκθρονίσαμε τὸν Θεὸ καὶ ξεφύγαμε τὸ θάνατο.
Ἔρχονται στιγμὲς ποὺ σ' ἕνα ξέσπασμα τῆς καταπιεσμένης συνειδήσεώς μας ἀκούγεται ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ καὶ θυμίζει ἀλήθειες ξεχασμένες καὶ πραγματικότητες ποὺ θελήσαμε νὰ τὶς παρακάμψουμε. Σ' αὐτὲς τὶς στιγμὲς βλέπει κανεὶς τὴ γύμνια καὶ τὴν ἀφροσύνη του παρ' ὅλο ποὺ νόμιζε ὅτι ἦταν θωρακισμένος μὲ πολλὰ ἀγαθὰ καὶ ὅτι ἡ ὀργάνωση τῆς ζωῆς του ἦταν ἄρτια καὶ ἀπρόσβλητη. Πολὺ εὔκολα ξεγελιέται κανείς! Κι αὐτὸ ἀκριβῶς θέλει νὰ τονίσει ἡ σημερινὴ παραβολή: Ἡ ἀνασφάλεια ποὺ αἰσθάνεται ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τὴ φθορὰ ποὺ βασιλεύουν μέσα στὸν κόσμο δὲν θεραπεύεται μὲ τὴ συσσώρευση ὑλικῶν ἀγαθῶν, μὲ τὴ δημιουργία ὑποκατάστατων τοῦ Θεοῦ, μὲ τὴν ὀχύρωση τοῦ ἑαυτοῦ μας σὲ ψεύτικα καὶ εὐπρόσβλητα χαρακώματα. Ἀσφαλὴς καὶ σώφρων εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος, χωρὶς νὰ παραμελεῖ τὶς βιοτικὲς ἀνάγκες του, βλέπει τὸν Θεὸ σὰν πηγὴ τῆς ζωῆς καὶ δωρητὴ τῶν ἀγαθῶν. Ἀλλιῶς, μόνο ὡς ἄφρων μπορεῖ νὰ χαρακτηρισθεῖ, μὲ ὅλες τὶς τραγικὲς συνέπειες τῆς ἀφροσύνης του.
«Κάποιος ἀπὸ τὸ πλῆθος εἶπε στὸν Ἰησοῦ: «Διδάσκαλε, πὲς στὸν ἀδερφό μου νὰ μοιράσουμε τὴν κληρονομιά μας». Κι ὁ Ἰησοῦς τοῦ ἀπάντησε: «'Ἀνθρωπέ μου, ἐγὼ δὲν εἶμαι δικαστὴς γιὰ νὰ χωρίζω τὴν περιουσία σας». Καὶ στὸ πλῆθος εἶπε: «Νὰ προσέχετε καὶ νὰ φυλάγεστε ἀπὸ κάθε εἴδους πλεονεξία, γιατί τὰ πλούτη, ὅσο περίσσια κι ἂν εἶναι, δὲ δίνουν στὸν ἄνθρωπο τὴν ἀληθινὴ ζωή». Τοὺς εἶπε μάλιστα τὴν ἑξῆς παραβολή: «Κάποιου πλούσιου ἀνθρώπου τὰ χωράφια ἔδωσαν ἄφθονη σοδειά. Τότε ἐκεῖνος σκεφτόταν καὶ ἔλεγε: “τί νὰ κάνω; Δὲν ἔχω μέρος νὰ συγκεντρώσω τὰ γεννήματά μου! Ἀλλὰ νὰ τί θὰ κάνω”, εἶπε. “Θα γκρεμίσω τὶς ἀποθῆκες μου καὶ θὰ χτίσω μεγαλύτερες γιὰ νὰ συγκεντρώσω ἐκεῖ ὅλη τὴ σοδειά μου καὶ τ' ἀγαθά μου. Μετὰ θὰ πῶ στὸν ἑαυτό μου: τώρα ἔχεις πολλὰ ἀγαθά, ποὺ ἀρκοῦν γιὰ χρόνια πολλά• ξεκουράσου, τρῶγε, πίνε, διασκέδαζε”. Τότε τοῦ εἶπε ὁ Θεός: “ἀνόητε. Αὐτὴ τὴ νύχτα θὰ παραδώσεις τὴ ζωή σου. Αὐτά, λοιπόν, ποὺ ἑτοίμασες σὲ ποιὸν θὰ ἀνήκουν;” Αὐτά, λοιπόν, παθαίνει ὅποιος μαζεύει πρόσκαιρους θησαυροὺς καὶ δὲν πλουτίζει τὸν ἑαυτό του μὲ ὅ,τι θέλει ὁ Θεὸς» (Λουκ. 12, 16-21).
Ἡ συγκέντρωση ἀγαθῶν ποὺ ἐξυπηρετοῦν τὴ ζωὴ ἀποτελεῖ μία πολὺ φρόνιμη καὶ λογικὴ ἐνέργεια γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ μάλιστα γιὰ τὸν οἰκογενειάρχη ποὺ ἀπὸ τὴν ἐργατικότητα καὶ προνοητικότητά του ἐξαρτᾶται ἡ ζωὴ τῶν μελῶν τῆς οἰκογένειάς του. Τὴν ὀκνηρία καὶ ἀπρονοησία κανεὶς ποτὲ δὲν ἐπαίνεσε. Γιατί λοιπὸν παρ' ὅλα αὐτὰ ὁ πλούσιος τῆς σημερινῆς παραβολῆς χαρακτηρίζεται ὡς «ἄφρων»; Γιὰ τοὺς ἑξῆς λόγους: α) Πρῶτα-πρῶτα γιατί ὁ ὁρίζοντας τοῦ κόσμου γι' αὐτὸν τελειώνει στὰ ὅρια τοῦ ἑαυτοῦ του. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι στὴ διήγησή μας ἐπικρατεῖ ἡ κτητικὴ ἀντωνυμία «μου». Ὁ πλησίον εἶναι ἀνύπαρκτος γιὰ τὴ σκέψη καὶ τὴ ζωὴ τοῦ πλουσίου μας. β) Γιατί νομίζει ὅτι ἡ ὑλικὴ εὐδαιμονία του εἶναι ἀτέρμονη καὶ ὅτι δὲν πρόκειται νὰ τοῦ τὴν ἀφαιρέσει κανείς. Ἔτσι καταστρώνει μακρόπνοα σχέδια λέγοντας στὸν ἑαυτό του: «ψυχή, ἔχεις, πολλὰ ἀγαθὰ κείμενα εἰς ἔτη πολλὰ- ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου». Καὶ γ) γιατί καταπίεσε τελείως μέσα στὰ βάθη τοῦ ὑποσυνειδήτου του τὸν Θεό, νομίζοντας ὅτι τὸν ἀφάνισε καὶ γλύτωσε ἀπὸ τὸν ἔλεγχό του.
Νὰ λοιπὸν ποὺ βρίσκονται τὰ ὅρια ἀνάμεσα στὴ φρόνηση καὶ στὴν ἀφροσύνη, ἀνάμεσα στὴ λογικὴ προνοητικότητα καὶ στὴν παράλογη ἀποθεματοποίηση ἀγαθῶν. Στὴ μία περίπτωση διευκολύνει κανεὶς καὶ ἐξυπηρετεῖ τὴ ζωὴ τὴ δική του καὶ τῶν οἰκείων του, στὴν ἄλλη τὴν καταστρέφει, γιατί δημιουργεῖ ἀγχώδεις καταστάσεις ἀπὸ τὶς ὁποῖες δύσκολα ἐλευθερώνεται. Πραγματικά, ἡ χωρὶς λόγο συσσώρευση ἀγαθῶν προκαλεῖ ἄγχος καὶ προβλήματα, ὀφείλεται δὲ κατὰ βάση στὸν πόθο τοῦ ἀνθρώπου νὰ ξεφύγει ἀπὸ τὴ σκέψη τοῦ θανάτου. Ἔτσι μαζεύει ὑλικὰ ἀγαθά, ὀχυρώνεται μέσα σ' αὐτά, γιὰ νὰ αἰσθανθεῖ ἀσφαλὴς καὶ σίγουρος, μὲ συνέπεια νὰ πετρώσει ἡ καρδιά του γιὰ τὸν διπλανό του, ὁ ὁποῖος τοῦ εἶναι τελείως ἀδιάφορος ἢ καὶ ἀνύπαρκτος. Κι ὅταν λέμε ἀγαθά, ἂς μὴ πηγαίνει ὁ νοῦς μας μόνο στὰ χρήματα. Ὑπάρχουν τόσα ἄλλα πράγματα ποὺ θεωροῦνται σὰν μέσα ποὺ ἐξασφαλίζουν τὸν ἄνθρωπο. Εἶναι οἱ γνώσεις, ἡ ἐπιστήμη, τὰ ἀξιώματα, οἱ τίτλοι, οἱ γνωριμίες, οἱ δεσμοί. Καὶ ἐδῶ πρέπει νὰ χαράξει κανεὶς τὰ ὅρια ἀνάμεσα στὴ φρόνιμη ἱεράρχηση τῶν ἀγαθῶν καὶ στὴν ἄφρονα ἢ ἀγχώδη ἀναζήτηση στηριγμάτων γιὰ μία ζωὴ χωρὶς τὸ φόβο τοῦ τερματισμοῦ της. Εἶναι πράγματι ἀφροσύνη νὰ ξεχάσει κανεὶς ὅτι ὅλα αὐτὰ ποὺ ἀναφέραμε προηγουμένως δὲν εἶναι τρόποι ἐξασφαλίσεως τοῦ ἐγὼ ἔναντι τῶν ἄλλων ἀλλὰ μέσα ἐξυπηρετήσεως εἴτε τοῦ ἐγὼ εἴτε τῶν ἄλλων κι εἶναι ἀφροσύνη ἀκόμη νὰ νομίζουμε ὅτι μ' αὐτὰ γίναμε πανίσχυροι, ἐκθρονίσαμε τὸν Θεὸ καὶ ξεφύγαμε τὸ θάνατο.
Ἔρχονται στιγμὲς ποὺ σ' ἕνα ξέσπασμα τῆς καταπιεσμένης συνειδήσεώς μας ἀκούγεται ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ καὶ θυμίζει ἀλήθειες ξεχασμένες καὶ πραγματικότητες ποὺ θελήσαμε νὰ τὶς παρακάμψουμε. Σ' αὐτὲς τὶς στιγμὲς βλέπει κανεὶς τὴ γύμνια καὶ τὴν ἀφροσύνη του παρ' ὅλο ποὺ νόμιζε ὅτι ἦταν θωρακισμένος μὲ πολλὰ ἀγαθὰ καὶ ὅτι ἡ ὀργάνωση τῆς ζωῆς του ἦταν ἄρτια καὶ ἀπρόσβλητη. Πολὺ εὔκολα ξεγελιέται κανείς! Κι αὐτὸ ἀκριβῶς θέλει νὰ τονίσει ἡ σημερινὴ παραβολή: Ἡ ἀνασφάλεια ποὺ αἰσθάνεται ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τὴ φθορὰ ποὺ βασιλεύουν μέσα στὸν κόσμο δὲν θεραπεύεται μὲ τὴ συσσώρευση ὑλικῶν ἀγαθῶν, μὲ τὴ δημιουργία ὑποκατάστατων τοῦ Θεοῦ, μὲ τὴν ὀχύρωση τοῦ ἑαυτοῦ μας σὲ ψεύτικα καὶ εὐπρόσβλητα χαρακώματα. Ἀσφαλὴς καὶ σώφρων εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος, χωρὶς νὰ παραμελεῖ τὶς βιοτικὲς ἀνάγκες του, βλέπει τὸν Θεὸ σὰν πηγὴ τῆς ζωῆς καὶ δωρητὴ τῶν ἀγαθῶν. Ἀλλιῶς, μόνο ὡς ἄφρων μπορεῖ νὰ χαρακτηρισθεῖ, μὲ ὅλες τὶς τραγικὲς συνέπειες τῆς ἀφροσύνης του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου