Κυριακη Θ’ Λουκά
Κυριακή 17 Νοεμβρίου 2013
«...άφρον, ταύτη τη νυκτί την ψυχήν σου απαιτούσιν από σου...»
Μία χρονιά, τα χωράφια ενός πλουσίου και πλεονέκτη ανθρώπου απέδωσαν πολύ μεγάλη σοδειά. Είχαν τόση ευφορία, που, ο πλούσιος της σημερινής παραβολής, δεν είχε που να αποθηκεύσει τους καρπούς του. Ο ταλαίπωρος, σκεφτόταν τι να κάνει! Η πλεονεξία του, βρήκε τελικά τη λύση: «Θα γκρεμίσω τις αποθήκες, που έχω και θα χτίσω μεγαλύτερες... κι αφού ολοκληρώσω το έργο θα πω στην ψυχή μου, ψυχή μου έχεις πολλά αγαθά! Αναπαύου, φάε, πίε και ευφραίνου».
Την ίδια νύχτα, που ο ανόητος πλούσιος οραματίζεται τη μελλοντική του μακαριότητα, άκουσε τη φωνή του Θεού: «Άμυαλε άνθρωπε, τη νύχτα αυτή ζητούν την ψυχή σου. Σε ποιόν θα ανήκουν όσα ετοίμασες;». Όλα τα σχεδίασε ο πλούσιος, όλα τα προέβλεψε, όλα τα προνόησε εκτός από το θάνατο. Γι’ αυτό τον ονόμασε ο Κύριος «άφρονα», δηλαδή, άμυαλο, ανόητο άνθρωπο. Διότι πράγματι, ποιά μεγαλύτερη αφροσύνη και ανοησία υπάρχει από το να μη θυμόμαστε το θάνατο, που είναι το μόνο σίγουρο στη ζωή μας;
Όταν έχουμε μνήμη θανάτου επανερχόμαστε στη σύνεση! Αμαρτάνουμε λιγότερο, οργιζόμαστε λιγότερο, κατακρίνουμε λιγότερο, διώχνουμε τις αφορμές του κακού, καθαρίζουμε το νου από τους αισχρούς λογισμούς και ελευθερώνουμε την καρδιά από τις απατηλές επιθυμίες. Η μνήμη του θανάτου φέρνει τη μετάνοια και η μετάνοια τη σωτηρία.
Ένας ερημίτης, γράφει το Γεροντικό, ασκήτευε πολλά χρόνια στην έρημο του Ιορδάνου. Κάποτε παρουσιάστηκε μπροστά του ο διάβολος και του παραπονέθηκε: - Τί σου έχω κάνει αββά και με εξευτελίζεις έτσι; - Φύγε από εδώ, πονηρό πνεύμα, φώναξε ο ερημίτης. Πήγαινε σ’ εκείνους, που με την απροσεξία τους σε προσκαλούν. - Έτσι, λοιπόν, νομίζεις; Είπε με κακία ο διάβολος. Δε θα βρω ευκαιρία να σε ρίξω στα σαράντα χρόνια, που έχεις να ζήσεις ακόμη; Οι λογισμοί του ερημίτη άρχισαν να συγχύζονται... Σαράντα χρόνια έχω ζωή ακόμη; Είναι πάρα πολλά! μονολογούσε διαρκώς. Δεν πηγαίνω στον κόσμο να δω λίγο τους συγγενείς μου; Ας δώσω και μία μικρή ξεκούραση στο βασανισμένο μου κορμί. Όταν γυρίσω συνεχίζω την άσκηση. Έχω καιρό μπροστά μου. Πήρε την απόφαση κι ένα πρωινό ξεκίνησε με το ραβδί του για την πολιτεία. Μα ο φιλάνθρωπος Θεός λυπήθηκε τόσων χρόνων κόπους κι έστειλε τον άγγελό του να τον εμποδίσει. - Πού πας αββά; ρώτησε ο άγγελος, φράζοντάς του το δρόμο. - Στην πόλη, βιάστηκε να απαντήσει ο ερημίτης. - Ευλογημένε άνθρωπε, τώρα στο τέλος της ζωής σου άφησες να σε ξεγελάσει ο πονηρός; βιάσου να γυρίσεις στην καλύβα σου και κλάψε την ανοησία σου, πριν είναι πολύ αργά. Ντροπιασμένος γύρισε ο ερημίτης πίσω στο κελί του και έκλαιγε για το πάθημά του. Ύστερα από τρείς μέρες απεβίωσε...
Αδελφοί μου, ας κάνουμε τη μνήμη του θανάτου καθημερινή τροφή της ψυχής μας, για να μη μας απατάει ο διάβολος, όπως συνέβη στην περίπτωση του ερημίτη και για να μη βρεθούμε κι εμείς κάποια νύχτα, σαν τον πλούσιο της παραβολής, η κάποια μέρα μπροστά στο θάνατο, χωρίς ετοιμασία και χωρίς «ένδυμα γάμου». Αμήν!
Κυριακή 17 Νοεμβρίου 2013
«...άφρον, ταύτη τη νυκτί την ψυχήν σου απαιτούσιν από σου...»
Μία χρονιά, τα χωράφια ενός πλουσίου και πλεονέκτη ανθρώπου απέδωσαν πολύ μεγάλη σοδειά. Είχαν τόση ευφορία, που, ο πλούσιος της σημερινής παραβολής, δεν είχε που να αποθηκεύσει τους καρπούς του. Ο ταλαίπωρος, σκεφτόταν τι να κάνει! Η πλεονεξία του, βρήκε τελικά τη λύση: «Θα γκρεμίσω τις αποθήκες, που έχω και θα χτίσω μεγαλύτερες... κι αφού ολοκληρώσω το έργο θα πω στην ψυχή μου, ψυχή μου έχεις πολλά αγαθά! Αναπαύου, φάε, πίε και ευφραίνου».
Την ίδια νύχτα, που ο ανόητος πλούσιος οραματίζεται τη μελλοντική του μακαριότητα, άκουσε τη φωνή του Θεού: «Άμυαλε άνθρωπε, τη νύχτα αυτή ζητούν την ψυχή σου. Σε ποιόν θα ανήκουν όσα ετοίμασες;». Όλα τα σχεδίασε ο πλούσιος, όλα τα προέβλεψε, όλα τα προνόησε εκτός από το θάνατο. Γι’ αυτό τον ονόμασε ο Κύριος «άφρονα», δηλαδή, άμυαλο, ανόητο άνθρωπο. Διότι πράγματι, ποιά μεγαλύτερη αφροσύνη και ανοησία υπάρχει από το να μη θυμόμαστε το θάνατο, που είναι το μόνο σίγουρο στη ζωή μας;
Όταν έχουμε μνήμη θανάτου επανερχόμαστε στη σύνεση! Αμαρτάνουμε λιγότερο, οργιζόμαστε λιγότερο, κατακρίνουμε λιγότερο, διώχνουμε τις αφορμές του κακού, καθαρίζουμε το νου από τους αισχρούς λογισμούς και ελευθερώνουμε την καρδιά από τις απατηλές επιθυμίες. Η μνήμη του θανάτου φέρνει τη μετάνοια και η μετάνοια τη σωτηρία.
Ένας ερημίτης, γράφει το Γεροντικό, ασκήτευε πολλά χρόνια στην έρημο του Ιορδάνου. Κάποτε παρουσιάστηκε μπροστά του ο διάβολος και του παραπονέθηκε: - Τί σου έχω κάνει αββά και με εξευτελίζεις έτσι; - Φύγε από εδώ, πονηρό πνεύμα, φώναξε ο ερημίτης. Πήγαινε σ’ εκείνους, που με την απροσεξία τους σε προσκαλούν. - Έτσι, λοιπόν, νομίζεις; Είπε με κακία ο διάβολος. Δε θα βρω ευκαιρία να σε ρίξω στα σαράντα χρόνια, που έχεις να ζήσεις ακόμη; Οι λογισμοί του ερημίτη άρχισαν να συγχύζονται... Σαράντα χρόνια έχω ζωή ακόμη; Είναι πάρα πολλά! μονολογούσε διαρκώς. Δεν πηγαίνω στον κόσμο να δω λίγο τους συγγενείς μου; Ας δώσω και μία μικρή ξεκούραση στο βασανισμένο μου κορμί. Όταν γυρίσω συνεχίζω την άσκηση. Έχω καιρό μπροστά μου. Πήρε την απόφαση κι ένα πρωινό ξεκίνησε με το ραβδί του για την πολιτεία. Μα ο φιλάνθρωπος Θεός λυπήθηκε τόσων χρόνων κόπους κι έστειλε τον άγγελό του να τον εμποδίσει. - Πού πας αββά; ρώτησε ο άγγελος, φράζοντάς του το δρόμο. - Στην πόλη, βιάστηκε να απαντήσει ο ερημίτης. - Ευλογημένε άνθρωπε, τώρα στο τέλος της ζωής σου άφησες να σε ξεγελάσει ο πονηρός; βιάσου να γυρίσεις στην καλύβα σου και κλάψε την ανοησία σου, πριν είναι πολύ αργά. Ντροπιασμένος γύρισε ο ερημίτης πίσω στο κελί του και έκλαιγε για το πάθημά του. Ύστερα από τρείς μέρες απεβίωσε...
Αδελφοί μου, ας κάνουμε τη μνήμη του θανάτου καθημερινή τροφή της ψυχής μας, για να μη μας απατάει ο διάβολος, όπως συνέβη στην περίπτωση του ερημίτη και για να μη βρεθούμε κι εμείς κάποια νύχτα, σαν τον πλούσιο της παραβολής, η κάποια μέρα μπροστά στο θάνατο, χωρίς ετοιμασία και χωρίς «ένδυμα γάμου». Αμήν!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου