Τί ποιήσω ἵνα ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω; (ΙΓ΄Λουκᾶ)- Ἀθανάσιος Γιέφτιτς
Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι στὸ Εὐαγγέλιο, ἀπὸ τόσους ποὺ μνημονεύονται καὶ ἀναφέρονται, κανεὶς δὲν ἔχει θέσει τέτοια ριζική, ὁριακή, θὰ ἔλεγα, ἐρώτηση στὸν Χριστό, ὅσον ἕνας νέος. Σημειώνουν οἱ Εὐαγγελιστὲς ὅτι προσῆλθε στὸν Χριστὸ ἕνας νέος καὶ τοῦ ἔθεσε τὴν πιὸ μεγάλη, τὴν πιὸ ριζική, τὴν πιὸ ὁριακὴ ἐρώτηση:
«Διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ποιήσω ἵνα ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω;» Τί νὰ κάνω νὰ κερδίσω, νὰ ἔχω τὴ ζωὴ τὴν αἰώνια; Βέβαια προσῆλθε πρὸς τὸν Χριστὸ ὡς ἕνα μεγάλο σοφὸ διδάσκαλο, γι’ αὐτὸ ὁ Χριστὸς τοῦ ἀπάντησε: «Γιατί μὲ λέγεις ἀγαθόν, μόνον ὁ Θεὸς εἶναι ἀγαθός». Τοῦ ὑπενθυμίζει τὴν ἰδιότητα τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο σὰν νὰ τοῦ λέει, «μήπως θέλεις νὰ πιστέψεις ὅτι εἶμαι καὶ πάρα πέρα ἀπὸ σοφὸς διδάσκαλος;». Ἐν πάσει περιπτώσει, ἡ ἐρώτηση αὐτὴ εἶναι ἡ πιὸ ριζικὴ ἐρώτηση σ’ ὅλη τὴν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος. Καὶ ὁ νεαρὸς δὲν ρώτησε ἀπὸ ἐγωισμό, «Κύριε, τί νὰ κάνω γιὰ νὰ ζήσω αἰώνια», ἀλλὰ διότι εἶναι τὸ πιὸ φυσικὸ πράγμα στὸ νέο ἄνθρωπο νὰ ζητήσει πλῆρες νόημα καὶ περιεχόμενο τῆς ζωῆς.
Ἡ ζωὴ αὐτὴ στὸν κόσμο καὶ κυρίως ὅπως τὴν ζεῖ ὁ νέος ἄνθρωπος, σὰν νὰ ἀνοίγει μόνον τὶς ὀρέξεις γιὰ τὴ ζωή. Καὶ στὴν συνέχεια ἔρχεται ἡ ζοφερὴ πραγματικότητα καὶ σὰν νὰ δηλητηριάζει αὐτὲς τὶς ἁγνὲς ὀρέξεις, ἐφέσεις, ἐπιθυμίες, προσδοκίες, νοσταλγίες, ἐλπίδες ποὺ ἔχει ὁ ἄνθρωπος. Ὅλα αὐτὰ σὰν νὰ τὸν ἐρεθίζουν, σὰν νὰ αὐξάνουν τὴν πείνα καὶ τὴ δίψα του, σὲ σημεῖο ποὺ ὅλος ὁ κόσμος δὲν φθάνει νὰ τὶς χορτάσει. Γι’ αὐτό, εἶναι φυσικὴ ἡ ἐρώτηση τοῦ νέου, «τί νὰ κάνω γιὰ νὰ ἔχω ζωὴν αἰώνιον;». Διότι ὁ ἄνθρωπος εἶναι δημιουργημένος γιὰ τὴ ζωὴ τὴν αἰώνιο. Γι’ αὐτὸ ὁ θάνατος εἶναι τόσο τραγικὸς γιὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ἀνεξαιρέτως. Καὶ οἱ Χριστιανοί, ὅταν παραδέχονται τὸν βίαιο θάνατο γιὰ τὸν Χριστό, ὅπως οἱ Μάρτυρες, ἢ τὸν ἑκούσιο θάνατο, ὅπως οἱ Ὅσιοι, τὸν παραδέχονται ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἔχουν μεταβεῖ ἤδη ἀπὸ αὐτὴ τὴ ζωὴ στὴν αἰώνια ζωή. Ὁ θάνατος εἶναι μία μετάβαση, θλιβερὴ ὅμως καὶ αὐτή, διότι μᾶς ὑπενθυμίζει τὴ δυνατότητα ὅτι μποροῦμε νὰ πεθάνουμε, ὅτι μποροῦμε νὰ χάσουμε καὶ τὸ Θεὸ καὶ τὴν αἰώνια ζωὴ καὶ τὸν ἑαυτό μας καὶ τοὺς συνανθρώπους μας.
Ἴσως δὲν εἶναι αὐτὴ ἡ ὥρα κατάλληλη νὰ μιλήσω περισσότερο, ἀλλά, ἐν πάσει περιπτώσει, καὶ στὴν ψυχανάλυση τοῦ Φρόυντ καὶ στὴν κοινωνιολογία τοῦ Μαρκουζέ, διαπιστώνεται ὅτι ὁ θάνατος εἶναι ἕνα παράλογο, διότι κατ’ ἀρχὴν κόβει τὶς δημιουργημένες σχέσεις μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων, καὶ κυρίως τὴν ἀγάπη. Κόβει καὶ ἀπονοηματοποιεῖ.
Ἡ ἀγάπη, ὡς ἡ πιὸ δυνατὴ σχέση στὴν ἀνθρώπινη ζωὴ καὶ ὕπαρξη, διεκδικεῖ γιὰ τὸν ἑαυτὸν τῆς ἀθανασία, αἰωνιότητα. Γι’ αὐτὸ καὶ θλίβεται ὁ ἄνθρωπος ὅταν ἔρχεται ὁ θάνατος, ποὺ ἀπειλεῖ αὐτὴ τὴ σχέση, ἂν ὄχι καὶ τὴν κόβει, γιὰ ἐκείνους ποὺ δὲν πιστεύουν. Ἑπομένως, ἂν ὁ ἄνθρωπος ἔχει μέσα του καὶ δύναμη καὶ ἔφεση ἀγαπητική, καὶ αὐτὴ ἡ ἀγάπη διεκδικεῖ ἀπὸ τὴ φύση της αἰωνιότητα, τὴν μὴ διακοπή, τὴν ἀφθαρσία, τὴν ἀθανασία δηλαδή, αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι δημιουργημένος γιὰ αἰωνιότητα.
Ἀπ’ αὐτὸ προῆλθαν ὅλες τῶν ἀνθρώπων οἱ ἐπιθυμίες, οἱ δόξες, οἱ θρησκεῖες, οἱ προσδοκίες γιὰ τὴν αἰώνια ζωή. Ἂς ἔχουν πάρει πολλὲς ἀπ’ αὐτὲς διαφορετικὴ ἑρμηνεία, θὰ ἔλεγα λάθος ἑρμηνεία, ἀλλὰ ὡς ἐπιθυμίες εἶναι ἁγνὲς καὶ γνήσιες. Ἀκόμη καὶ σὲ ἐκείνους ποὺ δὲν πιστεύουν στὸ Θεό, ἡ αἴσθηση τῆς δυνάμεως, τῆς προοδευτικότητας τοῦ ἀνθρώπου, τῆς ἐλπίδας, τῆς προσδοκίας καλύτερου μέλλοντος καὶ πίστεως ὅτι μπορεῖ νὰ γίνει καλύτερο μέλλον, εἶναι δεδομένο, δοσμένο ἀπὸ τὸν φιλάνθρωπο Θεὸ στὸν ἄνθρωπο, γιὰ νὰ θυμᾶται ὅτι εἶναι φτιαγμένος γιὰ τὴν αἰώνια ζωή. Γι’ αὐτό, ἡ ἐρώτηση τοῦ νέου στὸ εὐαγγέλιο ἦταν ἡ πιὸ ριζική, ἡ ὁριακὴ ἐρώτηση: «τί πρέπει νὰ κάνω γιὰ νὰ ἔχω ζωὴν αἰώνιον;»
Ὁ ἄνθρωπος εἶναι καλεσμένος ἤδη μὲ τὴν ὕπαρξή του (μὲ τὴν εἴσοδό του στὸν κόσμον καὶ τὴ ζωὴ αὐτὴ) στὴν αἰώνια ζωή. Ἀλλὰ τί εἶναι αἰώνια ζωή, τί περιεχόμενο θὰ ἔχει; Δὲν εἶναι ἁπλῶς ἕνα θρησκευτικὸ κήρυγμα, ἤ, μὲ τὰ λόγια τὰ σημερινά, μία προπαγάνδα γιὰ νὰ ξεγελοῦμε τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ εἶναι μία κλίση στὴν πιὸ βαθειὰ διαίσθηση ποὺ ἔχει ὁ ἄνθρωπος γιὰ ζωή, ἄλλα ζωὴ «ἐν κοινωνίᾳ», ζωὴ προσώπων, ἀδελφῶν ἐν ἀγάπῃ. Καὶ αὐτὴ εἶναι ἀκριβῶς ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, καὶ σ’ αὐτὸ μᾶς καλεῖ ἀκριβῶς ἡ θεία Λειτουργία ὡς μία πρόγευση, ὡς μία προετοιμασία, ὡς μία προειδοποίηση. Ἔτσι κάπως θὰ εἶναι ἡ αἰώνια ζωή, ὅλοι μαζὶ μὲ ἀγάπη, ἀδελφοί, σὲ χαρά, σὲ πανηγύρι.
Ἀποτελεῖται ἡ κοινωνία καὶ μπορεῖ νὰ ἀποτελεῖται μόνον ἀπὸ πρόσωπα· καὶ ὅσο πιὸ ἀνεπτυγμένα πρόσωπα τόσο πιὸ καλὴ κοινωνία. Κι’ ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, τὰ ἀνθρώπινα πρόσωπα ἀναπτύσσονται καὶ ζοῦν φυσικὰ μόνον «ἐν κοινωνίᾳ». Ἕνας ἀτομισμὸς (τὸ κάθε ἄτομο γιὰ τὸν ἑαυτό του), μία ἰδιοτέλεια, ἕνας ἐγωισμὸς δὲν δημιουργεῖ κοινωνία προσώπων. Γι’ αὐτὸ ἡ ἀγάπη (καὶ ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη, ὁ Χριστὸς εἶναι ἀγάπη) εἶναι ἀλληλοπεριχώρηση, ἀλληλοπληροφορία (μὲ τὴν πρωταρχικὴ ἔννοια τῆς λέξεως πληροφορία, ὅτι κυκλοφορεῖ, φορεῖται μέσα μας πλήρως ἕνα περιεχόμενο, ποὺ λέγεται ἀγάπη), ἀλληλοδιείσδυση· εἶναι ἀλληλοπεριχώρηση τῶν προσώπων «ἐν κοινωνίᾳ», καὶ τῆς κοινωνίας τῆς ἀγάπης «ἐν τοῖς προσώποις». Γι’ αὐτό, ὅταν λέμε ὡς Ὀρθόδοξοι ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι κατ’ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ἢ ὁ Θεὸς τὸν ἔχει δημιουργήσει κατ’ εἰκόνα Του, εἶναι κατ’ εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος, ποὺ εἶναι ἡ κοινωνία Πατρός, Υἱοῦ καὶ Ἁγίου Πνεύματος, κοινωνία ἀγάπης (γι’ αὐτὸ λέγεται ὁ Θεὸς ἀγάπη), καὶ ὁ ἄνθρωπος εἶναι καλεσμένος σ’ αὐτὴν τὴν κοινωνία.
Θυμᾶμαι ἕνα φίλο μου ποὺ εἶχε ἕναν ἀδελφὸ θὰ ἔλεγα λίγο ἄρρωστο, λίγο πολὺ ἀπασχολημένο μὲ τὸν ἑαυτόν του, ποὺ ἀγνόησε τὸ σπίτι του, τοὺς συγγενεῖς, τοὺς φίλους καὶ κινδύνευσε νὰ χάσει τὴν ψυχική του ὑγεία. Πίστευε βέβαια στὸ Θεό, ἀλλὰ θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ κανεὶς ὅτι καὶ τὸν Θεὸ τὸν χρησιμοποιοῦσε γιὰ τὸν ἑαυτόν του, γιὰ ἕνα σκοπὸ τοῦ ἑαυτοῦ του. Τοῦ εἶπε μία ἡμέρα ὁ φίλος μου (εἶναι μεγάλος ὁ λόγος αὐτός): « Ἀδελφέ μου, ξέχασες ὅτι εἴμαστε καλεσμένοι σὲ μία μεγάλη, αἰώνια σύναξη, σὲ μία σύνοδο, νὰ εἴμαστε ὅλοι μαζὶ καὶ νὰ ἀσχολούμεθα ὅλοι μὲ ὅλους μὲ ἀγάπη, καὶ ὄχι ὁ καθένας μὲ τὸν ἑαυτό του;» Εἴμαστε καλεσμένοι στὴν Ἐκκλησία. Μὴ ξεχνᾶμε τὴ μεγάλη σοφία τῶν σοφῶν Ἑλλήνων ποὺ αὐτὴ τὴ λέξη βρήκανε νὰ μιλήσουν γιὰ τὴν ἐκκλησία τοῦ δήμου, τοὺς καλεσμένους πολίτες μιᾶς πόλεως νὰ λάβουν μέρος σὲ μία κοινὴ ὑπόθεση. Ἡ ἑβραϊκὴ λέξη ποὺ μεταφράσθηκε στὰ ἑλληνικὰ ὡς συναγωγὴ εἶναι τὸ ἴδιο. Πάρθηκε λοιπὸν ἡ ἑλληνικὴ λέξη ὡς πιὸ κατανοητή, ἀλλὰ τὸ ἴδιο περιεχόμενο ἔχει, μόνον ποὺ ὁ Χριστὸς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ μᾶς καλεῖ, καὶ καλεῖ τοὺς πολίτες ποὺ ὅλοι εἶναι ἴσοι, ποὺ ὅλοι εἶναι ἀδέλφια· ὅλοι ἔχουμε καὶ δικαιώματα καὶ εὐθύνες, ὅλοι μετέχουν σ’ αὐτὴ τὴν κοινὴ σύναξη, τὴν σύνοδο αὐτή. Αὐτὸ εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Ἀλλὰ ὁ Χριστός, ὅταν καλεῖ, καλεῖ πιὰ ὡς Θεὸς ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος, ποὺ ἔχει φανερώσει ἐδῶ, ἁπτά, προσιτὰ σέ μᾶς, τὸ Θεό. Ἔχει γίνει ἀληθινὸς ἄνθρωπος γιὰ νὰ μᾶς ἀναγάγει στὴν αἰώνια πιὰ καὶ ἄφθαρτη κοινωνία, στὴν Ἐκκλησία, ἀλλιῶς, φθείρεται ὁ κόσμος, φθείρεται ἡ ὕπαρξή μας, φθείρεται τὸ σύμπαν. Μόνον ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ δώσει ἀφθαρσία καὶ ἀθανασία. Γι’ αὐτὸ ἦρθε ὁ Χριστός, νὰ μᾶς ἀναγάγει στὴν αἰώνια σύναξη, στὴν αἰώνια σύνοδο, στὴν αἰώνια Ἐκκλησία, καὶ ἐκεῖ θὰ εἶναι τὸ πλήρωμα τῆς ζωῆς, ἡ χαρά, ἡ πανήγυρις, ἡ θεία Λειτουργία στὴν αἰωνιότητα, ὅπου ὅλοι μὲ ὅλους θὰ συναντηθοῦμε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ μαζὶ μὲ τὸ Θεὸ καὶ μὲ τοὺς ἀνθρώπους. Ὅλοι ἐπικοινωνοῦμε καὶ ἀναδεικνύεται τὸ πρόσωπο τοῦ καθενός, διότι εἶναι μοναδικὸ καὶ ἀνεπανάληπτο· ὅλος ὁ κόσμος δὲν ἀξίζει ὅσο ἕνα καὶ μόνο πρόσωπο ἑνὸς ἀνθρώπου· ταυτόχρονα ὅμως ἀναδεικνύεται σὲ κοινωνία μὲ ἄλλα πρόσωπα, μὲ ἀγάπη, διότι ἡ ἀγάπη ἐξισώνει ὅλους, ὅπως ἐξίσωσε τὸ Θεὸ μὲ τοὺς ἀνθρώπους.
Κι’ αὐτὸ ὁ Χριστὸς μὲ πολὺ ἁπλὰ λόγια τὸ εἶπε στὸ Εὐαγγέλιο. Ὅλο τὸ Εὐαγγέλιο ἔχει τὴν ἀγάπη πρὸς τὸ Θεὸ καὶ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον καὶ σὰν σῆμα, σὰν σημεῖο φανερώνεται ὁ Σταυρός. Εἶναι πολὺ ἁπλὰ αὐτά, ἀλλὰ τόσο ἀληθινά. Ὁ Σταυρὸς ἔχει δύο ξύλα ποὺ τὸν δημιουργοῦν, ἕνα κάθετο, εἶναι ἡ ἀγάπη πρὸς τὸ Θεό, καὶ ἕνα ὁριζόντιο, εἶναι ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον. Ἐὰν ἀφαιρέσουμε τὸ ὁριζόντιο δὲν ἔχουμε Σταυρό, ἔχουμε ἕνα δοκάρι. Ἐὰν ἀφαιρέσουμε πάλι τὸ κάθετο δὲν ἔχουμε Σταυρό. Μόνον οἱ δύο ἀγάπες ἀποτελοῦν τὴν οὐσία τοῦ Χριστιανισμοῦ ἀλλὰ καὶ τὴν οὐσία τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς. Εἶναι πάρα πολὺ ἀνθρώπινα αὐτά, μία ἀνθρωπιὰ πρωταρχικὴ καὶ γιὰ ὅλη τὴν αἰωνιότητα. Νὰ ἔχουμε σχέση μὲ τὸ Θεὸ καὶ μὲ τοὺς ἄλλους· ἔτσι οἰκοδομούμεθα ὡς πρόσωπα, ἀλλὰ καὶ ὡς κοινωνία.
Ἔτσι, τὸ Εὐαγγέλιο εἶναι πολὺ ἁπλό, ἀλλὰ εἶναι πράγματι γιὰ τὴν αἰώνια ζωή. Διότι δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ μόνο μία δέσμη πρωταρχικῶν ἀληθινῶν σχέσεων, προσωπικῶν σχέσεων. Γι’ αὐτὸ μιλάει γιὰ Πατέρα, γιὰ Υἱό, γιὰ φίλους, γιὰ οἰκογένεια, γιὰ σπίτι. Ἔτσι εἶναι κατανοητὸ καὶ σὲ ἁπλὰ παιδιά· καὶ δὲν εἶπε τυχαῖα ὁ Χριστὸς ὅτι θὰ γίνουμε ὅλοι σὰν παιδιά. Ὁ μόνος στὴν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας ποὺ ἀπευθύνεται πρὸς τὰ παιδιὰ εἶναι ὁ Χριστός, διότι ἤξερε γιατί εἶναι δημιουργημένα, καὶ τί δυνάμεις ἔχει ἡ παιδικότητα καὶ ἡ νεότητα, τί γνησιότητα ἔχει γιὰ νὰ διψάει τὴν αἰώνια ζωή. Ἐγὼ προέρχομαι ἀπὸ μία γειτονική, ἀδελφικὴ χώρα, στὴν ὁποία προσπάθησαν νὰ ἀλλάξουν τὴν πορεία τῶν ψυχῶν τῶν ἀνθρώπων, κυρίως δὲ τῶν νέων. Σήμερα, δόξα σοι ὁ Θεός, οἱ νέοι εἶναι οἱ περισσότεροι ποὺ γυρίζουν ἀκριβῶς πρὸς τὴν Ἐκκλησία, πρὸς τὸν Χριστό, διότι βρίσκουν πράγματι ἄφθαρτο, ἀθάνατο περιεχόμενο τῆς ζωῆς τους, καὶ ἐδῶ, ἀλλὰ καὶ ἀνοικτὰ σ’ ὅλη τὴν αἰωνιότητα. Αὐτὸ προσφέρει ἡ θεία Λειτουργία. Μᾶς μαζεύει ὅλους καὶ μᾶς δείχνει, μᾶς φανερώνει πὼς θὰ εἶναι ὅλη ἡ αἰωνιότητα: Χαρὰ ὅλων μὲ ὅλους, μὲ ἀγάπη καὶ μὲ κοινωνία προσώπων. Τὸ κάθε ἕνα πρόσωπο, ἀντάξιο ὅλων τῶν ἄλλων ἀλλὰ μὴ χωρισμένο ἀπ’ ὅλους τοὺς ἄλλους, βρίσκει τὴ χαρά του, τὸ πλήρωμά του στὴν ἀγάπη μὲ ὅλους.
Ἐμεῖς, ὡς Ὀρθόδοξοι, αὐτὸ τὸ νοιώθουμε μὲ ὅλες τὶς ἀδυναμίες μας, μὲ ὅλες τὶς ἐλλείψεις μας, μὲ ὅλες τὶς ἀποτυχίες μας θὰ ἔλεγα. Παρὰ ταῦτα μένουμε σ’ αὐτὴ τὴν ἐρώτηση τοῦ νέου ἀνθρώπου τοῦ Εὐαγγελίου, ἀλλὰ καὶ προχωροῦμε πέρα ἀπὸ τὸν νέο, διότι αὐτός, ναὶ μὲν ἤθελε τὴν αἰώνια ζωή, ἀλλὰ δεσμεύτηκε μὲ πάρα πολλὰ ἄλλα, ποὺ αὐτὰ καθ’ ἑαυτὰ δὲν ἤτανε κακὰ (π.χ. τὰ ὑπάρχοντά του, τὰ κτήματα), ἀλλὰ δεσμεύτηκε περισσότερο μὲ αὐτὰ παρὰ μὲ τὴν αἰώνια ζωή, μὲ τὸν Χριστό. Ὅλα τῆς ζωῆς αὐτῆς εἶναι εὐλογημένα, εἶναι οἶκος τοῦ Θεοῦ ὁ κόσμος, καὶ ὁ Θεὸς τὰ ἔχει δώσει ὅλα γιά μᾶς. Ἀλλὰ ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ καταλάβει ὅτι πρέπει νὰ ἀνυψωθεῖ πάνω ἀπ’ αὐτά, καὶ ἔτσι θὰ εἶναι πλήρης ἡ χαρά μας, ἡ χαρὰ τῆς αἰώνιας ἀγάπης σὲ κοινωνία μὲ τὸν Θεὸ ἐν τῷ Χριστῷ. Ἀπὸ τὸν Θεὸ προσφέρθηκε ὡς δυνατότητα, ὡς παροχὴ δυνατότητας, γιὰ νὰ μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ πραγματοποιήσει αὐτὸ γιὰ τὸ ὁποῖο τὸν ἔχει καλέσει ὁ Θεός. Γι’ αὐτὸ ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι πολυτέλεια, ἀλλὰ εἶναι πράγματι ἡ ὁδός, ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ αἰώνια ζωὴ γιὰ μᾶς τοὺς ἀνθρώπους, εἶναι ὁ χῶρος ὅπου χωρᾶμε ὅλοι, εἶναι ἡ Χώρα τῶν ζώντων (ὅπως λέγεται καὶ ἡ μεγαλοπρεπὴς Μονὴ τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἡ Μονὴ τῆς Χώρας), καὶ θὰ ζήσουμε ἐκεῖ ὡς πρόσωπα, ὡς ἀδελφοὶ μὲ ἀγάπη, μὲ κοινωνία, διότι γι’ αὐτὸ μᾶς ἔχει δημιουργήσει ὁ Θεός.
Ἂς εἶναι εὐλογημένος καὶ Ἐκεῖνος καὶ ὅσοι τὸν ζητᾶνε, διότι ζητᾶνε τὴν πιὸ ἀληθινὴ ἀνθρωπιά, τὴν πιὸ ἀληθινὴ γνησιότητα, τὴν ἐκπλήρωση τῆς πιὸ ἀληθινῆς δίψας καὶ ἐλπίδας τῆς ἀνθρωπινῆς ζωῆς.
(Ἀπομαγνητοφωνημένο κήρυγμα τοῦ πρ. Ἐπισκόπου Ζαχουμίου καὶ Ἐρζεγοβίνης Ἀθανασίου Γιέβτιτς)
Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι στὸ Εὐαγγέλιο, ἀπὸ τόσους ποὺ μνημονεύονται καὶ ἀναφέρονται, κανεὶς δὲν ἔχει θέσει τέτοια ριζική, ὁριακή, θὰ ἔλεγα, ἐρώτηση στὸν Χριστό, ὅσον ἕνας νέος. Σημειώνουν οἱ Εὐαγγελιστὲς ὅτι προσῆλθε στὸν Χριστὸ ἕνας νέος καὶ τοῦ ἔθεσε τὴν πιὸ μεγάλη, τὴν πιὸ ριζική, τὴν πιὸ ὁριακὴ ἐρώτηση:
«Διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ποιήσω ἵνα ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω;» Τί νὰ κάνω νὰ κερδίσω, νὰ ἔχω τὴ ζωὴ τὴν αἰώνια; Βέβαια προσῆλθε πρὸς τὸν Χριστὸ ὡς ἕνα μεγάλο σοφὸ διδάσκαλο, γι’ αὐτὸ ὁ Χριστὸς τοῦ ἀπάντησε: «Γιατί μὲ λέγεις ἀγαθόν, μόνον ὁ Θεὸς εἶναι ἀγαθός». Τοῦ ὑπενθυμίζει τὴν ἰδιότητα τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο σὰν νὰ τοῦ λέει, «μήπως θέλεις νὰ πιστέψεις ὅτι εἶμαι καὶ πάρα πέρα ἀπὸ σοφὸς διδάσκαλος;». Ἐν πάσει περιπτώσει, ἡ ἐρώτηση αὐτὴ εἶναι ἡ πιὸ ριζικὴ ἐρώτηση σ’ ὅλη τὴν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος. Καὶ ὁ νεαρὸς δὲν ρώτησε ἀπὸ ἐγωισμό, «Κύριε, τί νὰ κάνω γιὰ νὰ ζήσω αἰώνια», ἀλλὰ διότι εἶναι τὸ πιὸ φυσικὸ πράγμα στὸ νέο ἄνθρωπο νὰ ζητήσει πλῆρες νόημα καὶ περιεχόμενο τῆς ζωῆς.
Ἡ ζωὴ αὐτὴ στὸν κόσμο καὶ κυρίως ὅπως τὴν ζεῖ ὁ νέος ἄνθρωπος, σὰν νὰ ἀνοίγει μόνον τὶς ὀρέξεις γιὰ τὴ ζωή. Καὶ στὴν συνέχεια ἔρχεται ἡ ζοφερὴ πραγματικότητα καὶ σὰν νὰ δηλητηριάζει αὐτὲς τὶς ἁγνὲς ὀρέξεις, ἐφέσεις, ἐπιθυμίες, προσδοκίες, νοσταλγίες, ἐλπίδες ποὺ ἔχει ὁ ἄνθρωπος. Ὅλα αὐτὰ σὰν νὰ τὸν ἐρεθίζουν, σὰν νὰ αὐξάνουν τὴν πείνα καὶ τὴ δίψα του, σὲ σημεῖο ποὺ ὅλος ὁ κόσμος δὲν φθάνει νὰ τὶς χορτάσει. Γι’ αὐτό, εἶναι φυσικὴ ἡ ἐρώτηση τοῦ νέου, «τί νὰ κάνω γιὰ νὰ ἔχω ζωὴν αἰώνιον;». Διότι ὁ ἄνθρωπος εἶναι δημιουργημένος γιὰ τὴ ζωὴ τὴν αἰώνιο. Γι’ αὐτὸ ὁ θάνατος εἶναι τόσο τραγικὸς γιὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ἀνεξαιρέτως. Καὶ οἱ Χριστιανοί, ὅταν παραδέχονται τὸν βίαιο θάνατο γιὰ τὸν Χριστό, ὅπως οἱ Μάρτυρες, ἢ τὸν ἑκούσιο θάνατο, ὅπως οἱ Ὅσιοι, τὸν παραδέχονται ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἔχουν μεταβεῖ ἤδη ἀπὸ αὐτὴ τὴ ζωὴ στὴν αἰώνια ζωή. Ὁ θάνατος εἶναι μία μετάβαση, θλιβερὴ ὅμως καὶ αὐτή, διότι μᾶς ὑπενθυμίζει τὴ δυνατότητα ὅτι μποροῦμε νὰ πεθάνουμε, ὅτι μποροῦμε νὰ χάσουμε καὶ τὸ Θεὸ καὶ τὴν αἰώνια ζωὴ καὶ τὸν ἑαυτό μας καὶ τοὺς συνανθρώπους μας.
Ἴσως δὲν εἶναι αὐτὴ ἡ ὥρα κατάλληλη νὰ μιλήσω περισσότερο, ἀλλά, ἐν πάσει περιπτώσει, καὶ στὴν ψυχανάλυση τοῦ Φρόυντ καὶ στὴν κοινωνιολογία τοῦ Μαρκουζέ, διαπιστώνεται ὅτι ὁ θάνατος εἶναι ἕνα παράλογο, διότι κατ’ ἀρχὴν κόβει τὶς δημιουργημένες σχέσεις μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων, καὶ κυρίως τὴν ἀγάπη. Κόβει καὶ ἀπονοηματοποιεῖ.
Ἡ ἀγάπη, ὡς ἡ πιὸ δυνατὴ σχέση στὴν ἀνθρώπινη ζωὴ καὶ ὕπαρξη, διεκδικεῖ γιὰ τὸν ἑαυτὸν τῆς ἀθανασία, αἰωνιότητα. Γι’ αὐτὸ καὶ θλίβεται ὁ ἄνθρωπος ὅταν ἔρχεται ὁ θάνατος, ποὺ ἀπειλεῖ αὐτὴ τὴ σχέση, ἂν ὄχι καὶ τὴν κόβει, γιὰ ἐκείνους ποὺ δὲν πιστεύουν. Ἑπομένως, ἂν ὁ ἄνθρωπος ἔχει μέσα του καὶ δύναμη καὶ ἔφεση ἀγαπητική, καὶ αὐτὴ ἡ ἀγάπη διεκδικεῖ ἀπὸ τὴ φύση της αἰωνιότητα, τὴν μὴ διακοπή, τὴν ἀφθαρσία, τὴν ἀθανασία δηλαδή, αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι δημιουργημένος γιὰ αἰωνιότητα.
Ἀπ’ αὐτὸ προῆλθαν ὅλες τῶν ἀνθρώπων οἱ ἐπιθυμίες, οἱ δόξες, οἱ θρησκεῖες, οἱ προσδοκίες γιὰ τὴν αἰώνια ζωή. Ἂς ἔχουν πάρει πολλὲς ἀπ’ αὐτὲς διαφορετικὴ ἑρμηνεία, θὰ ἔλεγα λάθος ἑρμηνεία, ἀλλὰ ὡς ἐπιθυμίες εἶναι ἁγνὲς καὶ γνήσιες. Ἀκόμη καὶ σὲ ἐκείνους ποὺ δὲν πιστεύουν στὸ Θεό, ἡ αἴσθηση τῆς δυνάμεως, τῆς προοδευτικότητας τοῦ ἀνθρώπου, τῆς ἐλπίδας, τῆς προσδοκίας καλύτερου μέλλοντος καὶ πίστεως ὅτι μπορεῖ νὰ γίνει καλύτερο μέλλον, εἶναι δεδομένο, δοσμένο ἀπὸ τὸν φιλάνθρωπο Θεὸ στὸν ἄνθρωπο, γιὰ νὰ θυμᾶται ὅτι εἶναι φτιαγμένος γιὰ τὴν αἰώνια ζωή. Γι’ αὐτό, ἡ ἐρώτηση τοῦ νέου στὸ εὐαγγέλιο ἦταν ἡ πιὸ ριζική, ἡ ὁριακὴ ἐρώτηση: «τί πρέπει νὰ κάνω γιὰ νὰ ἔχω ζωὴν αἰώνιον;»
Ὁ ἄνθρωπος εἶναι καλεσμένος ἤδη μὲ τὴν ὕπαρξή του (μὲ τὴν εἴσοδό του στὸν κόσμον καὶ τὴ ζωὴ αὐτὴ) στὴν αἰώνια ζωή. Ἀλλὰ τί εἶναι αἰώνια ζωή, τί περιεχόμενο θὰ ἔχει; Δὲν εἶναι ἁπλῶς ἕνα θρησκευτικὸ κήρυγμα, ἤ, μὲ τὰ λόγια τὰ σημερινά, μία προπαγάνδα γιὰ νὰ ξεγελοῦμε τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ εἶναι μία κλίση στὴν πιὸ βαθειὰ διαίσθηση ποὺ ἔχει ὁ ἄνθρωπος γιὰ ζωή, ἄλλα ζωὴ «ἐν κοινωνίᾳ», ζωὴ προσώπων, ἀδελφῶν ἐν ἀγάπῃ. Καὶ αὐτὴ εἶναι ἀκριβῶς ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, καὶ σ’ αὐτὸ μᾶς καλεῖ ἀκριβῶς ἡ θεία Λειτουργία ὡς μία πρόγευση, ὡς μία προετοιμασία, ὡς μία προειδοποίηση. Ἔτσι κάπως θὰ εἶναι ἡ αἰώνια ζωή, ὅλοι μαζὶ μὲ ἀγάπη, ἀδελφοί, σὲ χαρά, σὲ πανηγύρι.
Ἀποτελεῖται ἡ κοινωνία καὶ μπορεῖ νὰ ἀποτελεῖται μόνον ἀπὸ πρόσωπα· καὶ ὅσο πιὸ ἀνεπτυγμένα πρόσωπα τόσο πιὸ καλὴ κοινωνία. Κι’ ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, τὰ ἀνθρώπινα πρόσωπα ἀναπτύσσονται καὶ ζοῦν φυσικὰ μόνον «ἐν κοινωνίᾳ». Ἕνας ἀτομισμὸς (τὸ κάθε ἄτομο γιὰ τὸν ἑαυτό του), μία ἰδιοτέλεια, ἕνας ἐγωισμὸς δὲν δημιουργεῖ κοινωνία προσώπων. Γι’ αὐτὸ ἡ ἀγάπη (καὶ ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη, ὁ Χριστὸς εἶναι ἀγάπη) εἶναι ἀλληλοπεριχώρηση, ἀλληλοπληροφορία (μὲ τὴν πρωταρχικὴ ἔννοια τῆς λέξεως πληροφορία, ὅτι κυκλοφορεῖ, φορεῖται μέσα μας πλήρως ἕνα περιεχόμενο, ποὺ λέγεται ἀγάπη), ἀλληλοδιείσδυση· εἶναι ἀλληλοπεριχώρηση τῶν προσώπων «ἐν κοινωνίᾳ», καὶ τῆς κοινωνίας τῆς ἀγάπης «ἐν τοῖς προσώποις». Γι’ αὐτό, ὅταν λέμε ὡς Ὀρθόδοξοι ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι κατ’ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ἢ ὁ Θεὸς τὸν ἔχει δημιουργήσει κατ’ εἰκόνα Του, εἶναι κατ’ εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος, ποὺ εἶναι ἡ κοινωνία Πατρός, Υἱοῦ καὶ Ἁγίου Πνεύματος, κοινωνία ἀγάπης (γι’ αὐτὸ λέγεται ὁ Θεὸς ἀγάπη), καὶ ὁ ἄνθρωπος εἶναι καλεσμένος σ’ αὐτὴν τὴν κοινωνία.
Θυμᾶμαι ἕνα φίλο μου ποὺ εἶχε ἕναν ἀδελφὸ θὰ ἔλεγα λίγο ἄρρωστο, λίγο πολὺ ἀπασχολημένο μὲ τὸν ἑαυτόν του, ποὺ ἀγνόησε τὸ σπίτι του, τοὺς συγγενεῖς, τοὺς φίλους καὶ κινδύνευσε νὰ χάσει τὴν ψυχική του ὑγεία. Πίστευε βέβαια στὸ Θεό, ἀλλὰ θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ κανεὶς ὅτι καὶ τὸν Θεὸ τὸν χρησιμοποιοῦσε γιὰ τὸν ἑαυτόν του, γιὰ ἕνα σκοπὸ τοῦ ἑαυτοῦ του. Τοῦ εἶπε μία ἡμέρα ὁ φίλος μου (εἶναι μεγάλος ὁ λόγος αὐτός): « Ἀδελφέ μου, ξέχασες ὅτι εἴμαστε καλεσμένοι σὲ μία μεγάλη, αἰώνια σύναξη, σὲ μία σύνοδο, νὰ εἴμαστε ὅλοι μαζὶ καὶ νὰ ἀσχολούμεθα ὅλοι μὲ ὅλους μὲ ἀγάπη, καὶ ὄχι ὁ καθένας μὲ τὸν ἑαυτό του;» Εἴμαστε καλεσμένοι στὴν Ἐκκλησία. Μὴ ξεχνᾶμε τὴ μεγάλη σοφία τῶν σοφῶν Ἑλλήνων ποὺ αὐτὴ τὴ λέξη βρήκανε νὰ μιλήσουν γιὰ τὴν ἐκκλησία τοῦ δήμου, τοὺς καλεσμένους πολίτες μιᾶς πόλεως νὰ λάβουν μέρος σὲ μία κοινὴ ὑπόθεση. Ἡ ἑβραϊκὴ λέξη ποὺ μεταφράσθηκε στὰ ἑλληνικὰ ὡς συναγωγὴ εἶναι τὸ ἴδιο. Πάρθηκε λοιπὸν ἡ ἑλληνικὴ λέξη ὡς πιὸ κατανοητή, ἀλλὰ τὸ ἴδιο περιεχόμενο ἔχει, μόνον ποὺ ὁ Χριστὸς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ μᾶς καλεῖ, καὶ καλεῖ τοὺς πολίτες ποὺ ὅλοι εἶναι ἴσοι, ποὺ ὅλοι εἶναι ἀδέλφια· ὅλοι ἔχουμε καὶ δικαιώματα καὶ εὐθύνες, ὅλοι μετέχουν σ’ αὐτὴ τὴν κοινὴ σύναξη, τὴν σύνοδο αὐτή. Αὐτὸ εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Ἀλλὰ ὁ Χριστός, ὅταν καλεῖ, καλεῖ πιὰ ὡς Θεὸς ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος, ποὺ ἔχει φανερώσει ἐδῶ, ἁπτά, προσιτὰ σέ μᾶς, τὸ Θεό. Ἔχει γίνει ἀληθινὸς ἄνθρωπος γιὰ νὰ μᾶς ἀναγάγει στὴν αἰώνια πιὰ καὶ ἄφθαρτη κοινωνία, στὴν Ἐκκλησία, ἀλλιῶς, φθείρεται ὁ κόσμος, φθείρεται ἡ ὕπαρξή μας, φθείρεται τὸ σύμπαν. Μόνον ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ δώσει ἀφθαρσία καὶ ἀθανασία. Γι’ αὐτὸ ἦρθε ὁ Χριστός, νὰ μᾶς ἀναγάγει στὴν αἰώνια σύναξη, στὴν αἰώνια σύνοδο, στὴν αἰώνια Ἐκκλησία, καὶ ἐκεῖ θὰ εἶναι τὸ πλήρωμα τῆς ζωῆς, ἡ χαρά, ἡ πανήγυρις, ἡ θεία Λειτουργία στὴν αἰωνιότητα, ὅπου ὅλοι μὲ ὅλους θὰ συναντηθοῦμε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ μαζὶ μὲ τὸ Θεὸ καὶ μὲ τοὺς ἀνθρώπους. Ὅλοι ἐπικοινωνοῦμε καὶ ἀναδεικνύεται τὸ πρόσωπο τοῦ καθενός, διότι εἶναι μοναδικὸ καὶ ἀνεπανάληπτο· ὅλος ὁ κόσμος δὲν ἀξίζει ὅσο ἕνα καὶ μόνο πρόσωπο ἑνὸς ἀνθρώπου· ταυτόχρονα ὅμως ἀναδεικνύεται σὲ κοινωνία μὲ ἄλλα πρόσωπα, μὲ ἀγάπη, διότι ἡ ἀγάπη ἐξισώνει ὅλους, ὅπως ἐξίσωσε τὸ Θεὸ μὲ τοὺς ἀνθρώπους.
Κι’ αὐτὸ ὁ Χριστὸς μὲ πολὺ ἁπλὰ λόγια τὸ εἶπε στὸ Εὐαγγέλιο. Ὅλο τὸ Εὐαγγέλιο ἔχει τὴν ἀγάπη πρὸς τὸ Θεὸ καὶ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον καὶ σὰν σῆμα, σὰν σημεῖο φανερώνεται ὁ Σταυρός. Εἶναι πολὺ ἁπλὰ αὐτά, ἀλλὰ τόσο ἀληθινά. Ὁ Σταυρὸς ἔχει δύο ξύλα ποὺ τὸν δημιουργοῦν, ἕνα κάθετο, εἶναι ἡ ἀγάπη πρὸς τὸ Θεό, καὶ ἕνα ὁριζόντιο, εἶναι ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον. Ἐὰν ἀφαιρέσουμε τὸ ὁριζόντιο δὲν ἔχουμε Σταυρό, ἔχουμε ἕνα δοκάρι. Ἐὰν ἀφαιρέσουμε πάλι τὸ κάθετο δὲν ἔχουμε Σταυρό. Μόνον οἱ δύο ἀγάπες ἀποτελοῦν τὴν οὐσία τοῦ Χριστιανισμοῦ ἀλλὰ καὶ τὴν οὐσία τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς. Εἶναι πάρα πολὺ ἀνθρώπινα αὐτά, μία ἀνθρωπιὰ πρωταρχικὴ καὶ γιὰ ὅλη τὴν αἰωνιότητα. Νὰ ἔχουμε σχέση μὲ τὸ Θεὸ καὶ μὲ τοὺς ἄλλους· ἔτσι οἰκοδομούμεθα ὡς πρόσωπα, ἀλλὰ καὶ ὡς κοινωνία.
Ἔτσι, τὸ Εὐαγγέλιο εἶναι πολὺ ἁπλό, ἀλλὰ εἶναι πράγματι γιὰ τὴν αἰώνια ζωή. Διότι δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ μόνο μία δέσμη πρωταρχικῶν ἀληθινῶν σχέσεων, προσωπικῶν σχέσεων. Γι’ αὐτὸ μιλάει γιὰ Πατέρα, γιὰ Υἱό, γιὰ φίλους, γιὰ οἰκογένεια, γιὰ σπίτι. Ἔτσι εἶναι κατανοητὸ καὶ σὲ ἁπλὰ παιδιά· καὶ δὲν εἶπε τυχαῖα ὁ Χριστὸς ὅτι θὰ γίνουμε ὅλοι σὰν παιδιά. Ὁ μόνος στὴν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας ποὺ ἀπευθύνεται πρὸς τὰ παιδιὰ εἶναι ὁ Χριστός, διότι ἤξερε γιατί εἶναι δημιουργημένα, καὶ τί δυνάμεις ἔχει ἡ παιδικότητα καὶ ἡ νεότητα, τί γνησιότητα ἔχει γιὰ νὰ διψάει τὴν αἰώνια ζωή. Ἐγὼ προέρχομαι ἀπὸ μία γειτονική, ἀδελφικὴ χώρα, στὴν ὁποία προσπάθησαν νὰ ἀλλάξουν τὴν πορεία τῶν ψυχῶν τῶν ἀνθρώπων, κυρίως δὲ τῶν νέων. Σήμερα, δόξα σοι ὁ Θεός, οἱ νέοι εἶναι οἱ περισσότεροι ποὺ γυρίζουν ἀκριβῶς πρὸς τὴν Ἐκκλησία, πρὸς τὸν Χριστό, διότι βρίσκουν πράγματι ἄφθαρτο, ἀθάνατο περιεχόμενο τῆς ζωῆς τους, καὶ ἐδῶ, ἀλλὰ καὶ ἀνοικτὰ σ’ ὅλη τὴν αἰωνιότητα. Αὐτὸ προσφέρει ἡ θεία Λειτουργία. Μᾶς μαζεύει ὅλους καὶ μᾶς δείχνει, μᾶς φανερώνει πὼς θὰ εἶναι ὅλη ἡ αἰωνιότητα: Χαρὰ ὅλων μὲ ὅλους, μὲ ἀγάπη καὶ μὲ κοινωνία προσώπων. Τὸ κάθε ἕνα πρόσωπο, ἀντάξιο ὅλων τῶν ἄλλων ἀλλὰ μὴ χωρισμένο ἀπ’ ὅλους τοὺς ἄλλους, βρίσκει τὴ χαρά του, τὸ πλήρωμά του στὴν ἀγάπη μὲ ὅλους.
Ἐμεῖς, ὡς Ὀρθόδοξοι, αὐτὸ τὸ νοιώθουμε μὲ ὅλες τὶς ἀδυναμίες μας, μὲ ὅλες τὶς ἐλλείψεις μας, μὲ ὅλες τὶς ἀποτυχίες μας θὰ ἔλεγα. Παρὰ ταῦτα μένουμε σ’ αὐτὴ τὴν ἐρώτηση τοῦ νέου ἀνθρώπου τοῦ Εὐαγγελίου, ἀλλὰ καὶ προχωροῦμε πέρα ἀπὸ τὸν νέο, διότι αὐτός, ναὶ μὲν ἤθελε τὴν αἰώνια ζωή, ἀλλὰ δεσμεύτηκε μὲ πάρα πολλὰ ἄλλα, ποὺ αὐτὰ καθ’ ἑαυτὰ δὲν ἤτανε κακὰ (π.χ. τὰ ὑπάρχοντά του, τὰ κτήματα), ἀλλὰ δεσμεύτηκε περισσότερο μὲ αὐτὰ παρὰ μὲ τὴν αἰώνια ζωή, μὲ τὸν Χριστό. Ὅλα τῆς ζωῆς αὐτῆς εἶναι εὐλογημένα, εἶναι οἶκος τοῦ Θεοῦ ὁ κόσμος, καὶ ὁ Θεὸς τὰ ἔχει δώσει ὅλα γιά μᾶς. Ἀλλὰ ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ καταλάβει ὅτι πρέπει νὰ ἀνυψωθεῖ πάνω ἀπ’ αὐτά, καὶ ἔτσι θὰ εἶναι πλήρης ἡ χαρά μας, ἡ χαρὰ τῆς αἰώνιας ἀγάπης σὲ κοινωνία μὲ τὸν Θεὸ ἐν τῷ Χριστῷ. Ἀπὸ τὸν Θεὸ προσφέρθηκε ὡς δυνατότητα, ὡς παροχὴ δυνατότητας, γιὰ νὰ μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ πραγματοποιήσει αὐτὸ γιὰ τὸ ὁποῖο τὸν ἔχει καλέσει ὁ Θεός. Γι’ αὐτὸ ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι πολυτέλεια, ἀλλὰ εἶναι πράγματι ἡ ὁδός, ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ αἰώνια ζωὴ γιὰ μᾶς τοὺς ἀνθρώπους, εἶναι ὁ χῶρος ὅπου χωρᾶμε ὅλοι, εἶναι ἡ Χώρα τῶν ζώντων (ὅπως λέγεται καὶ ἡ μεγαλοπρεπὴς Μονὴ τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἡ Μονὴ τῆς Χώρας), καὶ θὰ ζήσουμε ἐκεῖ ὡς πρόσωπα, ὡς ἀδελφοὶ μὲ ἀγάπη, μὲ κοινωνία, διότι γι’ αὐτὸ μᾶς ἔχει δημιουργήσει ὁ Θεός.
Ἂς εἶναι εὐλογημένος καὶ Ἐκεῖνος καὶ ὅσοι τὸν ζητᾶνε, διότι ζητᾶνε τὴν πιὸ ἀληθινὴ ἀνθρωπιά, τὴν πιὸ ἀληθινὴ γνησιότητα, τὴν ἐκπλήρωση τῆς πιὸ ἀληθινῆς δίψας καὶ ἐλπίδας τῆς ἀνθρωπινῆς ζωῆς.
(Ἀπομαγνητοφωνημένο κήρυγμα τοῦ πρ. Ἐπισκόπου Ζαχουμίου καὶ Ἐρζεγοβίνης Ἀθανασίου Γιέβτιτς)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου