ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΔ΄ ΛΟΥΚΑ – 1 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2013
ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΔ΄ ΛΟΥΚΑ
(Λουκ. 18, 35-43)
- Ἡ θεραπεία τοῦ τυφλοῦ στήν Ἱεριχῶ -
Ἡ σημερινή εὐαγγελική περικοπή, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἀναφέρεται στό θαῦμα τῆς θεραπείας τοῦ τυφλοῦ, στήν Ἱεριχῶ. Ἀποτελεῖ χαρακτηριστικό καί θαυμαστό παράδειγμα προσωπικῆς κοινωνίας τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Ἰησοῦ Χριστό. Ἡ ἐμπειρία τῆς ἐκκλησίας μᾶς βεβαιώνει ὅτι σωτηρία εἶναι ἡ προσωπική συνάντηση τοῦ κάθε ἀνθρώπου μέ τό Χριστό. Ἀπό τό ἕνα μέρος ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος ἦλθε στόν κόσμο «ἀναζητῆσαι καί σῶσαι τό ἀπολωλός», ἀπό τό ἄλλο ὁ ἄνθρωπος, πού ἀναζητᾶ τήν ἀλήθεια, ψάχνει τό φῶς τό ἀληθινό. Αὐτή ἡ ἀμοιβαία ἀναζήτηση δέν μπορεῖ νά μή φτάσει σέ συνάντηση, γράφει ἕνας σοφός ἱεράρχης, καί αὐτή ἡ συνάντηση δέν μπορεῖ νά μήν εἶναι γιά τόν ἄνθρωπο σωτηρία.
Ὁ τυφλός λοιπόν τοῦ Εὐαγγελίου θέλει νά συναντηθεῖ μέ τό Χριστό καί ἐπιμένει σ’ αὐτό, γιατί ἀπελπισμένος ἀπό τόν κόσμο, ἐμπιστεύεται τό Χριστό καί ἐλπίζει. Εἶναι βέβαιη ἡ ἐλπίδα του πώς μία τέτοια συνάντηση μπορεῖ νά εἶναι σωτήρια γι’ αὐτόν. Ὅταν πληροφορεῖται ὅτι ὁ Χριστός περνάει, ὅτι ὁ Θεός εἶναι κάπου κοντά, ὅτι μπορεῖ νά συναντηθεῖ μαζί του, τότε βοᾶ καί
κραυγάζει ζητώντας τό ἔλεός του. «Οἱ προάγοντες» ὅμως, «ἐπετιμοῦν αὐτόν ἵνα σιωπήσει». Ὅσοι πᾶνε μπροστά τόν μαλώνουν γιά νά σωπάσει. Δέν τόν θέλουν, δέν τόν ἀνέχονται. Δέν τόν θέλουν αὐτοί πού τρέχουν πίσω ἀπό τό Χριστό, αὐτοί πού ἀκοῦνε τή διδασκαλία του. Ἐνοχλοῦνται οἱ «καλοί χριστιανοί», θά λέγαμε σήμερα, καί προβάλλουν ἐμπόδια. Ἐμποδίζεται συνεπῶς ὁ ἄνθρωπος, ὅταν αἰσθάνεται τήν ἀνάγκη νά προχωρήσει πρός τό Θεό, ὅταν διψάει καί ποθεῖ τήν ἀλήθεια. Ἐμποδίζεται ἀπό τόν ἴδιο τόν ἑαυτό του πολλές φορές γιατί δέν ἔχει συναίσθηση τῆς τυφλότητάς του. Καί εἶναι τυφλός γιατί ζεῖ στό σκοτάδι τῆς ἄγνοιας, ζεῖ μακριά ἀπό τό φῶς τοῦ Θεοῦ. Ἐμποδίζεται ἀκόμη ἀπό τούς ἀνθρώπους. Καθώς ζοῦν στήν ἀδικία καί τήν ἁμαρτία δέν ἀνέχονται τή φανέρωση τῆς ἀλήθειας καί πολεμοῦν ὅσους ἀναζητοῦν αὐτή τήν ἀλήθεια. Ἐμποδίζεται ἀκόμη ἀπό τό διάβολο ὁ ὁποῖος «περιπατεῖ ὡς λέων ὠρυόμενος ζητῶν τίνα καταπιεῖ».
Ὁ τυφλός ὅμως ἐπιμένει, δέν ἀφήνει τή μόνη ἐλπίδα νά χαθεῖ. Φωνάζει μέ δυνατή φωνή «Υἱέ Δαβίδ, ἐλέησόν με». Στήν ἐκκλησία ἀδιάκοπα ἐκζητοῦμε τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ὅλα σχεδόν τά τροπάρια, πού ψάλλονται καί ἀκοῦμε, τελειώνουν ζητώντας ἀπό τό Θεό «τό μέγα ἔλεος». Ἀλλά καί ἡ πιό σύντομη, ἡ πιό θερμή προσευχή πού ἀκούγεται
συνεχῶς εἶναι τό «Κύριε ἐλέησον». Οἱ δύο αὐτές λέξεις συνοψίζουν ὅλο τό μυστήριο τῆς σωτηρίας μας. Ἀναγνωρίζουμε τό Θεό ὡς Κύριό μας καί ὁ Θεός μέ τό ἔλεός του, τή χάρη του καί τούς οἰκτιρμούς τοῦ χαρίζει τή σωτηρία μας.
Ἄκουσε, φαίνεται, ὁ Κύριος -συνεχίζει τό εὐαγγέλιο- ὅτι κάποιος φωνάζει καί «σταθεῖς» ἔδωσε ἐντολή νά τόν φέρουν κοντά του. Ὅταν ζητᾶμε μέ πόθο τήν ἀγάπη καί τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἐπιμένουμε στήν προσευχή μας, ὅταν παραμερίζουμε τά ἐμπόδια, τότε ὁ Θεός σταματᾶ, θέλει νά μᾶς ἀκούσει καί νά μᾶς δώσει αὐτό πού ζητᾶμε. Νά ἡ ἀνταπόκριση τοῦ Θεοῦ στήν ἀναζήτησή μας. Ὅταν ἐμεῖς ποῦμε «θέλω νά σωθῶ», ἐκεῖνος θά βρεῖ τρόπους νά ἀποκαλυφθεῖ, νά μᾶς συναντήσει˙ διαφορετικά, ἄν δέ τόν θέλουμε, δέ μᾶς ἐπιβάλλεται γιατί σέβεται τήν ἐλευθερία μας.
Καί ἀρχίζει ὁ σωτήριος διάλογος τοῦ τυφλοῦ μέ τό Χριστό. Στό ἐρώτημα τοῦ Χριστοῦ «τί σοί θέλεις ποιήσω;», ὁ τυφλός ἀπαντᾶ μέ τήν κραυγή τῆς πίστης «Κύριε ἵνα ἀναβλέψω». Λαμβάνει ἔτσι καί τή σωματική ἴαση, ἀφοῦ εἶχε ἤδη δεῖ πνευματικά.
Πόσοι ἄραγε αὐτή τήν ὥρα τῆς θείας Εὐχαριστίας θά κραυγάσουμε πρός τόν Κύριο, θά ζητήσουμε τό ἔλεός του, χωρίς τήν ἔνταση τῆς φωνῆς, βέβαια, γιατί δέ χρειάζεται πάντα στήν
προσευχή μας ἡ ἔνταση τῆς φωνῆς; Οἱ θερμοτέρες δεήσεις γίνονται μυστικά, σιωπηρά, χωρίς νά ἀκούγεται λέξη.
Ἐμεῖς ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, πού συναχθήκαμε στό Ναό γιά νά συναντήσουμε τόν Κύριο καί νά ἑνωθοῦμε μαζί του διά τῆς θείας Κοινωνίας, στό ἐρώτημα τοῦ Χριστοῦ «Τί σοί θέλεις ποιήσω;» ἄς ἀπαντήσουμε μέ καρδιακή διάθεση, μέ τή θέρμη καί τή φλόγα τῆς πίστης, ὅπως ὁ τυφλός: «Κύριε ἵνα ἀναβλέψω». Νά βλέπουμε δηλαδή μέ τά μάτια τῆς ψυχῆς μας, νά βλέπουμε καί νά ἀναγνωρίζουμε τό Θεό καί Πατέρα μας, νά βλέπουμε τό φῶς τό ἀληθινό, τό Χριστό καί Σωτήρα μας, νά βλέπουμε τούς ἀδελφούς μας ὡς εἰκόνες Θεοῦ καί νά τούς ἀγαπᾶμε. Νά βλέπουμε τήν ἁμαρτωλότητά μας καί νά ζητοῦμε συγχώρηση, νά ζητοῦμε τό ἔλεός Του: «Κύριε, Υἱέ Θεοῦ, ἐλέησέ μας». Ἀμήν.
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως
ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΔ΄ ΛΟΥΚΑ
(Λουκ. 18, 35-43)
- Ἡ θεραπεία τοῦ τυφλοῦ στήν Ἱεριχῶ -
Ἡ σημερινή εὐαγγελική περικοπή, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἀναφέρεται στό θαῦμα τῆς θεραπείας τοῦ τυφλοῦ, στήν Ἱεριχῶ. Ἀποτελεῖ χαρακτηριστικό καί θαυμαστό παράδειγμα προσωπικῆς κοινωνίας τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Ἰησοῦ Χριστό. Ἡ ἐμπειρία τῆς ἐκκλησίας μᾶς βεβαιώνει ὅτι σωτηρία εἶναι ἡ προσωπική συνάντηση τοῦ κάθε ἀνθρώπου μέ τό Χριστό. Ἀπό τό ἕνα μέρος ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος ἦλθε στόν κόσμο «ἀναζητῆσαι καί σῶσαι τό ἀπολωλός», ἀπό τό ἄλλο ὁ ἄνθρωπος, πού ἀναζητᾶ τήν ἀλήθεια, ψάχνει τό φῶς τό ἀληθινό. Αὐτή ἡ ἀμοιβαία ἀναζήτηση δέν μπορεῖ νά μή φτάσει σέ συνάντηση, γράφει ἕνας σοφός ἱεράρχης, καί αὐτή ἡ συνάντηση δέν μπορεῖ νά μήν εἶναι γιά τόν ἄνθρωπο σωτηρία.
Ὁ τυφλός λοιπόν τοῦ Εὐαγγελίου θέλει νά συναντηθεῖ μέ τό Χριστό καί ἐπιμένει σ’ αὐτό, γιατί ἀπελπισμένος ἀπό τόν κόσμο, ἐμπιστεύεται τό Χριστό καί ἐλπίζει. Εἶναι βέβαιη ἡ ἐλπίδα του πώς μία τέτοια συνάντηση μπορεῖ νά εἶναι σωτήρια γι’ αὐτόν. Ὅταν πληροφορεῖται ὅτι ὁ Χριστός περνάει, ὅτι ὁ Θεός εἶναι κάπου κοντά, ὅτι μπορεῖ νά συναντηθεῖ μαζί του, τότε βοᾶ καί
κραυγάζει ζητώντας τό ἔλεός του. «Οἱ προάγοντες» ὅμως, «ἐπετιμοῦν αὐτόν ἵνα σιωπήσει». Ὅσοι πᾶνε μπροστά τόν μαλώνουν γιά νά σωπάσει. Δέν τόν θέλουν, δέν τόν ἀνέχονται. Δέν τόν θέλουν αὐτοί πού τρέχουν πίσω ἀπό τό Χριστό, αὐτοί πού ἀκοῦνε τή διδασκαλία του. Ἐνοχλοῦνται οἱ «καλοί χριστιανοί», θά λέγαμε σήμερα, καί προβάλλουν ἐμπόδια. Ἐμποδίζεται συνεπῶς ὁ ἄνθρωπος, ὅταν αἰσθάνεται τήν ἀνάγκη νά προχωρήσει πρός τό Θεό, ὅταν διψάει καί ποθεῖ τήν ἀλήθεια. Ἐμποδίζεται ἀπό τόν ἴδιο τόν ἑαυτό του πολλές φορές γιατί δέν ἔχει συναίσθηση τῆς τυφλότητάς του. Καί εἶναι τυφλός γιατί ζεῖ στό σκοτάδι τῆς ἄγνοιας, ζεῖ μακριά ἀπό τό φῶς τοῦ Θεοῦ. Ἐμποδίζεται ἀκόμη ἀπό τούς ἀνθρώπους. Καθώς ζοῦν στήν ἀδικία καί τήν ἁμαρτία δέν ἀνέχονται τή φανέρωση τῆς ἀλήθειας καί πολεμοῦν ὅσους ἀναζητοῦν αὐτή τήν ἀλήθεια. Ἐμποδίζεται ἀκόμη ἀπό τό διάβολο ὁ ὁποῖος «περιπατεῖ ὡς λέων ὠρυόμενος ζητῶν τίνα καταπιεῖ».
Ὁ τυφλός ὅμως ἐπιμένει, δέν ἀφήνει τή μόνη ἐλπίδα νά χαθεῖ. Φωνάζει μέ δυνατή φωνή «Υἱέ Δαβίδ, ἐλέησόν με». Στήν ἐκκλησία ἀδιάκοπα ἐκζητοῦμε τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ὅλα σχεδόν τά τροπάρια, πού ψάλλονται καί ἀκοῦμε, τελειώνουν ζητώντας ἀπό τό Θεό «τό μέγα ἔλεος». Ἀλλά καί ἡ πιό σύντομη, ἡ πιό θερμή προσευχή πού ἀκούγεται
συνεχῶς εἶναι τό «Κύριε ἐλέησον». Οἱ δύο αὐτές λέξεις συνοψίζουν ὅλο τό μυστήριο τῆς σωτηρίας μας. Ἀναγνωρίζουμε τό Θεό ὡς Κύριό μας καί ὁ Θεός μέ τό ἔλεός του, τή χάρη του καί τούς οἰκτιρμούς τοῦ χαρίζει τή σωτηρία μας.
Ἄκουσε, φαίνεται, ὁ Κύριος -συνεχίζει τό εὐαγγέλιο- ὅτι κάποιος φωνάζει καί «σταθεῖς» ἔδωσε ἐντολή νά τόν φέρουν κοντά του. Ὅταν ζητᾶμε μέ πόθο τήν ἀγάπη καί τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἐπιμένουμε στήν προσευχή μας, ὅταν παραμερίζουμε τά ἐμπόδια, τότε ὁ Θεός σταματᾶ, θέλει νά μᾶς ἀκούσει καί νά μᾶς δώσει αὐτό πού ζητᾶμε. Νά ἡ ἀνταπόκριση τοῦ Θεοῦ στήν ἀναζήτησή μας. Ὅταν ἐμεῖς ποῦμε «θέλω νά σωθῶ», ἐκεῖνος θά βρεῖ τρόπους νά ἀποκαλυφθεῖ, νά μᾶς συναντήσει˙ διαφορετικά, ἄν δέ τόν θέλουμε, δέ μᾶς ἐπιβάλλεται γιατί σέβεται τήν ἐλευθερία μας.
Καί ἀρχίζει ὁ σωτήριος διάλογος τοῦ τυφλοῦ μέ τό Χριστό. Στό ἐρώτημα τοῦ Χριστοῦ «τί σοί θέλεις ποιήσω;», ὁ τυφλός ἀπαντᾶ μέ τήν κραυγή τῆς πίστης «Κύριε ἵνα ἀναβλέψω». Λαμβάνει ἔτσι καί τή σωματική ἴαση, ἀφοῦ εἶχε ἤδη δεῖ πνευματικά.
Πόσοι ἄραγε αὐτή τήν ὥρα τῆς θείας Εὐχαριστίας θά κραυγάσουμε πρός τόν Κύριο, θά ζητήσουμε τό ἔλεός του, χωρίς τήν ἔνταση τῆς φωνῆς, βέβαια, γιατί δέ χρειάζεται πάντα στήν
προσευχή μας ἡ ἔνταση τῆς φωνῆς; Οἱ θερμοτέρες δεήσεις γίνονται μυστικά, σιωπηρά, χωρίς νά ἀκούγεται λέξη.
Ἐμεῖς ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, πού συναχθήκαμε στό Ναό γιά νά συναντήσουμε τόν Κύριο καί νά ἑνωθοῦμε μαζί του διά τῆς θείας Κοινωνίας, στό ἐρώτημα τοῦ Χριστοῦ «Τί σοί θέλεις ποιήσω;» ἄς ἀπαντήσουμε μέ καρδιακή διάθεση, μέ τή θέρμη καί τή φλόγα τῆς πίστης, ὅπως ὁ τυφλός: «Κύριε ἵνα ἀναβλέψω». Νά βλέπουμε δηλαδή μέ τά μάτια τῆς ψυχῆς μας, νά βλέπουμε καί νά ἀναγνωρίζουμε τό Θεό καί Πατέρα μας, νά βλέπουμε τό φῶς τό ἀληθινό, τό Χριστό καί Σωτήρα μας, νά βλέπουμε τούς ἀδελφούς μας ὡς εἰκόνες Θεοῦ καί νά τούς ἀγαπᾶμε. Νά βλέπουμε τήν ἁμαρτωλότητά μας καί νά ζητοῦμε συγχώρηση, νά ζητοῦμε τό ἔλεός Του: «Κύριε, Υἱέ Θεοῦ, ἐλέησέ μας». Ἀμήν.
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου