Κυριακή ΙΒ Λουκά Η ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΩΝ ΔΕΚΑ ΛΕΠΡΩΝ (Λουκ. 17, 12-19)
Τόσο δρόμο γιά ἕνα «εὐχαριστῶ»; +Μητροπολίτου Νικοπόλεως Μελετίου
Τόσο δρόμο γιά ἕνα «εὐχαριστῶ»; +Μητροπολίτου Νικοπόλεως Μελετίου
Η ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΩΝ ΔΕΚΑ ΛΕΠΡΩΝ
(Λουκ. 17, 12-19)
Τόσο δρόμο γιά ἕνα «εὐχαριστῶ»;
Ἀκούσαμε στό εὐαγγέλιο μιά πολύ διδακτική ἱστορία πού μᾶς ἀφορᾶ ὅλους.
Ἐνῶ ὁ Χριστός πήγαινε σέ ἕνα χωριό, τόν προαπάντησαν δέκα λεπροί. Δέκα ἄνθρωποι πού εἶχαν προσβληθεῖ ἀπό τήν ἄσχημη καί δύσκολη ἀρρώστεια τῆς λέπρας. Πού διαλύει τό σῶμα καί καταθλίβει τή ζωή.
Στάθηκαν μακρυά, γιατί τότε θεωροῦσαν τήν λέπρα πολύ κολλητική καί μάλιστα μέ τίς συνθῆκες διαβίωσης ἐκείνης τῆς ἐποχῆς. Καί ἄρχισαν νά φωνάζουν ὅλοι μαζί: «Ἰησοῦ υἱέ τοῦ Δαυΐδ ἐλέησέ μας».
Ὁ Χριστός τούς εἶπε: «Πηγαίνετε καί δεῖχτε τόν ἑαυτό σας στούς ἱερεῖς». Γιατί ἐκεῖνοι εἶχαν τήν ἁρμοδιότητα τότε νά βεβαιώνουν γιά τόν Ἰσραήλ, ἄν ἕνας ἄνθρωπος εἶχε θεραπευθεῖ.
Αὐτοί ὑπάκουσαν στό λόγο τοῦ Χριστοῦ καί ξεκίνησαν. Καθώς προχωροῦσαν κατάλαβαν ὅτι θεραπεύθηκαν ἐντελῶς.
Δέν θά ἦταν ἄστοχο νά ὑποθέσουμε, ὅτι ἀνάμεσά τους ξέσπασε τότε ἕνας καυγᾶς. Ἐνῶ μέχρι τήν ὥρα πού ἔγιναν καλά, ἡ ἀρρώστεια τούς ἕνωνε καί τούς ἔκανε καί πῆγαν ὅλοι μαζί στόν Χριστό καί τοῦ φώναξαν: «Ἰησοῦ ἐλέησέ μας καί καθάρισέ μας ἀπό τήν ἀρρώστεια μας», τότε ἄρχισαν νά τσακώνονται.
-Νά πᾶμε νά τόν εὐχαριστήσομε. Ἔλεγε ὁ ἕνας.
-Σοβαρά μιλᾶς; Δέν βλέπεις πόσο μακρυά εἴμαστε; Θά ξαναγυρίσομε τόσο δρόμο, γιά νά ποῦμε ἕνα «εὐχαριστῶ»;
-Ἔλα καϋμένε. Τοῦ τό λέμε ὅταν τόν ξανασυναντήσομε. Ἐκεῖνο πού ἔπρεπε, ἔγινε.
Καί σκορπίστηκαν ὅλοι ἄγνωστο σέ ποιά κατεύθυνση.
Μά ἕνας ἐπέμενε:
-Ἐγώ, γυρίζω πίσω...
Πραγματικά, γύρισε, βρῆκε τόν Χριστό, ἔπεσε κάτω, τόν προσκύνησε καί τοῦ εἶπε ὅτι τόν εὐχαριστεῖ μέ ὅλη του τήν καρδιά.
Ὁ Χριστός κούνησε τό κεφάλι καί εἶπε: «Οὐχί οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν»; Δέν γίνατε καλά καί οἱ δέκα; Μοναχός σου ἔγινες καλά; «Οἱ δέ ἐννέα ποῦ»;
Οἱ ἄλλοι ἐννέα γιατί δέν γύρισαν νά μοῦ ποῦν «εὐχαριστῶ»; Γιατί;
Ποιά εἶναι ἡ προτεραιότητά σου;
Ἴσως ἐκεῖνος πού γύρισε, καί ἦταν Σαμαρείτης, ξένος δηλαδή, θά μποροῦσε νά τοῦ πεῖ «γιατί δέν γύρισαν». Τό Εὐαγγέλιο δέν ἐπεξηγεῖ τά αὐτονόητα.
Καί ἐμεῖς εὔκολα καταλαβαίνομε τό «γιατί».
Ὑπάρχουν ἄνθρωποι, πού ἔχουν σέ πρώτη προτεραιότητα τά «ἔξω», ἐνῶ τά «μέσα» τά θεωροῦν δεύτερα καί τρίτα. Αὐτή ἡ προτεραιότητα ἰσοπεδώνει ἐντελῶς τά ἄλλα, τά πνευματικά. Ὅταν ἔχει ἕνας προτεραιότητα τά «ἔξω», ἄν θά φάει καλά, ἄν θά τήν ἔχει τήν τσέπη του γεμάτη, ἄν θά διασκεδάσει καλά, μέ τά «ἔσω» δέν μπορεῖ νά συμβιβαστεῖ εὔκολα. Γιατί, γιά παράδειγμα, δέν γίνεται διασκέδαση, χωρίς νά διασκεδάσεις εἰς βάρος κάποιου. Τί γίνεται στίς περισσότερες σημερινές διασκεδάσεις; Ἀσχήμιες, ναρκωτικά, κλεψιές, διαπλοκές... καί πολλά παρόμοια. Διαφορετικά δέν βγαίνει διασκέδαση.
Ἀλλά ὅσο προχωροῦν τέτοια ἔργα, τόσο ἡ καρδιά μαυρίζει πιό πολύ.
Τί σημαίνει «μαυρίζει»; Σημαίνει ὅτι δέν ἀνοίγουμε ἕνα παραθυράκι νά δεῖ λίγο φῶς. Γιατί δέν τό ἀντέχει τό φῶς.
Πῶς νά τό ἀντέξει ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος, ὅταν ἀκούει ὅτι «οἱ τά τοιαῦτα πράσσοντες, αὐτοί πού κάνουν τέτοια πράγματα, ζωήν αἰώνιον, οὐ κληρονομήσουσι»;
Δηλαδή, γιά κοίταξε ἄνθρωπε κατά ποῦ πᾶς;
Ποιά εἶναι ἡ προτεραιότητά σου;
Ἡ αἰώνια ζωή ἤ αὐτή ἐδῶ πού δέν ξέρεις πόσο θά διαρκέσει. Τό ἔχομε σίγουρο ὅτι θά ζοῦμε αὔριο; Μπορεῖ κανείς νά μᾶς τό ἐγγυηθεῖ; Κανένας δέν ἔχει τίποτε σίγουρο.
Καί ἀφοῦ δέν ἔχεις ἀδελφέ μου τήν ἄλλη μέρα, νά μήν ποῦμε τήν ἄλλη ὥρα στό χέρι σου, τί «χάνεσαι» γι’ αὐτή τήν μάταιη ζωή; Καί ρίχνεις ὁλόκληρο τόν ἑαυτό σου, σ’ αὐτή τήν μάταιη ζωή;
Ὁ ἄνθρωπος πού προσέχει περισσότερο τήν παροῦσα ζωή ἀπό τήν αἰώνια εἶναι ἀνόητος...
Ἡ γλυκειά λέξη
«Οὐχ εὑρέθησαν, δοῦναι δόξαν τῷ Θεῷ»...
Νά τό λάθος πού ἔκαναν οἱ ἐννέα λεπροί, μέ τό νά προσέχουν τά «ἔξω» καί νά μήν νοιάζονται γιά τά «μέσα».
Τί ἔπρεπε νά ποῦν;
-Θεραπευθήκαμε! Δόξα τῷ Θεῷ. Μέ ἕνα λόγο ἐκείνου τοῦ Ἰησοῦ τοῦ Ναζωραίου. Μά καλά. Οἱ γιατροί μόνο μέ εὐχές θεραπεύουν; Ὄχι. Τί εἶναι λοιπόν ἡ θεραπεία μας;
Ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Καί ποῦ τό πάει ὁ Θεός; Τί μᾶς ζητᾶ;
Ἀλλά δέν ἀσχολήθηκαν μέ τέτοιους προβληματισμούς. Δέν τό συζήτησαν τό γεγονός μέ τόν ἑαυτό τους. Τό παραμέρισαν ἀπό τόν ἑαυτό τους, ἀπό τή ζωή τους. Καί «οὐχ εὑρέθησαν, δοῦναι δόξαν τῷ Θεῷ».
Γιά ποιό λόγο; Γιατί δέν ἔκαναν τόν κόπο νά συνδέσουν ἐκεῖνο πού ἔγινε, μέ Ἐκεῖνον πού εἶναι ἡ πηγή ὅλων τῶν ἀγαθῶν. Τί λέμε στήν προσευχή μας;
«Ὅτι πᾶσα δόσις ἀγαθή καί πᾶν δώρημα τέλειον ἄνωθεν ἐστι καταβαῖνον ἐκ σοῦ τοῦ Πατρός τῶν φώτων». Ὅλα τά καλά ἔρχονται ἀπό Ἐκεῖνον πού εἶναι ἡ πηγή κάθε ἀγαθοῦ.
Γράφει στά ἀπομνημονεύματά του ὁ πολιτικός τῶν Ἰνδιῶν Γκάντι.
«Ἐπισκέφθηκα μιά φτωχή χώρα. Καί μαθημένος νά ζῶ ταπεινά καί φτωχά, πῆγα σέ ἕνα ἑστιατοριάκι Β΄ κατηγορίας γιά νά φάω. Ἦλθε ἕνας ἄνθρωπος καί μέ περιποιήθηκε. Στό τέλος πού τόν πλήρωσα, τοῦ εἶπα: «Σ’ εὐχαριστῶ γιά τήν προθυμία μέ τήν ὁποία μέ περιποιήθηκες, σ’ εὐχαριστῶ πολύ». Ὅταν μέ ἄκουσε, γέμισαν τά μάτια του δάκρυα. Καί μοῦ εἶπε: «25 χρόνια δουλεύω σ’ αὐτό τό ἑστιατόριο πρώτη φορά ἀκούω αὐτά τά γλυκά λόγια. «Εὐχαριστῶ»».
Λέει κάποιος σοφός συγγραφέας:
«Πῆρα τήν ἀπόφαση νά γράψω ἕνα βιβλίο γιά τήν εὐγνωμοσύνη. Γιά τήν εὐχαριστία. Καί λοιπόν ὅταν ἄρχισα νά τό γράφω μέ ἔπιασε κατάθλιψη». Γιατί; Τό ἐξηγεῖ:
«Τό νά πεῖ κανείς «εὐχαριστῶ» εἶναι κάτι πού πρέπει νά βγαίνει ἀπό τήν καρδιά του. Ἅμα δέν βγαίνει ἀπό τήν καρδιά ἀλλά εἶναι ὅπως τό ἔχουν οἱ Ἐγγλέζοι, «ψωμοτύρι», πού ἀκόμη καί ὅταν θέλουν νά σέ... βρίσουν σοῦ λένε, «εὐχαριστῶ» τί ἀξία ἔχει;
Δέν εἶναι λόγια τό «εὐχαριστῶ». Εἶναι ἔκταση καρδιᾶς. Πρέπει νά εἶναι ἔκταση καρδιᾶς. Καί βλέποντας», συνεχίζει ὁ συγγραφέας, «πῶς σκέπτεται ὁ ἄνθρωπος τῆς σημερινῆς ἐποχῆς, πού τά θέλει ὅλα ἀτομοκεντρικά γιά τόν ἑαυτό του, μίσησα καί σιχάθηκα τό θέμα καί τό ἀπαράτησα γιατί ἡ εὐχαριστία καί ἡ εὐγνωμοσύνη θέλει καρδιά».
Ἡ παράξενη μετάγγιση
Θέλει νά ἔχεις εὐγνωμοσύνη; Πρῶτα στό Θεό καί μετά στούς ἄλλους ἀνθρώπους;
Πρέπει νά γυρίζεις τά μάτια σου καί νά κοιτάζεις τόν ἐσωτερικό σου κόσμο. Τήν καρδιά σου.
Δέν φροντίζεις νά ἔχεις εὐγνωμοσύνη γιά τά καλά πού πῆρες καί ἔχεις; Τότε εἶσαι μακρυά ἀπό τό δρόμο τοῦ Θεοῦ. Αὐτή εἶναι ἡ πραγματικότητα.
Δέν μᾶς ἀρέσει ἡ ἀλήθεια. Θέλομε νά ἔχομε τίς ἀρετές καί ὅπως τίς φανταζόμαστε ἐμεῖς.
Μέσα στήν Ἐκκλησία πρῶτα ἀπ' ὅλα δοξάζομε τόν Θεό καί τόν παρακαλοῦμε νά κυκλοφορεῖ ὁ λόγος του καί νά γίνεται τό θέλημά του.
Στήν Ἐκκλησία γίνεται μιά μετάγγιση αἵματος. Ὄχι αἵματος σάν αὐτό πού ξέρομε ἀλλά μεταγγίζονται μυαλά καί φρόνημα. Ἐπιθυμία ἁγιότητας μεταγγίζεται. Πόθος θελήματος Θεοῦ μεταγγίζεται. Καρδιά σωστή προσπαθεῖ νά φτειάξει ἡ Ἐκκλησία γιά τόν ἄνθρωπο. Γιατί;
Χωρίς σωστή καρδιά, πῶς θά τό πεῖς τοῦ Χριστοῦ: «Ἰησοῦ Υἱέ τοῦ Δαυΐδ ἐλέησον ἡμᾶς»; Μιά φωνή ὅλοι ἦραν. Καί οἱ δέκα λεπροί. Μά ἀφοῦ ἐθεραπεύτηκαν τό ποθούμενο ἐπιτεύχθηκε. -Ἄλλο τίποτε δέν θέλομε.
Πόσο λάθος!
Γι’ αὐτό μέσα στήν Ἐκκλησία εὐχαριστοῦμε συνεχῶς τόν Θεό. Ὅταν ἔρχεται ἡ ἐπισημότερη ὥρα τῆς Θείας Λειτουργίας, τότε πού εὐλογεῖται ἀπό τόν ἱερέα τό ψωμί καί τό κρασί καί γίνονται σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ, πού τό κοινωνοῦμε, γιά νά πάρομε αἰώνια ζωή καί ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν μας, τί λέμε;
«Ἄνω σχῶμεν τάς καρδίας».
Δηλαδή ὄχι στή γῆ, ὄχι στό σῶμα μας, ὄχι στό τραπέζι μας, ὄχι στό ροῦχο μας. Ἀλλά στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί στό Θεό. Στό θρόνο τοῦ Θεοῦ νά στρέψομε τίς καρδιές μας.
«Ἄνω σχῶμεν τάς καρδίας». «Ἔχομεν», ἀπαντοῦμε.
Καί λέει πάλι ὁ παπάς: «Εὐχαριστήσωμεν τῷ Κυρίῳ».
Ἄς εὐχαριστήσομε τόν Κύριο πού σηκώσαμε τά μάτια Κύριε, ἐπάνω στόν οὐρανό καί εἴμαστε τώρα ἕτοιμοι, μέ τά μάτια καί τήν καρδιά δηλαδή στόν οὐρανό, νά προσευχηθοῦμε καί νά παρακαλέσομε νά μᾶς στείλει τήν χάρη του.
Οἱ δέκα λεπροί, φώναζαν στόν Χριστό καί τήν καρδιά τήν εἶχαν κάτω. Ναί, κάτω τήν εἶχαν· στή γῆ.
Ἡ εὐγνωμοσύνη τοῦ Ἐλισσαίου
Μιά μέρα ὁ Θεός εἶπε στόν προφήτη Ἠλία:
-Ἦρθε ἡ ὥρα νά φύγεις ἀπό τόν κόσμο αὐτό. Πρίν ὅμως νά φύγεις νά φροντίσεις νά βρεῖς τρεῖς ἀνθρώπους κατ’ ἐντολήν μου...
• Τόν ἕνα θά τόν χρίσεις βασιλιά τῆς Συρίας.
• Τόν ἄλλο βασιλέα τοῦ Ἰσραήλ
• καί τόν ἄλλο θά τόν κάνεις προφήτη στή θέση σου. Νά κηρύττει τόν λόγο μου, γιά νά διορθώνεται ὁ κόσμος καί νά βαδίζει τόν δρόμο μου. Καί αὐτός θά εἶναι ὁ Ἐλισσαῖος.
Ὁ προφήτης Ἠλίας καί βρῆκε τούς δυό ἄλλους καί τέλος βρῆκε τόν Ἐλισσαῖο. Τόν βρῆκε στά χωράφια. Τί ἔκανε; Ὄργωνε. Τί εἶχε μπροστά του; Δώδεκα ζευγάρια βόδια. Δώδεκα ἀλέτρια. Καί ὄργωνε, ἐπιβλέποντας δώδεκα ἀλέτρια νά ὀργώνουν τήν γῆ. Τί ἄξιος ἄνθρωπος πού ἦταν! Τί δυνατός. Μέσα καί ἔξω.
Ὁ προφήτης Ἠλίας, ἔβγαλε τό ράσο του, τήν μηλωτή του καί τήν ἔβαλε ἐπάνω του. Τοῦ τήν φόρεσε. Ὁ Ἐλισσαῖος κατάλαβε τί σήμαινε αὐτό. Γύρισε καί λέει στόν προφήτη Ἠλία:
-Σέ παρακαλῶ, μιά μικρή χάρη θέλω. Ἄφησέ με νά πάω νά φιλήσω τόν πατέρα μου. Νά τόν χαιρετήσω. Καί ἔφτασα ἀμέσως.
Τοῦ λέει ὁ προφήτης Ἠλίας:
-Πήγαινε, πήγαινε.
Φεύγει ὁ Ἐλισσαῖος καί πάει σπίτι του. Σφάζει τά βόδια καί κάνει τραπέζι σ’ ὅλο τό χωριό. Μετά χαιρέτησε τόν πατέρα του λέγοντάς του μέ εὐγνωμοσύνη:
-Πατέρα σ’ εὐχαριστῶ πού μέ ἔφερες στόν κόσμο καί μέ ἐδίδαξες νά φοβοῦμαι τόν Θεό. Τώρα μέ φωνάζει ὁ Θεός. Γειά σου. Δέν ξέρω ἄν σέ ξαναδῶ στόν κόσμο ποτέ.
Τόν φίλησε καί ἔφυγε.
Πῶς θά ἀποχωρίστηκε ὁ προφήτης Ἐλισσαῖος ὅλα ὅσα εἶχε καί φυσικά τήν ἀξιωσύνη πού εἶχε;
Ποῦ τί προμήνυε;
Τσέπη γερή, περιουσία μεγάλη, ἐπιτυχία.
Πῶς τά ἀποχωρίστηκε;
Τραπέζι ἔκανε. Γλέντι.
Γιά καλόγερος πῆγε καί ἔκανε γλέντι.
Ἀπό ἐκείνη τήν ἡμέρα δέν ξανάφαγε κρέας, ὅπως ὅλοι οἱ μαθητές τοῦ προφήτη Ἠλία πού ἔτρωγαν μόνο λάχανα. Καί ἀπό κεῖ καί πέρα δέν ξαναγύρισε ποτέ στό σπίτι του. Ἀλλά γύριζε μέ τούς ἄλλους προφῆτες, γιά νά κηρύττουν τόν λόγο τοῦ Θεοῦ. Γλέντι γι’ αὐτά; Εὐγνωμοσύνη;
Ναί. Γιατί πῆρε ἀπό τόν Θεό τά μεγαλύτερα!
Τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ πῆρε, τήν χάρη τοῦ Θεοῦ, τήν ἐκλογή τοῦ Θεοῦ.
Καί μέ τήν ἐκλογή ἐκείνη, ἀξιώθηκε νά πάρει μετά, τήν χάρη πού εἶχε δώσει ὁ Θεός στόν προφήτη Ἠλία, διπλάσια.
Αὐτά κέρδισε ὁ προφήτης Ἐλισσαῖος, ἐπειδή εἶχε καρδιά γεμάτη εὐγνωμοσύνη πρός τόν Θεό γιά τίς δωρεές του.
Καί φυσικά γεμάτη δυναμισμό καί ἀπόφαση νά ἐργαστεῖ γιά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Νά μᾶς φωτίζει ὁ Θεός νά τόν εὐχαριστοῦμε γιά ὅλα.
Καί νά ἔχομε τόν πόθο, νά ἀναζητοῦμε τό θέλημα του καί νά τό ἐφαρμόζομε παντοῦ καί πάντοτε. Ἀμήν.-
Τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Νικοπόλεως κυροῦ Μελετίου,
διασκευασμένη ὁμιλία πού ἔγινε στό Πολύδροσο στίς 18/1/2004
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου