«ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ»
ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΠΡΟ ΤΩΝ ΦΩΤΩΝ
Τό χριστιανικό μήνυμα, ἡ οὐράνια ἀποκάλυψις, ὀνομάζεται «Εὐαγγέλιο». Εἶναι δηλαδή τά καλά καί εὐχάριστα νέα. Εἶναι τό μήνυμα ὅτι ἐκεῖνο πού ποθεῖ ὁ ἄνθρωπος, τή χαρά καί τή μακαριότητα, τήν ἀγάπη καί τήν ὀμορφιά, εἶναι πλέον μία ἐγγύς πραγματικότητα. Μία πραγματικότητα τήν ὁποία μπορεῖ πλέον νά κατακτήσει καί νά βιώσει ὁ κάθε ἄνθρωπος ἐν Χριστῷ, ἀρκεῖ ὁ ἴδιος νά τό θέλει.
Βεβαίως, ἀπό τήν ἀρχή, ἀπό τότε πού ἀκούστηκε τό «Εὐαγγέλιο Ἰησοῦ Χριστοῦ, Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ» (Μάρκ. α ́, 1), ἀλλά καί σέ κάθε ἐποχή, καί φυσικά στή δική μας, καί μάλιστα «ἕως τό τέλος τῶν αἰώνων», θά ὑπάρχουν πάντοτε καί οἱ ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι θά ἀρνοῦνται τήν ἀποδοχή τοῦ οὐρανίου αὐτοῦ μηνύματος· «οὐ γὰρ πάντων ἡ πίστις...» (Β ́ Θεσ. γ ́, 2). Ὅπως ἐπίσης θά ὑπάρχουν πάντοτε καί οἱ ψυχές, οἱ ὁποῖες θά ἀποδέχονται τήν εὐαγγελική ἀλήθεια, θά τήν ζοῦν καί θά τήν βιώνουν, μέ ὅ,τι κι ἄν αὐτό πρόκειται νά τούς κοστίσει.
Ἀψευδεῖς μάρτυρες αὐτῆς τῆς πραγματικότητος ἀποτελοῦν οἱ Μάρτυρες καί οἱ Ὅσιοι, τό νέφος αὐτό τῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας, οἱ γνωστοί καί οἱ ἄγνωστοι, πού μέ τά ἅγια λείψανά τους, ἤ τά ἀκέραια καί ἄφθαρτα σκηνώματά τους, τά ποικίλα θαύματα καί τήν μυροβλυσία τους, ἀποδεικνύουν ὅτι τό Εὐαγγέλιο, ὅπως τό κηρύσσει καί τό ἑρμηνεύει ἡ Ἁγία μας Ὀρθοδοξία, δέν εἶναι ἁπλῆ θεωρία ἤ ἕνας ψευδοσυναισθηματισμός, ἀλλά εἶναι «ἡ πραγματικότητα περί Θεοῦ καί ἀνθρώπου», τήν ὁποία ἐντελῶς ἐλεύθερα καλούμαστε νά ἀποδεχθοῦμε.
Εἶναι μάλιστα γνωστό, μέσα ἀπό τίς τραγικές σελίδες τῆς παγκόσμιας ἱστορίας, ὅτι, κατά τήν ἐποχή τῆς ἐμφανίσεως τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, ὁλόκληρος ὁ τότε κόσμος ζοῦσε μέσα σέ μία φοβερή ἀναστάτωση. Ὅλοι οἱ λαοί τῆς γῆς περίμεναν Κάποιον. «Τόν ἀναμενόμενον». Ὁ Ὁποῖος θά ἐρχόταν νά σώσει τόν κόσμο, ὄχι τόσο ἀπό τήν ὑλική, ὅσο κυρίως ἀπό τήν πνευματική μιζέρια πού διακατεῖχε τότε τήν ὅλην ἀνθρωπότητα.
Οἱ ἄνθρωποι τότε ἀγνοοῦσαν τόν σκοπό γιά τόν ὁποῖο ζοῦσαν καί, πολύ περισσότερο, δέν γνώριζαν πῶς ἦταν δυνατόν νά ξεδιψάσουν τήν ψυχή τους ἀπό τήν δίψα τῆς ἀγνοίας, νά ἔλθουν σέ γνώση τῆς ἀληθείας καί νά γελάσει τό ταλαίπωρο πρόσωπό τους.
Καί, τότε, στήν πλέον κρίσιμη στιγμή γιά τό γένος τῶν ἀνθρώπων, τήν ὥρα ἀκριβῶς πού φαινόταν πώς ὅλα θά τά κατάπινε τό χάος καί θά τά ἀφάνιζε ὁ ζοφερός ᾅδης, δηλαδή «ὅτε ἦλθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου, ἐξαπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸν υἱὸν αὐτοῦ, γενόμενον ἐκ γυναικός, γενόμενον ὑπὸ νόμον» (Γαλ. δ ́4), πραγματοποιήθηκε ἡ ἐνανθρώπιση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, τοῦ Χριστοῦ.
Ἔτσι, ἀπό τήν στιγμή πού ὁλοκληρώνεται πλέον τό ἔργο τῆς Λυτρώσεως ἀπό τά δεσμά τοῦ ᾅδη καί τοῦ θανάτου μέ τόν Σταυρό καί τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ἡ Ἐκκλησία ὑπεύθυνα θά κηρύττει εἰς τό διηνεκές: «Ἀρχὴ τοῦ Εὐαγγελίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, υἱοῦ τοῦ Θεοῦ».
Τώρα πλέον οἱ «εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ», οἱ ἄνθρωποι, διά τῆς πίστεως καί ἀποδοχῆς τοῦ ὅλου Εὐαγγελίου, δέν αἰσθάνονται ὡς οἱ ἡττημένοι τῆς ζωῆς. Τώρα πλέον γνωρίζουμε ἐμεῖς ποιός ἐπιτέλους εἶναι ὁ σκοπός πού πρέπει νά ἔχει ἡ ζωή μας.
Καί τό γνωρίζουμε, διότι αὐτός ὁ ἴδιος ὁ Κύριος καί Θεός μας Ἰησοῦς Χριστός μᾶς ἔδειξε τόν σκοπό καί μᾶς ἀποκάλυψε τό οὐσιαστικό νόημα τῆς ὑπάρξεώς μας.
Ἀλλά ὄχι μόνον αὐτό. Μᾶς ὑπέδειξε καί τόν τρόπο, ὥστε νά ἀπαλλαγοῦμε ἀπό ὅλα τά βάρη πού μᾶς καταπιέζουν καί τελικῶς νά ἐπιτύχουμε αὐτόν τόν ὑψηλό μας σκοπό, πού φυσικά δέν εἶναι ἄλλος ἀπό τήν ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι «υἱοθεσία» καί τήν μετάβασή μας ἀπό τό «κατ ̓ εἰκόνα εἰς τό καθ ̓ ὁμοίωσιν». Τήν ἀπαλλαγή μας δηλαδή ἀπό τήν ἀρρώστεια τῶν παθῶν, τήν ἔλευση μέσα μας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί τόν προσωπικό μας, διά τῆς πίστεως καί ἀσκήσεως, ἁγιασμό.
Ὅταν ὁ Χριστός κηρύσσει καί λέγει ὅτι «χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν», αὐτό ἀκριβῶς ἐννοεῖ καί αὐτό μᾶς ἀποκαλύπτει. Καί τόν στόχο, ἀλλά καί τόν τρόπο, πού μποροῦμε νά κατακτήσουμε τήν τελική νίκη ἐπί τοῦ θανάτου, μέσῳ τῆς ἀπολύτου ἀποδοχῆς-ὑπακοῆς καί ἐφαρμογῆς τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ καί μεταλήψεως αὐτοῦ τοῦ ἰδίου τοῦ Ἰησοῦ.
Φυσικά, τό κήρυγμα τῶν Ἀποστόλων καί Διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας μας γιά
τήν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως αὐτό ἑρμηνεύεται τόσο ἀπό τήν γραπτή ὅσο καί
ἀπό τήν προφορική Ἱερά μας Παράδοση, ἔχει ἀνυπολόγιστη σημασία, ἀφοῦ ξεπερνᾶ
τά ὅρια τοῦ χρόνου καί ὁ κάθε καλοπροαίρετος ἄνθρωπος τό ἀποδέχεται καί θά τό
ἀποδέχεται ἄμεσα καί ὑπαρξιακά. Τό ἀποδέχεται, δηλαδή, ὡς μήνυμα λυτρώσεως
ἀπό τήν φθορά καί τόν θάνατο καί σωτηρίας μέσα ἀπό τήν μέθεξη τῆς Βασιλείας τοῦ
Θεοῦ ἀπό αὐτήν τήν ζωή.
Ἡ προσωπική συνάντηση τοῦ καθενός μας μέ τόν Ἰησοῦ εἶναι κάτι τό μοναδικό,
ἀπό τήν στιγμή τῆς Βαπτίσεως καί τῆς μετανοίας μας, δηλαδή τῆς πνευματικῆς μας
ἀναγεννήσεως καί τῆς ἐν γένει πνευματικῆς μας ἀναπτύξεως μέσῳ τῶν Ἱερῶν
Μυστηρίων. Καί, ἄνευ ἀντιρρήσεως, ἡ ἐμπειρία τῶν Ἁγίων εἶναι ἐκείνη πού μᾶς
καθοδηγεῖ στόν ὀρθό τρόπο ἐφαρμογῆς αὐτῆς τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, ἀφοῦ, οὐδείς
μπορεῖ νά διέλθει τοῦ βίου τήν θάλασσαν καί ἀποκομμένος ἀπό τά Μυστήρια αὐτά,
τά στάδια τῆς καθάρσεως, τοῦ φωτισμοῦ καί τῆς θεώσεως-μετοχῆς στήν ζωή τοῦ
Θεοῦ, παρά «σὺν πᾶσι τοῖς ἁγίοις».
Εἶναι δέ χαρακτηριστική ἡ μαρτυρία τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ πού
καταγράφει στό ἱερό κείμενό του ὁ Εὐαγγελιστής Μᾶρκος: «Ἐκήρυσσε λέγων,
ἔρχεται ὁ ἰσχυρότερός μου ὀπίσω μου...» (στ. 7-8). Ὁ Τίμιος Πρόδρομος, μέ τό
ξεκάθαρο κήρυγμά του, προετοιμάζει τόν λαό γιά τήν μεγάλη συνάντηση.
«Ἄλλωστε, τό δικό μου βάπτισμα, τόνιζε, ἦταν ἕνα ἁπλό βάπτισμα «ἐν ὕδατι», μόνο
σέ νερό. Αὐτός ὅμως, ὁ Ἐρχόμενος, θά σᾶς βαπτίσει μέ Πνεῦμα Ἅγιο, τό ὁποῖο θά
σᾶς καθαρίσει ἀπό τίς ἁμαρτίες καί θά φωτίσει τήν ὅλη σας ὕπαρξη».
Μετά τώρα ἀπό αὐτήν τήν ἀντικειμενική προοπτική, τό ἐρώτημα δέν εἶναι ἐάν
θά ἐξαφανισθοῦν οἱ ποικίλες δυσκολίες ἀπό τήν ζωή τῶν πιστῶν, ἀλλά ἐάν, παρά τίς
ἀναπόφευκτες δυσκολίες πού θά ὑπάρχουν, ἀκολουθήσουμε μέ πίστη, καρτερία καί
ὑπομονή τόν δρόμο τοῦ Θεοῦ, πού ἀποκαλύπτεται ἐνώπιόν μας «διά Ἰησοῦ
Χριστοῦ», πού ἀποκαλύπτεται δηλαδή μέσα μας, δυνάμει τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος,
κατά τό μέτρο τῆς ἐφαρμογῆς τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ ἀπό ἐμᾶς.
Ὅταν λοιπόν τοποθετήσουμε τά πράγματα αὐτά ὀρθά μέσα στήν συνείδησή
μας, τότε, ἀπό τήν θεμελιωμένη πίστη μας στόν Χριστό, γνωρίζουμε ὅτι, ναί μέν θά
βρεθοῦμε μπροστά σέ πολλά καί μεγάλα ἐμπόδια, ὅμως δέν θά χάσουμε ποτέ τήν
ἐλπίδα γιά τήν ἀνάσταση τῆς ψυχῆς μας καί τήν μετοχή μας ἀπό ἐδῶ στήν Βασιλεία
τοῦ Θεοῦ. Δηλαδή τήν ἐλπίδα γιά τήν νίκη ἐπί τοῦ πνευματικοῦ θανάτου. Καί ἡ νίκη
αὐτή θά ἀνήκει σ ̓ Ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος μᾶς εἶπε: «Θαρσεῖτε, ἐγώ νενίκηκα τόν
κόσμον».
Καί ἄς μή λησμονοῦμε ποτέ ὅτι τό νά ταξειδεύεις μέ τήν ἐλπίδα τῆς Χάριτος,
πού πηγάζει ἀπό μία τέτοια πίστη, εἶναι καλύτερο ἀπό τό νά ''πιάνεις'' τό λιμάνι τῆς
μελαγχολίας.
Ἀμήν.
Ἀρχιμ. Ἰωήλ Κωνστάνταρος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου