Ομιλία στο ευαγγέλιο της ΙΕ΄ Κυριακής του Λουκά, του π. Μελετίου Καλαμαρά
Η ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΤΟΥ ΖΑΚΧΑΙΟΥ
(Λουκ. 19, 1 - 10)
Ἐλᾶτε παιδιά μου
Ἕνας ἀπό τούς μεγαλύτερους συγγραφεῖς στόν κόσμο εἶναι ὁ Θεόδωρος Ντοστογιέφσκι. Ρῶσσος, ὀρθόδοξος χριστιανός. Θά μπορούσαμε νά ποῦμε, ὅτι μετέφερε στά βιβλία του περίπου ὅλη τήν ὀρθόδοξη πίστη, γιατί πόνεσε πολύ γιά τήν ἀπόκτησή της.
Ἔζησε τόν περασμένο αἰώνα. Στήν ἀρχή ἦταν ἄθεος καί καταφρονητής τῶν πάντων. Ἔπεσε σέ πολλά λάθη. Κάποια φορά τόν ἔπιασαν καί τόν ἔκλεισαν στή φυλακή. Ἐκεῖ, ὁ Θεόδωρος Ντοστογιέφσκι ἔμαθε νά διαβάζει τό Εὐαγγέλιο. Καί κατάλαβε τί διαφορά ὑπάρχει ἀνάμεσα στά βιβλία τῆς ἀθεῒας ἤ τῆς ψευτοφιλοσοφίας τῶν ἀνθρώπων καί εἰς τήν σοφίαν τήν ἄνωθεν. Τήν σοφία τοῦ Θεοῦ. Καί ἀπό τότε ἔγινε βαθύς καί συνειδητός χριστιανός.
Σ’ ἕνα βιβλίο του λοιπόν, «Ἔγκλημα καί τιμωρία», μιλάει γιά ἕνα φτωχαδάκι, ἕνα ταλαίπωρο ἄνθρωπο πού εἶχε καταντήσει νά ἔχει μοναδική του χαρά καί ἀπόλαυση, στή ζωή –ἐπειδή ἦταν ἐσωτερικά κούφιος- μόνο τό κρασί.
Κάποια φορά αὐτός ὁ μέθυσος, ὁ Μαρμελάντωφ, ἦλθε σέ πνευματική κατάνυξη καί εἶπε τά ἑξῆς λόγια: (τοῦ Ντοστογιέφσκι λόγια φυσικά):
«Θά ἔπρεπε κάθε ἄνθρωπος, κάπου νά μπορεῖ νά ἀκουμπήσει. (Τό ἔλεγε μέ πόνο, γιατί αὐτός ὁ ἄνθρωπος, ὁ Μαρμελάντωφ, δέν εἶχε νά ἀκουμπήσει πουθενά). Ἀλλά θά ρθεῖ καιρός πού κάθε ἕνας, κάπου θά μπορέσει νά ἀκουμπήσει τό κεφάλι του. Ἔτσι ἔπρεπε νά εἶναι καί τώρα. Ἔπρεπε καί τώρα, κάθε ἄνθρωπος κάπου νά μποροῦσε νά ἀκουμπάει, κάπου νά βρίσκει λίγη συμπόνια καί παρηγοριά». Καί συνεχίζει:
«Συμπόνια σέ μᾶς, θά δείξει Ἐκεῖνος πού ἔχει γιά ὅλους συμπόνια. Ἐκεῖνος πού θά μᾶς κρίνει ὅλους καί τούς καλούς καί τούς κακούς. Καί ὅταν πιά θά ἔχει τελειώσει μέ ὅλους τούς ἄλλους, θά ἀσχοληθεῖ καί μέ μᾶς. Θά μᾶς πεῖ: «Ἐλᾶτε καί σεῖς πτωχά μου πλασματάκια». Τότε ἐμεῖς θά πάρομε τόν δρόμο πρός τό μέρος του. Νά πᾶμε κοντά του χωρίς ντροπή.
Ἀλλά τότε θά ξεσηκωθοῦν οἱ σοφοί καί οἱ συνετοί καί οἱ καλοί ἄνθρωποι τοῦ κόσμου τούτου καί θά φωνάξουν:
-Κύριε, τί τούς θέλεις αὐτούς; Ἄφησέ τους.
Μά ὁ Χριστός δέν θά μᾶς ἀφήσει. Θά τούς πεῖ:
-Ναί, σοφοί καί συνετοί, ναί, καλοί ἄνθρωποι τοῦ κόσμου. Θά τούς πάρω καί αὐτούς κοντά μου. Γιατί εἶναι δικοί μου. Πλάσματά μου. Καί ποτέ, κανένας τους, δέν εἶχε τόν ἑαυτό του γιά τίποτε.
Θά ἁπλώσει τά χέρια του σέ μᾶς, νά μᾶς δεχθεῖ.
Καί θά μᾶς ξαναπεῖ:
-Ἐλᾶτε παιδιά μου. Ἐλᾶτε. Καί ἐμεῖς θά πέσομε κάτω καί θά τόν προσκυνήσομε. Ἡ καρδιά μας, θά γεμίσει τότε μέ χαρά καί μέ φῶς».
Μπορῶ νά ἐλπίζω;
Σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας διαβάζει ἕνα κομμάτι ἀπό τό Εὐαγγέλιο,πού μιλάει γιά ἕνα πάμπλουτο ἄνθρωπο μέ μεγάλο κοινωνικό ἀξίωμα, τόν Ζακχαῖο. Ἦταν διευθυντής τῆς Ἐφορίας. Τότε ὅλα αὐτά τά ἀξιώματα, εἶχαν ἀσυδοσία. Ἄν σήμερα μιλᾶμε γιά διαπλοκή, τότε ἦταν πού ἦταν τό κακό, γιατί κανένας δέν μποροῦσε νά ἐλέγξει κανέναν. Καί οἱ μεγάλοι ἀξιωματοῦχοι ἔκαναν τερατώδεις ἀδικίες.
Ἕνας πάμπλουτος μέ μεγάλο ἀξίωμα, πού τόν σέβονται καί τόν φοβοῦνται καί μπορεῖ νά κάνει ὅτι θέλει, τί σχέση ἔχει μέ τό φτωχαδάκι τοῦ Ντοστογιέφσκι; Πού ὄχι μόνο δέν εἶχε νά φάει ἀλλά καί ἦταν ἐσωτερικά κούφιος; Χωρίς περιεχόμενο;
Γιατί τό θυμηθήκαμε;
Γιατί ὁ Ζακχαῖος, πάμπλουτος καί ἰσχυρός καί ὁ Μαρμελάντωφ –φτωχός καί μέθυσος- εἶχαν ἕνα κοινό σημεῖο. Ἔψαχναν καί οἱ δυό νά βροῦν μιά ἀκρούλα στόν οὐρανό. Ἔψαχναν νά βροῦν ἕνα μικρό κομματάκι στόν οὐρανό. Γιά νά αἰσθανθοῦν λίγο ἀλλιώτικα ἀπό τήν κατάσταση πού ζοῦσαν.
Ὁ ἕνας ἀπό τήν φτώχεια καί τήν ταλαιπωρία.
Ὁ ἄλλος ἀπό τό ὅτι τά εἶχε ὅλα, ἀλλά μέ ἕνα τρόπο πού τοῦ πλάκωνε τήν συνείδηση. Καί τόν ἔκανε, νά μήν μπορεῖ νά αἰσθάνεται χαρά καί εἰρήνη.
Ἕνα κομματάκι γῆς πατᾶμε ἐδῶ, μά θά θέλαμε νά πατήσομε ἕνα κομματάκι στόν οὐρανό, νά βροῦμε ἕνα κομματάκι ἐλπίδα ὅτι αὐτά τά πράγματα πού κάνουν μαύρη τή ζωή μας, κάπως θά ἀλλάξουν.
Ἔμαθε ὁ Ζακχαῖος ὅτι περνοῦσε ὁ Χριστός ἀπό τήν Ἱεριχώ, ὅπου ζοῦσε καί ἔτρεξε νά τόν δεῖ. Γιατί; Γιά νά καταλάβει ἀπό τό παρουσιαστικό του, ἄν μπορεῖ νά ἐλπίζει ὅτι θά τόν ὁδηγήσει αὐτός ὁ διδάσκαλος τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, νά βρεῖ ἕνα κομματάκι ὄχι στή γῆ, ἀλλά στόν οὐρανό.
Μά ἦταν κοντός καί φοβήθηκε ὅτι δέν θά μπορέσει νά τόν δεῖ. Ἀνέβηκε λοιπόν πάνω σέ μιά συκομουριά, ἕνα δένδρο στό δρόμο καί τέντωσε τά μάτια του νά δεῖ τόν Χριστό. Νά λύσει τό αἴνιγμά του:
-Μπορῶ νά ἐλπίζω; Μπορῶ νά ἔχω ἀπό αὐτόν ὠφέλεια; Μπορεῖ νά μοῦ προσφέρει κάτι διαφορετικό ἀπό αὐτά μέ τά ὁποῖα ἔχω γεμίσει τίς τσέπες μου καί τίς τράπεζές μου;
Καί τί ἔγινε τότε;
Πέρασε ὁ Χριστός ἀπό κάτω καί πρίν προλάβει ὁ Ζακχαῖος νά τόν δεῖ, τόν εἶδε ὁ Χριστός ὁ παντογνώστης καί τοῦ εἶπε:
-Ζακχαῖε κατέβα. Σήμερα θά μείνω στό σπίτι σου. Κατέβηκε ὁ Ζακχαῖος καί τόν ὑποδέχθηκε γεμάτος χαρά. Καί μαζεύτηκαν γύρω του ἕνα σωρό ἄλλοι ἄνθρωποι, ἴδιο συνάφι. Ἀνάμεσα σ’ αὐτούς τούς ἀνθρώπους, τοῦ χρήματος, τῆς καταφρόνησης, τῆς ἀσυνειδησίας, τῆς ἀθεΐας, πού πίστευαν ὅτι ἀξία ἡ ζωή ἔχει μόνο ὅταν ἔχεις, τρῶς, πίνεις καί γλεντᾶς, ἀνάμεσα σ’ αὐτούς, στάθηκε ὁ Ζακχαῖος καί εἶπε στόν Χριστό:
-Κύριε, τά ἡμίσυ τῶν ὑπαρχόντων μοι, δίδωμι πτωχοῖς.
Ἀπό αὐτά πού ἀπόκτησα, τά μισά τά δίνω στούς φτωχούς. Καί ἀπό τά ἄλλα μισά, ὅποιον συκοφάντησα, ὅποιον τόν ἀδίκησα, θά ρθεῖ ἐδῶ καί θά τοῦ δώσω τετραπλάσια.
Ἀκούοντας τά λόγια αὐτά ὁ Χριστός εἶπε: «Σήμερον, σωτηρία τῷ οἴκῳ τούτῳ ἐγένετο καθότι καί αὐτός υἱός Ἀβραάμ ἐστι». Σήμερα ἦρθε ἡ σωτηρία σ’ αὐτό τό σπίτι. Εἶναι υἱός τοῦ Ἀβραάμ ὁ Ζακχαῖος. Καί ἐγώ ἦλθα νά τά μαζέψω τά παιδιά τοῦ Ἀβραάμ.
Ἐκεῖνα πού θέλουν νά ρθοῦνε κοντά μου.
Μή μένομε στήν ρηχότητα τῶν σκέψεών μας
Αὐτή εἶναι μέ ἁπλά λόγια ἡ ἱστορία τοῦ Ζακχαίου. Μπορεῖ κανείς νά τήν περάσει εὔκολα. Χωρίς νά κάνει κάποια βαθύτερη σκέψη· καί νά πεῖ:
-Ἔ, τί ὄμορφο περιστατικό... Μέσα στή ζωή τοῦ Χριστοῦ, νά μετανοιώσει καί ἕνας τέτοιος πλούσιος.
Ἀλλά ἄς μποῦμε στό βάθος τῶν πραγμάτων, γιά νά σπρώξομε λίγο τόν ἑαυτό μας, ἀπό τήν ρηχότητα σκέψεων, συναισθημάτων καί ἀποφάσεων στά πιό βαθειά. Γιά νά πάρομε κάτι τό οὐσιωδέστερο ἀπό τόν Χριστό. Πού συμβαίνει νά τόν συναντᾶμε, χωρίς νά ὠφελούμεθα ἀπό τόν λόγο του. Νά τόν ἀκοῦμε χωρίς νά τόν κατανοοῦμε.
Τί σημαίνει τό: «Σήμερον, σωτηρία τῷ οἴκῳ τούτῳ ἐγένετο;»
Ὁ σωτήρας Χριστός, ἔμπαινε σέ πολλά σπίτια, πού δέν κράταγαν ἀπολύτως τίποτε ἀπό ὅσα ἔβλεπαν καί ἄκουγαν ἀπό αὐτόν. Ὅταν ὅμως μπῆκε στό σπίτι τοῦ Ζακχαίου, ὁ Ζακχαῖος δέν τόν ἔβαλε στήν πολυθρόνα, ἀλλά στήν καρδιά του.
Μπαίνοτας ὁ Χριστός στό σπίτι τοῦ Ζακχαίου κατέβηκε ὁ οὐρανός, ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, μέσα στήν καρδιά τοῦ Ζακχαίου. Ἀπό ποῦ τό καταλαβαίνομε;
Ὅταν ἕνας ἄνθρωπος, σέ ὅλη του τή ζωή κυνηγάει τό χρῆμα, τήν καλοπέραση καί πιστεύει ὅτι ἡ χαρά καί ἡ εὐτυχία εἶναι ἐδῶ σέ αὐτό τόν κόσμο, τό φρόνημα αὐτό τοῦ γίνεται δευτέρα φύση. Τοῦ γίνεται ἡ «καρδιά» του, ἡ νοοτροπία του, τά συναισθήματά του, ἡ χαρά του.
Καί ὅλα αὐτά, δέν φεύγουν εὔκολα.
Γι’ αὐτό βλέπομε ἀνθρώπους, στήν παραμονή τοῦ θανάτου τους, νά τό ξέρουν ὅτι φεύγουν καί νά μήν ἀλλάζουν σέ τίποτε. Γιατί; Γιατί ἔχει μολυνθεῖ ἀπό τήν ἁμαρτία καί ἡ σκέψη καί ἡ καρδιά καί τό σῶμα καί τά συναισθήματα. Ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος.
Γι’ αὐτό μᾶς λέει τό Εὐαγγέλιο: Μπῆκε ὁ Χριστός ὄχι ἁπλά στό σπίτι τοῦ Ζακχαίου, ἀλλά στήν καρδιά του, στόν κόσμο του μέσα μπῆκε. Καί τί τόν ἔκανε;
Ἀπό σταῦλο, Οὐρανό!
Ὅπως τότε, πού γεννήθηκε ὁ Χριστός στό σπήλαιο, ἀπό τήν ἁγία Παρθένο καί ἔκανε ὅπως ψάλλομε τό σπήλαιο, οὐρανό. Καί τήν Παρθένο, θρόνο του καί παράδεισο.
Ἔτσι ἔγινε καί ἡ ψυχή, ὁ ἐσωτερικός κόσμος τοῦ Ζακχαίου, ἀπό τήν στιγμή πού ἔβαλε τόν Χριστό ὄχι στό σαλόνι του, ἀλλά στήν καρδιά του. Καί ἐκεῖνα πού μέχρι τότε τά ἀγαποῦσε, ἀφοῦ μπῆκε ὁ Χριστός στήν καρδιά του, κατάλαβε ὅτι «δέν εἶναι προτεραιότητα».
Ποιό ἦταν ἡ λάθος τοποθέτηση;
• Τοῦ φτωχοῦ Μαρμελάντωφ, ὅτι μποροῦσε μέσα στήν τόση δυστυχία πού εἶχε, νά χαρεῖ λίγο μέ τό κρασί.
• Τοῦ Ζακχαίου ὅτι ἔβαλε στόχο του νά πλουτήσει, γιά νά μπορέσει νά φάει, νά πιεῖ, νά γλεντήσει, νά βρεῖ χαρά. Ἔτσι τήν αἰσθανόταν.
Πάμπλουτος ὁ ἕνας. Φτωχαδάκι ὁ ἄλλος.
Ἀλλά τά ἴδια μυαλά.
Μόνο ἄν μπεῖ ὁ Χριστός στήν καρδιά μας καί καταλάβομε ὅτι ἡ προτεραιότητα εἶναι ὁ Θεός, ὁ σωτήρας ὁ Χριστός, ἡ αἰώνια ζωή καί ἡ ψυχή, μποροῦμε νά παραμερίσομε τά ἐπίγεια (πράγματα καί φρονήματα) ἀπό τή ζωή μας.
Διαφορετικά; Διαφορετικά, ἡ συνάντηση μας μέ τόν Χριστό, μέ τόν λόγο του, μέ τήν χάρη του καί τό ἔλεός του δέν θά εἶναι παρά μιά μικρή λεπτομέρεια στή ζωή μας. Ἡ ὁποία στό τέλος θά καταντήσει ἕνα ἐπεισοδιάκι, πού μιά μέρα θά λησμονηθεῖ.
Ὁ Χριστός ἀλλάζει τίς προτεραιότητες
Ἀπό τόν Ζακχαῖο μέχρι σήμερα πέρασαν 20 αἰῶνες.
Σέ μᾶς ὁ Ζακχαῖος τί ἔχει νά πεῖ;
«Ἰησοῦς Χριστός χθές καί σήμερον ὁ αὐτός καί εἰς τούς αἰῶνας».
Ἐμεῖς ἀλλάζομε. Ὁ Χριστός δέν ἀλλάζει.
Καί εἶναι ἀθλιότητα, νά ἀλλάζομε μόνο σέ ἡλικία, νά ἀλλάζομε ἀπό τήν ἀρρώστια στήν ὑγεία καί ἀπό τήν ὑγεία στήν ἀρρώστια· καί νά ἀλλάζομε μόνο ροῦχα καί ἐμφάνιση.
«Ἰησοῦς Χριστός χθές καί σήμερον ὁ αὐτός».
Καί τότε ζωντανός καί πηγή ζωῆς καί σήμερα ζωντανός καί πηγή ζωῆς. Τότε, μέ τήν κατά σάρκα παρουσία του, ψηλαφητός. Σήμερα, παρών μέ τόν λόγο του στό εὐαγγέλιο, στήν Ἐκκλησία, στό κήρυγμα. Καί κατά σάρκα παρών καί αἰσθητῶς στήν Θεία Κοινωνία.
Μακάριος ὁ ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος ἀναζητεῖ τόν Χριστό, ὅπως ἔψαχνε νά τόν βρεῖ ὁ Ζακχαῖος, γιά νά τόν βάλει στήν καρδιά του. Καί τόν ἔβαλε.
Μακάριος ὁ ἄνθρωπος πού διαβάζει τόν λόγο τοῦ Θεοῦ καί προσπαθεῖ νά τόν ρουφήξει. Νά τόν κάνει κριτήριο στή ζωή του. Νά τόν κάνει γραμμή καί πρόγραμμα, πού πρέπει νά ἀκολουθήσει, γιά νά ὀρθοποδήσει πνευματικά.
Μόνο μέ τήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ μέσα στήν καρδιά ἀλλάζουν οἱ προτεραιότητες μας. Καί μετατοπίζονται ἀπό τό σῶμα καί τήν σάρκα· καί ἀπό τήν ἰδέα ὅτι ἡ γῆ εἶναι ἡ πηγή τῆς χαρᾶς, τῆς εἰρήνης καί τῆς εὐτυχίας, στόν Χριστό καί στήν αἰώνια ζωή.
Ἄν αὐτό δέν τό καταφέρομε, θά μείνομε γιά πάντα ταλαίπωροι ἄνθρωποι. Γιατί δέν ὑπάρχει χειρότερη ταλαιπωρία ἀπό τήν αἰώνια κόλαση. Οὔτε μεγαλύτερη καί χειρότερη ταλαιπωρία ἀπό τόν χωρισμό ἀπό τόν Χριστό.
Ὁ ἀγώνας γιά νά ζήσομε τή ζωή τοῦ Χριστοῦ, ἐνισχύεται μέ τήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ καί μέ τόν φωτισμό του.
Ἀλλά χρειάζεται καί ἡ δική μας προσπάθεια.
Βέβαια, ἀφοῦ ζοῦμε στό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, δέν ἔπρεπε νά εἴχαμε ἀνάγκη νά μάθομε τί ἔχει προτεραιότητα στή ζωή μας.
Ἀλλά θά ἔπρεπε νά εἴχαμε σταθερή ἀπόφαση καί θέληση, νά ἐπιβάλλομε στόν ἑαυτό μας, τή ζωή πού ἀπαιτεῖ ὁ Χριστός.
Νά μᾶς φωτίσει καί νά μᾶς δυναμώσει ὁ Κύριος σ’ αὐτό τό ἔργο, γιατί αὐτό εἶναι ἡ μοναδική ἀληθινή χαρά.
Ἔτσι θά βροῦμε καί μεῖς ἕνα κομματάκι στόν οὐρανό.
Ἔτσι θά ἔχομε τήν ἐλπίδα τῆς αἰώνιας ζωῆς. Ἀμήν.-
Τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Νικοπόλεως κυροῦ Μελετίου,
διασκευασμένη ὁμιλία πού ἔγινε στήν Φιλιππιάδα στίς 25/1/2004
Η ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΤΟΥ ΖΑΚΧΑΙΟΥ
(Λουκ. 19, 1 - 10)
Ἐλᾶτε παιδιά μου
Ἕνας ἀπό τούς μεγαλύτερους συγγραφεῖς στόν κόσμο εἶναι ὁ Θεόδωρος Ντοστογιέφσκι. Ρῶσσος, ὀρθόδοξος χριστιανός. Θά μπορούσαμε νά ποῦμε, ὅτι μετέφερε στά βιβλία του περίπου ὅλη τήν ὀρθόδοξη πίστη, γιατί πόνεσε πολύ γιά τήν ἀπόκτησή της.
Ἔζησε τόν περασμένο αἰώνα. Στήν ἀρχή ἦταν ἄθεος καί καταφρονητής τῶν πάντων. Ἔπεσε σέ πολλά λάθη. Κάποια φορά τόν ἔπιασαν καί τόν ἔκλεισαν στή φυλακή. Ἐκεῖ, ὁ Θεόδωρος Ντοστογιέφσκι ἔμαθε νά διαβάζει τό Εὐαγγέλιο. Καί κατάλαβε τί διαφορά ὑπάρχει ἀνάμεσα στά βιβλία τῆς ἀθεῒας ἤ τῆς ψευτοφιλοσοφίας τῶν ἀνθρώπων καί εἰς τήν σοφίαν τήν ἄνωθεν. Τήν σοφία τοῦ Θεοῦ. Καί ἀπό τότε ἔγινε βαθύς καί συνειδητός χριστιανός.
Σ’ ἕνα βιβλίο του λοιπόν, «Ἔγκλημα καί τιμωρία», μιλάει γιά ἕνα φτωχαδάκι, ἕνα ταλαίπωρο ἄνθρωπο πού εἶχε καταντήσει νά ἔχει μοναδική του χαρά καί ἀπόλαυση, στή ζωή –ἐπειδή ἦταν ἐσωτερικά κούφιος- μόνο τό κρασί.
Κάποια φορά αὐτός ὁ μέθυσος, ὁ Μαρμελάντωφ, ἦλθε σέ πνευματική κατάνυξη καί εἶπε τά ἑξῆς λόγια: (τοῦ Ντοστογιέφσκι λόγια φυσικά):
«Θά ἔπρεπε κάθε ἄνθρωπος, κάπου νά μπορεῖ νά ἀκουμπήσει. (Τό ἔλεγε μέ πόνο, γιατί αὐτός ὁ ἄνθρωπος, ὁ Μαρμελάντωφ, δέν εἶχε νά ἀκουμπήσει πουθενά). Ἀλλά θά ρθεῖ καιρός πού κάθε ἕνας, κάπου θά μπορέσει νά ἀκουμπήσει τό κεφάλι του. Ἔτσι ἔπρεπε νά εἶναι καί τώρα. Ἔπρεπε καί τώρα, κάθε ἄνθρωπος κάπου νά μποροῦσε νά ἀκουμπάει, κάπου νά βρίσκει λίγη συμπόνια καί παρηγοριά». Καί συνεχίζει:
«Συμπόνια σέ μᾶς, θά δείξει Ἐκεῖνος πού ἔχει γιά ὅλους συμπόνια. Ἐκεῖνος πού θά μᾶς κρίνει ὅλους καί τούς καλούς καί τούς κακούς. Καί ὅταν πιά θά ἔχει τελειώσει μέ ὅλους τούς ἄλλους, θά ἀσχοληθεῖ καί μέ μᾶς. Θά μᾶς πεῖ: «Ἐλᾶτε καί σεῖς πτωχά μου πλασματάκια». Τότε ἐμεῖς θά πάρομε τόν δρόμο πρός τό μέρος του. Νά πᾶμε κοντά του χωρίς ντροπή.
Ἀλλά τότε θά ξεσηκωθοῦν οἱ σοφοί καί οἱ συνετοί καί οἱ καλοί ἄνθρωποι τοῦ κόσμου τούτου καί θά φωνάξουν:
-Κύριε, τί τούς θέλεις αὐτούς; Ἄφησέ τους.
Μά ὁ Χριστός δέν θά μᾶς ἀφήσει. Θά τούς πεῖ:
-Ναί, σοφοί καί συνετοί, ναί, καλοί ἄνθρωποι τοῦ κόσμου. Θά τούς πάρω καί αὐτούς κοντά μου. Γιατί εἶναι δικοί μου. Πλάσματά μου. Καί ποτέ, κανένας τους, δέν εἶχε τόν ἑαυτό του γιά τίποτε.
Θά ἁπλώσει τά χέρια του σέ μᾶς, νά μᾶς δεχθεῖ.
Καί θά μᾶς ξαναπεῖ:
-Ἐλᾶτε παιδιά μου. Ἐλᾶτε. Καί ἐμεῖς θά πέσομε κάτω καί θά τόν προσκυνήσομε. Ἡ καρδιά μας, θά γεμίσει τότε μέ χαρά καί μέ φῶς».
Μπορῶ νά ἐλπίζω;
Σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας διαβάζει ἕνα κομμάτι ἀπό τό Εὐαγγέλιο,πού μιλάει γιά ἕνα πάμπλουτο ἄνθρωπο μέ μεγάλο κοινωνικό ἀξίωμα, τόν Ζακχαῖο. Ἦταν διευθυντής τῆς Ἐφορίας. Τότε ὅλα αὐτά τά ἀξιώματα, εἶχαν ἀσυδοσία. Ἄν σήμερα μιλᾶμε γιά διαπλοκή, τότε ἦταν πού ἦταν τό κακό, γιατί κανένας δέν μποροῦσε νά ἐλέγξει κανέναν. Καί οἱ μεγάλοι ἀξιωματοῦχοι ἔκαναν τερατώδεις ἀδικίες.
Ἕνας πάμπλουτος μέ μεγάλο ἀξίωμα, πού τόν σέβονται καί τόν φοβοῦνται καί μπορεῖ νά κάνει ὅτι θέλει, τί σχέση ἔχει μέ τό φτωχαδάκι τοῦ Ντοστογιέφσκι; Πού ὄχι μόνο δέν εἶχε νά φάει ἀλλά καί ἦταν ἐσωτερικά κούφιος; Χωρίς περιεχόμενο;
Γιατί τό θυμηθήκαμε;
Γιατί ὁ Ζακχαῖος, πάμπλουτος καί ἰσχυρός καί ὁ Μαρμελάντωφ –φτωχός καί μέθυσος- εἶχαν ἕνα κοινό σημεῖο. Ἔψαχναν καί οἱ δυό νά βροῦν μιά ἀκρούλα στόν οὐρανό. Ἔψαχναν νά βροῦν ἕνα μικρό κομματάκι στόν οὐρανό. Γιά νά αἰσθανθοῦν λίγο ἀλλιώτικα ἀπό τήν κατάσταση πού ζοῦσαν.
Ὁ ἕνας ἀπό τήν φτώχεια καί τήν ταλαιπωρία.
Ὁ ἄλλος ἀπό τό ὅτι τά εἶχε ὅλα, ἀλλά μέ ἕνα τρόπο πού τοῦ πλάκωνε τήν συνείδηση. Καί τόν ἔκανε, νά μήν μπορεῖ νά αἰσθάνεται χαρά καί εἰρήνη.
Ἕνα κομματάκι γῆς πατᾶμε ἐδῶ, μά θά θέλαμε νά πατήσομε ἕνα κομματάκι στόν οὐρανό, νά βροῦμε ἕνα κομματάκι ἐλπίδα ὅτι αὐτά τά πράγματα πού κάνουν μαύρη τή ζωή μας, κάπως θά ἀλλάξουν.
Ἔμαθε ὁ Ζακχαῖος ὅτι περνοῦσε ὁ Χριστός ἀπό τήν Ἱεριχώ, ὅπου ζοῦσε καί ἔτρεξε νά τόν δεῖ. Γιατί; Γιά νά καταλάβει ἀπό τό παρουσιαστικό του, ἄν μπορεῖ νά ἐλπίζει ὅτι θά τόν ὁδηγήσει αὐτός ὁ διδάσκαλος τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, νά βρεῖ ἕνα κομματάκι ὄχι στή γῆ, ἀλλά στόν οὐρανό.
Μά ἦταν κοντός καί φοβήθηκε ὅτι δέν θά μπορέσει νά τόν δεῖ. Ἀνέβηκε λοιπόν πάνω σέ μιά συκομουριά, ἕνα δένδρο στό δρόμο καί τέντωσε τά μάτια του νά δεῖ τόν Χριστό. Νά λύσει τό αἴνιγμά του:
-Μπορῶ νά ἐλπίζω; Μπορῶ νά ἔχω ἀπό αὐτόν ὠφέλεια; Μπορεῖ νά μοῦ προσφέρει κάτι διαφορετικό ἀπό αὐτά μέ τά ὁποῖα ἔχω γεμίσει τίς τσέπες μου καί τίς τράπεζές μου;
Καί τί ἔγινε τότε;
Πέρασε ὁ Χριστός ἀπό κάτω καί πρίν προλάβει ὁ Ζακχαῖος νά τόν δεῖ, τόν εἶδε ὁ Χριστός ὁ παντογνώστης καί τοῦ εἶπε:
-Ζακχαῖε κατέβα. Σήμερα θά μείνω στό σπίτι σου. Κατέβηκε ὁ Ζακχαῖος καί τόν ὑποδέχθηκε γεμάτος χαρά. Καί μαζεύτηκαν γύρω του ἕνα σωρό ἄλλοι ἄνθρωποι, ἴδιο συνάφι. Ἀνάμεσα σ’ αὐτούς τούς ἀνθρώπους, τοῦ χρήματος, τῆς καταφρόνησης, τῆς ἀσυνειδησίας, τῆς ἀθεΐας, πού πίστευαν ὅτι ἀξία ἡ ζωή ἔχει μόνο ὅταν ἔχεις, τρῶς, πίνεις καί γλεντᾶς, ἀνάμεσα σ’ αὐτούς, στάθηκε ὁ Ζακχαῖος καί εἶπε στόν Χριστό:
-Κύριε, τά ἡμίσυ τῶν ὑπαρχόντων μοι, δίδωμι πτωχοῖς.
Ἀπό αὐτά πού ἀπόκτησα, τά μισά τά δίνω στούς φτωχούς. Καί ἀπό τά ἄλλα μισά, ὅποιον συκοφάντησα, ὅποιον τόν ἀδίκησα, θά ρθεῖ ἐδῶ καί θά τοῦ δώσω τετραπλάσια.
Ἀκούοντας τά λόγια αὐτά ὁ Χριστός εἶπε: «Σήμερον, σωτηρία τῷ οἴκῳ τούτῳ ἐγένετο καθότι καί αὐτός υἱός Ἀβραάμ ἐστι». Σήμερα ἦρθε ἡ σωτηρία σ’ αὐτό τό σπίτι. Εἶναι υἱός τοῦ Ἀβραάμ ὁ Ζακχαῖος. Καί ἐγώ ἦλθα νά τά μαζέψω τά παιδιά τοῦ Ἀβραάμ.
Ἐκεῖνα πού θέλουν νά ρθοῦνε κοντά μου.
Μή μένομε στήν ρηχότητα τῶν σκέψεών μας
Αὐτή εἶναι μέ ἁπλά λόγια ἡ ἱστορία τοῦ Ζακχαίου. Μπορεῖ κανείς νά τήν περάσει εὔκολα. Χωρίς νά κάνει κάποια βαθύτερη σκέψη· καί νά πεῖ:
-Ἔ, τί ὄμορφο περιστατικό... Μέσα στή ζωή τοῦ Χριστοῦ, νά μετανοιώσει καί ἕνας τέτοιος πλούσιος.
Ἀλλά ἄς μποῦμε στό βάθος τῶν πραγμάτων, γιά νά σπρώξομε λίγο τόν ἑαυτό μας, ἀπό τήν ρηχότητα σκέψεων, συναισθημάτων καί ἀποφάσεων στά πιό βαθειά. Γιά νά πάρομε κάτι τό οὐσιωδέστερο ἀπό τόν Χριστό. Πού συμβαίνει νά τόν συναντᾶμε, χωρίς νά ὠφελούμεθα ἀπό τόν λόγο του. Νά τόν ἀκοῦμε χωρίς νά τόν κατανοοῦμε.
Τί σημαίνει τό: «Σήμερον, σωτηρία τῷ οἴκῳ τούτῳ ἐγένετο;»
Ὁ σωτήρας Χριστός, ἔμπαινε σέ πολλά σπίτια, πού δέν κράταγαν ἀπολύτως τίποτε ἀπό ὅσα ἔβλεπαν καί ἄκουγαν ἀπό αὐτόν. Ὅταν ὅμως μπῆκε στό σπίτι τοῦ Ζακχαίου, ὁ Ζακχαῖος δέν τόν ἔβαλε στήν πολυθρόνα, ἀλλά στήν καρδιά του.
Μπαίνοτας ὁ Χριστός στό σπίτι τοῦ Ζακχαίου κατέβηκε ὁ οὐρανός, ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, μέσα στήν καρδιά τοῦ Ζακχαίου. Ἀπό ποῦ τό καταλαβαίνομε;
Ὅταν ἕνας ἄνθρωπος, σέ ὅλη του τή ζωή κυνηγάει τό χρῆμα, τήν καλοπέραση καί πιστεύει ὅτι ἡ χαρά καί ἡ εὐτυχία εἶναι ἐδῶ σέ αὐτό τόν κόσμο, τό φρόνημα αὐτό τοῦ γίνεται δευτέρα φύση. Τοῦ γίνεται ἡ «καρδιά» του, ἡ νοοτροπία του, τά συναισθήματά του, ἡ χαρά του.
Καί ὅλα αὐτά, δέν φεύγουν εὔκολα.
Γι’ αὐτό βλέπομε ἀνθρώπους, στήν παραμονή τοῦ θανάτου τους, νά τό ξέρουν ὅτι φεύγουν καί νά μήν ἀλλάζουν σέ τίποτε. Γιατί; Γιατί ἔχει μολυνθεῖ ἀπό τήν ἁμαρτία καί ἡ σκέψη καί ἡ καρδιά καί τό σῶμα καί τά συναισθήματα. Ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος.
Γι’ αὐτό μᾶς λέει τό Εὐαγγέλιο: Μπῆκε ὁ Χριστός ὄχι ἁπλά στό σπίτι τοῦ Ζακχαίου, ἀλλά στήν καρδιά του, στόν κόσμο του μέσα μπῆκε. Καί τί τόν ἔκανε;
Ἀπό σταῦλο, Οὐρανό!
Ὅπως τότε, πού γεννήθηκε ὁ Χριστός στό σπήλαιο, ἀπό τήν ἁγία Παρθένο καί ἔκανε ὅπως ψάλλομε τό σπήλαιο, οὐρανό. Καί τήν Παρθένο, θρόνο του καί παράδεισο.
Ἔτσι ἔγινε καί ἡ ψυχή, ὁ ἐσωτερικός κόσμος τοῦ Ζακχαίου, ἀπό τήν στιγμή πού ἔβαλε τόν Χριστό ὄχι στό σαλόνι του, ἀλλά στήν καρδιά του. Καί ἐκεῖνα πού μέχρι τότε τά ἀγαποῦσε, ἀφοῦ μπῆκε ὁ Χριστός στήν καρδιά του, κατάλαβε ὅτι «δέν εἶναι προτεραιότητα».
Ποιό ἦταν ἡ λάθος τοποθέτηση;
• Τοῦ φτωχοῦ Μαρμελάντωφ, ὅτι μποροῦσε μέσα στήν τόση δυστυχία πού εἶχε, νά χαρεῖ λίγο μέ τό κρασί.
• Τοῦ Ζακχαίου ὅτι ἔβαλε στόχο του νά πλουτήσει, γιά νά μπορέσει νά φάει, νά πιεῖ, νά γλεντήσει, νά βρεῖ χαρά. Ἔτσι τήν αἰσθανόταν.
Πάμπλουτος ὁ ἕνας. Φτωχαδάκι ὁ ἄλλος.
Ἀλλά τά ἴδια μυαλά.
Μόνο ἄν μπεῖ ὁ Χριστός στήν καρδιά μας καί καταλάβομε ὅτι ἡ προτεραιότητα εἶναι ὁ Θεός, ὁ σωτήρας ὁ Χριστός, ἡ αἰώνια ζωή καί ἡ ψυχή, μποροῦμε νά παραμερίσομε τά ἐπίγεια (πράγματα καί φρονήματα) ἀπό τή ζωή μας.
Διαφορετικά; Διαφορετικά, ἡ συνάντηση μας μέ τόν Χριστό, μέ τόν λόγο του, μέ τήν χάρη του καί τό ἔλεός του δέν θά εἶναι παρά μιά μικρή λεπτομέρεια στή ζωή μας. Ἡ ὁποία στό τέλος θά καταντήσει ἕνα ἐπεισοδιάκι, πού μιά μέρα θά λησμονηθεῖ.
Ὁ Χριστός ἀλλάζει τίς προτεραιότητες
Ἀπό τόν Ζακχαῖο μέχρι σήμερα πέρασαν 20 αἰῶνες.
Σέ μᾶς ὁ Ζακχαῖος τί ἔχει νά πεῖ;
«Ἰησοῦς Χριστός χθές καί σήμερον ὁ αὐτός καί εἰς τούς αἰῶνας».
Ἐμεῖς ἀλλάζομε. Ὁ Χριστός δέν ἀλλάζει.
Καί εἶναι ἀθλιότητα, νά ἀλλάζομε μόνο σέ ἡλικία, νά ἀλλάζομε ἀπό τήν ἀρρώστια στήν ὑγεία καί ἀπό τήν ὑγεία στήν ἀρρώστια· καί νά ἀλλάζομε μόνο ροῦχα καί ἐμφάνιση.
«Ἰησοῦς Χριστός χθές καί σήμερον ὁ αὐτός».
Καί τότε ζωντανός καί πηγή ζωῆς καί σήμερα ζωντανός καί πηγή ζωῆς. Τότε, μέ τήν κατά σάρκα παρουσία του, ψηλαφητός. Σήμερα, παρών μέ τόν λόγο του στό εὐαγγέλιο, στήν Ἐκκλησία, στό κήρυγμα. Καί κατά σάρκα παρών καί αἰσθητῶς στήν Θεία Κοινωνία.
Μακάριος ὁ ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος ἀναζητεῖ τόν Χριστό, ὅπως ἔψαχνε νά τόν βρεῖ ὁ Ζακχαῖος, γιά νά τόν βάλει στήν καρδιά του. Καί τόν ἔβαλε.
Μακάριος ὁ ἄνθρωπος πού διαβάζει τόν λόγο τοῦ Θεοῦ καί προσπαθεῖ νά τόν ρουφήξει. Νά τόν κάνει κριτήριο στή ζωή του. Νά τόν κάνει γραμμή καί πρόγραμμα, πού πρέπει νά ἀκολουθήσει, γιά νά ὀρθοποδήσει πνευματικά.
Μόνο μέ τήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ μέσα στήν καρδιά ἀλλάζουν οἱ προτεραιότητες μας. Καί μετατοπίζονται ἀπό τό σῶμα καί τήν σάρκα· καί ἀπό τήν ἰδέα ὅτι ἡ γῆ εἶναι ἡ πηγή τῆς χαρᾶς, τῆς εἰρήνης καί τῆς εὐτυχίας, στόν Χριστό καί στήν αἰώνια ζωή.
Ἄν αὐτό δέν τό καταφέρομε, θά μείνομε γιά πάντα ταλαίπωροι ἄνθρωποι. Γιατί δέν ὑπάρχει χειρότερη ταλαιπωρία ἀπό τήν αἰώνια κόλαση. Οὔτε μεγαλύτερη καί χειρότερη ταλαιπωρία ἀπό τόν χωρισμό ἀπό τόν Χριστό.
Ὁ ἀγώνας γιά νά ζήσομε τή ζωή τοῦ Χριστοῦ, ἐνισχύεται μέ τήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ καί μέ τόν φωτισμό του.
Ἀλλά χρειάζεται καί ἡ δική μας προσπάθεια.
Βέβαια, ἀφοῦ ζοῦμε στό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, δέν ἔπρεπε νά εἴχαμε ἀνάγκη νά μάθομε τί ἔχει προτεραιότητα στή ζωή μας.
Ἀλλά θά ἔπρεπε νά εἴχαμε σταθερή ἀπόφαση καί θέληση, νά ἐπιβάλλομε στόν ἑαυτό μας, τή ζωή πού ἀπαιτεῖ ὁ Χριστός.
Νά μᾶς φωτίσει καί νά μᾶς δυναμώσει ὁ Κύριος σ’ αὐτό τό ἔργο, γιατί αὐτό εἶναι ἡ μοναδική ἀληθινή χαρά.
Ἔτσι θά βροῦμε καί μεῖς ἕνα κομματάκι στόν οὐρανό.
Ἔτσι θά ἔχομε τήν ἐλπίδα τῆς αἰώνιας ζωῆς. Ἀμήν.-
Τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Νικοπόλεως κυροῦ Μελετίου,
διασκευασμένη ὁμιλία πού ἔγινε στήν Φιλιππιάδα στίς 25/1/2004
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου