ΜΗΝΥΜΑ

ΓΙΑ ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΑΚΩΝ, ΕΟΡΤΩΝ ΚΑΙ ΑΓΙΩΝ ΔΕΙΤΕ ΤΙΣ ΕΤΙΚΕΤΕΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑ

Σάββατο 6 Δεκεμβρίου 2014

ΚΥΡΙΑΚΗ Ι΄ ΛΟΥΚΑ

(Λκ. 13, 10-17)

Ἐ­νῷ ὁ Κύ­ρι­ος δί­δα­σκε ἐν ἡ­μέ­ρᾳ Σαβ­βά­του σὲ μί­α Συ­να­γω­γή, ἐμ­φα­νί­στη­κε μί­α ὄν­τως τα­λαί­πω­ρη γυ­ναί­κα, ἡ ὁ­ποί­α γιὰ δε­κα­ο­κτὼ χρό­νι­α καὶ ἀ­πὸ συ­νερ­γί­α τοῦ Σα­τα­νᾶ, βρι­σκό­ταν σὲ μί­α ἄ­θλι­α καὶ ἐ­λε­ει­νὴ κα­τά­στα­ση. Ἦ­ταν συγ­κύ­πτου­σα, δη­λα­δὴ συ­νε­χῶς σκυ­φτή, ἀ­δυ­να­τῶν­τας νὰ ση­κώ­σει πρὸς τὰ ἄ­νω τὸ κε­φά­λι της. Ὁ φι­λάν­θρω­πος Κύ­ρι­ος τὴ λυ­πή­θη­κε καὶ ἀ­φοῦ τὴν προ­σέγ­γι­σε, ἔ­βα­λε πά­νω της τὰ χέ­ρια του, καὶ αὐ­τὴ πα­ρα­χρῆ­μα ἔ­γι­νε κα­λά. Τό­τε, τό­σο ἡ πρώ­ην τα­λαί­πω­ρος γυ­ναί­κα, ὅ­σο καὶ ὁ περιεστῶτας λα­ός, ποὺ εἶ­δε τὸ θαῦ­μα, δό­ξα­σαν τὸν Θε­ό.


Ὁ ἀρ­χι­συ­νά­γω­γος, ὅ­μως, με­τὰ τὴ θε­ρα­πεί­α τῆς συγ­κύ­πτου­σας ἀ­πὸ τὸν Κύ­ρι­ο, ἀν­τέ­δρα­σε, ἐ­πι­κα­λού­με­νος τὴν τή­ρη­ση τῆς ἀρ­γί­ας τοῦ Σαβ­βά­του. Μὲ ἀ­γα­νά­κτη­ση εἶ­πε στοὺς πα­ρευ­ρι­σκο­μέ­νους νὰ μὴν προ­σέρ­χον­ται πρὸς θε­ρα­πεί­α τὸ Σάβ­βα­το, ἀλ­λὰ τὶς ὑ­πό­λοι­πες ἕξι ἡ­μέ­ρες τῆς ἑ­βδο­μά­δας: «ἓξ ἡ­μέ­ραι εἰ­σίν, ἐν αἷς δεῖ ἐρ­γά­ζε­σθαι˙ ἐν ταύ­ταις οὖν ἐρ­χό­με­νοι θε­ρα­πεύ­ε­σθαι, καὶ μὴ τῇ ἡ­μέ­ρᾳ τοῦ Σαβ­βά­του». Τοῦ­το τὸ ἔ­κα­νε ὄ­χι ἐ­ξαι­τί­ας τοῦ ζή­λου ποὺ εἶ­χε γιὰ τὸν πα­τρῶ­ο Νό­μο, ἀλ­λὰ δι­ό­τι ἦ­ταν ἕ­νας ὑ­πο­κρι­τής, πλή­ρης φθό­νου.

Ὁ φθό­νος εἶ­ναι ἕ­να χα­λε­πὸ νό­ση­μα, εἶ­ναι πάν­το­τε καὶ δι­α­χρο­νι­κὰ τέ­κνο τῆς κα­κό­τη­τας τοῦ Σα­τα­νᾶ καὶ ἀν­τι­μά­χε­ται καὶ ἀμ­φι­σβη­τεῖ τό­σο τὸν ἴ­διο τὸν Θε­ό, ὅ­σο καὶ τὰ ἔρ­γα του. Ὅ­ταν ἐμ­φα­νι­στεῖ στὴν ψυ­χή, τὴν τυ­φλώ­νει καὶ τὴν ἐ­ξα­σθε­νεῖ, ὅ­πως ἡ σκου­ριὰ τὸν σί­δη­ρο, καὶ κά­νει τὸν ἄν­θρω­πο νὰ μὴν μπο­ρεῖ νὰ ἐ­νερ­γή­σει λο­γι­κὰ καὶ νὰ μὴν βλέ­πει καὶ νὰ σκέφτεται τί­πο­τε ἄλ­λο πα­ρὰ μό­νο τί κα­κὸ νὰ πεῖ καὶ νὰ κά­νει. Κα­τὰ πὼς λέ­ει ὁ Μ. Βα­σί­λει­ος ὁ φθό­νος προ­έρ­χε­ται ἀ­πὸ τὴ ζή­λει­α, γεν­νᾶ τὸ μῖσος καὶ με­τα­φρά­ζε­ται σὲ λύ­πη γιὰ τὴν εὐ­τυ­χί­α τοῦ ἄλ­λου. Ἔ­τσι ἐκ­δι­ώ­κε­ται ἡ ἀ­γά­πη καὶ ὁ ἄν­θρω­πος ἀν­τι­με­τω­πί­ζει τοὺς πάν­τες, ἀ­κό­μα καὶ τοὺς εὐ­ερ­γέ­τες, ὡς ἐ­χθρούς. Ὁ φθο­νε­ρὸς λυ­πᾶ­ται γιὰ τὰ κα­λὰ καὶ τὶς ἀ­ρε­τὲς καὶ τὴν εὐ­τυ­χί­α τοῦ πλη­σί­ον, ὑ­πο­φέ­ρει γιὰ τὶς ὅ­ποιες ἐ­πι­τυ­χί­ες ἔ­χει ὁ συ­νάν­θρω­πός του. Στε­νοχω­ρι­έ­ται καὶ πλη­γώ­νε­ται ἀ­πὸ ὅ­λους. Ἔ­χει κά­ποιος κα­λὴ ὑ­γεί­α; Αὐ­τὸ πλη­γώ­νει τὸν φθο­νε­ρό. Εἶ­ναι κά­ποιος πι­ὸ ὡ­ραῖ­ος καὶ πι­ὸ ὄ­μορ­φος; Εἶ­ναι πλού­σι­ος, ἔ­χει κοι­νω­νι­κὴ ἐ­πι­φά­νει­α; Τοῦ­τα εἶ­ναι πλη­γὲς καὶ τραύ­μα­τα στὴν ψυ­χὴ τοῦ φθονεροῦ. Τὸ μό­νο ποὺ ἀ­να­κου­φί­ζει τὸν φθο­νε­ρὸ εἶ­ναι ἡ δυ­στυ­χί­α τοῦ συ­ναν­θρώ­που του, τὸν ὁ­ποῖ­ο φθο­νεῖ. Ὅ­ταν λοι­πὸν κά­ποιος χαί­ρε­ται, κατὰ τὸν Μ. Βασίλειο, ὁ φθονερὸς δὲν χαί­ρε­ται μα­ζί του, ὅ­ταν, ὅ­μως, ὑ­πο­φέρει τό­τε συμ­πά­σχει μα­ζί του καὶ τὸν εὐ­σπλα­χνί­ζε­ται γιὰ αὐ­τὸ ποὺ ἔ­πα­θε. Χα­ρὰ τοῦ φθο­νε­ροῦ λοι­πὸν εἶ­ναι νὰ δεῖ, τὸν ἐ­πι­τυ­χη­μέ­νο νὰ ἐκ­πί­πτει σὲ ἐ­λε­ει­νό, τὸν εὐ­τυ­χι­σμέ­νο ἄν­θρω­πο νὰ γί­νε­ται δυ­στυ­χὴς καὶ τὸν χα­ρού­με­νο νὰ δα­κρύ­ει καὶ νὰ πεν­θεῖ.

Ἡ κα­τά­στα­ση τοῦ φθό­νου εἶ­ναι ἐ­ναν­τί­ω­ση στὸν Θε­ὸ τῆς ἀ­γά­πης, σὲ αὐ­τὸν ποὺ μᾶς ἔ­δω­σε τὴν ἐν­το­λὴ νὰ ἀ­γα­πᾶ­με ὄ­χι μό­νο ὅ­σους -γιὰ ὁποι­ον­δή­πο­τε λό­γο- μᾶς ἐ­πη­ρε­ά­ζουν καὶ μᾶς ἐ­νο­χλοῦν, ἀλ­λὰ ἀ­κό­μα καὶ τοὺς ἐ­χθρούς μας. Ἀντ᾽ αὐ­τοῦ οἱ τα­λαί­πω­ροι φθο­νε­ροί, ὄ­χι μό­νο τοὺς ἐ­χθρούς τους δὲν ἀ­γα­ποῦν, ἀλ­λὰ ἀ­κό­μα καὶ τοὺς φί­λους καὶ ἀ­δελ­φοὺς καὶ εὐ­ερ­γέ­τες τους φθο­νοῦν καὶ ἐ­πι­βου­λεύ­ον­ται γιὰ τὴν εὐ­τυ­χί­α ἢ τὴν ἐ­πι­τυ­χί­α τους.

Ὁ φθο­νε­ρὸς ἄν­θρω­πος ἔ­χει ἔλ­λειμ­μα ἀ­γά­πης καὶ ἄ­ρα μέ­νει ἐ­κτὸς τῆς ὄν­τως ἀ­γά­πης τοῦ Χρι­στοῦ. Στὴ Βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ δὲν πᾶ­νε ὅ­σοι μι­σοῦν καὶ φθο­νοῦν τὸν ἄλ­λο, ἀλ­λὰ αὐ­τοὶ ποὺ ἀ­γα­ποῦν καὶ χαί­ρον­ται γιὰ τὸ κα­λό, τὸ ἀ­γα­θὸ καὶ τὴ δό­ξα τοῦ συ­ναν­θρώ­που τους. Ἂς μὴν λη­σμο­νοῦ­με πὼς ὁ θά­να­τος γιὰ ἐ­μᾶς τοὺς ἀν­θρώ­πους ἐκ­πή­γα­σε -ὡ­σὰν ἀ­πὸ πη­γή- ἀ­πὸ τὸν φθό­νο τοῦ δια­βό­λου, καθὼς ἐ­πί­σης ἡ ἔκ­πτω­ση ἀ­πὸ τὰ πνευ­μα­τι­κὰ ἀ­γα­θὰ καὶ ἡ ἀ­πο­ξέ­νω­ση ἀ­πὸ τὸν Θε­ό. Ἄ­ρα ἐ­φό­σον πο­θοῦ­με τὴ Βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ ἂς ἀ­κού­σου­με τὸν Ἀ­πό­στο­λο Παῦ­λο, ὁ ὁ­ποῖ­ος μᾶς συμ­βου­λεύ­ει: «μὴ γι­νώ­με­θα κε­νό­δο­ξοι, ἀλ­λή­λους προ­κα­λού­με­νοι, ἀλ­λή­λοις φθο­νοῦν­τες», καὶ ταυ­τό­χρο­να μᾶς ζη­τᾶ νὰ γί­νου­με «ἀλ­λή­λους χρη­στοί, εὔ­σπλα­χνοι», συγ­χω­ροῦν­τες ὁ ἕ­νας τὸν ἄλ­λο «κα­θὼς καὶ ὁ Θε­ὸς ἐν Χρι­στῷ ἐ­χα­ρί­σα­το ἡ­μῖν». Ἂς ἀ­γω­νι­στοῦ­με λοι­πὸν νὰ με­τα­νο­ή­σου­με καὶ νὰ ἀ­πο­βά­λου­με τὸ ὀ­λέ­θρι­ο πά­θος τοῦ φθό­νου ἀ­πὸ τὴν ψυ­χή μας καὶ ἀντ᾽ αὐ­τοῦ νὰ ἀ­πο­δε­χθοῦ­με τὸν ἀ­δελ­φό μας μὲ ὅ­λα του τὰ προ­τε­ρή­μα­τα, ἀ­κό­μα καὶ ἂν εἶ­ναι πο­λὺ κα­λύ­τε­ρος καὶ ἱ­κα­νότερος ἀ­πὸ ὅ,­τι εἴ­μα­στε ἐ­μεῖς.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου