ΚΥΡΙΑΚΗ Ι΄ ΛΟΥΚΑ
(Λκ. 13, 10-17)
Ἐνῷ ὁ Κύριος δίδασκε ἐν ἡμέρᾳ Σαββάτου σὲ μία Συναγωγή, ἐμφανίστηκε μία ὄντως ταλαίπωρη γυναίκα, ἡ ὁποία γιὰ δεκαοκτὼ χρόνια καὶ ἀπὸ συνεργία τοῦ Σατανᾶ, βρισκόταν σὲ μία ἄθλια καὶ ἐλεεινὴ κατάσταση. Ἦταν συγκύπτουσα, δηλαδὴ συνεχῶς σκυφτή, ἀδυνατῶντας νὰ σηκώσει πρὸς τὰ ἄνω τὸ κεφάλι της. Ὁ φιλάνθρωπος Κύριος τὴ λυπήθηκε καὶ ἀφοῦ τὴν προσέγγισε, ἔβαλε πάνω της τὰ χέρια του, καὶ αὐτὴ παραχρῆμα ἔγινε καλά. Τότε, τόσο ἡ πρώην ταλαίπωρος γυναίκα, ὅσο καὶ ὁ περιεστῶτας λαός, ποὺ εἶδε τὸ θαῦμα, δόξασαν τὸν Θεό.
(Λκ. 13, 10-17)
Ἐνῷ ὁ Κύριος δίδασκε ἐν ἡμέρᾳ Σαββάτου σὲ μία Συναγωγή, ἐμφανίστηκε μία ὄντως ταλαίπωρη γυναίκα, ἡ ὁποία γιὰ δεκαοκτὼ χρόνια καὶ ἀπὸ συνεργία τοῦ Σατανᾶ, βρισκόταν σὲ μία ἄθλια καὶ ἐλεεινὴ κατάσταση. Ἦταν συγκύπτουσα, δηλαδὴ συνεχῶς σκυφτή, ἀδυνατῶντας νὰ σηκώσει πρὸς τὰ ἄνω τὸ κεφάλι της. Ὁ φιλάνθρωπος Κύριος τὴ λυπήθηκε καὶ ἀφοῦ τὴν προσέγγισε, ἔβαλε πάνω της τὰ χέρια του, καὶ αὐτὴ παραχρῆμα ἔγινε καλά. Τότε, τόσο ἡ πρώην ταλαίπωρος γυναίκα, ὅσο καὶ ὁ περιεστῶτας λαός, ποὺ εἶδε τὸ θαῦμα, δόξασαν τὸν Θεό.
Ὁ ἀρχισυνάγωγος, ὅμως, μετὰ τὴ θεραπεία τῆς συγκύπτουσας ἀπὸ τὸν Κύριο, ἀντέδρασε, ἐπικαλούμενος τὴν τήρηση τῆς ἀργίας τοῦ Σαββάτου. Μὲ ἀγανάκτηση εἶπε στοὺς παρευρισκομένους νὰ μὴν προσέρχονται πρὸς θεραπεία τὸ Σάββατο, ἀλλὰ τὶς ὑπόλοιπες ἕξι ἡμέρες τῆς ἑβδομάδας: «ἓξ ἡμέραι εἰσίν, ἐν αἷς δεῖ ἐργάζεσθαι˙ ἐν ταύταις οὖν ἐρχόμενοι θεραπεύεσθαι, καὶ μὴ τῇ ἡμέρᾳ τοῦ Σαββάτου». Τοῦτο τὸ ἔκανε ὄχι ἐξαιτίας τοῦ ζήλου ποὺ εἶχε γιὰ τὸν πατρῶο Νόμο, ἀλλὰ διότι ἦταν ἕνας ὑποκριτής, πλήρης φθόνου.
Ὁ φθόνος εἶναι ἕνα χαλεπὸ νόσημα, εἶναι πάντοτε καὶ διαχρονικὰ τέκνο τῆς κακότητας τοῦ Σατανᾶ καὶ ἀντιμάχεται καὶ ἀμφισβητεῖ τόσο τὸν ἴδιο τὸν Θεό, ὅσο καὶ τὰ ἔργα του. Ὅταν ἐμφανιστεῖ στὴν ψυχή, τὴν τυφλώνει καὶ τὴν ἐξασθενεῖ, ὅπως ἡ σκουριὰ τὸν σίδηρο, καὶ κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ μὴν μπορεῖ νὰ ἐνεργήσει λογικὰ καὶ νὰ μὴν βλέπει καὶ νὰ σκέφτεται τίποτε ἄλλο παρὰ μόνο τί κακὸ νὰ πεῖ καὶ νὰ κάνει. Κατὰ πὼς λέει ὁ Μ. Βασίλειος ὁ φθόνος προέρχεται ἀπὸ τὴ ζήλεια, γεννᾶ τὸ μῖσος καὶ μεταφράζεται σὲ λύπη γιὰ τὴν εὐτυχία τοῦ ἄλλου. Ἔτσι ἐκδιώκεται ἡ ἀγάπη καὶ ὁ ἄνθρωπος ἀντιμετωπίζει τοὺς πάντες, ἀκόμα καὶ τοὺς εὐεργέτες, ὡς ἐχθρούς. Ὁ φθονερὸς λυπᾶται γιὰ τὰ καλὰ καὶ τὶς ἀρετὲς καὶ τὴν εὐτυχία τοῦ πλησίον, ὑποφέρει γιὰ τὶς ὅποιες ἐπιτυχίες ἔχει ὁ συνάνθρωπός του. Στενοχωριέται καὶ πληγώνεται ἀπὸ ὅλους. Ἔχει κάποιος καλὴ ὑγεία; Αὐτὸ πληγώνει τὸν φθονερό. Εἶναι κάποιος πιὸ ὡραῖος καὶ πιὸ ὄμορφος; Εἶναι πλούσιος, ἔχει κοινωνικὴ ἐπιφάνεια; Τοῦτα εἶναι πληγὲς καὶ τραύματα στὴν ψυχὴ τοῦ φθονεροῦ. Τὸ μόνο ποὺ ἀνακουφίζει τὸν φθονερὸ εἶναι ἡ δυστυχία τοῦ συνανθρώπου του, τὸν ὁποῖο φθονεῖ. Ὅταν λοιπὸν κάποιος χαίρεται, κατὰ τὸν Μ. Βασίλειο, ὁ φθονερὸς δὲν χαίρεται μαζί του, ὅταν, ὅμως, ὑποφέρει τότε συμπάσχει μαζί του καὶ τὸν εὐσπλαχνίζεται γιὰ αὐτὸ ποὺ ἔπαθε. Χαρὰ τοῦ φθονεροῦ λοιπὸν εἶναι νὰ δεῖ, τὸν ἐπιτυχημένο νὰ ἐκπίπτει σὲ ἐλεεινό, τὸν εὐτυχισμένο ἄνθρωπο νὰ γίνεται δυστυχὴς καὶ τὸν χαρούμενο νὰ δακρύει καὶ νὰ πενθεῖ.
Ἡ κατάσταση τοῦ φθόνου εἶναι ἐναντίωση στὸν Θεὸ τῆς ἀγάπης, σὲ αὐτὸν ποὺ μᾶς ἔδωσε τὴν ἐντολὴ νὰ ἀγαπᾶμε ὄχι μόνο ὅσους -γιὰ ὁποιονδήποτε λόγο- μᾶς ἐπηρεάζουν καὶ μᾶς ἐνοχλοῦν, ἀλλὰ ἀκόμα καὶ τοὺς ἐχθρούς μας. Ἀντ᾽ αὐτοῦ οἱ ταλαίπωροι φθονεροί, ὄχι μόνο τοὺς ἐχθρούς τους δὲν ἀγαποῦν, ἀλλὰ ἀκόμα καὶ τοὺς φίλους καὶ ἀδελφοὺς καὶ εὐεργέτες τους φθονοῦν καὶ ἐπιβουλεύονται γιὰ τὴν εὐτυχία ἢ τὴν ἐπιτυχία τους.
Ὁ φθονερὸς ἄνθρωπος ἔχει ἔλλειμμα ἀγάπης καὶ ἄρα μένει ἐκτὸς τῆς ὄντως ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ. Στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ δὲν πᾶνε ὅσοι μισοῦν καὶ φθονοῦν τὸν ἄλλο, ἀλλὰ αὐτοὶ ποὺ ἀγαποῦν καὶ χαίρονται γιὰ τὸ καλό, τὸ ἀγαθὸ καὶ τὴ δόξα τοῦ συνανθρώπου τους. Ἂς μὴν λησμονοῦμε πὼς ὁ θάνατος γιὰ ἐμᾶς τοὺς ἀνθρώπους ἐκπήγασε -ὡσὰν ἀπὸ πηγή- ἀπὸ τὸν φθόνο τοῦ διαβόλου, καθὼς ἐπίσης ἡ ἔκπτωση ἀπὸ τὰ πνευματικὰ ἀγαθὰ καὶ ἡ ἀποξένωση ἀπὸ τὸν Θεό. Ἄρα ἐφόσον ποθοῦμε τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἂς ἀκούσουμε τὸν Ἀπόστολο Παῦλο, ὁ ὁποῖος μᾶς συμβουλεύει: «μὴ γινώμεθα κενόδοξοι, ἀλλήλους προκαλούμενοι, ἀλλήλοις φθονοῦντες», καὶ ταυτόχρονα μᾶς ζητᾶ νὰ γίνουμε «ἀλλήλους χρηστοί, εὔσπλαχνοι», συγχωροῦντες ὁ ἕνας τὸν ἄλλο «καθὼς καὶ ὁ Θεὸς ἐν Χριστῷ ἐχαρίσατο ἡμῖν». Ἂς ἀγωνιστοῦμε λοιπὸν νὰ μετανοήσουμε καὶ νὰ ἀποβάλουμε τὸ ὀλέθριο πάθος τοῦ φθόνου ἀπὸ τὴν ψυχή μας καὶ ἀντ᾽ αὐτοῦ νὰ ἀποδεχθοῦμε τὸν ἀδελφό μας μὲ ὅλα του τὰ προτερήματα, ἀκόμα καὶ ἂν εἶναι πολὺ καλύτερος καὶ ἱκανότερος ἀπὸ ὅ,τι εἴμαστε ἐμεῖς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου