ΜΗΝΥΜΑ

ΓΙΑ ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΑΚΩΝ, ΕΟΡΤΩΝ ΚΑΙ ΑΓΙΩΝ ΔΕΙΤΕ ΤΙΣ ΕΤΙΚΕΤΕΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑ

Παρασκευή 12 Δεκεμβρίου 2014

ΚΥ­ΡΙ­Α­ΚΗ ΙΑ΄ ΛΟΥΚΑ

13 Δεκεμβρίου 1998

Τό με­γά­λο Δεῖ­πνο τοῦ Θε­οῦ, γι­ά τό ὁ­ποῖ­ο μᾶς μί­λη­σε σή­με­ρα τό Εὐ­αγ­γέ­λι­ο, ἀ­δελ­φοί μου, εἶ­ναι τό Δεῖ­πνο τῆς Θεί­ας Εὐ­χα­ρι­στί­ας πού καί σή­με­ρα ἔ­χει ἑ­τοι­μά­σει ὁ Χρι­στός πά­νω στήν Ἁ­γί­α Τρά­πε­ζα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας.


Κι ὅ­πως τό­τε κά­λε­σε πολ­λούς, ἔ­τσι καί σή­με­ρα κα­λεῖ ὅ­σους Τόν ἀ­να­γνω­ρί­ζουν ὡς Θε­άν­θρω­πο Κύ­ρι­ο καί Σω­τῆ­ρα νά ἔλ­θουν νά γευ­θοῦν τό Σᾶ­μα καί τό Αἷ­μα Του, νά λά­βουν «φῶς ἐκ φω­τός», νά ἑ­νω­θοῦν μέ τήν Ἁ­γί­α Τρι­ά­δα καί νά ζή­σουν τήν χα­ρά καί τήν εἰ­ρή­νη τῆς Βα­σι­λεί­ας Του.

Δυ­στυ­χῶς ὅ­μως καί οἱ ση­με­ρι­νοί κα­λε­σμέ­νοι πε­ρι­φρο­νοῦν τό θε­ϊ­κό κά­λε­σμα. Ἄλ­λος ἀ­πό ἀ­γά­πη τοῦ πλού­του καί τῶν ἡ­δο­νῶν, ἄλ­λος ἀ­πό ἀ­γά­πη πρός τά ὑ­λι­κά, ἄλ­λος ἀ­πό ἀ­γά­πη στή σάρ­κα. Λί­γοι εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νοι πού ἀ­πο­δέ­χο­νται τήν πρό­σκλη­ση μέ τι­μή καί πα­ρα­κά­θο­νται μα­ζί μέ τόν Χρι­στό στό τρα­πέ­ζι τῆς ἀ­γά­πης τοῦ Θε­οῦ.

Ἡ Θεί­α Λει­τουρ­γί­α, στήν ὁ­ποί­α κά­θε Κυ­ρι­α­κή μᾶς κα­λεῖ ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μας, δέν εἶ­ναι μί­α ἁ­πλῆ τε­λε­τή προ­σευ­χῆς καί Λα­τρεί­ας. Εἶ­ναι ἡ ἐ­πα­νά­λη­ψη τοῦ Μυ­στη­ρί­ου τῆς οἰ­κο­νο­μί­ας τοῦ Θε­οῦ. Ξα­να­ζοῦ­με στήν Θεί­α Λει­τουρ­γί­α ὅ­λες τίς στι­γμές τῆς ζω­ῆς τοῦ χρι­στοῦ. Ἀρ­χί­ζου­με μέ τήν ἑ­τοι­μα­σί­α τῆς Πρό­θε­σης, ἡ ὁ­ποί­α «τὴν Βη­θλε­ὲμ καὶ τὸ σπή­λαι­ον (τῆς Γεν­νή­σε­ως) δι­α­γρά­φει», σύμ­φω­να μέ τόν Ἅ­γι­ο Συ­με­ών θεσ­σα­λο­νί­κης. Ἀ­πό τό πρό­σφο­ρο -πού συμ­βο­λί­ζει τήν Πα­να­γί­α- βγά­ζου­με τόν ἀ­μνό, τό κομ­μά­τι αὐ­τό δη­λα­δή πού, ἔ­χο­ντας πά­νω του τά γράμ­μα­τα Ι­Η­ΣΟΥΣ ΧΡΙ­ΣΤΟΣ ΝΙ­ΚΑ, θά με­τα­βλη­θεῖ σέ Σῶ­μα Χρι­στοῦ. Ὅ­πως ἀπ᾿ τήν ἁ­γί­α Γῆ-Θε­ο­τό­κο γεν­νή­θη­κε ὁ Χρι­στός, ἔ­τσι καί ἀπ᾿ τά γεν­νή­μα­τα τῆς γῆς (σι­τά­ρι-ἀ­λεύ­ρι-πρό­σφο­ρο) βγαί­νει τό κομ­μά­τι πού θά γί­νει Σῶ­μα Του καί ἀ­πό τό κρα­σί προ­σφέ­ρε­ται ἡ πο­σό­τη­τα πού θά γί­νει τό Αἷ­μα Του. Στή συ­νέ­χει­α, με­τά τήν ὁ­λο­κλή­ρω­ση τῆς προ­σκο­μι­δῆς, ἔ­χου­με τά τρο­πά­ρι­α τοῦ Ὄρ­θρου πού ὑ­μνοῦν τό γε­γο­νός τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως πού εἶ­ναι ἡ βά­ση τῆς Πί­στης μας καί ἡ πρα­γμα­τι­κή ἐλ­πί­δα μας.

Εἰ­σερ­χό­με­νοι στή Θεί­α Λει­τουρ­γί­α, πα­ρα­κα­λοῦ­με τόν Κύ­ρι­ο γι­ά ὅ­λα τά ὑ­πάρ­χο­ντά μας, ψυ­χι­κά καί σω­μα­τι­κά, γι­ά τόν κό­σμο, τήν γῆ, τούς καρ­πούς, τήν ἕ­νω­ση, τήν εἰ­ρή­νη, μέ τίς πρε­σβεῖ­ες τῆς Θε­ο­τό­κου καί τῶν Ἁ­γί­ων μας.

Ἡ Μι­κρά Εἴ­σο­δος (ἔ­ξο­δος τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου ἀπ᾿ τό Ἱ­ε­ρό καί λι­τά­νευ­ση στό  Να­ό)   εἶ­ναι ἡ  ἔ­ξο­δος τοῦ  Κυ­ρί­ου γι­ά νά  ἀρ­χί­σει τό  δη­μό­σι­ο κή­ρυ­γμα τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου, προ­πο­ρευ­ο­μέ­νου τοῦ Ἁ­γί­ου Ἰ­ω­άν­νου τοῦ Προ­δρό­μου, πού συμ­βο­λί­ζε­ται ἀπ᾿ τή λα­μπά­δα πού προ­η­γεῖ­ται τῆς πο­μπῆς.

Ἀ­φοῦ κα­τό­πιν ψάλ­λου­με τόν Τρι­σά­γι­ο Ὕ­μνο (Ἅ­γι­ος ὁ Θε­ός), ἀ­κοῦ­με τόν Κύ­ρι­ο καί τούς Ἀ­πο­στό­λους νά κη­ρύτ­τουν (ἀ­νά­γνω­ση Ἀ­πο­στό­λου καί Εὐ­αγ­γε­λί­ου) καί συ­νε­χί­ζου­με τήν πο­ρεί­α πρός τό Πά­θος μέ τόν Χε­ρου­βι­κό Ὕ­μνο καί τήν Με­γά­λη Εἴ­σο­δο, κα­τά τήν ὁ­ποί­α λι­τα­νεύ­ο­νται τά Τί­μι­α Δῶ­ρα καί εἰ­σέρ­χο­νται στήν Ἁ­γί­α Τρά­πε­ζα. Καί ἀρ­χί­ζου­με νά ζοῦ­με τό Πά­θος, τόν σει­σμό τῆς Σταυ­ρώ­σε­ως -τήν ὥ­ρα πού ὁ­μο­λο­γοῦ­με τήν Πί­στη μας, ἀ­παγ­γέ­λο­ντας τό Σύμ­βο­λο τῆς Πί­στε­ως, τό «Πι­στεύ­ω». Ζοῦ­με τήν θυ­σί­α, τήν κά­θο­δο τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος στήν ἱ­ε­ρό­τε­ρη στι­γμή τῆς Θεί­ας Λει­τουρ­γί­ας, ὅ­ταν τό ψω­μί γί­νε­ται Σῶ­μα καί τό κρα­σί γί­νε­ται Αἷ­μα, τήν ὥ­ρα τοῦ Κα­θα­γι­α­σμοῦ τῶν Τι­μί­ων Δώ­ρων. Ὅ­ταν ὁ Χρι­στός παίρ­νει αὐ­τά πού Τοῦ προ­σφέ­ρου­με καί μᾶς τά ἐ­πι­στρέ­φει ἁ­γι­α­σμέ­να, θε­ω­μέ­να, γε­μᾶ­τα ζω­ή καί ἀ­θα­να­σί­α, ὅ­λα Χρι­στός.

Ἡ Ἀ­νά­στα­ση γί­νε­ται μυ­στι­κά ὅ­ταν ὁ ἱ­ε­ρέ­ας ἑ­τοι­μά­ζει τήν Θεί­α Κοι­νω­νί­α στό Ἅ­γι­ο Βῆ­μα, μά κα­τό­πιν ἐμ­φα­νί­ζε­ται σ᾿ ἐ­μᾶς, βγαί­νο­ντας ἀ­πό τήν Ὡ­ραί­α Πύ­λη, πού συμ­βο­λί­ζει τήν εἴ­σο­δο τοῦ Τά­φου. Μέ­σα στό Ἅ­γι­ο Πο­τή­ρι­ο βρί­σκε­ται ὁ ἴ­δι­ος ὁ Ἀ­να­στη­μέ­νος Κύ­ρι­ος καί μᾶς κα­λεῖ: «Με­τὰ φό­βου Θε­οῦ, πί­στε­ως καί ἀ­γά­πης» νά ἔλ­θου­με νά συμ­με­τά­σχου­με καί μεῖς στήν Ἀ­νά­στα­ση καί στή   Ζω­ή.

Καί τέ­λος, ὅ­ταν ὁ Ἱ­ε­ρέ­ας, ὑ­ψώ­νο­ντας τό Ἅ­γι­ο Πο­τή­ρι­ο, ἐκ­φω­νεῖ «Πά­ντο­τε νῦν καὶ ἀ­εὶ καὶ εἰς τοὺς αἰ­ῶ­νας τῶν αἰ­ώ­νων», ζοῦ­με τήν Ἀ­νά­λη­ψη τοῦ Κυ­ρί­ου, κα­τά τήν ὁ­ποί­α δι­α­βε­βαί­ω­σε τούς μα­θη­τές Του ὅ­τι «θά εἶ­μαι μα­ζί σας μέ­χρι τήν συ­ντέ­λει­α τῶν αἰ­ώ­νων», δη­λα­δή γι­ά πά­ντα, ὅ­πως καί εἶ­ναι.

Ἀ­δελ­φοί μου,

Χά­νο­ντας τήν Θεί­α Λει­τουρ­γί­α δέν χά­νου­με ἁ­πλῶς μι­ά εὐ­και­ρί­α προ­σευ­χῆς. Χά­νου­με τήν Ζω­ή, τήν αἰ­ω­νι­ό­τη­τα. Δι­ό­τι μέ­σα στήν Λει­τουρ­γί­α ζοῦ­με μί­α στι­γμή τῆς αἰ­ω­νι­ό­τη­τας. Δέν εἶ­ναι αὐ­τοῦ τοῦ κό­σμου ἡ Θεί­α Λει­τουρ­γί­α. Γι᾿ αὐ­τό καί ἀρ­χί­ζει μέ τή φρά­ση «Εὐ­λο­γη­μέ­νη ἡ Βα­σι­λεί­α τοῦ Πα­τρὸς καὶ τοῦ Υἱ­οῦ καὶ τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος». Στήν Θεί­α Λει­τουρ­γί­α ζοῦ­με καί προ­γευ­ό­μα­στε γι­ά λί­γο τήν οὐ­ρά­νι­α Βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ, τήν ὁ­ποί­α ἄς εὐ­χη­θοῦ­με -μέ τή βο­ή­θει­α τοῦ Θε­οῦ- νά ζή­σου­με αἰ­ώ­νι­α. Α­ΜΗΝ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου