ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΛΟΥΚΑ
(Λκ. 8, 5-15)
Στὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα ὁ Χριστὸς ὡς σπορέας, σπείρει τὸν ἴδιό του τὸν λόγο στοὺς ἀνθρώπους καὶ οἱ ἄνθρωποι ἐλεύθερα διακρίνουν τοὺς ἑαυτούς τους σὲ τέσσερεις κατηγορίες. Αὐτὲς οἱ κατηγορίες ἔχουν καὶ διαφορετικὴ δεκτικότητα ὡς πρὸς τὴν ἀποδοχὴ τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ.
Ἔτσι, ἡ πρώτη κατηγορία ἀντιστοιχεῖ σὲ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν τὴν καρδία τους τόσο σκληρή, ὅσο σκληρὴ εἶναι καὶ μία ὁδὸς χωμάτινη. Καὶ εἶναι γνωστὸ ὅτι ἕνας δρόμος χωμάτινος ὅταν πατεῖται διαρκῶς γίνεται τόσο σκληρός, ὡσὰν νὰ εἶναι στρωμένος μὲ ἄσφαλτο. Καὶ στὴν ἄσφαλτο δὲν βλαστάνει ὁτιδήποτε. Οἱ σπόροι ποὺ ρίχνονται σὲ αὐτὴ δὲν μποροῦν νὰ βλαστήσουν καὶ καταστρέφονται. Αὐτοὶ λοιπὸν οἱ ἄνθρωποι μὲ τὴ σκληρὴ καρδία δὲν ἀποδέχονται τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ μένουν ξηροὶ καὶ ἄκαρποι.
Ἡ δεύτερη κατηγορία ἀφορᾶ στοὺς ἀνθρώπους ποὺ δέχονται μὲν τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, ἑλκύονται ἀπὸ τὶς πνευματικές του διαστάσεις καὶ ἐπιθυμοῦν νὰ ζήσουν σύμφωνα μὲ αὐτόν. Ὅμως, ἡ ἀποδοχὴ τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ δὲν γίνεται μὲ τὶς σωστὲς προϋποθέσεις. Δὲν κατανοοῦν οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ ὅτι ἡ ζωὴ τοῦ Χριστιανοῦ εἶναι μία ἐπώδυνη πορεία ἀπὸ τὰ ἐφήμερα ἐπίγεια στὰ μόνιμα ἐπουράνια καὶ ἀπὸ τὰ δυσχερῆ καὶ λυπηρὰ στὰ εὐφρόσυνα τοῦ παραδείσου. Θεωροῦν ὅτι ὁ χριστιανισμὸς εἶναι καλοπέραση καὶ ἔτσι στὸν πρῶτο πειρασμὸ καὶ στὴν πρώτη δυσχέρεια ἐγκαταλείπουν τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ.
Ἡ τρίτη κατηγορία ἀντιστοιχεῖ στοὺς ἀνθρώπους, ποὺ ζοῦν κοσμικά, μὲ τρυφή, καλοπέραση, πολλὲς ἀχρείαστες μέριμνες, ἰδιοτελῆ πλουτισμὸ καὶ ἄνομη σαρκικὴ ἡδονή. Ὅλα τοῦτα εἶναι ἀγκάθια ποὺ πνίγουν τὸν καλὸ σπόρο καὶ δὲν τοῦ ἐπιτρέπουν νὰ ἀναπτυχθεῖ. Καὶ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ καλὸς σπόρος, ποὺ φτάνει στὶς καρδίες αὐτῆς τῆς κατηγορίας ἀνθρώπων, ἀλλὰ δὲν καταφέρνει νὰ ριζώσει καὶ νὰ ἀποδώσει καρποὺς πνευματικούς. Οἱ ἀπολαύσεις τῆς ζωῆς, ὅταν ἀπολυτοποιοῦνται, καταντοῦν θηλιὰ στὸν λαιμὸ τῶν ἀνθρώπων καὶ πολὺ περισσότερο τῶν Χριστιανῶν. Ἐκεῖ ποὺ θὰ ἔπρεπε οἱ ἄνθρωποι νὰ ζοῦν ὀρθά, πνευματικά, μὲ τὸ ὄμμα τῆς ψυχῆς στραμμένο στὴ μόνιμη πατρίδα, τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, παρασύρονται ἀπὸ τὶς εὔκολες ἐπίγειες ἡδονὲς καὶ ξεχνοῦν τὸν Θεό. Ὅταν ὅμως οἱ ἄνθρωποι ξεχάσουν τὸν Θεὸ καὶ κλείσουν τὴν καρδία τους στὸν λόγο του -καὶ τὸ κλείσιμο τῆς καρδίας γίνεται ὅταν αὐτὴ δοθεῖ στὶς ἐφήμερες ἀπολαύσεις- τότε μένουν ἄκαρποι, δίχως τὴν ἀληθινὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ μέσα τους. Αὐτὸ εἶναι ἐπικίνδυνο καὶ τραγικό, κυρίως γιὰ ὅσους θεωροῦνται Χριστιανοὶ καὶ οἱ ὁποῖοι βαπτίστηκαν καὶ τράφηκαν μὲ τὸ αἷμα τοῦ Κυρίου.
Ἡ τέταρτη κατηγορία ἀφορᾶ στοὺς ἀνθρώπους ποὺ διατηροῦν ἀνοικτὴ τὴν καρδία τους στὴ σπορὰ τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἄνθρωποι τῆς κατηγορίας αὐτῆς δὲν εἶναι διαφορετικοὶ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τῶν ἄλλων κατηγοριῶν. Διαφοροποιοῦνται μόνο στὸ ὅτι θέλουν, ἐπιθυμοῦν καὶ ἀγωνίζονται στὴν τήρηση τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. Τοῦ λόγου ποὺ δὲν δίνεται μόνο σὲ αὐτούς, ἀλλὰ σὲ ὅλους. Αὐτοί, ὅμως, θέλουν νὰ τὸν τηρήσουν. Μπορεῖ νὰ πέφτουν σὲ σφάλματα καὶ μπορεῖ νὰ πειράζονται, ὅπως ὅλοι οἱ ἄλλοι, ἀλλὰ ἐπιδεικνύουν ἐπιμονὴ καὶ ὑπομονὴ σὲ αὐτὸ ποὺ θέλουν. Δὲν βλέπουν τὸν Χριστιανισμὸ ἐπιφανειακά, ἀλλὰ οὐσιαστικά. Ἡ καρδία τους βρίσκεται στραμμένη στὸν λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι στὶς ἡδονὲς τοῦ κόσμου. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ἐν τέλει, ἀγωνιζόμενοι, καρποφοροῦν πνευματικά. Τοῦτο ἀκριβῶς ἐπισημαίνει καὶ ὁ Χριστός «τὸ δὲ ἐν τῇ καλῇ γῇ, οὗτοί εἰσιν οἵτινες ἐν καρδίᾳ καλῇ καὶ ἀγαθῇ ἀκούσαντες τὸν λόγον κατέχουσι καὶ καρποφοροῦσιν ἐν ὑπομονῇ».
Συνεπῶς, γιὰ νὰ μπορέσουμε καὶ ἐμεῖς νὰ καρποφορήσουμε πρέπει νὰ ἀποκτήσουμε δεκτικότητα, νὰ ἀνοίξουμε τὴν καρδία μας στὸ εὐαγγέλιο τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἀφοῦ τὴν ἀνοίξουμε καὶ δεχθοῦμε τὸν σπόρο τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, νὰ μὴν ἐπιτρέψουμε σὲ πράγματα ἐφήμερα νὰ μᾶς ἀποσπάσουν ἀπὸ τὴν τήρησή του. Ἡ τήρησή του πάντως δὲν θὰ εἶναι τόσο εὔκολη, ὅσο ἐνδεχομένως εἶναι ἡ ἀπάτη τῆς εὐδαιμονίας τοῦ κόσμου. Ἐδῶ χρειάζεται ὑπομονὴ καὶ ἐπιμονή. Ὅπως ἀκριβῶς κάθε πράγμα ποὺ ἀξίζει. Διότι τὸ εὔκολο ἔχει λίγη καὶ μὴ σταθερὴ ἀξία. Ὁ Χριστὸς ὅμως καὶ οἱ ἐπαγγελίες του ἀφοροῦν στὴ μονιμότητα τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
(Λκ. 8, 5-15)
Στὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα ὁ Χριστὸς ὡς σπορέας, σπείρει τὸν ἴδιό του τὸν λόγο στοὺς ἀνθρώπους καὶ οἱ ἄνθρωποι ἐλεύθερα διακρίνουν τοὺς ἑαυτούς τους σὲ τέσσερεις κατηγορίες. Αὐτὲς οἱ κατηγορίες ἔχουν καὶ διαφορετικὴ δεκτικότητα ὡς πρὸς τὴν ἀποδοχὴ τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ.
Ἔτσι, ἡ πρώτη κατηγορία ἀντιστοιχεῖ σὲ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν τὴν καρδία τους τόσο σκληρή, ὅσο σκληρὴ εἶναι καὶ μία ὁδὸς χωμάτινη. Καὶ εἶναι γνωστὸ ὅτι ἕνας δρόμος χωμάτινος ὅταν πατεῖται διαρκῶς γίνεται τόσο σκληρός, ὡσὰν νὰ εἶναι στρωμένος μὲ ἄσφαλτο. Καὶ στὴν ἄσφαλτο δὲν βλαστάνει ὁτιδήποτε. Οἱ σπόροι ποὺ ρίχνονται σὲ αὐτὴ δὲν μποροῦν νὰ βλαστήσουν καὶ καταστρέφονται. Αὐτοὶ λοιπὸν οἱ ἄνθρωποι μὲ τὴ σκληρὴ καρδία δὲν ἀποδέχονται τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ μένουν ξηροὶ καὶ ἄκαρποι.
Ἡ δεύτερη κατηγορία ἀφορᾶ στοὺς ἀνθρώπους ποὺ δέχονται μὲν τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, ἑλκύονται ἀπὸ τὶς πνευματικές του διαστάσεις καὶ ἐπιθυμοῦν νὰ ζήσουν σύμφωνα μὲ αὐτόν. Ὅμως, ἡ ἀποδοχὴ τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ δὲν γίνεται μὲ τὶς σωστὲς προϋποθέσεις. Δὲν κατανοοῦν οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ ὅτι ἡ ζωὴ τοῦ Χριστιανοῦ εἶναι μία ἐπώδυνη πορεία ἀπὸ τὰ ἐφήμερα ἐπίγεια στὰ μόνιμα ἐπουράνια καὶ ἀπὸ τὰ δυσχερῆ καὶ λυπηρὰ στὰ εὐφρόσυνα τοῦ παραδείσου. Θεωροῦν ὅτι ὁ χριστιανισμὸς εἶναι καλοπέραση καὶ ἔτσι στὸν πρῶτο πειρασμὸ καὶ στὴν πρώτη δυσχέρεια ἐγκαταλείπουν τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ.
Ἡ τρίτη κατηγορία ἀντιστοιχεῖ στοὺς ἀνθρώπους, ποὺ ζοῦν κοσμικά, μὲ τρυφή, καλοπέραση, πολλὲς ἀχρείαστες μέριμνες, ἰδιοτελῆ πλουτισμὸ καὶ ἄνομη σαρκικὴ ἡδονή. Ὅλα τοῦτα εἶναι ἀγκάθια ποὺ πνίγουν τὸν καλὸ σπόρο καὶ δὲν τοῦ ἐπιτρέπουν νὰ ἀναπτυχθεῖ. Καὶ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ καλὸς σπόρος, ποὺ φτάνει στὶς καρδίες αὐτῆς τῆς κατηγορίας ἀνθρώπων, ἀλλὰ δὲν καταφέρνει νὰ ριζώσει καὶ νὰ ἀποδώσει καρποὺς πνευματικούς. Οἱ ἀπολαύσεις τῆς ζωῆς, ὅταν ἀπολυτοποιοῦνται, καταντοῦν θηλιὰ στὸν λαιμὸ τῶν ἀνθρώπων καὶ πολὺ περισσότερο τῶν Χριστιανῶν. Ἐκεῖ ποὺ θὰ ἔπρεπε οἱ ἄνθρωποι νὰ ζοῦν ὀρθά, πνευματικά, μὲ τὸ ὄμμα τῆς ψυχῆς στραμμένο στὴ μόνιμη πατρίδα, τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, παρασύρονται ἀπὸ τὶς εὔκολες ἐπίγειες ἡδονὲς καὶ ξεχνοῦν τὸν Θεό. Ὅταν ὅμως οἱ ἄνθρωποι ξεχάσουν τὸν Θεὸ καὶ κλείσουν τὴν καρδία τους στὸν λόγο του -καὶ τὸ κλείσιμο τῆς καρδίας γίνεται ὅταν αὐτὴ δοθεῖ στὶς ἐφήμερες ἀπολαύσεις- τότε μένουν ἄκαρποι, δίχως τὴν ἀληθινὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ μέσα τους. Αὐτὸ εἶναι ἐπικίνδυνο καὶ τραγικό, κυρίως γιὰ ὅσους θεωροῦνται Χριστιανοὶ καὶ οἱ ὁποῖοι βαπτίστηκαν καὶ τράφηκαν μὲ τὸ αἷμα τοῦ Κυρίου.
Ἡ τέταρτη κατηγορία ἀφορᾶ στοὺς ἀνθρώπους ποὺ διατηροῦν ἀνοικτὴ τὴν καρδία τους στὴ σπορὰ τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἄνθρωποι τῆς κατηγορίας αὐτῆς δὲν εἶναι διαφορετικοὶ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τῶν ἄλλων κατηγοριῶν. Διαφοροποιοῦνται μόνο στὸ ὅτι θέλουν, ἐπιθυμοῦν καὶ ἀγωνίζονται στὴν τήρηση τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. Τοῦ λόγου ποὺ δὲν δίνεται μόνο σὲ αὐτούς, ἀλλὰ σὲ ὅλους. Αὐτοί, ὅμως, θέλουν νὰ τὸν τηρήσουν. Μπορεῖ νὰ πέφτουν σὲ σφάλματα καὶ μπορεῖ νὰ πειράζονται, ὅπως ὅλοι οἱ ἄλλοι, ἀλλὰ ἐπιδεικνύουν ἐπιμονὴ καὶ ὑπομονὴ σὲ αὐτὸ ποὺ θέλουν. Δὲν βλέπουν τὸν Χριστιανισμὸ ἐπιφανειακά, ἀλλὰ οὐσιαστικά. Ἡ καρδία τους βρίσκεται στραμμένη στὸν λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι στὶς ἡδονὲς τοῦ κόσμου. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ἐν τέλει, ἀγωνιζόμενοι, καρποφοροῦν πνευματικά. Τοῦτο ἀκριβῶς ἐπισημαίνει καὶ ὁ Χριστός «τὸ δὲ ἐν τῇ καλῇ γῇ, οὗτοί εἰσιν οἵτινες ἐν καρδίᾳ καλῇ καὶ ἀγαθῇ ἀκούσαντες τὸν λόγον κατέχουσι καὶ καρποφοροῦσιν ἐν ὑπομονῇ».
Συνεπῶς, γιὰ νὰ μπορέσουμε καὶ ἐμεῖς νὰ καρποφορήσουμε πρέπει νὰ ἀποκτήσουμε δεκτικότητα, νὰ ἀνοίξουμε τὴν καρδία μας στὸ εὐαγγέλιο τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἀφοῦ τὴν ἀνοίξουμε καὶ δεχθοῦμε τὸν σπόρο τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, νὰ μὴν ἐπιτρέψουμε σὲ πράγματα ἐφήμερα νὰ μᾶς ἀποσπάσουν ἀπὸ τὴν τήρησή του. Ἡ τήρησή του πάντως δὲν θὰ εἶναι τόσο εὔκολη, ὅσο ἐνδεχομένως εἶναι ἡ ἀπάτη τῆς εὐδαιμονίας τοῦ κόσμου. Ἐδῶ χρειάζεται ὑπομονὴ καὶ ἐπιμονή. Ὅπως ἀκριβῶς κάθε πράγμα ποὺ ἀξίζει. Διότι τὸ εὔκολο ἔχει λίγη καὶ μὴ σταθερὴ ἀξία. Ὁ Χριστὸς ὅμως καὶ οἱ ἐπαγγελίες του ἀφοροῦν στὴ μονιμότητα τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου