Κήρυγμα Κυριακῆς Ἁγίων Πατέρων
Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου
(Τιτ. γ΄ 8-15)
Κήρυγμα Κυριακῆς Ἁγίων Πατέρων
Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου
(Τιτ. γ΄ 8-15)
Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου
(Τιτ. γ΄ 8-15)
Κήρυγμα Κυριακῆς Ἁγίων Πατέρων
Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου
(Τιτ. γ΄ 8-15)
«Ἡ Κοινωνικότητα τοῦ Χριστιανισμοῦ»
Στόν λόγο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου πρός τόν μαθητή του Τίτο, διακρίνουμε τήν κοινωνικότητα τοῦ Χριστιανισμοῦ: «Μανθανέτωσαν δὲ καὶ οἱ ἡμέτεροι καλῶν ἔργων προΐστασθαι εἰς τὰς ἀναγκαίας χρείας, ἵνα μὴ ὦσιν ἄκαρποι». Τό θέμα αὐτό τῆς κοινωνικότητος εἶναι ἀρκετά ἐνδιαφέρον καθώς ἀφορᾶ ὅλους ἐμᾶς πού φέρουμε τόν ὄνομά τοῦ Χριστοῦ καί μᾶς χαρακτηρίζει στήν ζωή μας. Ἰδιαίτερα σήμερα στήν ἐποχή μας πού ἡ κοινωνική προσφορά τοῦ Χριστιανισμοῦ εἶναι σημαντική καί ζωτικῆς σημασίας.
Ἀκόμα κι αὐτοί πού ἀρνοῦνται τήν θεία προέλευση τοῦ Χριστιανισμοῦ καί τούς πνευματικούς στόχους καί τόν βλέπουν σάν κίνημα ἀπελευθερωτικό, δέν ἀμφισβητοῦν τήν κοινωνική προσφορά στό ἀνθρώπινο σύνολο. Γιά μᾶς ὅμως πού πιστεύουμε ἀκράδαντα στήν ἀποκαλυπτική του βάση, τό κοινωνικό στοιχεῖο ἐντάσσεται μέσα στό περίγραμμα τῶν ἐνδιαφερόντων του γιά τόν ἄνθρωπο σάν εἰκόνας τοῦ Θεοῦ, σάν ψυχοσωματικῆς ὀντότητας. Κανένα ἄλλο σύστημα καί κανένας ἄλλος θεσμός δέν πρόσεξε τόσο τόν ἄνθρωπο, ὅσο ὁ Χριστιανισμός, τοῦ ὁποίου ἡ ἀνθρωπολογία ἔχει στερεές βάσεις. Ἔτσι ὁ κοινωνικός χριστιανισμός δέν ἐμφανίζεται ἁπλῶς σάν παραχώρηση πρός τίς ἀνάγκες ἑνός καταπιεζόμενου συνόλου, ἀλλά σάν ἐκπλήρωση ἑνός χρέους πρός τό ἀνεπανάληπτο ἀνθρώπινο πρόσωπο μέ τό μοναδικό ἀνθρώπινο πρόσωπο μέ τό μοναδικό ἦθος.
Εἶναι χαρακτηριστικό πώς γιά τόν Ἀπόστολο Παῦλο ὁ χριστιανισμός θεωρεῖται ἄκαρπος ἐάν δέν ἔχει νά ἐπιδείξει ἔργα εὐποιίας πού ἀνακουφίζουν τήν δυστυχία καί τήν ἀνέχεια. Ἡ ἔλλειψη τέτοιων ἔργων κάνει ἄχρηστη τήν ἰδιότητα τοῦ χριστιανοῦ καί ἀνενεργό τήν παρουσία του μέσα στόν κόσμο. Ἀντίθετα κάθε ἐκδήλωση ἀγάπης γιά τόν ἄλλον ἄνθρωπο, προσλαμβάνει διαστάσεις μιᾶς ὄμορφης καρποφορίας, γιατί γίνεται σέ ἐκπλήρωση θετικῶν ἐπιταγῶν τῆς ἠθικῆς πού τονίζουν τήν ἀνθρώπινη ἀξία καί ἀνταποκρίνονται στίς ποικίλες ἀνάγκες της.
Κάθε κοινωνισμός πού δέν ξεκινάει ἀπό τήν βάση αὐτή εἶναι καταδικασμένος σέ ἀποτυχία, γιατί ἐκφυλίζεται σέ μία φιλαλληλία πού τῆς λείπει ὁ συνεκτικός δεσμός. Ἡ παρουσία τοῦ χριστιανισμοῦ μέσα στόν κόσμο δίνει ξεχωριστό νόημα στήν ἀνθρώπινη προσωπικότητα, πού ἔστω κι ἄν ταλαντεύεται μέσα στήν δίνη τῶν διαφόρων ρευμάτων, δέν παύει νά διατηρεῖ τήν μοναδικότητά της. Γιά τόν χριστιανό τά ἔργα τῆς εὐποιίας ἔχουν σάν ἀποδέκτη τόν ἴδιο τόν σαρκωμένο Λόγο τοῦ Θεοῦ, πού ἐτίμησε τόν ἄνθρωπο μέ τήν πρόσληψη τῆς σάρκας του.
Ὡστόσο στίς κοινωνικές του διαστάσεις ὁ Χριστιανισμός μπόρεσε νά συνδυάσει τό ἐπίγειο μέ τό οὐράνιο, τό πρόσκαιρο μέ τό αἰώνιο, καθώς εἶδε τόν κοινωνισμό του μέσα ἀπό τό πρίσμα τῆς θεανθρώπινης παρουσίας τοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο. Γι’ αὐτό καί ἀπέφυγε κάθε μορφῆς ἐκδήλωση πού θά ἑρμήνευε τόν ἄνθρωπο εἴτε σάν μάζα, εἴτε σάν ἐφήμερη ὕπαρξη. Ἀντίθετα τόν ἀγκάλιασε μέ ὅλες τίς διαστάσεις πασχίζοντας νά ἱκανοποιήσει κοινωνικά τό σύνολο ἄνθρωπο. Αὐτή ἀκριβῶς ἡ θεώρηση, ξεχωρίζει τόν Χριστιανικό κοινωνισμό ἀπό τούς ἄλλους.
Καί εἶναι στό ἐνεργητικό τοῦ Χριστιανισμοῦ ὅτι ποτέ δέν παραθεωρήθηκε χάριν τοῦ ὑπερφυσικοῦ τό φυσικό καί χάριν τοῦ ἐπουρανίου ἡ γῆ. Ἔκλεισε μέσα του στοργικά τόν ἄνθρωπο μέ τίς ἀνάγκες του, ἀναλαμβάνοντας νά τόν καθοδηγήσει ἀπό τήν γῆ στόν οὐρανό, χωρίς νά ἀγνοήσει τίς προσωπικές-ἀτομικές καί τίς κοινωνικές του προοπτικές μέσα στό χῶρο καί στόν χρόνο. Ἔτσι ἀπό τά πρῶτα κιόλας βήματά του μπόρεσε νά συλλάβει σέ ὅλη της τήν ἔκταση τήν ἀνθρώπινη προβληματολογία, πρᾶγμα πού τόν ἔφερε σέ σημεῖο νά πραγματώσει γιά πρώτη καί ἀνεπανάληπτη φορά, στήν ἱστορία τοῦ κόσμου τήν ἀληθινή κοινωνική καί κοινοβιακή συμβίωση, τότε πού οἱ πρῶτες κοινότητες τῶν χριστιανῶν στήν Ἰερουσαλήμ ζοῦσαν μέ ἐνθουσιασμό τήν κοινωνικότητα τῆς Ἐκκλησίας τους.
Ὅσο καί ἄν οἱ καιροί πέρασαν κι ἀμαυρώθηκε ἡ πρώτη ἐκείνη ἐντύπωση, δέν παύουν καί στίς ἡμέρες μας οἱ ἐκδηλώσεις αὐτοῦ τοῦ κοινωνικοῦ στοιχείου νά ποικίλουν τήν ζωή μας καί νά διακοσμοῦν τόν κόσμο μας. Κι ἴσως εἶναι αὐτές τόσο πολύτιμες γιατί δίνουν μία ξεχωριστή ποιότητα στήν μονότονη ζωή τοῦ καιροῦ μας, πού εἶναι ἀλλιῶς βουτηγμένη στό ἄγχος καί στήν ἀπομόνωση. Ἄν ἔλειπαν κι αὐτές οἱ ἐκδηλώσεις ἀγάπης, δέν θά ἔμενε τίποτε γιά τόν εὐγενικό χῶρο τῆς καρδιᾶς μας, καί ἡ ζωή μας θά ἔπαιρνε τήν μορφή μιᾶς τυραννίας χωρίς τελειωμό καί χωρίς διέξοδο. Χάρις στίς κατακτήσεις μας αὐτές μποροῦμε νά περιφέρουμε μέ ὑπερηφάνεια τό πρόσωπό μας μέσα στήν κοινωνία, σάν νά ἔχουμε τήν ἐσωτερική μαρτυρία πώς ἐπιτελέσαμε στήν ἐντέλεια τό καθῆκον μας ἀπέναντι στόν ἄνθρωπο, τόν ἀδελφό μας. Θά ἦταν ἄραγε πολύ νά ζητούσαμε ἀπ’ ὅλους νά ἀνταποκριθοῦν σ’ αὐτό τό αἴτημα πού ἀναπαύει τίς καρδιές καί ἐξευγενίζει τήν ζωή; Νομίζω πώς ὄχι. Ἀξίζει τόν κόπο γιά χάρη τῶν ἄλλων καί γιά τήν ποιοτική ἐξύψωση τῆς ζωῆς μας.
Στόν λόγο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου πρός τόν μαθητή του Τίτο, διακρίνουμε τήν κοινωνικότητα τοῦ Χριστιανισμοῦ: «Μανθανέτωσαν δὲ καὶ οἱ ἡμέτεροι καλῶν ἔργων προΐστασθαι εἰς τὰς ἀναγκαίας χρείας, ἵνα μὴ ὦσιν ἄκαρποι». Τό θέμα αὐτό τῆς κοινωνικότητος εἶναι ἀρκετά ἐνδιαφέρον καθώς ἀφορᾶ ὅλους ἐμᾶς πού φέρουμε τόν ὄνομά τοῦ Χριστοῦ καί μᾶς χαρακτηρίζει στήν ζωή μας. Ἰδιαίτερα σήμερα στήν ἐποχή μας πού ἡ κοινωνική προσφορά τοῦ Χριστιανισμοῦ εἶναι σημαντική καί ζωτικῆς σημασίας.
Ἀκόμα κι αὐτοί πού ἀρνοῦνται τήν θεία προέλευση τοῦ Χριστιανισμοῦ καί τούς πνευματικούς στόχους καί τόν βλέπουν σάν κίνημα ἀπελευθερωτικό, δέν ἀμφισβητοῦν τήν κοινωνική προσφορά στό ἀνθρώπινο σύνολο. Γιά μᾶς ὅμως πού πιστεύουμε ἀκράδαντα στήν ἀποκαλυπτική του βάση, τό κοινωνικό στοιχεῖο ἐντάσσεται μέσα στό περίγραμμα τῶν ἐνδιαφερόντων του γιά τόν ἄνθρωπο σάν εἰκόνας τοῦ Θεοῦ, σάν ψυχοσωματικῆς ὀντότητας. Κανένα ἄλλο σύστημα καί κανένας ἄλλος θεσμός δέν πρόσεξε τόσο τόν ἄνθρωπο, ὅσο ὁ Χριστιανισμός, τοῦ ὁποίου ἡ ἀνθρωπολογία ἔχει στερεές βάσεις. Ἔτσι ὁ κοινωνικός χριστιανισμός δέν ἐμφανίζεται ἁπλῶς σάν παραχώρηση πρός τίς ἀνάγκες ἑνός καταπιεζόμενου συνόλου, ἀλλά σάν ἐκπλήρωση ἑνός χρέους πρός τό ἀνεπανάληπτο ἀνθρώπινο πρόσωπο μέ τό μοναδικό ἀνθρώπινο πρόσωπο μέ τό μοναδικό ἦθος.
Εἶναι χαρακτηριστικό πώς γιά τόν Ἀπόστολο Παῦλο ὁ χριστιανισμός θεωρεῖται ἄκαρπος ἐάν δέν ἔχει νά ἐπιδείξει ἔργα εὐποιίας πού ἀνακουφίζουν τήν δυστυχία καί τήν ἀνέχεια. Ἡ ἔλλειψη τέτοιων ἔργων κάνει ἄχρηστη τήν ἰδιότητα τοῦ χριστιανοῦ καί ἀνενεργό τήν παρουσία του μέσα στόν κόσμο. Ἀντίθετα κάθε ἐκδήλωση ἀγάπης γιά τόν ἄλλον ἄνθρωπο, προσλαμβάνει διαστάσεις μιᾶς ὄμορφης καρποφορίας, γιατί γίνεται σέ ἐκπλήρωση θετικῶν ἐπιταγῶν τῆς ἠθικῆς πού τονίζουν τήν ἀνθρώπινη ἀξία καί ἀνταποκρίνονται στίς ποικίλες ἀνάγκες της.
Κάθε κοινωνισμός πού δέν ξεκινάει ἀπό τήν βάση αὐτή εἶναι καταδικασμένος σέ ἀποτυχία, γιατί ἐκφυλίζεται σέ μία φιλαλληλία πού τῆς λείπει ὁ συνεκτικός δεσμός. Ἡ παρουσία τοῦ χριστιανισμοῦ μέσα στόν κόσμο δίνει ξεχωριστό νόημα στήν ἀνθρώπινη προσωπικότητα, πού ἔστω κι ἄν ταλαντεύεται μέσα στήν δίνη τῶν διαφόρων ρευμάτων, δέν παύει νά διατηρεῖ τήν μοναδικότητά της. Γιά τόν χριστιανό τά ἔργα τῆς εὐποιίας ἔχουν σάν ἀποδέκτη τόν ἴδιο τόν σαρκωμένο Λόγο τοῦ Θεοῦ, πού ἐτίμησε τόν ἄνθρωπο μέ τήν πρόσληψη τῆς σάρκας του.
Ὡστόσο στίς κοινωνικές του διαστάσεις ὁ Χριστιανισμός μπόρεσε νά συνδυάσει τό ἐπίγειο μέ τό οὐράνιο, τό πρόσκαιρο μέ τό αἰώνιο, καθώς εἶδε τόν κοινωνισμό του μέσα ἀπό τό πρίσμα τῆς θεανθρώπινης παρουσίας τοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο. Γι’ αὐτό καί ἀπέφυγε κάθε μορφῆς ἐκδήλωση πού θά ἑρμήνευε τόν ἄνθρωπο εἴτε σάν μάζα, εἴτε σάν ἐφήμερη ὕπαρξη. Ἀντίθετα τόν ἀγκάλιασε μέ ὅλες τίς διαστάσεις πασχίζοντας νά ἱκανοποιήσει κοινωνικά τό σύνολο ἄνθρωπο. Αὐτή ἀκριβῶς ἡ θεώρηση, ξεχωρίζει τόν Χριστιανικό κοινωνισμό ἀπό τούς ἄλλους.
Καί εἶναι στό ἐνεργητικό τοῦ Χριστιανισμοῦ ὅτι ποτέ δέν παραθεωρήθηκε χάριν τοῦ ὑπερφυσικοῦ τό φυσικό καί χάριν τοῦ ἐπουρανίου ἡ γῆ. Ἔκλεισε μέσα του στοργικά τόν ἄνθρωπο μέ τίς ἀνάγκες του, ἀναλαμβάνοντας νά τόν καθοδηγήσει ἀπό τήν γῆ στόν οὐρανό, χωρίς νά ἀγνοήσει τίς προσωπικές-ἀτομικές καί τίς κοινωνικές του προοπτικές μέσα στό χῶρο καί στόν χρόνο. Ἔτσι ἀπό τά πρῶτα κιόλας βήματά του μπόρεσε νά συλλάβει σέ ὅλη της τήν ἔκταση τήν ἀνθρώπινη προβληματολογία, πρᾶγμα πού τόν ἔφερε σέ σημεῖο νά πραγματώσει γιά πρώτη καί ἀνεπανάληπτη φορά, στήν ἱστορία τοῦ κόσμου τήν ἀληθινή κοινωνική καί κοινοβιακή συμβίωση, τότε πού οἱ πρῶτες κοινότητες τῶν χριστιανῶν στήν Ἰερουσαλήμ ζοῦσαν μέ ἐνθουσιασμό τήν κοινωνικότητα τῆς Ἐκκλησίας τους.
Ὅσο καί ἄν οἱ καιροί πέρασαν κι ἀμαυρώθηκε ἡ πρώτη ἐκείνη ἐντύπωση, δέν παύουν καί στίς ἡμέρες μας οἱ ἐκδηλώσεις αὐτοῦ τοῦ κοινωνικοῦ στοιχείου νά ποικίλουν τήν ζωή μας καί νά διακοσμοῦν τόν κόσμο μας. Κι ἴσως εἶναι αὐτές τόσο πολύτιμες γιατί δίνουν μία ξεχωριστή ποιότητα στήν μονότονη ζωή τοῦ καιροῦ μας, πού εἶναι ἀλλιῶς βουτηγμένη στό ἄγχος καί στήν ἀπομόνωση. Ἄν ἔλειπαν κι αὐτές οἱ ἐκδηλώσεις ἀγάπης, δέν θά ἔμενε τίποτε γιά τόν εὐγενικό χῶρο τῆς καρδιᾶς μας, καί ἡ ζωή μας θά ἔπαιρνε τήν μορφή μιᾶς τυραννίας χωρίς τελειωμό καί χωρίς διέξοδο. Χάρις στίς κατακτήσεις μας αὐτές μποροῦμε νά περιφέρουμε μέ ὑπερηφάνεια τό πρόσωπό μας μέσα στήν κοινωνία, σάν νά ἔχουμε τήν ἐσωτερική μαρτυρία πώς ἐπιτελέσαμε στήν ἐντέλεια τό καθῆκον μας ἀπέναντι στόν ἄνθρωπο, τόν ἀδελφό μας. Θά ἦταν ἄραγε πολύ νά ζητούσαμε ἀπ’ ὅλους νά ἀνταποκριθοῦν σ’ αὐτό τό αἴτημα πού ἀναπαύει τίς καρδιές καί ἐξευγενίζει τήν ζωή; Νομίζω πώς ὄχι. Ἀξίζει τόν κόπο γιά χάρη τῶν ἄλλων καί γιά τήν ποιοτική ἐξύψωση τῆς ζωῆς μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου