ΜΗΝΥΜΑ

ΓΙΑ ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΑΚΩΝ, ΕΟΡΤΩΝ ΚΑΙ ΑΓΙΩΝ ΔΕΙΤΕ ΤΙΣ ΕΤΙΚΕΤΕΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑ

Σάββατο 18 Οκτωβρίου 2014

ΚΥΡΙΑΚΗ Γ/ ΛΟΥΚΑ

Κυριακὴ 19 Ὀκτωβρίου 2014

ΚΥΡΙΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ

Τί εἶναι ζωή; Μπορεῖ ἆραγε κανεὶς νὰ ἀπαντήσῃ σ᾽ αὐτὸ τὸἐρώτημα; Δὲν μποροῦμε νὰ δώσουμε τὸν ὁρισμό της, ἀφοῦ ἡ ζωὴ μᾶς περικλείει καὶ δὲν τὴν περικλείουμε ἐμεῖς. Μποροῦμε ὅμως νὰ ποῦμε ὅτι ὅσο ὁ θάνατος εἶναι τὸ πιὸ ἀποκρουστικὸ πρᾶγμα γιὰ τὸν ἄνθρωπο ἄλλο τόσο καὶ ἡ ζωὴ εἶναι τὸ πιὸ ἀγαπητὸ πρᾶγμα γι᾽ αὐτόν. Γιατὶ ὁ ἄνθρωπος ἦρθε στὴν ζωὴἀπὸ τὸ μηδέν, τὴν ἀνυπαρξία καὶ πάλι πορεύεται πρὸς τὸν θάνατο. Εἶναι ὅμως ὁ θάνατος ὁ ἐκμηδενισμὸς τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου;

Πολλοὶ προσπάθησαν νὰ δώσουν ἀπάντησι στὸ τί ἀκολουθεῖ μετὰ τὸ θάνατο. Στὶς μέρες μας ἀρκετοὶ δίνουν μία ἀρνητικὴἀπόκρισι. Λένε· ἐδῶ εἶναι ὁ παράδεισος κι ἡ κόλαση καὶ νομίζουν ὅτι ἔτσι τακτοποίησαν τοὺς ἑαυτούς τους. Πόσο πλανῶνται!

Ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα ὁ θάνατος ἦταν τὸ φόβητρο τοῦἀνθρώπου. Πολλοὶἀρχαῖοι λαοὶ καὶ κατ᾽ἐξοχὴν οἱἀρχαῖοι Ἕλληνες πίστευαν ὅτι οἱ ψυχὲς κατεβαίνουν στὸν ᾍδη, στὴν κόλασι, ὅπου βασανίζονται. Ποιός θὰ μποροῦσε νὰ λυτρώσῃ τὶς ψυχὲς ἀπὸ τὰἀτέρμονα αὐτὰ βάσανα τοῦ κάτω κόσμου; Μία ἐλπίδα ὑπῆρχε σὲὅλους τοὺς ἀρχαίους λαούς· ἡ προσμονὴ τοῦ λυτρωτοῦ ποὺ θὰἔστελνε ὁ Θεός.

Καὶἦλθε Αὐτὸς ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ δώσῃ τὴν μόνη αὐθεντικὴἀπάντηση. «Κανεὶς δὲν ἀνέβηκε στὸν οὐρανὸ παρὰ μόνον αὐτὸς ποὺ κατέβηκε ἀπὸ τὸν οὐρανό, ὁ υἱὸς τοῦἀνθρώπου -ἄνθρωπος- ποὺἐξακολουθεῖὡς πανταχοῦ παρὼν -Θεὸς- νὰ βρίσκεται καὶ στὸν οὐρανό» (Ἰω.3, 13). Μόνον Αὐτός, ὁ Θεάνθρωπος Χριστός, μποροῦσε νὰ μᾶς πῇ μὲἀκρίβεια, τί βρίσκεταιπέρα ἀπὸ τὴν ὁρατὴ πραγματικότητα.

Ὅσοι δὲν δέχονται τὴ μαρτυρία Του, αὐτοὶ παραμένουν θεληματικὰ στὸ σκοτάδι (Ἰωάν. 3, 19). Γι᾽ αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους, τοὺς «μὴἔχοντας ἐλπίδα» (Α/ Θεσσ. 4, 13), ὅπως τοὺς ὀνομάζει ὁἀπόστολος Παῦλος ὁ θάνατος εἶναι ἕνα τραγικὸ συμβάν, μέσα στὸ μυστήριό του.

Χάνονται τὰ πάντα. Πόσες φορὲς δὲν βλέπουμε ἀνθρώπους σὲ κηδεῖες νὰ καταρρέουν ψυχικά;

Γιατί; Γιατὶ δὲν ἔχουν ἐλπίδα.

Ἀκόμη χειρότεροι εἶναι βέβαια ἐκεῖνοι ποὺ προσπερνοῦν ἀκόμη καὶ τὸν θάνατο μὲ μιὰ βιαστικὴ ματιὰ γιὰ νὰ συνεχίσουν τὴν καλοπέρασή τους. Τὰ γουρούνια, λένε, κοιτάζουν πρὸς τὸν οὐρανὸ μόνον ὅταν τὰ σφάζουν. Ἔτσι καὶ κάποιοι ἄνθρωποι, ναρκώνονται ἀπὸ τὶς ἐπίγειες ἀπολαύσεις τόσο πολύ, ποὺ ξυπνοῦν μόλις τὴν ὥρα τῆς ἀναχωρήσεως ἀπὸ αὐτὸν τὸν κόσμο. Ἀλλὰ τότε τί νὰ πρωτοκάνουν;

Ὁ θάνατος βέβαια ἀγαπητῶν προσώπων καὶἰδίως ὅταν ἔχεις συνδέσει τὴ ζωή σου μὲ αὐτά, φέρνει, φυσικά, θλίψη. Λυπούμαστε γιατὶ χάνουμε τοὺς ἀνθρώπους ποὺ μᾶς στήριζαν, θλιβόμαστε γιατὶ φεύγουν ἐκεῖνοι στοὺς ὁποίους προσφέραμε τὴν ἀγάπη μας καὶ γι᾽ αὐτὸἔδιναν νόημα καὶ στὴ δική μας ζωή. Ἀκόμη μεγαλύτερη βέβαια εἶναι ἡ θλίψη, ὅταν αὐτὸς ποὺ φεύγει εἶναι τὸ μοναδικὸ κοντινὸ πρόσωπό μας. Ἡ θλίψη αὐτὴ εἶναι φυσική, ἀλλὰ δὲν πρέπει νὰ κατακυριεύσῃ τὴ ψυχή μας. Καὶὁ Κύριος ἐδάκρυσε γιὰ τὸ Λάζαρο, γιὰ νὰ μᾶς δώσῃὑπόδειγμα, ἀλλὰ μέχρις ἐκεῖ. Γι᾽ αὐτὸ καὶ σήμερα, τὸν ἀκούσαμε νὰ λέῃ στὴν χήρα μάνα ποὺἔχασε τὸ μονάκριβο ἀγόρι της· «μὴ κλαῖε», μὴ κλαῖς.

Ὁ Χριστός μας προερχόταν ἀπὸ τὴν Καπερναούμ, ὅπου διὰ θαύματος εἶχε θεραπεύσει τὸν δοῦλο τοῦἑκατοντάρχου. Τὸν συνώδευαν πλῆθος μαθητῶν. Ἔφτανε στὴν πόλη Ναΐν. Ναῒν θὰ πῇ «Ὡραῖος», καὶ πράγματι ὁ τόπος ἐκεῖνος εἶναι πολὺὡραῖος. Ὅμως, τί ἀντίθεση! Οἱὡραιότητες αὐτοῦ τοῦ κόσμου βαστοῦν πολὺ λίγο. Μία συνοδεία ἔβγαινε ἀπὸ τὴν πόλι ποὺἔφερνε στὴν καρδιὰ θλῖψι καὶ σκέπαζε κάθε ἄλλη ἐπίγεια ὡραιότητα. Γινόταν ἡ κηδεία τοῦ μονάκριβου νεαροῦ γιοῦ μιᾶς χήρας. Πολλοὶ συμμετεῖχαν στὴν τελετή.

Δὲν εἶναι τυχαία ἡὥρα. Δὲν εἶναι συμπτωματικό, ὅτι ὁ Κύριος πῆγε ἐκεῖ αὐτὴ τὴν ὥρα.

Πῆγε ἀκριβῶς γιὰ νὰ γιατρέψῃ τὴν καρδιὰ τῆς χήρας μάνας. Εἶδε τὴ χήρα καὶ τὴν σπλαγχνίστηκε καὶ ἀφοῦ τὴν πλησίασε, τῆς λέει· Μὴ κλαῖς. Πλησιάζει στὸ φέρετρο καὶ ὑπερβαίνοντας τὸ Νόμο, ποὺ ὥριζε νὰ μὴν ἀκουμποῦν νεκρούς, ὁ Ζωοδότης ἀκουμπᾶ τὴν νεκρὴ σορὸ τοῦ παιδιοῦ. Ἡ πομπὴ τῆς κηδείας σταματᾶ. Τί θὰ κάνῃἆραγε ὁ Διδάσκαλος; Ἀπευθύνεται πρὸς τὸν νεκρό, καὶ τοῦ λέγει. Νέε, σὲ σένα ὁμιλῶ, Σήκω. Δὲν χρειάζεται ὁ Κύριος καὶ Θεὸς νὰ ἐπικαλεσθῇ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ὅπως οἱ προφῆτες ποὺ στὸ παρελθὸν εἶχαν ἀναστήσει νεκρούς. Καὶὁ νέος, σὰν νὰ κοιμόταν ἁπλῶς, σηκώθηκε καὶἄρχισε ἀμέσως νὰ μιλᾶ, πρᾶγμα ποὺ σήμαινε, ὅτι εἶχε ἀνακτήσει πλήρως τὶς δυνάμεις του. Ὁ Κύριος τὸν παρέδωσε ξανὰ στὴν μάνα του. Ὁ Θεὸς μᾶς παραδίδει στοὺς γονεῖς μας γιὰ νὰ μᾶς μεγαλώσουν. Ὅλοι φοβήθηκαν καὶ δόξαζαν τὸν Θεὸ λέγοντας· Μέγας προφήτης ἀναδείχθηκε ἀνάμεσά μας καὶὅτι ὁ Θεὸς ἐπισκέφθηκε τὸ λαό Του. Καὶ πράγματι ἦταν ἐπίσκεψη Θεοῦἐκείνη ἡἐπίσκεψη τοῦ Χριστοῦ.

Ἀδελφοί, κανεὶς ἄλλος στὴν ἀνθρώπινη ἱστορία δὲν μπόρεσε νὰ νικήσῃ τὸν θάνατο, οὔτε θὰ μπορέσῃ. Οἱἅγιοι ποὺἀνέστησαν νεκρούς, ὡμολογοῦσαν, ὅτι ὄχι μὲ τὴ δική τους δύναμη, ἀλλὰ μὲ τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦἔκαναν τὰ θαύματα. Ὁ Κύριος αὐτεξουσίως, μὲ τὴν δική Του ἐξουσία, ὡς Θεὸς Παντοδύναμος, τὸ δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, τελεῖ τὴν ἀνάσταση τοῦ νεκροῦ καὶ θὰἀναστήσῃ κατόπιν καὶ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό Του.

Ἂς διώξουμε μακρυὰ κάθε ἀμφιβολία, κάθε ὀλιγοπιστία, κάθε λογισμὸἀπιστίας ποὺ σπέρνει μέσα μας ὁ πονηρός, κι ἂς ὁμολογοῦμε διαρκῶς μὲ ὅλη μας τὴ ζωή, καὶ μὲ ἐμπιστοσύνη

στὴν πρόνοιά Του, ὅτι Ἐκεῖνος ποὺ εἶπε, «Ἐγὼ εἶμαι ἡ ζωή» (Ἰωάν. 11, 25, καὶ 14, 6), εἶναι ὁ Κύριος τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου. Ἀμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου