Κυριακὴ Γ΄ Λουκᾶ
19 Ὀκτωβρίου 2014
Λουκᾶ ζ΄ 11 – 16
Τὸ θαῦμα τῆς ἀναστάσεως τοῦ γιοῦ τῆς χήρας της Ναϊν, στὴν σημερινή εὐαγγελική περικοπή, μᾶς προσφέρει, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, τὰ πιὸ ἐλπιδοφόρα μηνύματα γιὰ τὴ ζωή μας. Πρῶτα ἀπ’ ὅλα μᾶς φανερώνει ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι ὁ Κύριος καὶ Θεός μας, ὁ ὁποῖος μὲ τὴ δύναμη τῆς ἀγάπης Του νικᾶ τὸ θάνατο. Μᾶς μεταγγίζει ἐπίσης τὴν ἀλήθεια ὅτι ὁ Χριστός, τὸ πλέον σταθερὸ στήριγμα στὴν πορεία μας, εἶναι ἡ μοναδικὴ ἐλπίδα ποὺ παραπέμπει στὴν ἀληθινὴ καὶ αἰώνια ζωή. Τὸ δρόμο γι’ αὐτὴ τὴ ζωὴ ποὺ διακλαδώνεται μέσα ἀπὸ τὴ Ζωηφόρο Ἀνάστασή Του, δείχνει ὁ Κύριος καὶ μὲ τὸ θαῦμα ποὺ μᾶς παρουσιάζει σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας.
Η ἀνάσταση τοῦ παιδιοῦ τῆς χήρας γυναίκας, ὅπως ἐκτίθεται μέσα ἀπὸ τὴν περιγραφὴ τοῦ Εὐαγγελιστῆ Λουκᾶ, δὲν μπορεῖ νὰ περιορίζεται ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο στὴν προοπτικὴ ἑνὸς ἐντυπωσιακοῦ γεγονότος ποὺ μᾶς προκαλεῖ θαυμασμό. Κυρίως μᾶς παρακινεῖ νὰ ἀντικρίσουμε ἐν Χριστῷ τὸ μυστήριο τοῦ θανάτου.
Ἀκριβῶς, μὲ τὴ διείσδυση στὸ βάθος τῶν νοημάτων τῆς περικοπῆς, μποροῦμε νὰ διαπιστώσουμε ὅτι ὁ Χριστὸς ἀποκαλύπτει τὸ θάνατο σὰν «παρὰ φύσιν» κατάσταση ποὺ εἰσῆλθε στὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου μὲ αἰτία τὴν ἁμαρτία. Ὁ «φυσικὸς θάνατος» ποὺ σηματοδοτεῖ τὸ τέλος αὐτῆς τῆς ζωῆς, ὁ χωρισμὸς τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ σῶμα, δὲν μπορεῖ νὰ θεωρεῖται σὰν μία φυσικὴ κατάσταση. Ὁ Θεὸς δὲν δημιούργησε τὸν ἄνθρωπο γιὰ νὰ πεθάνει, ἀλλὰ «μένειν ἠθέλησεν ἐν ἀφθαρσίᾳ». Τὸ κείμενο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης μᾶς διαβεβαιώνει: «Ὁ Θεὸς ἔκτισε τὸν ἄνθρωπον ἐπ’ ἀφθαρσίᾳ καὶ εἰκόνα τῆς ἰδίας ἀϊδιότητος· φθόνῳ δὲ διαβόλου εἰσῆλθεν θάνατος εἰς τὸν κόσμον».
Ὁ ἄνθρωπος θὰ μποροῦσε νὰ κινηθεῖ στὴν προοπτική τῆς ἀθανασίας, ἂν δεχόταν τὴν κοινωνία τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἀντιπροσέφερε μὲ τὴν ἐναπόθεση τῆς ζωῆς του στὶς ἀγκάλες τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὴ ἡ ἀντιπροσφορὰ σημαίνει μετοχὴ στὴ ζωὴ τοῦ Θεοῦ, ἔξω ἀπὸ τὴν ὁποία ἐκεῖνο ποὺ κυριαρχεῖ εἶναι ὁ θάνατος. Στὸ πρόσωπο τῶν Πρωτοπλάστων διεφάνη ὅτι ὁ ἄνθρωπος δυστυχῶς κινήθηκε πρὸς τὴν κατεύθυνση τῆς ἐκτροπῆς τῆς κυκλοφορίας τῆς Θεϊκῆς ἀγάπης. Κατὰ τρόπο ποὺ νὰ τὴν κρατεῖ μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό του, γεγονὸς ποὺ συνιστᾶ καὶ τὴν ἐγωιστικὴ τοποθέτησή του.
Μὲ τὴν ἐκτροπὴ αὐτὴ καὶ τὴν ροπὴ πρὸς τὴν ἁμαρτία, ὁ ἄνθρωπος κλείστηκε ἑρμητικὰ στὸν ἑαυτὸ του, ἀπό ἐγωισμό καὶ φιλαυτία. Παραμέρισε τὸν Θεὸ ἀπορρίπτοντας τὴ δωρεὰ τῆς ἀγάπης Του. Στὴν κορυφαία ἔκφραση τῆς τραγικότητάς του, στηρίχθηκε στὶς φυσικὲς καὶ βιολογικές του δυνάμεις ποὺ ἀπὸ τὴ «φύση» τους καταλήγουν στὴ φθορὰ καὶ τὸ θάνατο. Προηγήθηκε λοιπὸν ὁ «πνευματικὸς θάνατος», ποὺ ἐπέρχεται ἀπὸ τὸ χωρισμὸ τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ ἀκολούθησε ὡς συνέπεια ὁ «φυσικὸς θάνατος» ποὺ συνιστᾶ τὸ χωρισμὸ τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ σῶμα.
Πέραν ἀπὸ τὶς ὅποιες ἀνθρώπινες ἑρμηνεῖες δίνονται στὸ θάνατο καὶ παρὰ τὶς ἀπέλπιδες καὶ ἀγωνιώδεις προσπάθειες γιὰ νὰ ἀπομακρυνθεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν πραγματικότητά του καὶ τὴν ἐπιθυμία του νὰ ζεῖ αἰωνίως, δὲν μπορεῖ νὰ μὴν ἔλθει ἀντιμέτωπος μὲ αὐτόν.
Τὸ πιὸ κρίσιμο σημεῖο γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τοῦ θέματος ἐπικεντρώνεται στὸ κατὰ πόσον ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος ἐπιδιώκοντας τὴν αἰώνια καὶ ἀτελεύτητη ζωή, ἐκμεταλλεύεται τὴν προσφορὰ τῆς Θείας ἀγάπης, γιὰ νὰ ἑνώσει τὴν κτιστὴ ὕπαρξή του μὲ τὴν ἄκτιστη Κυριότητα τοῦ Ἰησοῦ. Δὲν εἶναι ἄλλωστε τυχαῖο τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς στὴν περικοπὴ ποὺ ξεδιπλώνει σήμερα μπροστὰ μας ἡ Ἐκκλησία, ὀνομάζει τὸν Ἰησοῦ «Κύριον». Εἶναι πράγματι ὁ Κύριος, ὁ Θεός, ὁ Δημιουργὸς καὶ ὁ Ἐξουσιαστὴς τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου. Ἡ ἀναγκαιότητα νὰ συνδέσει ὁ ἄνθρωπος τὴ ζωή του μὲ τὴν παρουσία τοῦ Κυρίου καὶ εἰδικότερα μὲ τὸ Σῶμα Του ποὺ παρατείνεται στὸν αἰῶνα, πηγάζει καὶ ἀπὸ τὴν ἔμφυτη ἐπιθυμία του νὰ ζεῖ αἰωνίως. Ὁ ἀνθρωπος μὲ κανένα τρόπο καὶ ποτὲ δὲν θέλει νὰ πεθάνει. Ἡ «κατ’ εἰκόνα» Θεοῦ δημιουργία του, τὸν παραπέμπει στὴν αἰώνια παρουσία τοῦ Κυρίου, στὴν ἀγάπη τοῦ ὁποίου καλεῖται νὰ ἐναποθέσει τὸν ἑαυτό του μὲ ὅλα τὰ βάρη ποὺ σηκώνει. Σ’ αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν προοπτικὴ ἡ ζωὴ του καταξιώνεται καὶ ἀποκτᾶ νόημα καὶ περιεχόμενο, πέραν τῆς φοβερότητας καὶ τῆς τραγωδίας τοῦ θανάτου.
Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ ποὺ παρουσιάζει μπροστὰ μας τὴν θαυματουργὴ ἀνάσταση τοῦ παιδιοῦ ἀπὸ τὸν Χριστό, μᾶς προσκαλεῖ ν’ ἀποκομίσουμε κι ἐμεῖς γεύσεις ζωῆς ἀπὸ τὴν παρουσία τοῦ Θεανθρώπου Κυρίου ἀνάμεσά μας. Στὴ σωτήρια αὐτὴ πορεία του, ὁ ἀνθρωπος μπορεῖ ν’ ἀντικρίσει τὴ δυναμική τῆς αἰώνιας ζωῆς ποὺ ἀποκαλύπτεται στὸ παρὸν ὡς κοινωνία ἀγάπης μὲ τὸ Θεό. Σὲ μία κορύφωση αὐτῆς τῆς κοινωνίας στὴν πιὸ ἐμπειρική της μορφή, ὁ Χριστὸς μᾶς προσκαλεῖ στὸ Εὐχαριστιακὸ Δεῖπνο, δηλαδὴ στὸ μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Ὅταν κοινωνοῦμε, μετέχουμε ἀπὸ τώρα τῆς αἰώνιας ζωῆς καὶ γινόμαστε δέκτες τῶν πιὸ ἀναστάσιμων καὶ ἐλπιδοφόρων μηνυμάτων. Ἂς ἀνταποκριθοῦμε, λοιπόν, στὴ μεγάλη αὐτὴ προσφορὰ τῆς ἀγάπης τοῦ Κυρίου μας, μέσα ἀπὸ τὴ δυναμική τῆς ὁποίας μποροῦμε νὰ βαδίσουμε τὸ δρόμο τῆς σωτηρίας μας, ὅπως ὁ νέος της περικοπῆς ποὺ ἄκουσε τὸ «νεανίσκε, σοὶ λέγω ἐγέρθητι». Ἀμήν.
19 Ὀκτωβρίου 2014
Λουκᾶ ζ΄ 11 – 16
Τὸ θαῦμα τῆς ἀναστάσεως τοῦ γιοῦ τῆς χήρας της Ναϊν, στὴν σημερινή εὐαγγελική περικοπή, μᾶς προσφέρει, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, τὰ πιὸ ἐλπιδοφόρα μηνύματα γιὰ τὴ ζωή μας. Πρῶτα ἀπ’ ὅλα μᾶς φανερώνει ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι ὁ Κύριος καὶ Θεός μας, ὁ ὁποῖος μὲ τὴ δύναμη τῆς ἀγάπης Του νικᾶ τὸ θάνατο. Μᾶς μεταγγίζει ἐπίσης τὴν ἀλήθεια ὅτι ὁ Χριστός, τὸ πλέον σταθερὸ στήριγμα στὴν πορεία μας, εἶναι ἡ μοναδικὴ ἐλπίδα ποὺ παραπέμπει στὴν ἀληθινὴ καὶ αἰώνια ζωή. Τὸ δρόμο γι’ αὐτὴ τὴ ζωὴ ποὺ διακλαδώνεται μέσα ἀπὸ τὴ Ζωηφόρο Ἀνάστασή Του, δείχνει ὁ Κύριος καὶ μὲ τὸ θαῦμα ποὺ μᾶς παρουσιάζει σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας.
Η ἀνάσταση τοῦ παιδιοῦ τῆς χήρας γυναίκας, ὅπως ἐκτίθεται μέσα ἀπὸ τὴν περιγραφὴ τοῦ Εὐαγγελιστῆ Λουκᾶ, δὲν μπορεῖ νὰ περιορίζεται ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο στὴν προοπτικὴ ἑνὸς ἐντυπωσιακοῦ γεγονότος ποὺ μᾶς προκαλεῖ θαυμασμό. Κυρίως μᾶς παρακινεῖ νὰ ἀντικρίσουμε ἐν Χριστῷ τὸ μυστήριο τοῦ θανάτου.
Ἀκριβῶς, μὲ τὴ διείσδυση στὸ βάθος τῶν νοημάτων τῆς περικοπῆς, μποροῦμε νὰ διαπιστώσουμε ὅτι ὁ Χριστὸς ἀποκαλύπτει τὸ θάνατο σὰν «παρὰ φύσιν» κατάσταση ποὺ εἰσῆλθε στὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου μὲ αἰτία τὴν ἁμαρτία. Ὁ «φυσικὸς θάνατος» ποὺ σηματοδοτεῖ τὸ τέλος αὐτῆς τῆς ζωῆς, ὁ χωρισμὸς τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ σῶμα, δὲν μπορεῖ νὰ θεωρεῖται σὰν μία φυσικὴ κατάσταση. Ὁ Θεὸς δὲν δημιούργησε τὸν ἄνθρωπο γιὰ νὰ πεθάνει, ἀλλὰ «μένειν ἠθέλησεν ἐν ἀφθαρσίᾳ». Τὸ κείμενο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης μᾶς διαβεβαιώνει: «Ὁ Θεὸς ἔκτισε τὸν ἄνθρωπον ἐπ’ ἀφθαρσίᾳ καὶ εἰκόνα τῆς ἰδίας ἀϊδιότητος· φθόνῳ δὲ διαβόλου εἰσῆλθεν θάνατος εἰς τὸν κόσμον».
Ὁ ἄνθρωπος θὰ μποροῦσε νὰ κινηθεῖ στὴν προοπτική τῆς ἀθανασίας, ἂν δεχόταν τὴν κοινωνία τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἀντιπροσέφερε μὲ τὴν ἐναπόθεση τῆς ζωῆς του στὶς ἀγκάλες τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὴ ἡ ἀντιπροσφορὰ σημαίνει μετοχὴ στὴ ζωὴ τοῦ Θεοῦ, ἔξω ἀπὸ τὴν ὁποία ἐκεῖνο ποὺ κυριαρχεῖ εἶναι ὁ θάνατος. Στὸ πρόσωπο τῶν Πρωτοπλάστων διεφάνη ὅτι ὁ ἄνθρωπος δυστυχῶς κινήθηκε πρὸς τὴν κατεύθυνση τῆς ἐκτροπῆς τῆς κυκλοφορίας τῆς Θεϊκῆς ἀγάπης. Κατὰ τρόπο ποὺ νὰ τὴν κρατεῖ μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό του, γεγονὸς ποὺ συνιστᾶ καὶ τὴν ἐγωιστικὴ τοποθέτησή του.
Μὲ τὴν ἐκτροπὴ αὐτὴ καὶ τὴν ροπὴ πρὸς τὴν ἁμαρτία, ὁ ἄνθρωπος κλείστηκε ἑρμητικὰ στὸν ἑαυτὸ του, ἀπό ἐγωισμό καὶ φιλαυτία. Παραμέρισε τὸν Θεὸ ἀπορρίπτοντας τὴ δωρεὰ τῆς ἀγάπης Του. Στὴν κορυφαία ἔκφραση τῆς τραγικότητάς του, στηρίχθηκε στὶς φυσικὲς καὶ βιολογικές του δυνάμεις ποὺ ἀπὸ τὴ «φύση» τους καταλήγουν στὴ φθορὰ καὶ τὸ θάνατο. Προηγήθηκε λοιπὸν ὁ «πνευματικὸς θάνατος», ποὺ ἐπέρχεται ἀπὸ τὸ χωρισμὸ τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ ἀκολούθησε ὡς συνέπεια ὁ «φυσικὸς θάνατος» ποὺ συνιστᾶ τὸ χωρισμὸ τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ σῶμα.
Πέραν ἀπὸ τὶς ὅποιες ἀνθρώπινες ἑρμηνεῖες δίνονται στὸ θάνατο καὶ παρὰ τὶς ἀπέλπιδες καὶ ἀγωνιώδεις προσπάθειες γιὰ νὰ ἀπομακρυνθεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν πραγματικότητά του καὶ τὴν ἐπιθυμία του νὰ ζεῖ αἰωνίως, δὲν μπορεῖ νὰ μὴν ἔλθει ἀντιμέτωπος μὲ αὐτόν.
Τὸ πιὸ κρίσιμο σημεῖο γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τοῦ θέματος ἐπικεντρώνεται στὸ κατὰ πόσον ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος ἐπιδιώκοντας τὴν αἰώνια καὶ ἀτελεύτητη ζωή, ἐκμεταλλεύεται τὴν προσφορὰ τῆς Θείας ἀγάπης, γιὰ νὰ ἑνώσει τὴν κτιστὴ ὕπαρξή του μὲ τὴν ἄκτιστη Κυριότητα τοῦ Ἰησοῦ. Δὲν εἶναι ἄλλωστε τυχαῖο τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς στὴν περικοπὴ ποὺ ξεδιπλώνει σήμερα μπροστὰ μας ἡ Ἐκκλησία, ὀνομάζει τὸν Ἰησοῦ «Κύριον». Εἶναι πράγματι ὁ Κύριος, ὁ Θεός, ὁ Δημιουργὸς καὶ ὁ Ἐξουσιαστὴς τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου. Ἡ ἀναγκαιότητα νὰ συνδέσει ὁ ἄνθρωπος τὴ ζωή του μὲ τὴν παρουσία τοῦ Κυρίου καὶ εἰδικότερα μὲ τὸ Σῶμα Του ποὺ παρατείνεται στὸν αἰῶνα, πηγάζει καὶ ἀπὸ τὴν ἔμφυτη ἐπιθυμία του νὰ ζεῖ αἰωνίως. Ὁ ἀνθρωπος μὲ κανένα τρόπο καὶ ποτὲ δὲν θέλει νὰ πεθάνει. Ἡ «κατ’ εἰκόνα» Θεοῦ δημιουργία του, τὸν παραπέμπει στὴν αἰώνια παρουσία τοῦ Κυρίου, στὴν ἀγάπη τοῦ ὁποίου καλεῖται νὰ ἐναποθέσει τὸν ἑαυτό του μὲ ὅλα τὰ βάρη ποὺ σηκώνει. Σ’ αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν προοπτικὴ ἡ ζωὴ του καταξιώνεται καὶ ἀποκτᾶ νόημα καὶ περιεχόμενο, πέραν τῆς φοβερότητας καὶ τῆς τραγωδίας τοῦ θανάτου.
Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ ποὺ παρουσιάζει μπροστὰ μας τὴν θαυματουργὴ ἀνάσταση τοῦ παιδιοῦ ἀπὸ τὸν Χριστό, μᾶς προσκαλεῖ ν’ ἀποκομίσουμε κι ἐμεῖς γεύσεις ζωῆς ἀπὸ τὴν παρουσία τοῦ Θεανθρώπου Κυρίου ἀνάμεσά μας. Στὴ σωτήρια αὐτὴ πορεία του, ὁ ἀνθρωπος μπορεῖ ν’ ἀντικρίσει τὴ δυναμική τῆς αἰώνιας ζωῆς ποὺ ἀποκαλύπτεται στὸ παρὸν ὡς κοινωνία ἀγάπης μὲ τὸ Θεό. Σὲ μία κορύφωση αὐτῆς τῆς κοινωνίας στὴν πιὸ ἐμπειρική της μορφή, ὁ Χριστὸς μᾶς προσκαλεῖ στὸ Εὐχαριστιακὸ Δεῖπνο, δηλαδὴ στὸ μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Ὅταν κοινωνοῦμε, μετέχουμε ἀπὸ τώρα τῆς αἰώνιας ζωῆς καὶ γινόμαστε δέκτες τῶν πιὸ ἀναστάσιμων καὶ ἐλπιδοφόρων μηνυμάτων. Ἂς ἀνταποκριθοῦμε, λοιπόν, στὴ μεγάλη αὐτὴ προσφορὰ τῆς ἀγάπης τοῦ Κυρίου μας, μέσα ἀπὸ τὴ δυναμική τῆς ὁποίας μποροῦμε νὰ βαδίσουμε τὸ δρόμο τῆς σωτηρίας μας, ὅπως ὁ νέος της περικοπῆς ποὺ ἄκουσε τὸ «νεανίσκε, σοὶ λέγω ἐγέρθητι». Ἀμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου