ΑΓΙΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ
Ὁ ἅγιος Δημήτριος εἶναι ἀπὸ τοὺς ἐνδοξότερους ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἀποτελεῖ τὸν πολιοῦχο τῆς Θεσσαλονίκης, τῆς πόλης ὅπου γεννήθηκε, ἔζησε καὶ μαρτύρησε. Ἡ μνήμη του ἑορτάζεται στὶς 26 Ὀκτωβρίου.
Ὁ Δημήτριος γεννήθηκε γύρω στὸ 280, ἐπὶ αὐτοκράτορος Μαξιμιανοῦ, καὶ καταγόταν ἀπὸ εὐγενῆ οἰκογένεια. Σπούδασε, ἔλαβε μόρφωση καὶ χριστιανικὴ παιδεία, καὶ σὲ νεαρὴ ἡλικία κατατάχθηκε στὸν ρωμαϊκὸ στρατό. Μὲ τὴν πνευματική του ὑπεροχή, τὴν εὐσέβεια καὶ τὸ ἦθος του ὁ Δημήτριος ἔγινε πολὺ γρήγορα γνωστὸς σὲ ὁλόκληρη τὴν πόλη τῆς Θεσσαλονίκης. Ἡ φήμη του ἔφθασε μέχρι τὸν βασιλιὰ Μαξιμιανὸ Γαλέριο, ὁ ὁποῖος, ἐκτιμῶντας τὶς ἀρετές του, τὸν προσέλαβε ἀρχικὰ ὡς μέλος τῆς συγκλήτου τῆς πόλεως καὶ στὴ συνέχεια τὸν τίμησε μὲ τὸ ἀξίωμα τοῦ Δούκα, διορίζοντάς τον στρατηγὸ ὅλης τῆς Θεσσαλίας.
Ὡς ἀληθινὸς Χριστιανὸς ὁ Δημήτριος ἀνέλαβε μὲ ζῆλο ἱεραποστολικὸ ἔργο. Σχημάτισε ἕνα κύκλο νεαρῶν μαθητῶν καὶ τοὺς δίδασκε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ στὶς ὑπόγειες στοές, κοντὰ στὰ δημόσια λουτρὰ τῆς πόλης.
Κατὰ τὴ διάρκεια μίας τέτοιας συνάθροισης, οἱ εἰδωλολάτρες τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν ὁδήγησαν ἐνώπιον τοῦ αὐτοκράτορα Μαξιμιανοῦ, ποὺ τότε παρεπιδημοῦσε στὴ Θεσσαλονίκη. Ὁ αὐτοκράτορας τοῦ ζήτησε νὰ ἀπολογηθεῖ γιὰ τὴ στάση του καὶ ὁ Δημήτριος ἀπάντησε μὲ θάρρος: «Βασιλιᾶ μου, ἐγὼ τιμῶ τὴ βασιλεία σου, τιμῶ ὅμως περισσότερο ἀπὸ ἐσένα τὸν Θεὸ τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, ὁ ὁποῖος εἶναι βασιλιὰς ὅλου τοῦ κόσμου». «Καὶ ποιὸς εἶναι ὁ Θεός σου;», τὸν ρώτησε ὁ Μαξιμιανός; Καὶ ὁ ἅγιος τοῦ εἶπε: «Ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, ἐκεῖνος εἶναι Θεὸς ἀληθινὸς καὶ Βασιλεὺς Παντοκράτωρ». Ὁ βασιλιὰς τοῦ λέγει πάλι: «Λοιπὸν αὐτὸν πιστεύεις ἐσὺ καὶ διὰ τοῦτο δὲν καταδέχεσαι ἐμᾶς; Καὶ τί καλὸ εἶδες ἀπὸ τὸν Χριστό σου καὶ τὸν ἔχεις Θεὸ καὶ Βασιλέα; Δὲν εἶναι θεὸς ὁ Ζεύς, ὁ Ἀπόλλων καὶ οἱ λοιποί, ἀλλὰ ὁ Χριστός σου; Δὲν σὲ τίμησα ἐγὼ καὶ σὲ διόρισα ἡγεμόνα τῆς Θεσσαλίας; Ἐπειδὴ εἶσαι ἀγνώμων θὰ βασανισθεῖς καὶ θὰ τιμωρηθεῖς, γιὰ νὰ μάθεις ποιὸς εἶμαι ἐγὼ καὶ ποιὸς εἶσαι ἐσὺ καὶ τί μπορεῖ νὰ κάνει ὁ Θεός σου γιὰ σένα». Ὁ ἅγιος τότε τοῦ ἀποκρίθηκε: «Βασιλιᾶ, τὶς τιμωρίες καὶ τὰ βάσανα μὲ τὰ ὁποῖα μὲ ἀπειλεῖς ἐγὼ τὰ θεωρῶ ὡς χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση, διότι αὐτὰ θὰ μοῦ χαρίσουν τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν καὶ ἀτελείωτη τιμή». Ὁ βασιλιὰς ἐξοργίστηκε καὶ πρόσταξε νὰ τὸν φυλακίσουν, μέχρι τὴν ὥρα ποὺ θὰ τὸν τιμωροῦσε.
Ἐνῷ ὁ Δημήτριος ἦταν φυλακισμένος, ἕνας ἀπὸ τοὺς μαθητές του, ὁ Νέστορας, θέλησε νὰ ἀγωνιστεῖ ἐξ ὀνόματος τῶν χριστιανῶν μὲ τὸν εἰδωλολάτρη Λυαῖο. Ἔτσι πῆγε στὴ φυλακή, ὅπου ἦταν ὁ Δημήτριος καὶ τοῦ εἶπε: «Δοῦλε τοῦ Θεοῦ, τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ βασιλιὰς χαίρεται μὲ τὶς πράξεις τοῦ Λυαίου. Ἡ ψυχή μου ἐπιθυμεῖ νὰ παλέψει μαζί του, γι᾽ αὐτὸ εὐλόγησέ με καὶ ἐνδυνάμωσέ με νὰ ὑπάγω νὰ τὸν νικήσω». Τότε ὁ Δημήτριος ἔκανε τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ στὸ μέτωπο τοῦ Νέστορος καὶ τοῦ εἶπε: «Ὕπαγε καὶ τὸν Λυαῖο θὰ νικήσεις καὶ ὑπὲρ τοῦ Χριστοῦ θὰ μαρτυρήσεις». Μὲ τὴν πεποίθηση λοιπὸν ὅτι ἔχει τὴ χάρη καὶ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ὁ Νέστορας μπῆκε στὴν παλαίστρα καὶ ὄχι μόνο νίκησε τὸν Λυαῖο, ἀλλὰ καὶ τὸν σκότωσε.
Ὀργισμένος ὁ αὐτοκράτορας ἀπὸ τὴν ἥττα τοῦ Λυαίου, καὶ μόλις ἔμαθε ὅτι αὐτὸς φονεύθηκε μὲ παρέμβαση τοῦ Δημητρίου διέταξε τὸν ἀποκεφαλισμὸ τοῦ Νέστορα καὶ τὴ θανάτωση τοῦ Δημητρίου μὲ λογχισμούς. Πράγματι, οἱ στρατιῶτες πῆγαν στὴ φυλακὴ καὶ φόνευσαν τὸν Δημήτριο, καρφώνοντας τὶς λόγχες τους σὲ ὅλο του τὸ σῶμα. Ὁ πρῶτος μάλιστα λογχισμὸς ἦταν στὴ δεξιά του πλευρά, διότι μόλις τοὺς εἶδε ὁ Δημήτριος ὕψωσε μόνος του τὴ δεξιά του χεῖρα, γιὰ νὰ τὸν λογχίσουν. Μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο λοιπὸν μαρτύρησε ὁ Δημήτριος. Ὁ θάνατος τοῦ ἁγίου Δημητρίου ὀνομάσθηκε «Χριστομίμητος σφαγή», διότι, ὅπως ἀναφέρει ὁ ἅγιος Νικόλαος ὁ Καβάσιλας, εἶχε πολλὲς ὁμοιότητες μὲ αὐτὸν τοῦ Κυρίου: ὁ Δημήτριος ὑπηρέτησε τοὺς Χριστιανούς, διδάσκοντάς τους, ὁμολόγησε τὸν ἀληθινὸ Θεό, φυλακίστηκε γιὰ αὐτόν, δέχθηκε πλῆγμα στὴν πλευρὰ καὶ ἀπέθανε ὑπὲρ τοῦ Χριστοῦ.
Μετὰ τὸ μαρτύριο τοῦ ἁγίου Δημητρίου εὐλαβεῖς χριστιανοὶ πῆγαν κρυφὰ στὴ φυλακὴ καὶ ἐνταφίασαν τὸ λείψανο στὸ μέρος, ὅπου ἀργότερα χτίστηκε ναὸς πρὸς τιμή του. Ἀπὸ τὸν τάφο του ἀνάβλυζε μύρο, ἐξοῦ καὶ ἡ ὀνομασία Μυροβλήτης.
Ὁ ἅγιος Δημήτριος ἔχει ταυτισθεῖ πολὺ στενὰ μὲ τὴν πόλη τῆς Θεσσαλονίκης. Ἡ πόλη καυχᾶται γιὰ τὸν ἅγιο καὶ τὸ μαρτύριό του ὑπὲρ τοῦ Χριστοῦ καὶ ἀνέκαθεν τὸν θεωρεῖ προστάτη της ἀπὸ τὴν ἐναντίον της ἐπιβολὴ τῶν Σλάβων, τῶν Ἀβάρων, τῶν Ἀράβων, τῶν Νορμανδῶν, τῶν Φράγκων, τῶν Τούρκων καὶ ἄλλων βαρβάρων. Βέβαια ὁ ἅγιος δὲν περιορίζει τὶς εὐεργεσίες του μόνο στὴν πόλη τῆς Θεσσαλονίκης, ἀλλὰ βοηθᾶ ὅποιον τὸν ἐπικαλεστεῖ μὲ πίστη καὶ καθαρὰ καρδία, καθὼς καὶ ὅποιον θελήσει νὰ τὸν τιμήσει ὀρθὰ καὶ χριστιανικά, δηλαδὴ προσπαθῶντας νὰ μιμηθεῖ τὴ θεοπρεπῆ ζωή του.
Ὁ ἅγιος Δημήτριος εἶναι ἀπὸ τοὺς ἐνδοξότερους ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἀποτελεῖ τὸν πολιοῦχο τῆς Θεσσαλονίκης, τῆς πόλης ὅπου γεννήθηκε, ἔζησε καὶ μαρτύρησε. Ἡ μνήμη του ἑορτάζεται στὶς 26 Ὀκτωβρίου.
Ὁ Δημήτριος γεννήθηκε γύρω στὸ 280, ἐπὶ αὐτοκράτορος Μαξιμιανοῦ, καὶ καταγόταν ἀπὸ εὐγενῆ οἰκογένεια. Σπούδασε, ἔλαβε μόρφωση καὶ χριστιανικὴ παιδεία, καὶ σὲ νεαρὴ ἡλικία κατατάχθηκε στὸν ρωμαϊκὸ στρατό. Μὲ τὴν πνευματική του ὑπεροχή, τὴν εὐσέβεια καὶ τὸ ἦθος του ὁ Δημήτριος ἔγινε πολὺ γρήγορα γνωστὸς σὲ ὁλόκληρη τὴν πόλη τῆς Θεσσαλονίκης. Ἡ φήμη του ἔφθασε μέχρι τὸν βασιλιὰ Μαξιμιανὸ Γαλέριο, ὁ ὁποῖος, ἐκτιμῶντας τὶς ἀρετές του, τὸν προσέλαβε ἀρχικὰ ὡς μέλος τῆς συγκλήτου τῆς πόλεως καὶ στὴ συνέχεια τὸν τίμησε μὲ τὸ ἀξίωμα τοῦ Δούκα, διορίζοντάς τον στρατηγὸ ὅλης τῆς Θεσσαλίας.
Ὡς ἀληθινὸς Χριστιανὸς ὁ Δημήτριος ἀνέλαβε μὲ ζῆλο ἱεραποστολικὸ ἔργο. Σχημάτισε ἕνα κύκλο νεαρῶν μαθητῶν καὶ τοὺς δίδασκε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ στὶς ὑπόγειες στοές, κοντὰ στὰ δημόσια λουτρὰ τῆς πόλης.
Κατὰ τὴ διάρκεια μίας τέτοιας συνάθροισης, οἱ εἰδωλολάτρες τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν ὁδήγησαν ἐνώπιον τοῦ αὐτοκράτορα Μαξιμιανοῦ, ποὺ τότε παρεπιδημοῦσε στὴ Θεσσαλονίκη. Ὁ αὐτοκράτορας τοῦ ζήτησε νὰ ἀπολογηθεῖ γιὰ τὴ στάση του καὶ ὁ Δημήτριος ἀπάντησε μὲ θάρρος: «Βασιλιᾶ μου, ἐγὼ τιμῶ τὴ βασιλεία σου, τιμῶ ὅμως περισσότερο ἀπὸ ἐσένα τὸν Θεὸ τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, ὁ ὁποῖος εἶναι βασιλιὰς ὅλου τοῦ κόσμου». «Καὶ ποιὸς εἶναι ὁ Θεός σου;», τὸν ρώτησε ὁ Μαξιμιανός; Καὶ ὁ ἅγιος τοῦ εἶπε: «Ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, ἐκεῖνος εἶναι Θεὸς ἀληθινὸς καὶ Βασιλεὺς Παντοκράτωρ». Ὁ βασιλιὰς τοῦ λέγει πάλι: «Λοιπὸν αὐτὸν πιστεύεις ἐσὺ καὶ διὰ τοῦτο δὲν καταδέχεσαι ἐμᾶς; Καὶ τί καλὸ εἶδες ἀπὸ τὸν Χριστό σου καὶ τὸν ἔχεις Θεὸ καὶ Βασιλέα; Δὲν εἶναι θεὸς ὁ Ζεύς, ὁ Ἀπόλλων καὶ οἱ λοιποί, ἀλλὰ ὁ Χριστός σου; Δὲν σὲ τίμησα ἐγὼ καὶ σὲ διόρισα ἡγεμόνα τῆς Θεσσαλίας; Ἐπειδὴ εἶσαι ἀγνώμων θὰ βασανισθεῖς καὶ θὰ τιμωρηθεῖς, γιὰ νὰ μάθεις ποιὸς εἶμαι ἐγὼ καὶ ποιὸς εἶσαι ἐσὺ καὶ τί μπορεῖ νὰ κάνει ὁ Θεός σου γιὰ σένα». Ὁ ἅγιος τότε τοῦ ἀποκρίθηκε: «Βασιλιᾶ, τὶς τιμωρίες καὶ τὰ βάσανα μὲ τὰ ὁποῖα μὲ ἀπειλεῖς ἐγὼ τὰ θεωρῶ ὡς χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση, διότι αὐτὰ θὰ μοῦ χαρίσουν τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν καὶ ἀτελείωτη τιμή». Ὁ βασιλιὰς ἐξοργίστηκε καὶ πρόσταξε νὰ τὸν φυλακίσουν, μέχρι τὴν ὥρα ποὺ θὰ τὸν τιμωροῦσε.
Ἐνῷ ὁ Δημήτριος ἦταν φυλακισμένος, ἕνας ἀπὸ τοὺς μαθητές του, ὁ Νέστορας, θέλησε νὰ ἀγωνιστεῖ ἐξ ὀνόματος τῶν χριστιανῶν μὲ τὸν εἰδωλολάτρη Λυαῖο. Ἔτσι πῆγε στὴ φυλακή, ὅπου ἦταν ὁ Δημήτριος καὶ τοῦ εἶπε: «Δοῦλε τοῦ Θεοῦ, τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ βασιλιὰς χαίρεται μὲ τὶς πράξεις τοῦ Λυαίου. Ἡ ψυχή μου ἐπιθυμεῖ νὰ παλέψει μαζί του, γι᾽ αὐτὸ εὐλόγησέ με καὶ ἐνδυνάμωσέ με νὰ ὑπάγω νὰ τὸν νικήσω». Τότε ὁ Δημήτριος ἔκανε τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ στὸ μέτωπο τοῦ Νέστορος καὶ τοῦ εἶπε: «Ὕπαγε καὶ τὸν Λυαῖο θὰ νικήσεις καὶ ὑπὲρ τοῦ Χριστοῦ θὰ μαρτυρήσεις». Μὲ τὴν πεποίθηση λοιπὸν ὅτι ἔχει τὴ χάρη καὶ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ὁ Νέστορας μπῆκε στὴν παλαίστρα καὶ ὄχι μόνο νίκησε τὸν Λυαῖο, ἀλλὰ καὶ τὸν σκότωσε.
Ὀργισμένος ὁ αὐτοκράτορας ἀπὸ τὴν ἥττα τοῦ Λυαίου, καὶ μόλις ἔμαθε ὅτι αὐτὸς φονεύθηκε μὲ παρέμβαση τοῦ Δημητρίου διέταξε τὸν ἀποκεφαλισμὸ τοῦ Νέστορα καὶ τὴ θανάτωση τοῦ Δημητρίου μὲ λογχισμούς. Πράγματι, οἱ στρατιῶτες πῆγαν στὴ φυλακὴ καὶ φόνευσαν τὸν Δημήτριο, καρφώνοντας τὶς λόγχες τους σὲ ὅλο του τὸ σῶμα. Ὁ πρῶτος μάλιστα λογχισμὸς ἦταν στὴ δεξιά του πλευρά, διότι μόλις τοὺς εἶδε ὁ Δημήτριος ὕψωσε μόνος του τὴ δεξιά του χεῖρα, γιὰ νὰ τὸν λογχίσουν. Μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο λοιπὸν μαρτύρησε ὁ Δημήτριος. Ὁ θάνατος τοῦ ἁγίου Δημητρίου ὀνομάσθηκε «Χριστομίμητος σφαγή», διότι, ὅπως ἀναφέρει ὁ ἅγιος Νικόλαος ὁ Καβάσιλας, εἶχε πολλὲς ὁμοιότητες μὲ αὐτὸν τοῦ Κυρίου: ὁ Δημήτριος ὑπηρέτησε τοὺς Χριστιανούς, διδάσκοντάς τους, ὁμολόγησε τὸν ἀληθινὸ Θεό, φυλακίστηκε γιὰ αὐτόν, δέχθηκε πλῆγμα στὴν πλευρὰ καὶ ἀπέθανε ὑπὲρ τοῦ Χριστοῦ.
Μετὰ τὸ μαρτύριο τοῦ ἁγίου Δημητρίου εὐλαβεῖς χριστιανοὶ πῆγαν κρυφὰ στὴ φυλακὴ καὶ ἐνταφίασαν τὸ λείψανο στὸ μέρος, ὅπου ἀργότερα χτίστηκε ναὸς πρὸς τιμή του. Ἀπὸ τὸν τάφο του ἀνάβλυζε μύρο, ἐξοῦ καὶ ἡ ὀνομασία Μυροβλήτης.
Ὁ ἅγιος Δημήτριος ἔχει ταυτισθεῖ πολὺ στενὰ μὲ τὴν πόλη τῆς Θεσσαλονίκης. Ἡ πόλη καυχᾶται γιὰ τὸν ἅγιο καὶ τὸ μαρτύριό του ὑπὲρ τοῦ Χριστοῦ καὶ ἀνέκαθεν τὸν θεωρεῖ προστάτη της ἀπὸ τὴν ἐναντίον της ἐπιβολὴ τῶν Σλάβων, τῶν Ἀβάρων, τῶν Ἀράβων, τῶν Νορμανδῶν, τῶν Φράγκων, τῶν Τούρκων καὶ ἄλλων βαρβάρων. Βέβαια ὁ ἅγιος δὲν περιορίζει τὶς εὐεργεσίες του μόνο στὴν πόλη τῆς Θεσσαλονίκης, ἀλλὰ βοηθᾶ ὅποιον τὸν ἐπικαλεστεῖ μὲ πίστη καὶ καθαρὰ καρδία, καθὼς καὶ ὅποιον θελήσει νὰ τὸν τιμήσει ὀρθὰ καὶ χριστιανικά, δηλαδὴ προσπαθῶντας νὰ μιμηθεῖ τὴ θεοπρεπῆ ζωή του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου