ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΡΟΝΑΞΙΑΣ
«ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΟΙ ΑΝΤΙΛΑΛΟΙ»
Κυριακή 16 Νοεμβρίου 2025
ΚΥΡΙΑΚΗ H΄ ΛΟΥΚΑ
Ὁ νομικὸς στὸ εὐαγγέλιο τοῦ Λουκᾶ θέτει ἕνα τέτοιο ἐρώτημα ὅχι γιὰ νὰ λάβει ἀπάντηση, ἀλλὰ γιὰ νὰ ὑπερασπιστεῖ αὐτὸ ποὺ ἤδη πιστεύει, ὅπως κάνουμε πολλὲς φορὲς στὴ ζωή μας: «Τί ἔδει ποιῆσαι γιὰ νὰ κληρονομήσω ζωὴν αἰώνιον;»
Πρόκειται γιὰ μιὰ εὐγενὴ ἐρώτηση, ποὺ προκαλεῖ συμπάθεια καὶ θαυμασμό, ἀλλὰ ὁ εὐαγγελιστὴς μᾶς λέει καθαρά: τὴν ἔθεσε γιὰ νὰ δοκιμάσει τὸν Ἰησοῦ. Καὶ ὁ Ἰησοῦς, πάντοτε πρᾶος διδάσκαλος, δὲν ἀπαντᾶ μὲ λόγια, ἀλλὰ μὲ μιὰ ἱστορία. Μιὰ ἱστορία ποὺ ταράσσει, ἐνοχλεῖ, γίνεται καθρέφτης γιὰ μᾶς.
«Ἦν ἄνθρωπος», λέγει ὁ Κύριος στὴν παραβολή. Σὰν νὰ λέει ὅτι δὲν ἔχει σημασία τὸ ὄνομά του, ἡ τέχνη του, ἡ φυλή του ἢ ἡ θέση του. Εἶναι ἁπλῶς ἕνας ἄνθρωπος ἀνώνυμος, ἀφανής, στὸν δρόμο ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ πρὸς τὴν Ἱεριχὼ. Ὁ δρόμος αὐτὸς ἦταν ἐπικίνδυνος, στριφογυριστὸς καὶ κατηφορικός, σκοτεινὸς καὶ γεμάτος ληστές. Καθὼς ἐκεῖ κατεβαίνει, ὁ ἄνθρωπος πέφτει στὰ χέρια τῆς βίας. Ξυλοκοπᾶται, τὸν ληστεύουν καὶ τὸν ἀφήνουν μισοπεθαμένο.
Δύο ἄνθρωποι περνοῦν. Εἶναι δίκαιοι καὶ εὐυπόληπτοι, εὐσεβεῖς καὶ σεβαστικοί. Ἕνας ἱερέας καὶ ἕνας Λευίτης. Και οἱ δύο γνῶστες τοῦ νόμου. Βλέπουν τὸν πληγωμένο ἄνθρωπο, καὶ τὸν προσπερνοῦν. Ὁ Κύριος δὲν μᾶς λέει γιατὶ προσπερνοῦν, καὶ πάλι δὲν ἔχει σημασία. Ἴσως εἶναι φόβος, ἴσως κούραση, ἴσως λόγοι καθαρμοῦ, ἐπείγουσας ὑπηρεσίας, ἢ ἡ ἀνησχία μήπως ἡ βοήθεια θὰ τοὺς ἔμπλεκε. Ὅποιος καὶ νὰ εἶναι ὁ λόγος, προσπερνοῦν.
Καὶ τότε ἔρχεται ὁ Σαμαρείτης. Και ἐδῶ ἡ ἱστορία ἀνατρέπεται. Ὁ Σαμαρείτης δὲν εἶναι ἁπλῶς περαστικός. Εἶναι, γιὰ τοὺς Ἰουδαίους, σύμβολο ἀποστασίας καὶ ἀκαθαρσίας, ἀποκλεισμένος ἀπὸ παντὸς κοινωνικοῦ δεσμοῦ. Αὐτὸς ὁ ἀφορισμένος δὲν περνᾶ δίπλα. Πλησιάζει, βλέπει τὸν ἄνθρωπο, συγκινεῖται, συμπαθεῖ ἀλλὰ καὶ ἐνεργεῖ. Δένει τὰ τραύματα, ρίχνει λάδι καὶ κρασί, ἀνεβάζει τὸν ἄνθρωπο στὸ δικό του ζῶο, τὸν πηγαίνει σὲ πανδοχεῖο, μένει ἐκεῖ καὶ πληρώνει παραπάνω. Γιὰ νὰ τὰ κάνει αὐτὰ ὑπερέβη τὰ ὅρια φυλῆς, θρησκείας, χρόνου, ἀσφάλειας —καὶ ἔτσι, σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς προηγούμενους, ἔγινε ὁ πλησίον.
Ἡ ἱστορία αὐτὴ εἶναι γνωστὴ ὄχι μόνο ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο ἀλλὰ ἀπὸ τὴν καθημερινή μας ἐμπειρία. Τὸν ξέρουμε αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο. Εἶναι ὁ κάθε λογῆς κακοποιημένος, ὁ ἄστεγος, ὁ πρόσφυγας, ὁ πεινασμένος, ὁ ξένος, ὁ οἰκογενειάρχης ποὺ πετιέται στὸν δρόμο, ὁ περιφρονημένος, ὁ ἀόρατος, μπορεῖ κάποτε νὰ εἴμαστε κι ἐμεῖς. Ξέρουμε ὅμως καὶ ἐκείνους ποὺ προσπερνοῦν, διότι κι ἐμεῖς ἔχουμε προσπεράσει, ἔχουμε στρέψει τὸ βλέμμα, ἔχουμε σιωπήσει, γιατὶ ἤμασταν ἀπασχολημένοι ἢ φοβισμένοι. Ἔτσι, ἐκείνη τὴ στιγμὴ δὲν γίναμε ὁ πλησίον.
Ὁ Κύριος διηγήθηκε τὴν παραβολὴ αὐτή, γιὰ νὰ ἀπαντήσει στὸ εἰδικότερο ἐρώτημα τοῦ νομικοῦ: «Τίς ἐστὶν ὁ πλησίον μου;» Δὲν ἀπαντᾶ ὅμως ἀκριβῶς ὅπως τίθεται τὸ ἐρώτημα, διαφορετικὰ θὰ ἔλεγε ὅτι ὁ πλησίον σου εἶναι ὁ πληγωμένος ἄνθρωπος. Ὅμως, ὁ Χριστὸς δίνει ἕνα καινούργιο νόημα. Δὲν ἀπαντᾶ στὸ «ποιός εἶναι ἄξιος τῆς ἀγάπης μου;» ἀλλὰ στὸ «τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποὺ καλοῦμαι νὰ γίνω»;
Καλοῦμαι λοιπὸν νὰ γίνω ὁ πλησίον τῶν ἄλλων. Τὸ «πορεύου καὶ ποίει ὁμοίως» εἶναι ὁ μοναδικὸς δρόμος πρὸς τὴν αἰώνια ζωή. Ἡ εὐσέβεια καὶ ἡ δικαιοσύνη χωρὶς ἔλεος εἶναι μόνο θόρυβος. Ὁ Κύριος δὲν καλεῖ γιὰ θαυμασμό, ἀλλὰ γιὰ μίμηση. Δὲν προσφέρει ἁπλῶς τροφὴ γιὰ σκέψη, ἀλλὰ καλεῖ σὲ πράξη. Δὲν δίνει θεωρητικοὺς ὁρισμοὺς τοῦ «πλησίον», καλεῖ νὰ γίνουμε πλησίον. Νὰ βλέπουμε τοὺς ἀνθρώπους ὄχι ὡς πρόβλημα, ἀλλὰ ὡς ψυχὲς νὰ ἀγκαλιάσουμε. Καὶ ἡ ἐντολὴ βέβαια ἔχει κόστος. Ἀπαιτεῖ νὰ σταματήσουμε ὅταν ὁ κόσμος συνεχίζει, νὰ θυσιάσουμε τὴ βολή μας, τὴν ἄνεση καὶ τὸ πρόγραμμά μας, νὰ θυσιάσουμε τὶς συνήθειες καὶ τὴ ρουτίνα μας.
Βέβαια, ἡ παραβολὴ κινεῖται σὲ δύο ἐπίπεδα. Ἡ Ἐκκλησία εἶδε ἀπὸ παλαιά τὸν πληγωμένο ἄνθρωπο ὡς σύμβολο τῆς πεσμένης ἀνθρωπότητας καὶ τὸν Καλὸ Σαμαρείτη ὡς τὸν ἴδιο τὸν Χριστό. Αὐτὸς ἔπεσε ἀπὸ τὴν ἐπουράνια δόξα Του σὲ τόπο ταπεινὸ γιὰ νὰ μᾶς βρεῖ στὴν τραγωδία μας. Αὐτὸς πλησίασε ὅταν οἱ ἄλλοι προσπέρασαν. Αὐτὸς ἔδωσε τὸ αἷμα καὶ τὸ Πνεῦμα Του γιὰ νὰ ἐπούλωσει τὰ τραύματά μας. Αὐτὸς μᾶς σήκωσε στοὺς ὤμους Του καὶ μᾶς ἔφερε σὲ καταφύγιο, ἔλυσε τὰ χρέη μας καὶ ὑπόσχεται νὰ ἐπιστρέψει.
Ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Καλὸς Σαμαρείτης. Καὶ μᾶς καλεῖ, ὄχι μόνο νὰ λάβουμε χάρι καὶ ἔλεος, ἀλλὰ καὶ νὰ προσφέρουμε χάρι καὶ ἔλεος ἀνοιχτόχερα, «πορευόμενοι καὶ ποιοῦντες ὁμοίως».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου