Ἕνα φοβερό δαιμόνιο
Εὐαγγελικό Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 29 Μαρτίου 2020, Δ΄ Νηστειῶν – Ὁσ. Ἰωάννου Κλίμακος (Μάρκ. θ΄ 17-31)
1. ΕΩΣ ΠΟΤΕ ΘΑ ΜΑΣ ΑΝΕΧΕΤΑΙ;
Πάνω στό ὄρος Θαβώρ τρεῖς μαθητές ζοῦν τό μεγαλειῶδες θαῦμα τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Κυρίου καί κάτω στόν κόσμο οἱ ὑπόλοιποι ἐννέα μαθητές ἀντιμετωπίζουν τό φοβερό δρᾶμα τῆς παραμορφώσεως ἑνός δαιμονισμένου. Καί καθώς ὁ Κύριος κατεβαίνει ἀπό τό φῶς τοῦ Θαβώρ, συναντᾶ τό σκοτάδι τοῦ κόσμου. Ἀντικρύζει τόν βασανισμένο πατέρα τοῦ δαιμονισμένου νά γονατίζῃμέ πόνο στά πόδια του καί νά τοῦ λέει:
– Διδάσκαλε σοῦ ἔφερα τό παιδί μου, πού ἔχει κυριευθεῖ ἀπό φοβερό δαιμόνιο, τό ὁποῖο τοῦ ἔχει πάρει τή λαλιά του. Κι ὅπου τό πιάσῃ, τό ρίχνει στή γῆ, τό κάνει νά βγάζῃ ἀπό τό στόμα του ἀφρούς, νά τρίζῃ τά δόντια του καί νά μένῃ ξερό καί ἀναίσθητο. Ἔφερα, Κύριε, τό παιδί μου στούς μαθητές σου καί τούς παρεκάλεσα νά βγάλουν τό δαιμόνιο, ἀλλά δέν μπόρεσαν.
Καί ὁ Κύριος ἀποκρίνεται στό πονεμένο πατέρα:
– Ὦ γενεά ἄπιστη, πού τόσα θαύματα εἶδες ἀπό ἐμένα! Ἕως πότε θά εἶμαι ἀκόμη μαζί σας; Ἕως πότε θά σᾶς ἀνέχομαι;
ΕΩΣ ΠΟΤΕ λοιπόν θά ἀνέχεται ὁ Κύριος τήν ὀλιγοπιστία τῶν ἀνθρώπων; Ὁ πατέρας τοῦ εὐαγγελίου βέβαια εἶχε ἐλαφρυντικά. Δέν γνώριζε ποιός ἦταν ὁ Κύριος. Ἐμεῖς ὅμως δέν ἔχουμε κανένα. Ἐμεῖς γνωρίζουμε ποιός εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, γνωρίζουμε πώς εἶναι ὁ Θεός πού ἔγινε ἄνθρωπος καί θυσιάστηκε γιά μᾶς. Δεχόμαστε καθημερινά τίς φανερές καί ἀφανεῖς εὐεργεσίες του, τό πολύ ἔλεός του, τή χάρι τῶν μυστηρίων του. Καί παρόλα αὐτά ὀλιγοπιστοῦμε. Ἀλλά ὁ Κύριος δέν μᾶς ἐγκαταλείπει, δέν μᾶς καταδικάζει. Μᾶς ἀνέχεται, διότι θέλει τή σωτηρία μας.
Αὐτή ὅμως ἡ ἀνοχή τῆς ἀγάπης του δέν πρέπει νά μᾶς κάνῃ νά ἐφησυχάζουμε. Ἀλλά νά μᾶς βοηθᾷ νά μετανοήσουμε. Νά καταλάβουμε τήν ἀδυναμία μας, νά ἀποτινάξουμε κάθε ὀλιγοπιστία, δισταγμό ἤ ἀμφιβολία. Καί νά ἀφοσιωθοῦμε περισσότερο στόν Κύριο καί στήν πρόνοια του. Νά ἐμπιστευθοῦμε ὁλοκληρωτικά τήν ζωή μας σ’ Αὐτόν. Καί θά ἀκολουθῇ τό θαῦμα. Ὅπως ἔγινε καί μέ τόν δαιμονισμένο νέο.
2. ΒΟΗΘΕΙΑ ΣΤΗΝ ΟΛΙΓΟΠΙΣΤΙΑ ΜΑΣ
Καθώς λοιπόν φέρνουν τόν νέο στόν Κύριο, γίνεται κάτι συγκλονιστικό. Μόλις τό δαιμόνιο βλέπει τόν Κύριο, ταράζει τόν νέο μέ φοβερούς σπασμούς. Τό δυστυχισμένο παιδί τώρα ἀρχίζει νά κυλιέται στή γῆ καί νά βγάζῃ ἀφρούς ἀπ’τό στόμα του. Μπροστά σ’ αὐτό τό σπαρακτικό θέαμα, ὁ Κύριος ρωτᾶ τόν πατέρα:
– Ἀπό πότε τό δαιμόνιο ἔχει κυριεύσει τόν γιό σου καί τοῦ δημιούργησε αὐτή τήν τρομερή κατάστασι;
Καί ὁ δυστυχισμένος πατέρας τοῦ ἀπαντᾶ.
– Ἀπό μικρό παιδί, Κύριε, τό βασανίζει. Πολλές φορές μάλιστα τό ἔχει ρίξει στή φωτιά καί στό νερό, γιά νά τό θανατώσῃ. Ἀλλά, Κύριε, ἐάν μπορῇς νά κάνῃς κάτι, λυπήσου μας καί βοήθησέ μας.
Καί ὁ Κύριος ἀπαντᾷ στόν πατέρα μέ τήν ἀσθενική πίστι: «Ἐσύ ἄν μπορῇς νά πιστεύσῃς, θά γίνῃ τό παιδί σου καλά. Διότι ὅλα εἶναι δυνατά σέ κεῖνον πού πιστεύει». Ὁ πατέρας τώρα γεμᾶτος δάκρυα στά μάτια, σάν μόλις νά ξύπνησε ἀπό τό λήθαργο τῆς ὀλιγοπιστίας του, φωνάζει μέ δύναμη στόν Χριστό:
– Πιστεύω, Κύριε, ἀλλά ἔχω ἀδύναμη πίστι. Βοήθα με λοιπόν νά ἀπαλλαγῶ ἀπό τήν ὀλιγοπιστία μου.
Καί ὁ Κύριος ἀμέσως μέ ἕνα παντοδύναμο πρόσταγμα ἐπιπλήττει αὐστηρά τό δαιμόνιο καί τοῦ λέει: «πονηρό πνεῦμα, ἄλαλο καί κωφό, σέ διατάζω νά βγῇς ἀπό αὐτό τό νέο καί νά μήν εἰσέλθῃς ποτέ πλέον σ’ αὐτόν». Τό πονηρό πνεῦμα τότε ἀρχίζει νά φωνάζῃ καί νά συνταράζῃ τό παιδί. Καί κατόπιν ἐξαφανίζεται ἀφήνοντάς τό παιδί κάτω σχεδόν νεκρό. Ὅμως ὁ Κύριος τό πιάνει ἀπό τό χέρι καί τό σηκώνει γεμᾶτο ὑγεία, ἐλεύθερο ἀπό τό δαιμόνιο.
Συγκλονισμένοι οἱ μαθητές ρωτοῦν κατόπιν ἰδιαιτέρως τόν Κύριο μέ ἀπορία. «Γιατί ἐμεῖς δέν μπορέσαμε νά διώξουμε τό πονηρό πνεῦμα ἀπό τό νέο;»
«Αὐτό τό εἶδος τοῦ δαιμονίου» ἀπαντᾶ ὁ Κύριος «δέν ἐκδιώκεται μέ τίποτε ἄλλο, παρά μόνο μέ προσευχή καί νηστεία».
ΕΙΝΑΙ πραγματικά συγκινητική ἡ ἀπάντησι καί προσευχή συνάμα τοῦ ὀλιγόπιστου πατέρα στόν Κύριο. «Πιστεύω Κύριε, βοήθει μοι τῇ ἀπιστίᾳ». Αὐτή θά πρέπει νά εἶναι καί ἡ δική μας θερμή καί δυνατή προσευχή. Διότι κι ἐμεῖς πολλές φορές ὀλιγόπιστοι εἴμαστε. Δέν ἐμπιστευόμαστε ὁλοκληρωτικά τόν ἑαυτό μας, τή ζώη μας, τήν οἰκογένειά μας, τό μέλλον μας, στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Κι ἐνῶ λέμε ὅτι εἴμαστε πιστοί, στήν οὐσία κάποτε φερόμαστε σάν ἄπιστοι. Διότι σέ στιγμές πειρασμῶν καί θλίψεων, σέ μία ἀσθένεια ἤ μιά περιπέτεια, τρομοκρατούμαστε καί τά χάνουμε. Βασανιζόμαστε μέσα στούς φόβους, τίς δειλίες ἤ τίς ἀπελπισίες μας. Λησμονοῦμε ὅτι ὁ Κύριος εἶναι δίπλα μας, γνωρίζει τά προβλήματα καί τίς ἀγωνίες μας, θέλει καί μπορεῖ νά μᾶς βοηθήσῃ. Νά πολεμήσουμε λοιπόν τήν ὀλιγοπιστία μας. «Ἑαυτούς καί ἀλλήλους καί πᾶσαν τήν ζωήν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα». Νά ἐμπιστευθοῦμε τόν ἑαυτό μας καί τούς γύρω μας καί ὅλη μας τή ζωή στόν Κύριο. Καί νά προσευχόμαστε λέγοντας μέ δύναμι: «Πιστεύω Κύριε, βοήθει μοι τῇ ἀπιστίᾳ».
* * *
Ἀγαπητοί ἀδελφοί, στό τέλος τοῦ ἱεροῦ εὐαγγελίου ἀναφέρεται ὅτι ὁ Κύριος κατόπιν ἔφυγε μέ τούς μαθητές περνώντας ἔξω ἀπό πόλεις τῆς Γαλιλαίας, γιά νά μήν μάθῃ κανείς πού ἦταν καί τί ἔκανε. Διότι πλησίαζε ὁ καιρός τοῦ πάθους του. Γι’ αὐτό προετοίμαζε τούς μαθητές, λέγοντάς τους ὅτι σέ λίγο θά παραδοθῇ σέ ἄνομους ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι θά τόν θανατώσουν. Αὐτός ὅμως τήν τρίτη ἡμέρα θά ἀναστηθῇ.
Ἄς συμπορευθοῦμε λοιπόν καί μεῖς μέ πίστι μαζί του κι ἄς συσταυρωθοῦμε γιά νά συναναστηθοῦμε καί νά συζήσουμε μέ τόν Κύριο στήν αἰώνιο Βασιλεία του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου