Κήρυγμα Κυριακῆς 12.07.2015
(Κυριακή ΣΤ΄ Ματθαίου Ρωμ. ιβ΄ 12)
«Ἡ ἀγάπη ἀνυπόκριτος»
Πολύς λόγος γίνεται κάθε φορά γιά τήν ἀγάπη, σάν ἀπαραίτητο συστατικό τῶν ἀμοιβαίων σχέσεων μας. Ὡστόσο τό στοιχεῖο τῆς ἐλλείψεως ὑποκρισίας σ’ αὐτήν εἶναι βασικό. Τό «ἡ ἀγάπη ἀνυπόκριτος» (Ρωμ. ιβ΄ 9) τοῦ Ἀποστόλου Παύλου μᾶς δίνει τήν ἀφορμή γιά τίς ἑπόμενες σκέψεις.
Ἡ ὑποκρισία μέσα στήν ἀγάπη ἔγινε συχνό φαινόμενο στίς ἡμέρες μας. Κάτω ἀπό τήν κάθε ἐκδήλωση φιλίας ἤ ἐνδιαφέροντός μας γιά τόν ἄλλο κρύβεται πολλή δόση ἀνειλικρίνειας καί μεγάλο ποσοστό συμφεροντολογικοῦ ὑπολογισμοῦ. Ἀγαπᾶμε ὄχι γιατί αἰσθανόμαστε τήν ἀγάπη μας, ἀλλά γιατί ἐφαρμόζουμε μυστικῶς – μερικές φορές μάλιστα καί φανερά- τήν νομική ἀρχή «δίνω γιά νά δώσεις». Δίνουμε τά ψίχουλα μιᾶς ψεύτικης ἀγάπης γιά νά εἰσπράξουμε τό κεφάλαιο μαζί μέ τόν τόκο. Ἕνας ψυχρός ὑπολογισμός στίς ἐκδηλώσεις μας ἀφαιρεῖ ἀπ’ αὐτές ὅ, τι εὐγενικό ὑπάρχει μέσα μας καί κατεβάζει στά χαμηλά καί τά πιό ἱερά συναισθήματα.
Γενικά ἡ εἰλικρίνεια στίς ἐνέργειές μας ἔχει σήμερα καταντήσει σπάνιο νόμισμα. Ὁ καθένας κοιτάζει πώς θά ξεγελάσει τόν ἄλλον, προσφέροντάς του κίβδηλα αἰσθήματα πού στήν πρώτη δυσκολία ἐξανεμίζονται καί ἀπογυμνώνονται ἀπό τό ἐπιμελημένο ἔνδυμά τους.
Μᾶς περιβάλλουν ἄνθρωποι πού λίγο ἤ πολύ παίζουν μέ τόν ἑαυτό τους καί μαζί μας κατεβάζοντας σέ ἐπικίνδυνο σημεῖο τήν ποιότητα τῆς ζωῆς. Κανείς μας δέν μπορεῖ νά θεωρηθεῖ ἀμέτοχος τῆς εὐθύνης γιά τό φαινόμενο αὐτό, πού μοιάζει μέ ἕνα φαύλο κύκλο.
Ὅλοι μιλᾶνε γιά τήν ἀνάγκη τῆς εἰλικρίνειας στίς διανθρώπινες σχέσεις μας κι ὅλοι ἔπειτα ὑποκύπτουμε στόν πειρασμό νά συμμορφωθοῦμε μέ ὅ, τι ἐπικρατεῖ στήν κοινωνία μας. Ἔτσι ἔχουμε μάθει νά ἀντικρίζουμε μέ περισσή ἐπιφύλαξη τόν διπλανό μας, καθώς διαπιστώνουμε τήν ἠθική διάβρωση ὅλων μας ἀπό τό κακό τῆς ἀνειλικρίνειας καί τῆς ὑποκρισίας.
Κι ὅμως εἶναι ἀνάγκη μας ψυχική ν’ ἀγαπᾶμε. Καί ν’ ἀγαπᾶμε ἀνυπόκριτα. Χωρίς δηλαδή σκεπασμένες ἐπιδιώξεις πού συχνά ἀπογυμνώνουν τήν ἀγάπη μας ἀπό τήν ὅλη θειότητα καί εὐγένειά της. Κουραζόμαστε ψυχικά κάθε φορά πού χρειάζεται νά κάνουμε μία πικρή διαπίστωση πώς τούς καιρούς μας «ἐψύγει ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν», γιατί στήν βάση της αὐτή ἡ διαπίστωση ἔχει τήν πνευματική καταδίκη τῆς ἐποχῆς μας, ἔστω κι ἄν μεσουρανοῦν οἱ τεχνολογικές της κατακτήσεις. Ποτέ ἄλλοτε δέν εἶναι τόσο ἄρρωστη μία κοινωνία, ὅσο ὅταν τά στελέχη της ἐμεῖς δηλ. οἱ ἄνθρωποι δέν μποροῦμε ν’ ἀντικρύζουμε ὁ ἕνας τόν ἄλλον μέ τό φωτεινό πρόσωπο τοῦ ἀθώου πού ἀγαπάει εἰλικρινά καί μέ τό μέτωπο καθαρό. Ἀλλά στίς ἡμέρες μας ἡ ἀνυπόκριτη ἀγάπη, καθώς ἀπουσιάζει ἀπό πολλές πτυχές τοῦ βίου μας, σκοτεινιάζει τίς καρδιές μας καί γεννάει στίς ψυχές μας καί στά πρόσωπά μας τήν ἀμφισβήτηση γιά τό μέλλον μας.
Ποτέ ἡ κοινωνία τῶν στόχων καί ἡ ὁμοιογένεια τῶν πολιτικῶν πεποιθήσεων ἤ τό σφυκτικό δέσιμο τῶν ἰδίων συμφερόντων δέν μπόρεσαν νά ἐξασφαλίσουν τήν ἀνυπόκριτη ἀγάπη. Ἡ ἱστορία πληροφορεῖ πώς κανένα ἀπό τά παραπάνω σχήματα δέν βρέθηκαν ἱκανά στό διάβα τῶν αἰώνων νά ἐπιβάλει στούς ἀνθρώπους ν’ ἀγαπιῶνται εἰλικρινά καί πέρα ἀπό κάθε ὑπολογισμό. Οὔτε κι αὐτή ἀκόμα ἡ κοινότητα τοῦ αἵματος δέν μπόρεσε νά ἐγγυηθεῖ κάτι τέτοιο. Γιατί αὐτή βασίζεται κυρίως ἐπάνω στήν ἐσωτερική ἀναγέννηση καί στήν πίστη στόν ἄνθρωπο πού εἶναι εἰκόνα Θεοῦ.
Ἡ ἀληθινή ἀγάπη πρός τόν ἄνθρωπο δέν εἶναι σκέτο συναίσθημα. Ἔχει σάν ἀφετηρία τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό. Ἔρχεται σάν προέκταση αὐτῆς τῆς ἀγάπης, γι’ αὐτό καί ἔχει χαρακτήρα ἱερό. Ἔτσι, σέ τελευταία ἀνάλυση ἡ εἰλικρινής ἀγάπη μας γιά τόν ἄλλον δέν ἐξαρτᾶται ἀποκλειστικά ἀπό ἐμᾶς. Εἶναι, θά ἔλεγα, δῶρο τοῦ Θεοῦ ἤ μᾶλλον ἀντίδωρον σέ ὅσους στηρίζονται πάνω στήν πρός Αὐτόν ἀγάπη. Γι’ αὐτό οἱ δύο ἀγάπες, πρός τόν Θεόν καί πρός τόν ἄνθρωπον, στά πλαίσια τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας, βρίσκονται σέ ἄμεση σχέση. Δηλ. δέν μπορεῖ κανείς νά ἀγαπάει τόν Θεό σάν δέν ἀγαπάει τόν ἄνθρωπο καί τανάπαλιν. Αὐτή ἡ ἀλληλοεξάρτηση δείχνει τό βαθύ θεμελίωμα τῆς χριστιανικῆς ἀνθρωπολογίας καί τονίζει τήν ἀξία τοῦ ἀνθρώπου μέσα στόν κόσμο.
Ἀπό τέτοια ἀγάπη ἔχουν ἀνάγκη οἱ ἄνθρωποις καί οἱ ἐποχές. Γιά νά ὀρθοποδήσουν καί νά εὐημερίσουν. Καί θά πληρώνεται αὐτή ἡ ἀνάγκη, ὅσο οἱ ἄνθρωποι θά γίνονται πνευματικότεροι. Πιότερη ἀγάπη στόν Θεό θά σημαίνει ἀναπόφευκτα πιότερη ἀγάπη καί πρός τόν ἄνθρωπο. Ἀλλιῶς θά τρεφόμαστε μέ αὐταπάτες.
Θά μπορέσουν ἄραγε ὅλοι νά ἀντιληφθοῦν αὐτή τήν ἀλήθεια; Ἄν ναί, τότε δέν θά εἶναι ἁπλῶς «ἡ ἀγάπη ἀνυπόκριτος» ἀνάμεσά μας ἀλλά καί οἱ ἡμέρες μας ξεχωριστές καί ἡ παρουσία μας τίμια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου