Ὄχι καρφί...
«Οὐχὶ οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν; Οἱ δὲ ἐννέα ποῦ;»
Κυριακὴ ΙΒ΄ Λουκά (Λουκ. ιζ΄ 12-19)
(†) ἐπισκόπου Γεωργίου Παυλίδου Μητροπολίτου Νικαίας
Ἕνα γεγονὸς δραματικὸ καὶ πολὺ διδακτικὸ μᾶς διηγεῖται, ἀγαπητοί, τὸ σημερινὸν Εὐαγγελικὸν ἀνάγνωσμα. Καθὼς ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἰσήρχετο μίαν ἡμέραν εἰς ἕνα χωρίον, ἤκουσε φωνὲς σπαρακτικὲς ἀπὸ μιὰ μεριά: «Ἰησοῦ, ἐλέησέ μας καὶ θεράπευσέ μας».
Ἦταν δέκα λεπροί, ποὺ τοὺς εἶχαν ἀπομονώσει καὶ ζοῦσαν ἐκεῖ, ἔρημοι, πληγιασμένοι, μὲ πόνους φρικτούς, χωρὶς ἐλπίδα σωτηρίας.
Ὁ Κύριος τοὺς σπλαχνίσθηκε καὶ τοὺς εἶπε νὰ πᾶνε στοὺς Ἱερεῖς, διὰ νὰ δείξουν τὸ σῶμα των, ὥστε νὰ πιστοποιηθῇ ἡ θεραπεία των. Πλημμυρισμένοι ἀπὸ εὐτυχίαν ἐξεκίνησαν πρὸς τὸ χωριό, ὁπότε εἶδαν μὲ κατάπληξιν, ὅτι καθ’ ὁδὸν ὅλοι των εἶχαν τελείως θεραπευθῆ.
Ἕνας ἐξ αὐτῶν ἦτο Σαμαρείτης. Μόλις αἰσθάνθηκε ὅτι ἔγινε καλά, ἐθεώρησε καθῆκόν του νὰ γυρίσῃ πίσω. Ἐπλησίασε τὸν Χριστόν, τὸν Σωτῆρα του, ἔπεσε στὰ πόδια Του καὶ μὲ μεγάλη φωνὴ ἐδόξολογοῦσε τὸν Θεὸν καὶ εὐχαριστοῦσε τὸν Κύριον γιὰ τὴν θεραπείαν του.
Ὁ Χριστὸς τὸν ἐκοίταξε μὲ ἀγάπην καὶ τοῦ εἶπε: «Μόνο ἐσὺ ἐθεραπεύθης; Καὶ ἀφοῦ ὅλοι ἔγιναν καλά, γιατὶ καὶ οἱ ἄλλοι δὲν αἰσθάνθηκαν τὴν ἀνάγκη νὰ ἐπιστρέψουν καὶ νὰ δοξολογήσουν τὸν Θεὸν διὰ τὴν σωτηρίαν των; Μόνον ἐσὺ τὸ ἐσκέφθηκες; Πήγαινε τώρα στὸ καλό. Ἡ πίστις σου θὰ σὲ ὁδηγήσῃ καὶ στὴ θεραπεία τῆς ψυχῆς σου.
Τὸ συμβὰν αὐτὸ, ἀδελφοί, μᾶς δίδει ἀφορμὴν νὰ σκεφθῶμεν βαθύτερα καὶ κάποια ἰδικά μας καθήκοντα.
1. Α ἱ δ ω ρ ε α ὶ τ ο ῦ Θ ε ο ῦ.
Κανένα στόμα δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ διηγηθῇ, ὅσον πρέπει, τὶς δωρεὲς καὶ τὶς εὐεργεσίες, ποὺ κάμνει ὁ Θεὸς στὸν ἄνθρωπο. Εἴμεθα κυριολεκτικά βυθισμένοι μέσα στὸ πέλαγος τῆς ἀγάπης Του καὶ τῆς στοργῆς Του. Νὰ ἀναφέρωμεν μερικὰς περιπτώσεις;
α) Ποιός μᾶς ἔδωσεν τὴν ζωήν;
β) Ποιός μᾶς ἐχάρισεν τὴν ψυχήν; Μόνος μέσα στὴν ὑλικὴ κτίσι ποὺ ἔχει ψυχὴν ἀθάνατον, λογικήν, ἐλευθέραν, εἶναι ὁ ἄνθρωπος. Ἀνώτερος ἀπὸ ὅλα τὰ ἄλλα κτίσματα, βασιλεύει καὶ κυριαρχεῖ.
γ) Ποιός φροντίζει, διὰ τὴν τροφήν, διὰ τὴν συντήρησίν μας; Ποιός στέλλει τὸν ἥλιο διὰ νὰ ζωογονήσῃ τὴν γῆν, τὴ βροχὴ διὰ νὰ ποτίσῃ τὰ χωράφια, τὸ χιόνι διὰ νὰ γεμίσουν οἱ δεξαμενὲς τῆς γῆς μὲ νερό;
δ) Ποιός μᾶς σκεπάζει μὲ τὸ παντοδύναμο χέρι Του καὶ μᾶς προστατεύει ἀπὸ κινδύνους καὶ ἀπειλάς;
ε) Ποιός μᾶς δίδει τοὺς γονεῖς, τὴν οἰκογενειακὴν θαλπωρήν, ποὺ ὅλοι μας, ἀλλ’ ἰδιαιτέρως τὰ παιδιὰ, ἔχομεν τόσην ἀνάγκην; στ) Ποιός μᾶς ἔδωσε τὸ «φῶς τὸ ἀληθινόν», τὴν χριστιανικὴν πίστιν, ὥστε οἱ ἄνθρωποι νὰ γνωρίζουν ποιόν δρόμον πρέπει νὰ ἀκολουθήσουν στὴ ζωή των;
ζ) Ποιός μᾶς ἐχάρισε τὴν σωτηρίαν τῶν ψυχῶν μας, καὶ ἔστησεν ἕνα Σταυρόν διὰ νὰ εἶναι τὸ λιμάνι τῆς γαλήνης;
η) Ποιός μᾶς ἡτοίμασε τὸν παράδεισον, διὰ νὰ εἴμεθα αἰωνίως εὐτυχισμένοι μέσα στὸ φῶς, στὴ μακαριότητα;
Δι’ αὐτό ἐρωτᾷ ὁ Ἀποστ. Παῦλος. «Τί ἔχεις ἄνθρωπε, ὅ οὐκ ἔλαβες; εἰ δὲ καὶ ἔλαβες τί καυχᾶσαι ὡς μὴ λαβών;» (Α΄. Κορ. δ΄7) Ὅλα ὁ Θεὸς μᾶς τὰ δίδει. Ὅλα ἀδελφέ μου...
2. Ἡ σ τ ά σ ι ς μ α ς.
Τόσα πράγματα, λοιπόν, καὶ τόσην ἀγάπην μᾶς δίδει ὁ Θεός. Καὶ ἡμεῖς;
α) Οἱ μὲν δεικνύουν ἀδιαφορίαν καὶ ψυχρότητα ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ. Δὲν αἰσθάνονται τὴν ἀνάγκην νὰ πᾶνε στὴ Ἐκκλησία τὴν Κυριακὴν καὶ νὰ εὐχαριστήσουν ἐκεῖ οἰκογενειακῶς τὸν Θεὸν διὰ τὰς δωρεάς Του, ποὺ μᾶς ἐχάρισε μέχρι τώρα.
Ὁ ἕνας θὰ κοιμηθῇ· ὁ ἄλλος θὰ πάῃ στὸ χωράφι του· ὁ τρίτος θὰ καθήσῃ στὸ καφενεῖο· ἡ τετάρτη θὰ ἀσχοληθῇ μὲ τὸ σπίτι.. Καμμία ψυχικὴ ἐπαφὴ μὲ τὸν Θεόν.
Δὲν νοιώθουν ὡς καθῆκον των ἔπειτα νὰ κάμουν στὸ σπίτι προσευχὴν πρὸ τοῦ φαγητοῦ καὶ μετὰ, τὸ πρωΐ καὶ τὸ βράδυ πρὶν κοιμηθοῦν. Δὲν μελετοῦν κανένα περιοδικὸν θρησκευτικὸν διὰ νὰ φωτισθῇ ἡ ψυχή των.
Τελεία ἀδιαφορία, εἰς ὅλα. Καὶ τὸ δυστύχημα εἶναι ὅτι τὰ βλέπουν καὶ τὰ παιδιὰ καὶ μιμοῦνται τοὺς τοιούτους γονεῖς.
β) Ἄλλοι, κρῖμα! προχωροῦν περισσότερον. Γίνονται ἐχθροὶ τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ Θεοῦ. Πιστεύουν εἰς ὑλιστικὰς καὶ ἀθεϊστικὰς θεωρίας καὶ ἀρνοῦνται ἔτσι καὶ τὸν Θεὸν καὶ τὴν χριστιανικὴν πίστιν. Καὶ ἐπηρεάζουν, δυστυχῶς καὶ ἄλλους. Καὶ γίνονται δολοφόνοι τῶν ψυχῶν τῶν συνανθρώπων των.
γ) Ἄλλοι πάλιν, ὅταν εἶναι ὑγιεῖς καὶ εὐτυχεῖς, φαίνωνται καλοί. Ὅταν ὅμως συμβῇ νὰ ἀρρωστήσουν, νὰ δεχθοῦν κάποιο χτύπημα οἰκονομικό, ἕνα θάνατον, λησμονοῦν τὶς ἄπειρες δωρεὲς τοῦ Θεοῦ καὶ ἀρχίζουν νὰ καταφέρωνται ἐναντίον Του. Καὶ γίνονται σκληροί. Καὶ φέρονται ἀχάριστοι κατὰ τοῦ μεγάλου Πατέρα. Καὶ λησμονοῦν ὅτι καὶ ἀπὸ τὸν πόνον κάτι ἄλλο θὰ βγῇ. Διότι καὶ ἐκεῖ πάντα βλέπει κανεὶς τὴν ἀγάπη καὶ τὴν σοφία τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἐκεῖ...
3. Τ ὸ χ ρ έ ο ς μ α ς.
Ἀδελφὲ, ἡμεῖς ἄς μὴ φανῶμεν ἀχάριστοι. Ἡ εὐγνωμοσύνη μας πρὸς τὸν Θεὸν ἄς εἶναι διαρκής, θερμή, ὁλόψυχος. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ αἰσθάνεται μέσα του ἔντονα τὸ ἅγιον αὐτὸ συναίσθημα, ἀποδεικνύει ὅτι εἶναι λεπτὴ καὶ ἀνώτερη ψυχή.
Διότι ἡ εὐγνωμοσύνη εἶναι τὸ ἄρωμα τῆς καρδιᾶς, ποὺ ξεχύνεται μπροστὰ στὸ Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ, εἶναι τὸ ἱερὸ σκίρτημα, ποὺ δοκιμάζει ἡ ὕπαρξις καθὼς ἀτενίζει τὸν Θεόν, τὸν μεγαλύτερον εὐεργέτην τοῦ ἀνθρώπου. Δι’ αὐτὸ, ὅσον ἡ εὐγνωμοσύνη ἀποδεικνύει τὸ ψυχικὸ μεγαλεῖον ἑνὸς ἀνθρώπου, τόσον ἡ ἀγνωμοσύνη διακηρύττει τὴν ψυχικὴν πτωχείαν καὶ τὴν στειρότητά του.
Δὲν ἔχει, βεβαίως, ἀνάγκην ὁ Θεὸς τῆς εὐγνωμοσύνης μας. Δὲν τοῦ προσθέτομεν ἡμεῖς τίποτε μὲ τὰς εὐχαριστίας μας. Εἶναι δοξασμένος ἀπείρως, μέσα εἰς τὸ πάμφωτον βασίλειον τῆς αἰωνιότητος. Ἄν ζητῇ νὰ εἴμεθα εὐγνώμονες, εἶναι διότι δὲν θέλει νὰ μᾶς κατέχῃ ἡ λέπρα «ἀχαριστία», ἀλλὰ νὰ ὑπάρχῃ μέσα μας, τὸ πανεύοσμο λουλούδι «εὐγνωμοσύνη», ποὺ τόσο σπάνια φυτρώνει δυστυχῶς, στὴν ἀνθρωπίνη ψυχή...
Ὅλα, ἀδελφοί, δοξολογοῦν καὶ εὐγνωμονοῦν τὸν Θεόν. Τὰ πουλιὰ μὲ τὸ κελάδημά των· τὸ ρυάκι μὲ τὸ κελάρυσμά του· τὰ ἔντομα μὲ τὸν βόμβον των· ἡ αὔρα μὲ τὸν ψίθυρόν της· τὸ κῦμα μὲ τὸν φλοῖσβον του· ὁ γρύλλος μὲ τὸν τερετισμὸν του· τὰ τζιτζίκια μὲ τοὺς τρυγμοὺς των· οἱ ἄγγελοι μὲ τοὺς ὕμνους των. Καὶ μόνον ὁ ἄνθρωπος δυσκολεύεται νὰ ὑψώσῃ τὴ ματιά του πρὸς τὰ ἄνω καὶ νὰ πῇ «εὐχαριστῶ». Μόνον ὁ ἄνθρωπος!... Κρῖμα! ...
Ἀγαπητοί,
Σὲ μιὰ πλαγιὰ τῶν χιονισμένων Ἄλπεων τῆς Ἑλβετίας εὑρίσκεται τὸ ὀνομαστὸ μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Βερνάρδου, μὲ τοὺς περιφήμους σκύλους του, χάρις στοὺς ὁποίους ἑκατοντάδες ἀνθρώπων σώθηκαν ἀπὸ τὸ θάνατο.
Ἀνάμεσα σ’ αὐτοὺς ξεχωριστὴ θέσι κατεῖχεν ὁ Ντάμπυ. Μιὰ μέρα εἶχε πάλι βγῆ σὲ ἀναζήτησι περιπλανωμένων καὶ θαμμένων στὸ χιόνι ἀνθρώπων. Μόλις εἶχε κοπάσει ἡ χιονοθύελλα. Στὸ λαιμὸ του ἔχει κραμασμένο τὸ βαρελάκι τοῦ ποτοῦ. Μέχρι τώρα ἔχει σώσει 40 ἀνθρώπους. Αἴφνης κάτι μυρίζεται. Τὰ πόδια του σὰν μηχανὴ γρήγορα παραμερίζουνν τὸ χιόνι. Ὁ ἄνθρωπος δὲν ἄργησε νὰ φανῇ. Ὁ Ντάμπυ ἄρχισε νὰ τὸν γλείφῃ στὰ χέρια καὶ στὸ πρόσωπο, γιὰ νὰ τὸν φέρῃ στὶς αἰσθήσεις του. Πράγματι ὁ παγωμένος ἄνθρωπος ἄρχισε νὰ δείχνῃ σημεῖα ζωῆς.
Σὲ μιὰ στιγμὴ ἄνοιξε τὰ μάτια του. Ὅταν ὅμως ἀντίκρυσε τὸν μεγαλόσωμο Ντάμπυ, τὸν ἐξέλαβε γιὰ θηρίο τοῦ δάσους. Σιγά-σιγά τράβηξε ἀπ’ τὴ μέση του τὸ μαχαῖρι καὶ τὸ ἐβύθισε στὴν καρδιὰ τοῦ σκύλου. Ἕνα οὔρλιασμα ἀκούστηκε καὶ ὁ Ντάμπυ ἦταν νεκρός... Τὸν εἶχε σκοτώσει τὸ χέρι τοῦ εὐεργετηθέντος....
Ἀδελφέ,
Τὸ ἴδιο ἔγινε καὶ μὲ τὸν ἄνθρωπο. Τὸν ἔσωσεν ὁ Χριστὸς ἀπὸ τὸ θάνατο καὶ ἐκεῖνος τοῦ ἐβύθισε τὰ καρφιά καὶ τὴ λόγχη τῆς ἀχαριστίας στὸ Σταυρό...
Ἡμεῖς ὄχι, ἄς μὴ κρατοῦμε καρφὶ ἀχαριστίας, γιὰ τὸν Σωτῆρα μας. Ἄς εἶναι ἡ εὐγνωμοσύνη μας ἀπέραντη, αἰωνία, ὁλόθερμη...
Ἡμεῖς ὄχι καρφί ἀχαριστίας! ...
Ἐπισκόπου Γεωργίου Παυλίδου
Μητροπολίτου Νικαίας
Λύχνος τοῖς ποσί μου
Λόγοι εἰς τὰ Εὐαγγέλια τῶν Κυριακῶν
Ἐκδόσεις Β΄
Ἀποστολική διακονία
τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
σελ. 200-203
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου