ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΟ ΤΗΣ ΥΨΩΣΕΩΣ
(Ἰω. 3, 13-17)
Τὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα μᾶς λέει πὼς ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἐνανθρώπησε γιὰ νὰ σώσει τὸν κόσμο καὶ ὄχι γιὰ νὰ τὸν κατακρίνει γιὰ τὴν ἁμαρτία του: «οὐ γὰρ ἀπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸν υἱὸν αὐτοῦ εἰς τὸν κόσμον ἵνα κρίνῃ τὸν κόσμον, ἄλλ’ ἵνα σωθῇ ὁ κόσμος δι’ αὐτοῦ».
Ἐρχόμενος ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο φέρει μία καὶ μόνη κρίση. Αὐτὴ δὲν εἶναι ἄλλη ἀπὸ τὴ φανέρωση τῆς ἁμαρτίας τοῦ ἀνθρώπου, λόγῳ τῆς ἀλήθειας ποὺ βρίσκεται πιὰ στὸν κόσμο. Μπροστὰ στὴν ἀλήθεια, μπροστὰ δηλαδὴ στὸν ἴδιο τὸν ἐνανθρωπήσαντα Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, ἡ πλάνη καὶ τὸ ψεῦδος ἐλέγχονται καὶ ἀποκαλύπτονται: «Νῦν κρίσις ἐστὶν τοῦ κόσμου. Νῦν ὁ ἄρχων τοῦ κόσμου ἐκβληθήσεται ἔξω». Κρίνεται λοιπὸν ἡ ἁμαρτία φανερούμενη, κρίνεται, ὅμως, καὶ κατακρίνεται καὶ ὁ διάβολος, αὐτός, ὁ ὁποῖος δελέασε καὶ ἔριξε στὴν ἁμαρτία τὸν ἄνθρωπο.
Ἡ περίοδος τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης παρῆλθε. Ὁ παιδαγωγικὸς φόβος ἔδωσε τὴ θέση του στὴν περίοδο τῆς χάριτος. Ὁδήγησε τοὺς ἀνθρώπους νὰ κατανοήσουν τὴν ἁμαρτία καὶ τοὺς ὑπέδειξε τὸν μόνο λυτρωτή, τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ. Ὁ Κύριος, ἔρχεται στὸν κόσμο, ὄχι ἀπειλῶντας καὶ ἐκφοβίζοντας, ἀλλὰ πλήρης ἀγάπης, ὡς πατέρας ποὺ τείνει τὸ χέρι στὰ ἀγαπητά του παιδιά. Ἡ παρουσία του σημαίνει τὴ δική μας σωτηρία, ἀφοῦ ἦλθε «ἵνα σωθῇ ὁ κόσμος δι’ αὐτοῦ».
Ὁ Χριστὸς καταργεῖ μὲ τὸν ἐρχομό του στὸν κόσμο ὅ,τι καταδυνάστευε τὸν ἄνθρωπο, τὴν ἁμαρτία, τὸν θάνατο, τὸν διάβολο. Αἴροντας αὐτὲς τὶς πληγές, οἱ ὁποῖες προκαλοῦσαν πόνο καὶ δάκρυ, μᾶς θεράπευσε. Ὅπως τότε, τὴν παλαιὰ ἐποχή, ὅταν οἱ Ἰσραηλίτες βρισκόντουσαν στὴν ἔρημο, γλύτωναν ἀπὸ τὰ δηλητηριώδη φίδια, ἀτενίζοντας τὸ χάλκινο φίδι ποὺ ἔστησε καθ’ ὑπόδειξη τοῦ Θεοῦ ὁ Μωϋσῆς, ἔτσι καὶ τώρα, ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι λυτρωνόμαστε ἀπὸ τὶς πληγὲς τῆς ἁμαρτίας, ἀφ’ ἧς στιγμῆς ὁ Χριστὸς διὰ τοῦ σταυροῦ κατήργησε τὸν διάβολο καὶ καταπάτησε τὸν θάνατο.
Ἡ σωτηρία ποὺ μᾶς προσφέρει ὁ Χριστὸς βιώνεται ἀπὸ τὴ ζωὴ αὐτή. Στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ δὲν εἰσέρχεται κανεὶς μετὰ τὸν θάνατό του, ἀλλὰ τὴ γεύεται ἐνῷ ἤδη βρίσκεται ἐν ζωῇ. Προϋπόθεση βέβαια εἶναι νὰ ἀποδεχθεῖ τὸν Χριστό, νὰ πιστέψει σ’ αὐτὸν καὶ νὰ ἀγωνιστεῖ ἐν μετανοίᾳ νὰ τηρήσει τὶς ἐντολές του καὶ νὰ μετέχει τῶν μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας. Νὰ σηκώσει τὸν σταυρό του καὶ νὰ δεῖ τὴ ζωὴ καὶ τὸν συνάνθρωπό του ἀγαπητικά, χωρὶς μῖσος καὶ ἐκδικητικότητα.
Ἡ ἀγάπη καὶ ἡ συγχώρεση ποὺ ἐπιδεικνύει κανεὶς στὴ σχέση του μὲ τοὺς ἄλλους σημαίνει τελικὰ μίμηση, ἀλλὰ καὶ ἐξομοίωση μὲ τὸν Θεό. Καὶ τοῦτο διότι ἡ συγχώρεση τῶν ἁμαρτιῶν, τό «ἀφιέναι ἁμαρτίαις», εἶναι χαρακτηριστικὸ τοῦ Θεοῦ. Ἐφόσον λοιπὸν ὁ Χριστὸς δὲν ἦλθε γιὰ νὰ κατακρίνει καὶ νὰ κατακεραυνώσει τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὸν συγχωρέσει καὶ νὰ τὸν σώσει, τότε καὶ ἐμεῖς δὲν πρέπει νὰ κρίνουμε καὶ νὰ καταδικάζουμε τοὺς ἄλλους, καὶ μάλιστα στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Δὲν εἴμαστε ἐμεῖς οἱ καλοὶ Χριστιανοὶ καὶ κάποιοι ἄλλοι ὑποδεέστεροι, ὥστε ὡς εἰσαγγελεῖς νὰ τοὺς κρίνουμε καὶ νὰ τοὺς κατακρίνουμε γιὰ τὰ ὅποια σφάλματά τους.
Αὐτὸ ποὺ μποροῦμε καὶ ὀφείλουμε νὰ κάνουμε ὡς Χριστιανοὶ εἶναι νὰ συμπονέσουμε αὐτὸν ποὺ σφάλλει, νὰ ἀνεχθοῦμε, νὰ συμβουλεύσουμε, νὰ παραινέσουμε καὶ κυρίως νὰ προσευχηθοῦμε γι᾿ αὐτόν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου