Η ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΤΗΣ ΣΤΑΥΡΙΚΗΣ ΤΟΥ ΑΓΑΠΗΣ
Εὐαγγελικό Ἀνάγνωσμα
Κυριακῆς πρό τῆς Ὑψώσεως
(Ἰωάννου Γ΄ 13-17)
Ὁμολογουμένως, τό σύμβολο τοῦ Τιμίου καί Ζωοποιοῦ Σταυροῦ, ἀποτελεῖ τήν συμπύκνωση τῆς Ὀρθοδόξου πίστεώς μας καί κατά τρόπο μοναδικό καί ἀποκαλυπτικό μας ἀποδεικνύει τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπο. Αὐτή τήν ἀγάπη, γιά τήν ὁποία ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης δέν ἀναφέρει λόγια ἀνθρώπινα, ἀλλά καταγράφει τά λόγια τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ.
Ἐπειδή δέ τό θέμα αὐτό τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ εἶναι τόσο μεγάλης σημασίας γιά τόν ἄνθρωπο, γι” αὐτό καί στήν λειτουργική μας σύναξη, τήν Κυριακή πρό τῆς Ὑψώσεως, θά ἀκούσουμε τό ἀνάλογο Εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα.
Οἱ λόγοι τοῦ Κυρίου εἶναι σαφέστατοι καί δέν χωρᾶ ἀλλοίωσις καί παρερμηνεία. Τονίζουν τό τί προσφέρει ὁ ἴδιος ὁ Θεός γιά τήν σωτηρία μας. Δηλ. τό μέγιστο. Ὅ,τι ἀνώτερο καί πολυτιμώτερο, πού οὐδέποτε θά μποροῦσε ὁ ἄνθρωπος ἀπό μόνος του νά διανοηθεῖ καί νά συλλάβει. Τόν Υἱόν Τοῦ τόν Μονογενῆ! Τό δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος πού γίνεται ἄνθρωπος ὥστε νά καταστεῖ ὁ ἄνθρωπος κατά χάριν Θεός.
Προσφέρει ὁ Θεός Πατήρ τό “ἀπαύγασμα τῆς δόξης” Τοῦ (Ἑβρ. Α΄ 3), καί ὅπως ἀναφέρεται στή Θεία Λειτουργία τοῦ Οὐρανοφάντορος Μ. Βασιλείου, προσφέρεται γιά τήν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου Ἐκεῖνος πού εἶναι “σφραγίς ἰσότυπος” πρός τόν Πατέρα.
Τό Εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα πού ἔχει θέσει ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία κατά τήν ἡμέρα αὐτή, εἶναι ἕνα ἀπόσπασμα ἀπό τόν διάλογο τοῦ Κυρίου μέ τόν Νικόδημο. Τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν τάξη μέν τῶν Φαρισαίων, πού ἀποτελοῦσε μέλος τοῦ Συνεδρίου, πού ὅμως διέθετε ἁγνή προαίρεση καί τελικῶς ἀποδέχθηκε αὐτήν τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Συνειδητοποίησε δέ καί πίστευσε στό θεανδρικό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, σέ τέτοιον βαθμό ὥστε τελικῶς ἀξιώνεται μαζί μέ τόν Ἰωσήφ τόν ἀπό Ἀριμαθαίας νά γίνει Μυροφόρος καί νά ἐνταφιάσει τό ἄχραντο σῶμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ.
Μέσα σέ αὐτόν τό διάλογο πού καταγράφει ὁ θεόπνευστος μαθητής, διαφαίνεται ἱστορικῶς ἡ πραγματικότητα τῆς θεϊκῆς ἀγάπης καί μάλιστα παριστάνεται πολύ χαρακτηριστικά στό σύμβολο τοῦ Σταυροῦ. Ὁ ὄφις πού ὑψώνει ὁ Μωυσῆς “ἐν τῇ ἐρήμω” δέν εἶναι παρά ἡ προτύπωσις ἐκείνου πού θά ἀκολουθήσει ὡς πραγματικό καί οὐσιαστικό γεγονός, αἰῶνες μετά, ἀπό τόν ἴδιο τόν ἐνανθρωπίσαντα Θεό.
Ἡ Εὐαγγελική φράσις “οὕτως ὑψωθῆναι δεῖ τόν υἱόν τοῦ ἀνθρώπου, ἴνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτόν μή ἀποληται, ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον” (Ἰωάνν. Γ΄ 14-15), ὅτι δηλ. σύμφωνα μέ τό μυστηριῶδες σχέδιο τοῦ Θεοῦ, ἔπρεπε νά κρεμαστεῖ ψηλά ἐπάνω στόν Σταυρό ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου καί νά προσλάβει ἔτσι τό ὁμοίωμα τῆς ἁμαρτίας (χωρίς ὅμως νά ἔχει οὐδεμία πραγματική σχέση μέ αὐτή), γιά νά μή χαθεῖ στόν αἰώνιο θάνατο κανένας ἀπ΄ ὅσους πιστεύουν σ” αὐτόν, ἀλλά νά ἔχει ζωή αἰώνια, ἡ φράση λοιπόν αὐτή, δηλώνει τήν διάσταση αὐτοῦ τοῦ Θεϊκοῦ σχεδίου. Τοῦ σχεδίου πού προεικονίζεται καί προτυπώνεται στήν Παλαιά Διαθήκη, πραγματοποιεῖται στήν Καινή καί ἐνεργοποιεῖται ἀπό τή θέληση τοῦ ἴδιου τοῦ ἀνθρώπου μέσα στόν εὐλογημένο χῶρο τῆς χάριτος πού εἶναι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία. Ἡ κιβωτός τῆς σωτηρίας, ἡ ὁποία διά τῶν ἱερῶν μυστηρίων καί τῆς δυνάμεως τοῦ “τριμεροῦς σταυροῦ τοῦ Χριστού” σώζει τόν ἄνθρωπο ἀπό τόν ὀδυνηρό θάνατο πού ἐπιφέρουν τά δήγματα τοῦ ὄφεως.
Ἀλλά, δόξα τῷ Θεῶ. Γιά τούς πιστεύοντας, ἀγωνιζομένους καί ὁπλιζομένους τῇ δυνάμει τοῦ Σταυροῦ, ὁ Σατανᾶς ἁπλῶς ἔχει τήν ἐξουσία νά πειράζει καί ὄχι πλέον νά θανατώνει.
Μέσα σέ τόνο καθαρά θριαμβευτικό καί ἀποκαλυπτικό, ὁ ἐπιστήθιος μαθητής ἐξόριστος στήν Πάτμο καταγράφει τούτη τήν ἀλήθεια πού ἀναπτερώνει τήν ἀγάπη μας πρός τόν Θεό καί τόν ζῆλο γιά Σταυροαναστάσιμη πορεία. “Και ἐβλήθη ὁ δράκων, ὁ ὄφις ὁ μέγας ὁ ἀρχαῖος, ὁ καλούμενος Διάβολος καί ὁ Σατανᾶς, ὁ πλανῶν τήν οἰκουμένην ὅλην, ἐβλήθη εἰς τήν γῆν, καί οἱ ἄγγελοι αὐτοῦ μετ΄ αὐτοῦ ἐβλήθησαν” (Ἀποκαλ. ΙΒ΄ 9). Δηλ. ρίχθηκε ὁ δράκοντας ὁ μεγάλος, ὁ παλαιός ὄφις πού παρέσυρε στήν παράβασή του τούς πρωτοπλάστους, αὐτός πού ὀνομάζεται διάβολος καί σατανᾶς, καί πλανᾶ ὅλη τήν οἰκουμένη, ρίχθηκε κάτω στή γῆ, καί μαζί μ΄ αὐτόν ρίχθηκαν καί οἱ σκοτεινοί ἄγγελοί του.
Ἀλλά ὁ Θεολόγος μαθητής δέν σταματᾶ σέ αὐτήν μόνο τήν διαπίστωση. Θέλει μέσα στό Εὐαγγελικό κείμενο νά ἀποτυπώσει τήν ἀνέκφραστη καί ἀνερμήνευτη ἀγάπη πού διά τοῦ ὀργάνου τοῦ Σταυροῦ, περιβάλλει ὁ Θεός τήν εἰκόνα του, τόν ἄνθρωπο. Γι” αὐτό καί προσθέτει: “οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ΄ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον” (Ἰωάν Γ΄ 16). Ὁ στίχος αὐτός ἀποτελεῖ συνέχεια τοῦ διαλόγου μεταξύ τοῦ Κυρίου καί τοῦ Νικοδήμου. Εἶναι δέ τόσο σπουδαίας σημασίας ὥστε ἔχει χαρακτηρισθεῖ ὡς “ἡ Βίβλος ἐν μικρογραφία”. Πράγματι συμπυκνώνει ὅλο το σχέδιο τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ γιά τήν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου καί συμπεριλαμβάνει ὁλόκληρη τήν θεία οἰκονομία καί τήν πραγματοποίησή της. Ἡ ἀλήθεια αὐτή ὅταν συνειδητοποιεῖται χαρίζει μεγάλη ἐλπίδα καί παρηγοριά πρός τόν πιστό πού κάποιες φορές αἰσθάνεται νά κουράζεται ἤ καί νά λιποψυχεῖ μέσα στό στάδιο τοῦ ἀγώνα.
Ὄντως, ὁ ἴδιος ὁ Χριστός τονίζει μέσω τοῦ Νικοδήμου πρός τήν κάθε καλοδιάθετη ὕπαρξη. Μή σοῦ φαίνεται παράδοξο ὅτι ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου πρόκειται νά ὑψωθεῖ ἐπάνω στό ξύλο τοῦ σταυροῦ γιά τή σωτηρία σου. Διότι τόσο πολύ, τόσο ὑπερβολικῶς ἀγάπησε ὁ Θεός τόν κόσμο τῶν ἀνθρώπων πού ζοῦσε στήν ἁμαρτία, ὥστε παρέδωσε σέ θάνατο τόν μονάκριβο Υἱό Του, γιά νά μή χαθεῖ σέ θάνατο αἰώνιο ἀλλά νά ἔχει ζωή αἰώνια.
Ἑπομένως, αὐτή ἡ ἀλήθεια ἐξοστρακίζει κάθε φόβο καί κάθε ἐμπόδιο πού εἶναι δυνατόν νά πλησιάσει τόν ἄνθρωπο γιά νά τόν φοβίσει καί νά τόν ἀποτρέψει στό πλησίασμα, στήν ἐπικοινωνία, στή μετοχή, στήν ταύτιση τῆς θελήσεώς του μέ τόν Θεό, δηλ. στόν ἐξαγιασμό του. Καί γιά νά γίνει περισσότερο κατανοητή αὐτή ἡ πραγματικότητα, ὁ τελευταῖος στίχος ξεκαθαρίζει: “οὐ γὰρ ἀπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸν υἱὸν αὐτοῦ εἰς τὸν κόσμον ἵνα κρίνῃ τὸν κόσμον, ἀλλ΄ ἵνα σωθῇ ὁ κόσμος δι΄ αὐτοῦ ” (Ἰωάν. Γ΄ 17). Ναί, δέν ἀπέστειλε ὁ Θεός τόν Υἱό του στόν κόσμο γιά νά καταδικάσει τόν κόσμο, ἀλλά γιά νά σωθεῖ ὁ κόσμος διά μέσω αὐτοῦ.
Ὁ ἄνθρωπος, μέσα στό δράμα τῆς ἀποστασίας του δέν μποροῦσε νά κατορθώσει τίποτε. Ἡ πρωτοβουλία ἀνῆκε στόν Θεό, ἀφοῦ σ΄ αὐτόν ὑπάρχει ἡ δυνατότητα τῆς πραγματοποιήσεως τῆς σωτηρίας. Ἔτσι λοιπόν θά πρέπει νά γνωρίζουμε ὅτι σέ αὐτή τήν πρώτη του παρουσία ὁ Χριστός, δέν ἦλθε γιά νά κρίνει τούς ἀνθρώπους. Ἡ ταπείνωσις τοῦ Χριστοῦ, δέχεται ὅλες τίς ταπεινώσεις ἐκ μέρους τῶν ἀνθρώπων. Φυσικά ὑπάρχει καί ἡ δευτέρα παρουσία πού ἐκεῖ τα πράγματα θά εἶναι διαφορετικά. Ὅμως, γιά τούς συνειδητούς πιστούς, πού ἀποδέχονται τώρα τόν Χριστό ὡς λυτρωτή, δέν ὑπάρχει ὁ κίνδυνος νά τόν ἀντιμετωπίσουν στό μέλλον ὡς κριτή.
Ἀλλά ὅταν κανείς δέχεται στήν ὅλη του ὕπαρξη τέτοιου εἴδους ἀγάπη, εἶναι δυνατόν νά περιφρονήσει τήν πρόσκληση καί νά ἀρνηθεῖ τήν προσωπική του ἀποδοχή, δηλ. τό ναί στόν ἴδιο τόν Ἰησοῦ; Στήν ἀντίθετη περίπτωση, μέ τί ἀλήθεια χαρακτηρισμό νά ἀποδώσει κανείς τήν παραφροσύνη τῆς ἀρνήσεως;
Ἅς κλείσουμε ὅμως μέ μιά μεγάλη μορφή τῆς Ἐκκλησίας μας πού ἀγάπησε τόν Ἰησοῦ ὅσο ἐλάχιστοι καί ἀπέδειξε ὅτι αὐτή τή φλόγα τῆς ἀγάπης, τίποτε στόν κόσμο δέν μπορεῖ νά τήν σβήσει.
Πρόκειται γιά τόν ἅγιο Ἰγνάτιο τόν θεοφόρο. Ἀποστέλλει μιά ἐπιστολή πού μιλᾶ ἀπό μόνη της. “…καλόν μοι ἀποθανεῖν διά Χριστόν Ἰησοῦν, ἤ βασιλεύειν τῶν περάτων τῆς γῆς… τόν τοῦ Θεοῦ θέλοντα εἶναι κόσμῳ μή χαρίσησθε… ἄφετέ με καθαρόν φῶς λαβεῖν· ἐκεῖ παραγενόμενος ἄνθρωπος ἔσομαι. Ἐπιτρέψατέ μοι μιμητήν εἶναι τοῦ πάθους τοῦ Θεοῦ μου, εἰ τίς αὐτόν ἐν ἑαυτῷ ἔχει νοησάτω ὅ θέλω, καί συμπαθείτω μοι, εἰδῶς τά συνέχοντά με”. Δηλ. Εἶναι ὡραῖο γιά μένα νά πεθάνω χάριν τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, παρά νά βασιλεύω τῆς οἰκουμένης. Αὐτόν πού θέλει νά ἀνήκει στόν Θεό, μή τόν χαρίσετε στόν κόσμο. Ἀφῆστε μέ νά ἀπολαύσω φῶς καθαρό. Ὅταν φθάσω ἐκεῖ (κοντά στό καθαρό φῶς τοῦ Θεοῦ), τότε θά εἶμαι ἄνθρωπος. Δῶστε μου τήν ἄδεια νά μιμηθῶ τό (σταυρικό) πάθος τοῦ Θεοῦ μου. Ὅποιος τόν ἔχει μέσα του, ἅς καταλάβει ἐκεῖνο πού θέλω, καί ἅς μέ συμπαθήσει, ἀφοῦ ἔχει πείρα ἐκείνων πού μέ συνέχουν.
Τό λοιπόν ἀδελφοί, δέν ἔχουμε παρά νά ἀποδείξουμε ὅτι ἀποδεχόμαστε τήν πρόσκληση τῆς σταυρικῆς Του ἀγάπης.
Ἀμήν.
Ἀρχιμ. Ἰωήλ Κωνστάνταρος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου